Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΔΙΚΑΙΟΣ εἶ, Κύριε, ὅτι ἀπολογήσομαι πρὸς σέ, πλὴν κρίματα λαλήσω πρὸς σέ· τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα; 1 Δικαιος είσαι, Κυριε, και το δίκαιον ευρίσκεται πάντοτε με το μέρος σου. Εν τούτοις τολμώ να συνομιλήσω μαζή σου. Θα θέσω ενώπιόν σου μερικά ερωτήματα, τα οποίά μου φαίνονται δίκαια. Διατί οι δρόμοι της ζωής των ασεβών ευοδώνονται; Διατί ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι συνεχώς και αναιδώς καταπατούν το άγιόν σου θέλημα; 1 Ο Ἱερεμίας λέγει: Ὁμολογῶ καὶ διακηρύσσω ὅτι δίκαιος εἶσαι, Κύριε· διὰ τὸν λόγον αὐτὸν τολμῶ νὰ συζητήσω μαζί σου καὶ νὰ θέσω εἰς Σὲ μερικὰ ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν δικαιοσύνην καὶ εἰς τὰ ὁποῖα ἀδυνατῶ νὰ ἀπαντήσω: Διατὶ οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν εἰς τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ τὰ σχέδιά των; Διατὶ εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιον νόμον σου;
2 ἐφύτευσας αὐτοὺς καὶ ἐρριζώθησαν· ἐτεκνοποιήσαντο καὶ ἐποίησαν καρπόν· ἐγγὺς εἶ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν. 2 Τους εφύτευσες και έρριψαν βαθείας και ασφαλείς τας ρίζας. Απέκτησαν τέκνα και απογόνους. Είσαι συ πάντοτε πλησίον στο αίτημα του στόματός των, έτοιμος να το εκπληρώσης, ενώ φαίνεται να ευρίσκεσαι πολύ μακράν από τας πονηράς επιθυμίας των καρδιών των. 2 Τοῖς ἐφύτευσες, καὶ αὐτοὶ ἔρριψαν βαθειὲς καὶ ἰσχυρὲς ρίζες.Ἐγέννησαν τέκνα καὶ ἔτσι ἀπέκτησαν ὡς καρπὸν ἀπογόνους.Εἶσαι Σὺ κοντὰ εἰς τὸ στόμα των, ἕτοιμος νὰ ἀκούσῃς καὶ νὰ ἐκπληρώσῃς τὸ αἴτημά των· εἶσαι ὅμως πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες τῆς καρδίας των καὶ ἔτσι ἀγνοεῖς τὴν κακότητα, ποὺ κρύβουν εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου.
3 καὶ σύ, Κύριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας τὴν καρδίαν μου ἐναντίον σου· ἅγνισον αὐτοὺς εἰς ἡμέραν σφαγῆς αὐτῶν. 3 Συ, Κυριε, με γνωρίζεις καλά. Εχεις δοκιμάσει ενώπιόν σου την καρδίαν μου· καθάρισον αυτούς, όταν θα έλθη η ημέρα της σφαγής των. 3 Ἐμένα ὅμως, Κύριε, Σὺ μὲ γνωρίζεις καλά· ἔχεις δοκιμάσει, ἐρευνήσει καὶ ἐξετάσει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἔχεις διαπιστώσει τὰ πρὸς Σὲ αἰσθήματα καὶ τὶς διαθέσεις τῆς καρδιᾶς μου.Σῦρε τους καὶ ἐτοίμασέ τους, ὅπως συναθροίζουν καὶ προετοιμάζουν τὰ πρόβατα διὰ τὴν σφαγήν· ξεχώρισέ τους καὶ καθάρισέ τους διὰ τὴν ἡμέραν τῆς σφαγῆς «τῆς κρίσεως καὶ καταστροφῆς» των.
