Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· 1 Ο λόγος, τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν λέγων· 1 Ο λόγος, ποὺ ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, ἔχει ὡς ἑξῆς:
2 ἀνάστηθι, καὶ κατάβηθι εἰς οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἐκεῖ ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου. 2 Σηκω και κατέβα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και εκεί θα ακούσης τους λόγους μου. 2 «Σήκω ἀπὸ τὸν λόφον, ὅπου εὑρίσκεσαι τώρα εἰς τὸν Ναὸν καὶ προφητεύεις, καὶ κατέβα κάτω χαμηλὰ εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ ἀγγειοπλάστου «κεραμοποιοῦ», ἐκεῖ δὲ θὰ ἀκούσῃς τί ἔχω νὰ σοῦ εἰπῷ».
3 καὶ κατέβην εἰς τὸν οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐποίει ἔργον ἐπὶ τῶν λίθων· 3 Κατέβηκα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και ιδού, αυτός έκαμνε την εργασίαν του μέ τους λιθίνους τροχούς. 3 Ἔτσι «ἐγώ, ὁ Ἱερεμίας» κατέβηκα εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ ἀγγειοπλάστου καὶ ἰδού, αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ εἰργάζετο τὴν ἀγγειοπλαστικὴν μὲ τὴν βοήθειαν τῶν πέτρινων τροχῶν.
4 καὶ ἔπεσε τὸ ἀγγεῖον, ὃ αὐτὸς ἐποίει ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ πάλιν αὐτὸς ἐποίησεν αὐτὸ ἀγγεῖον ἕτερον, καθὼς ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι. 4 Επεσε δε το πήλινον αγγείον, το οποίον αυτός κατεσκεύαζε με τα χέρια του. Ο κεραμοποιός και πάλιν έκαμε άλλο αγγείον· το έκαμεν, όπως ήρεσεν εις αυτόν. 4 Ἔπεσε δὲ τὸ πήλινον ἀγγεῖον, τὸ ὁποῖον ἔπλαθε μὲ τὰ χέρια του αὐτὸς ὅμως ἀνέπλασε πάλιν τὸν πηλὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔπλασεν ἄλλο ἀγγεῖον, ὅπως ἐφάνη ἀρεστὸν εἰς τὸν ἴδιον νὰ τὸ μορφοποιήσῃ καὶ νὰ τὸ κατασκευάσῃ.
5 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 5 Τοτε ο Κυριος απηύθυνε λόγον προς εμέ και μου είπε· 5 Τότε ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
6 εἰ καθὼς ὁ κεραμεὺς οὗτος οὐ δυνήσομαι τοῦ ποιῆσαι ὑμᾶς, οἶκος ᾿Ισραήλ; ἰδοὺ ὡς ὁ πηλὸς τοῦ κεραμέως ὑμεῖς ἐστε ἐν ταῖς χερσί μου. 6 Μηπως και εγώ δεν ημπορώ να κάμω σας τους Ισραηλίτας, όπως έκαμεν ο κεραμεύς αυτός; Διότι, ιδού, εις τα χέρια μου σεις είσθε ώσαν τον πηλόν του κεραμέως. 6 «Ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, μήπως «Ἐγώ, ὁ Θεός» δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω εἰς σᾶς, ὅπως ἔκαμε καὶ ὁ ἀγγειοπλάστης αὐτός; Ἀσφαλῶς ἠμπορῶ.Διότι ἰδού· σεῖς εἶσθε εἰς τὰ χέρια μου ὅπως ὁ πηλὸς τοῦ ἀγγειοπλάστου, ὁ ὁποῖος εὔκολα μεταπλάσσεται εἰς τὸ χέρια του.
7 πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος ἢ ἐπὶ βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ τοῦ ἀπολλύειν, 7 Εάν προαναγγείλω και αποφασίσω το τέλος ενός έθνους η ότι θα εξολοθρεύσω και θα εξαφανίσω μίαν βασιλείαν και τους πολίτας της, 7 Μὴ ἀπελπισθῆτε διὰ τὴν σωτηρίαν σας.Ἐὰν ἀποφασίσω καὶ προαναγγείλω ὅτι θὰ καταστρέψω ἕνα ἔθνος ἢ μίαν βασιλείαν, ὥστε νὰ ἐξαφανίσω τὸ ἔθνος καὶ τὸ βασίλειον τοῦτο,
8 καὶ ἐπιστραφῇ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἀπὸ πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς. 8 εάν εκείνο το έθνος επιστρέψη προς εμέ εν μετανοία, απαρνηθή δε και απομακρυνθή από όλας τας κακίας, εγώ θα αλλάξω γνώμην σχετικώς με τας θλίψεις και τιμωρίας, τας οποίας είχα σκεφθή να επιφέρω εναντίον των ανθρώπων του λαού αυτού. 8 ἐπιστρέψῃ ὅμως τὸ ἔθνος ἐκεῖνο εἰς Ἐμὲ μὲ μετάνοιαν καὶ μεταμεληθῇ δι’ ὅλες τὶς κακίες ποὺ ἔπραξε, τότε καὶ Ἐγὼ θὰ ἀλλάξω γνώμην διὰ τὶς τίμωρίες καὶ συμφορές, ποὺ ἐσκέφθην καὶ ἤμουν διατιθειμένος νὰ ἐπιφέρω ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ ἐκεῖνου.
9 καὶ πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλείαν τοῦ ἀνοικοδομεῖσθαι καὶ τοῦ καταφυτεύεσθαι, 9 Εάν εξ αντιθέτου ομιλήσω και αποφασίσω περί ενός έθνους και ενός βασιλείου, ότι θα ανοικοδομηθή, θα φυτευθή και θα προοδεύσ·η, 9 Ἐὰν πάλιν, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἀποφασίσω καὶ προαναγγείλω ὅτι ἕνα ἔθνος καὶ μία βασιλεία θὰ ἀνοικοδομηθῇ, θὰ φυτευθῇ, θὰ ριζώσῃ καὶ θὰ προοδεύσῃ,
10 καὶ ποιήσωσι τὰ πονηρὰ ἐναντίον μου τοῦ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς μου, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐλάλησα τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς. 10 οι δε άνθρωποι του έθνους αυτού πράξουν πονηρά ενώπιόν μου και δεν θέλουν να ακούσουν και να υπακούσουν εις την φωνήν μου, τότε θα αλλάξω γνώμην σχετικώς με τα αγαθά, που είχα προαναγγείλει, ότι θα αποστείλω εις αυτούς. 10 οἱ ἄνθρωποι ὅμως τὸν ἔθνους τούτου ἢ τῆς βασιλείας ἐκείνης ἐργασθοῦν ἔργα ἁμαρτωλὰ ἐνώπιόν μου καὶ ἀρνηθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὸς ἐντολές μου, τότε καὶ Ἐγὼ θὰ ἀλλάξω γνώμην διὰ τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶχα ὑποσχεθῆ νὰ χορηγήσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ ἐκείνου.
11 καὶ νῦν εἰπὸν πρὸς ἄνδρας ᾿Ιούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας ῾Ιερουσαλήμ· ἰδοὺ ἐγὼ πλάσσω ἐφ' ὑμᾶς κακὰ καὶ λογίζομαι ἐφ' ὑμᾶς λογισμόν· ἀποστραφήτω δὴ ἕκαστος ἀπὸ ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς, καὶ καλλίονα ποιήσατε τά ἐπιτηδεύματα ὑμῶν. 11 Και τώρα ειπέ στους ανθρώπους του βασιλείου Ιούδα και προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ιδού, εγώ παρασκευάζω εναντίον σας θλίψεις και τιμωρίας, μελετών σχέδια εις βάρος σας. Ας απομακρυνθή, λοιπόν, ο καθένας σας από τον δρόμον των πονηριών του και πράξατε έργα καλύτερα. 11 Τώρα λοιπὸν εἰπὲ πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν καὶ πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ: «Ἰδού, Ἐγὼ ἑτοιμάζω ἐναντίον σας θλίψεις καὶ καταστροφές, μελετῶ δὲ καὶ ἐπεξεργάζομαι σχέδια, ποὺ ἀφοροῦν εἰς τὴν τιμωρίαν καὶ τὴν καταστροφήν σας.Ἂς ἀπαρνηθῇ λοιπὸν ὁ καθένας σας καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ ἔργα του, ἂς σωφρονισθῇ, ἂς ἀλλάξῃ διαγωγὴν καὶ ἂς ἐργασθῇ ἔργα καλύτερα, ἀγαθὰ καὶ χρηστά.