4 ἕως πότε πενθήσει ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ ξηρανθήσεται ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ; ἠφανίσθησαν κτήνη καὶ πετεινά, ὅτι εἶπαν· οὐκ ὄψεται ὁ Θεὸς ὁδοὺς ἡμῶν. 4 Εως πότε θα πενθή η γη και όλη η χλόη του αγρού θα ξηρανθή εξ αιτίας της κακίας των κατοίκων της; Εξηφανίσθησαν τα κτήνη της χώρας και αυτά ακόμη τα πτηνά του ουρανού, διότι οι άνθρωποι οι ασεβείς είπαν· ο Θεός δεν θα ίδη ποτέ τους δρόμους της ζωής μας. 4 Ἕως πότε θὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἀσεβεῖς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πενθῇ ἡ γῆ καὶ ὅλο τὸ χορτάρι τῆς ὑπαίθρου νὰ ξηραίνεται ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας καὶ παρανομίας τῶν κατοίκων της; Ἐξηφανίσθησαν τὰ κτήνη τῆς χώρας καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, διότι οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ καὶ παράνομοι εἴπαν: «Ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ ἴδῃ τὴν ἀναστροφὴν καὶ τὰ ἔργα μας».
5 σοῦ οἱ πόδες τρέχουσι καὶ ἐκλύουσί σε· πῶς παρασκευάσῃ ἐφ' ἵπποις καὶ ἐν γῇ εἰρήνης σὺ πέποιθας; πῶς ποιήσεις ἐν φρυάγματι τοῦ ᾿Ιορδάνου; 5 Ο Θεός απαντά· Συ τρέχεις με τα πόδιά σου, τα οποία και έχουν αποκάμει από τον κόπον. Πως λοιπόν θα συναγωνισθής με εφίππους άνδρας; Συ έχεις πεποίθησιν και μένεις ήσυχος εις χώραν και περίοδον ειρήνης. Τι θα κάμης όμως, εάν ακούσης φρυάγματα θηρίων εις αγρίας περιοχάς του Ιορδάνου; 5 «Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ εἰς τὸν Ἱερεμίαν καὶ τοῦ λέγει: «Τόσον γρήγορα ἐκουράσθης καὶ ἐξηντλήθης; Πῶς θὰ τὰ βγάλῃς πέρα, ὅταν ἔλθουν χειρότερα δεινά;» Τὰ πόδια σου τρέχουν, ἔχουν καταπονηθῇ καὶ σὲ κάμνουν νὰ παραλύῃς.Πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀντιπαραταχθῇς καὶ νὰ συναγωνισθῇς μὲ ἐφίππους ἄνδρες; Σὺ δὲ μόνον εἰς χώραν ἦσυχον καὶ εἰρηνικὴν αἰσθάνεσαι ἀσφαλής· τί θὰ κάμῃς ὅμως, ὅταν εὑρεθῇς ἀντιμέτωπος μὲ φρυάγματα ἐξαγριωμένων ζώων, ποὺ κινοῦνται εἰς τὴν πυκνὴν βλάστησιν τῶν ὀχθῶν τοῦ Ἰορδάνου κατὰ τὴν περίοδον τῶν πλημμυρῶν του; «Τί θὰ κάμῃς δηλαδή, ὅταν σὲ κτυπήσουν χειρότερα καὶ βαρυτέρα δεινά;»
6 ὅτι καὶ οἱ ἀδελφοί σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου, καὶ οὗτοι ἠθέτησάν σε, καὶ αὐτοὶ ἐβόησαν, ἐκ τῶν ὀπίσω σου ἐπισυνήχθησαν· μὴ πιστεύσῃς ἐν αὐτοῖς, ὅτι λαλήσουσι πρός σε καλά. - 6 Ιδού, ότι οι αδελφοί σου και όλος ο οίκος του πατρός σου και αυτοί ακόμη σε προδίδουν. Βοούν εναντίον σου. Οπισθέν σου και εν αγνοία σου οργανώνουν συνωμοσίας. Μη δώσης εμπιστοσύνην εις αυτούς, έστω και αν σου ομιλήσουν με καλωσύνην. 6 Ἄλλωστε, ἰδού! Οἱ ἀδελφοί σου καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου, καὶ αὐτοὶ ἀκόμη σὲ προδίδουν· καὶ αὐτοὶ ἀκόμη βοοῦν ἐναντίον σου! Κρυφά, πίσω ἀπὸ σέ, συνωμοτοῦν εἰς βάρος σου.Μὴ δώσῃς ἐμπιστοσύνην εἰς αὐτούς, καὶ ἂν ἀκόμη σοῦ ὁμιλήσουν καλά».