12 καὶ εἶπαν· ἀνδριούμεθα, ὅτι ὀπίσω τῶν ἀποστροφῶν ἡμῶν πορευσόμεθα καὶ ἕκαστος τὰ ἀρεστά τῆς καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς ποιήσομεν. 12 Εκείνοι όμως απήντησαν· Ημείς είμεθα ανδρείοι, δι' αύτό και θα προχωρήσωμεν εις τας παραβάσεις μας, και ο καθένας από ημάς θα πράξη ο,τι ευχαριστεί την πονηράν αυτού καρδίαν. 12 Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐδέχθησαν τὶς συμβουλὲς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ ἀπάντησαν μὲ θράσος καὶ ἀναίδειαν: «Ἔχομεν ἀνδρισμόν, παλληκαριά, γενναιότητα! Θὰ συνεχίσωμεν καὶ θὰ ἐπιμείνωμεν σταθερὰ εἰς τὴν μέχρι σήμερον διαγωγήν μας· θὰ βαδίσωμεν τὸν φαῦλον δρόμον μας καὶ ὁ καθένας μας θὰ πράξῃ ὅ,τι ἀρέσει εἰς τὴν πονηρὴ καρδιά του, δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς κλίσεις καὶ ροπές της».
13 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἐρωτήσατε δὴ ἐν ἔθνεσι· τίς ἤκουσε τοιαῦτα φρικτά, ἃ ἐποίησε σφόδρα παρθένος ᾿Ισραήλ; 13 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ερωτήσατε τα ειδωλολατρικά έθνη· ποιό από αυτά ήκουσε τέτοια φρικτά πράγματα, τα οποία τόσον πολύ διέπραξεν η θυγάτηρ μου αυτή, το έθνος Ισραήλ; 13 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἐρωτήσατε λοιπὸν τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη· ποιὸ ἀπὸ αὐτὰ ἄκουσε τέτοια φρικτὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν εἰς τόσον ὑπερβολικὸν βαθμὸν ἡ παρθένος αὐτὴ θυγατέρα μου, ποὺ σεμνύνεται διὰ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος της, δηλαδὴ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός;
14 μὴ ἐκλείψουσιν ἀπὸ πέτρας μαστοὶ ἢ χιὼν ἀπὸ τοῦ Λιβάνου; μὴ ἐκκλινῇ ὕδωρ βιαίως ἀνέμῳ φερόμενον; 14 Μηπως θα λείψουν ποτέ αι πηγαί ύδατος από τους βράχους η τα χιόνια από το όρος Λιβανον; Μηπως και θα παρεκκλίνη το ύδωρ του ποταμού από την φυσικήν πορείαν του, έστώ και αν βίαιος άνεμος εκσπάση εις αυτό; 14 Μήπως θὰ ἐκλείψουν ποτὲ οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων, ποὺ ἀναβλύζονν ἀπὸ τοὺς βράχους, ἢ τὰ χιόνια ἀπὸ τὸ ὄρος Λίβανος; Μήπως θὰ παρεκκλίνω τὸ τρεχούμενο νερὸ ἀπὸ τὴν φυσικήν του πορείαν, ἔστω καὶ ἂν τὸ κτυπήσῃ βίαιος ἄνεμος; Ἔτσι καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἁμαρτάνει συνεχῶς καὶ μένει ἀμετακίνητος εἰς τὴν παρανομίαν.
15 ὅτι ἐπελάθοντό μου ὁ λαός μου, εἰς κενὸν ἐθυμίασαν· καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν σχοίνους αἰωνίους τοῦ ἐπιβῆναι τρίβους οὐκ ἔχοντας ὁδὸν εἰς πορείαν 15 Ο Ισραηλιτικός όμώς λαός με ελησμόνησε, προσέφερε θυσίαν θυμιάματος εις τα κούφια και ψευδή είδωλα. Αυτοί πυ παρεκκλίνουν εις την ειδωλολατρείαν, θα αποκάμουν και θα παραλύσουν στους δρόμους των, διότι αφήκαν τας αιωνίους οδούς, δια να τραπούν εις μονοπάτια, που δεν είναι καν δρόμος και δεν διέρχονται από αυτά άνθρωποι. 15 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός μου μὲ ἐλησμόνησε καὶ μὲ ἀρνήθηκε, προσέφεραν θυμίαμα εἰς τὰ κούφια εἴδωλα, τοὺς ἀνυπάρκτους εἰδωλολατρικοὺς θεούς.Οἱ Ἰσραηλῖται, λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας των, θὰ σκοντάφτουν, θὰ τρικλίζουν καὶ θὰ παραλύσουν εἰς τοῖς δρόμους των, διότι ἀφῆκαν τοὺς αἰωνίους, σταθεροὺς καὶ ἀσφαλεῖς δρόμους τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ ἀκολουθήσουν δύσβατα μονοπάτια, ποὺ εἶναι δύσκολον νὰ διέλθῃ ἀπὸ αὐτὰ ἄνθρωπος.
16 τοῦ τάξαι τὴν γῆν αὐτῶν εἰς ἀφανισμὸν καὶ σύριγμα αἰώνιον· πάντες οἱ διαπορευόμενοι δι' αὐτῆς ἐκστήσονται καὶ κινήσουσι τὴν κεφαλὴν αὐτῶν. 16 Και το αποτέλεσμα είναι να καταντήση η χώρα αυτών εις όλεθρον, αιώνιον σφύριγμα καταπλήξεως και ειρωνείας εκ μέρους των ανθρώπων. Ολοι όσοι διέρχονται πλησίον αυτής θα μείνουν έκπληκτοι, θα κινούν με θλίψιν την κεφαλήν των 16 Ἀποτέλεσμα τῆς διαγωγῆς των αὐτῆς ἦταν νὰ καταστραφῇ ἐντελῶς ἡ χώρα των καὶ νὰ καταντήσῃ ἀντικείμενον παντοτινοῦ καὶ αἰωνίου εἰρωνικοῦ σφυρίγματος ἐκ μέρους ἐκείνων ποὺ διέρχονται ἀπὸ αὐτήν.Ὅλοι, ὅσοι διέρχονται πλησίον της, θὰ μείνουν κατάπληκτοι καὶ ἐκστατικοὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ τρομερὸν θέαμα τῆς ἐρημώσεως καὶ θὰ κινοῦν μὲ θλῖψιν καὶ πόνον τὴν κεφαλήν των.
17 ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον ἐχθρῶν αὐτῶν, δείξω αὐτοῖς ἡμέραν ἀπωλείας αὐτῶν. 17 Ωσάν τον καυστικόν άνεμον θα τους διασκορπίσω ενώπιον των εχθρών των. θα παρουσιάσω ενώπιόν των την ημέραν της καταστροφής των. 17 Θὰ διασκορπίσω τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν των ὡσὰν τὸν καυστικὸν ἄνεμον, ποὺ διασκορπίζει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὴν ἄμμον καὶ τὸ χῶμα· θὰ δείξω εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ τοὺς παρουσιάσω τὴν ἡμέραν τῆς καταστροφῆς των».