7 ᾿Εγκαταλέλοιπα τὸν οἶκόν μου, ἀφῆκα τὴν κληρονομίαν μου, ἔδωκα τὴν ἠγαπημένην ψυχήν μου εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῆς. 7 Δια τας παρανομίας των έχω εγκαταλείψει τον οίκόν μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, παρέδωσα την αγαπημενήν μου ψυχήν, τον λαόν μου, εις τα χέρια των εχθρών των. 7 «Ὁ Κύριος συνεχίζει νὰ ἀπαντᾷ εἰς τὸν Ἱερεμίαν καὶ νὰ τοῦ λέγῃ:» «Ἕνεκα τῆς μισητῆς διαγωγῆς των ἔχω ἐγκαταλείψει τὸν οἶκον μου «τὸν Ναὸν καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας τῆς Ἰουδαίας»· ἀφῆκα τὴν κληρονομίαν μου «τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, τοὺς ὑπηκόους μου, τοὺς ὁποίους ὡς κλῆρον ἰδικόν μου ἐξεχώρισα ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ τοὺς ἐξέλεξα διὰ νὰ ἀνήκουν εἰς Ἐμέ»· παρέδωκα τὴν ἀγαπημένην μου ψυχήν «τὸν λαόν μου» εἰς τὰ ἁρπακτικὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των.
8 ἐγενήθη ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ὡς λέων ἐν δρυμῷ· ἔδωκεν ἐπ' ἐμὲ τὴν φωνὴν αὐτῆς, διὰ τοῦτο ἐμίσησα αὐτήν. 8 Η ιδιαιτέρα αυτή κληρονομία μου, ο εκλεκτός και περιούσιος λαός μου, εστράφη εναντίον μου ώσαν άγριος λέων, που ευρίσκεται στο δάσος. Εβγαλεν αγρίας κραυγάς εναντίον μου. Δια τούτο και τους εμίσησα. 8 Οἱ ὑπήκοοί μου αὐτοί, τοὺς ὁποίους ὡς κλῆρον ἰδικόν μου ἐξεχώρισα ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη, διεστράφησαν καὶ συμπεριεφέρθησαν ἀπέναντί μου ὡσὰν τὸ ἄγριον λιοντάρι μέσα εἰς τὸ δάσος.Ἐβρυχήθησαν κατὰ τρόπον θηριώδη ἐναντίον μου, διὰ τοῦτο καὶ τοὺς ἐμίσησα.
9 μὴ σπήλαιον ὑαίνης ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ἢ σπήλαιον κύκλῳ αὐτῆς; βαδίσατε, συναγάγετε πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ ἐλθέτωσαν τοῦ φαγεῖν αὐτήν. 9 Μηπως ο λαός και η χώρα της κληρονομίας μου έγινε σπήλαιον υαίνης, σπήλαιον κύκλω από αυτήν; Πηγαίνετε, συγκεντρώσατε όλα τα θηρία του αγρού και ας έλθουν να καταφάγουν αυτήν την κληρονομίαν. 9 Μήπως ἡ ἰδιαιτέρα αὐτὴ κληρονομία μου, ὁ ἐκλεκτὸς λαός μου καὶ ἡ χώρα του, κατήντησε σπήλαιον αἱμοβόρου ὑαίνης ἢ Ἐγὼ ὡς σπήλαιον περιβάλλω τὴν κληρονομίαν μου αὐτήν; Πηγαίνετε, συναθροίσατε ὅλα τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου, δηλαδὴ τοὺς γειτονικοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, καὶ ἂς ἔλθουν διὰ νὰ φάγονν τὴν κληρονομίαν μου αὐτήν «τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὸν λαόν της».