18 Καὶ εἶπαν· δεῦτε καὶ λογισώμεθα ἐπὶ ῾Ιερεμίαν λογισμόν, ὅτι οὐκ ἀπολεῖται νόμος ἀπὸ ἱερέως καὶ βουλὴ ἀπὸ συνετοῦ καὶ λόγος ἀπὸ προφήτου· δεῦτε καὶ πατάξωμεν αὐτὸν ἐν γλώσσῃ καὶ ἀκουσόμεθα πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ. 18 Οι εν Ιερουσαλήμ εχθροί του προφήτου είπαν· Ελάτε και ας σκεφθώμεν, τι πρέπει να κάμωμεν εναντίον του Ιερεμίου, διότι επί τέλους δεν εχάθη από ανάμεσα μας νόμος διδασκόμενος από ιερείς και σοφή συμβουλή από συνετόν άνθρωπον και λόγος προερχόμενος από προφήτην. Ας τον κτυπήσωμεν με τα ίδια του τα λόγια, ας ακούμε με προσοχήν όλους τους λόγους του και ας επισημαίνωμεν τους επιληψίμους. 18 Οἱ ἐχθροὶ τοῦ προφήτου Ἱερεμία εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ συνωμότησαν ἐναντίον του καὶ εἶπαν: «Ἐλᾶτε καὶ ἂς σκευωρήσωμεν ἐναντίον τοῦ Ἱερεμία σκευωρίαν, διότι δὲν ἐχάθη ὁ νόμος, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ διδάσκεται ἀπὸ ἱερεῖς, οὔτε καὶ σοφὴ συμβουλὴ λόγῳ ἐλλείψεως σοφῶν καὶ συνετῶν ἀνθρώπων, οὔτε καὶ λόγος ἕνεκα ἐλλείψεως προφητῶν.Ἐμπρός, ἂς τὸν σνκοφαντήσωμεν· ἂς ἀκούσωμεν δὲ μὲ προσοχὴν τὰ λόγια του καὶ ἂς διαπιστώσωμεν εἰς ποία εἶναι ἔνοχος, ὥστε νὰ ψηφίσωμεν τὴν καταδίκην του».
19 εἰσάκουσόν μου, Κύριε, καὶ εἰσάκουσον τῆς φωνῆς τοῦ δικαιώματός μου. 19 Και ο προφήτης λέγει· Ακουσέ με, Κυριε, πρόσεξε την φωνήν μου, δια της οποίας ζητώ το δίκαιόν μου. 19 Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προσεύχεται πρὸς τὸν Θεὸν καὶ λέγει: «Εἰσάκουσε, Κύριε, τὴν προσευχήν μου· εὐδόκησε νὰ προσέξῃς τὴν φωνὴν τῆς ἱκεσίας καὶ παρακλήσεως μου, διὰ τῆς ὁποίας ζητῶ ἀπὸ Σὲ τὸ δίκαιόν μου.
20 εἰ ἀνταποδίδοται ἀντὶ ἀγαθῶν κακά; ὅτι συνελάλησαν ρήματα κακὰ τῆς ψυχῆς μου καὶ τὴν κόλασιν αὐτῶν ἔκρυψάν μοι· μνήσθητι ἑστηκότος μου κατὰ πρόσωπόν σου τοῦ λαλῆσαι ὑπὲρ αὐτῶν ἀγαθά, τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμόν σου ἀπ' αὐτῶν. 20 Πρέπει, λοιπόν, να ανταποδίδωνται αντί των αγαθών κακά; Διότι αυτοί συνεφώνησαν και απεφάσισαν κακά εναντίον της ζωής μου. Και το κακόν, που σκέπτονται εναντίον μου, μου το απέκρυψαν. Ενθυμήσου, Κυριε, ότι εγώ όρθιος ενώπιόν σου σε παρεκάλεσα δι' αυτούς, να τους στείλης αγαθά, να αποτρέψης από αυτούς την δικαίαν σου οργήν. 20 Πρέπει νὰ πληρώνωνται οἱ εὐεργεσίες μὲ κακὰ καὶ ἀχαριστίαν; Διότι οἱ ἐχθροί μου συνομίλησαν καὶ συνωμότησαν κατὰ τῆς ζωῆς μου, ἀπέκρυψαν δὲ ἀπὸ ἐμὲ τὴν τιμωρίαν, ποὺ ἀπεφάσισαν νὰ μοῦ ἐπιβάλουν.Ἐνθυμήσου, Κύριε, ὅτι ἐστεκόμουν ὄρθιος ἐνώπιόν σου καὶ Σὲ ἰκέτευα νὰ τοὺς εὐεργετήσῃς καὶ νὰ μὴ τοὺς τιμωρήσῃς, ἀλλὰ νὰ ἀποστρέψῃς καὶ ἀπομακρύνῃς ἀπὸ αὐτοὺς τὴν δικαίαν ὀργήν σου.