10 ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον, 10 Πολλοί κακοί ποιμένες κατέστρεψαν τον αμπελώνα μου, τον λαόν του Ισραήλ. Εβεβήλωσαν αυτήν την μερίδα μου, παρέδωκαν εις αφανισμόν την λίαν αγαπητήν και επιθυμητήν μερίδα μου. Την μετέβαλαν εις έρημον και άβατον περιοχήν. 10 Πολλοὶ κακοὶ ποιμένες κατέστρεψαν τὸν ἀμπελῶνα μου «διέφθειραν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου», ἐμόλυναν τὴν ἐκλεκτὴν μερίδα μου· ἐφέρθησαν ἔτσι, ὥστε ἡ μερίδα μου αὐτή, ἡ τόσον ἀγαπητὴ εἰς Ἐμέ, νὰ καταντήσῃ τόπος ἔρημος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον οὐδεὶς διέρχεται·
11 ἐτέθη εἰς ἀφανισμὸν ἀπωλείας, δι' ἐμὲ ἀφανισμῷ ἠφανίσθη πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ. 11 Η χώρα μου παρεδόθη εις εξαφανισμόν και όλεθρον. Ενεκα της κακής απέναντί μου συμπεριφοράς της κατεστράφη δια μεγάλου ολέθρου όλη η χώρα. Και όμως κανείς δεν θέτει αυτό εν τη καρδία του και δεν το συναισθάνεται. 11 ἡ χώρα τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ μου παρεδόθη εἰς ἀφανισμὸν καὶ ὂλεθρον· λόγῳ τῆς ἀσεβοῦς καὶ ὑβριστικῆς πρὸς Ἐμὲ συμπεριφορᾶς των κατεστράφη ἐντελῶς ὁλόκληρη ἡ χώρα.Παρ' ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ νὰ ἔχῃ λογισμοὺς εὐσεβεῖς, νὰ ἀναλογίζεται τοῦτο καὶ νὰ τὸ συναισθάνεται.
12 ἐπὶ πᾶσαν διεκβολὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἦλθον ταλαιπωροῦντες, ὅτι μάχαιρα τοῦ Κυρίου καταφάγεται ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς, οὐκ ἔστιν εἰρήνη πάσῃ σαρκί. 12 Εις κάθε απόμερον σημείον της ερήμου κατέφυγαν ταλαιπωρημένοι οι Εβραίοι, διότι η μάχαιρα της δικαίας οργής του Κυρίου θα τους καταφάγη. Από το ένα άκρον έως το άλλο άκρον της γης δεν υπάρχει ειρήνη εις κανένα άνθρωπον. 12 Εἰς κάθε ἀπόμερον καταφύγιον τῆς ἐρήμου προσέφυγαν ταλαιπωρημένοι οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς εἰσβολεῖς των, διότι ἡ τιμωρητικὴ μάχαιρα τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Κυρίου θὰ τοὺς καταφάγῃ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς χώρας ἕως τὸ ἄλλο· δὲν ὑπάρχει εἰρήνη διὰ κανένα ἄνθρωπον «ζωντανὴν ὕπαρξιν».
13 ἐσπείρατε πυροὺς καὶ ἀκάνθας θερίζετε· οἱ κλῆροι αὐτῶν οὐκ ὠφελήσουσιν αὐτούς· αἰσχύνθητε ἀπὸ καυχήσεως ὑμῶν, ἀπὸ ὀνειδισμοῦ ἔναντι Κυρίου. - 13 Εσπείρατε σιτάρι και θερίζετε αγκάθια. Αι αγροτικαί κληρονομίαι των δεν θα τους ωφελήσουν. Εντραπήτε δι' εκείνα, τα οποία προηγουμένως εκαυχάσθε. Εντραπήτε δια την καταφρόνησιν, που εδείξατε απέναντι του Κυρίου. 13 Ἐσπείρατε σιτάρι καὶ θερίζετε ἀγκάθια· τὰ μερίδια τῆς γῆς, ποὺ ἀπέκτησαν μὲ κλήρους, δὲν θὰ τοὺς ὠφελήσουν.Ἐντραπῆτε δι' ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα προηγουμένως ἐκαυχᾶσθε «τὸν πλοῦτον, τὴν δύναμιν»· ἐντραπῆτε διὰ τὴν περιφρόνησιν, ποὺ ἐδείξατε πρὸς τὸν Κύριον».