21 διὰ τοῦτο δὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῶν εἰς λιμὸν καὶ ἄθροισον αὐτοὺς εἰς χεῖρας μαχαίρας· γενέσθωσαν αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἄτεκνοι καὶ χῆραι, καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν γενέσθωσαν ἀνῃρημένοι θανάτῳ καὶ οἱ νεανίσκοι αὐτῶν πεπτωκότες μαχαίρᾳ ἐν πολέμῳ. 21 Δια την αχαριστίαν των αυτήν και δια τα εγκληματικά των σχέδια παράδωσε τα παιδιά των εις λιμόν, συνάθροισέ τους προς σφαγήν από εχθρικάς μαχαίρας. Ας γίνουν και ας μείνουν αι γυναίκες των άτεκνοι και χήραι, οι άνδρες αυτών ας εξολοθρευθούν με θανατηφόρον ασθένειαν και οι νέοι αυτών άνδρες ας σφαγούν δια μαχαίρας κατά τον πόλεμον. 21 Διὰ τὴν ἀχαριστίαν καὶ ἐχθρότητά των αὐτὴν παράδωσε τοὺς υἱούς των εἰς πεῖναν, μάζεψέ τους καὶ παράδωσέ τους ὁμαδικῶς εἰς σφαγὴν ἀπὸ τὰ μαχαίρια τῶν ἐχθρῶν.Οἱ γυναῖκες των ἂς γίνουν ἄτεκνες καὶ ἂς μείνουν χῆρες, καὶ οἱ ἄνδρες των ἂς ἀποθάνουν ἀπὸ θανατηφόρον μολυσματικὴν ἀρρώστιαν, οἱ δὲ νέοι ἄνδρες των ἂς πέσουν εἰς τὸν πόλεμον, φονευόμενοι ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
22 γενηθήτω κραυγὴ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν, ἐπάξεις ἐπ' αὐτοὺς ληστὰς ἄφνω, ὅτι ἐνεχείρησαν λόγον εἰς σύλληψίν μου, καὶ παγίδας ἔκρυψαν ἐπ' ἐμέ. 22 Ας ακουσθούν κραυγαί πόνου και απελπισίας μέσα εις τα σπίτια των. Φέρε αιφνιδίως εναντίον αυτών ληστάς, διότι συνεφώνησαν και απεφάσισαν μεταξύ των να με συλλάβουν και έστησαν παγίδας εναντίον μου. 22 Ἂς ἀκουσθοῦν καὶ ἂς ἀντηχήσουν εἰς τὰ σπίτια των κραυγὲς ἀγωνίας καὶ θρήνων φέρε ἔξαφνα ἐναντίον των λῃστάς, διότι συνεφώνησαν μυστικὰ ἐναντίον μου καὶ ἀπεφάσισαν νὰ μὲ συλλάβουν, ἔστησαν κρυφὲς παγίδες διὰ νὰ μὲ παγιδεύσουν καὶ ἐξοντώσουν.
23 καὶ σύ, Κύριε, ἔγνως ἅπασαν τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπ' ἐμὲ εἰς θάνατον· μὴ ἀθῳώσῃς τὰς ἀδικίας αὐτῶν, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν ἀπὸ προσώπου σου μὴ ἐξαλείψῃς· γενέσθω ἡ ἀσθένεια αὐτῶν ἐναντίον σου, ἐν καιρῷ θυμοῦ σου ποίησον ἐν αὐτοῖς. 23 Και συ, Κυριε, εγνώρισες όλην την εναντίον μου πονηράν σκέψιν και απόφασίν των, δια να με θανατώσουν. Μη αμνηστεύσης και μη άφησης ατιμωρήτους τας κακίας των. Μη σβήσης από εμπρός σου και εξαλείψης τας αμαρτίας των. Ασθενείς και αδύνατοι ας πέσουν ενώπιόν σου. Εις τον καιρόν του δικαίου σου θυμού πράξε τούτο εναντίον των. 23 Ἀλλὰ Σύ, Κύριε, ἐγνώρισες ὅλην τὴν δολοφονικὴν συνωμοσίαν, ποὺ ἐξύφαναν εἰς βάρος μου.Μὴ συγχωρήσῃς τὴν ἐνοχήν των καὶ μὴ ἀθωώσῃς τὶς πονηρίες των καὶ μὴ ἐξαλείψῃς τὶς ἁμαρτίες των ἀπὸ ἐμπρός σου.Ἂς πέσουν ἐνώπιόν σου ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι· κάμε δὲ τοῦτο κατὰ τὴν περίοδον τῆς δικαίας ὀργῆς σου!»