14 ῞Οτι τάδε λέγει Κύριος περὶ πάντων τῶν γειτόνων τῶν πονηρῶν τῶν ἁπτομένων τῆς κληρονομίας μου, ἧς ἐμέρισα τῷ λαῷ μου ᾿Ισραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποσπῶ αὐτοὺς ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν καὶ τὸν ᾿Ιούδαν ἐκβαλῶ ἐκ μέσου αὐτῶν. 14 Αυτά λέγει ο Κυριος δι' όλους τους κακούς γειτονικούς λαούς, οι οποίοι προσβάλλουν την κληρονομίαν μου, αυτήν, που εγώ εμοίρασα στον ισραηλιτικόν λαόν μου· Ιδού, εγώ θα αποσπάσω αυτούς από την χώραν των και εκ μέσου αυτών θα βγάλω τους Ιουδαίους. 14 «Ἀλλὰ δὲν θὰ τιμωρηθῇ μόνον ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς διὰ τὴν ἀποστασίαν του· θὰ τιμωρηθοῦν καὶ τὰ ἀσεβῆ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη».Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος δι' ὅλα τὰ γειτονικὰ μὲ τὸν Ἰσραὴλ διεστραμμένα καὶ κακοποιὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα ἐπιτίθενται καὶ βλάπτουν τὴν χώραν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κληρονομίαν ἰδικήν μου καὶ τὴν ὁποίαν διένειμα εἰς τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ: «Ἰδού· Ἐγὼ θὰ ἐκριζώσω καὶ θὰ ἀποσπάσω τὰ εἰδωλολατρικὰ αὐτὰ ἔθνη ἀπὸ τὴν χώραν των καὶ θὰ τὰ ὁδηγήσω εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ ἐξορίαν, τὸν δὲ Ἰουδαϊκὸν λαὸν θὰ βγάλω ἐκ μέσου αὐτῶν.
15 καὶ ἔσται μετὰ τὸ ἐκβαλεῖν με αὐτοὺς ἐπιστρέψω καὶ ἐλεήσω αὐτοὺς καὶ κατοικιῶ αὐτούς, ἕκαστον εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ καὶ ἕκαστον εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. 15 Αφού δε τους βγάλω, θα τους επαναφέρω και θα τους ελεήσω, θα, εγκαταστήσω τον καθένα απ' αυτούς εις την κληρονομίαν του, τον καθένα εις την γην αυτού. 15 Μετὰ δὲ τὴν ἐκρίζωσιν καὶ ἀπόσπασίν των ἀπὸ τὴν χώραν των θὰ συμβῇ τοῦτο· ἐπειδὴ πολλοί, λόγῳ τῶν δοκιμασιῶν ποὺ θὰ ὑποστοῦν, θὰ μετανοήσουν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν, θὰ τοὺς ἐπαναφέρω ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ θὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῶ καὶ θὰ ἐγκαταστήσω καθένα ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὴν χώραν ποὺ τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία, τὸν καθένα εἰς τὴν χώραν του.
16 καὶ ἔσται ἐὰν μαθόντες μάθωσι τὴν ὁδὸν τοῦ λαοῦ μου, τοῦ ὀμνύειν τῷ ὀνόματί μου, ζῇ Κύριος, καθὼς ἐδίδαξαν τὸν λαόν μου ὀμνύειν τῇ Βάαλ, καὶ οἰκοδομηθήσονται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ μου· 16 Εάν δε αυτοί μάθουν τας οδούς του λαού μου και ορκίζονται στο Ονομά μου λέγοντες· “ζη Κυριος”, όπως αυτοί εδίδαξαν τον λαόν μου να ορκίζεται στον Βααλ, τότε θα εγκατασταθούν ευτυχείς εν μέσω του λαού μου. 16 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐὰν τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη διδαχθοῦν καὶ μάθουν καλὰ τὸν Νόμον, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον πορεύεται ὁ λαός μου, καὶ μάθουν νὰ ὁρκίζωνται ὄχι εἰς νεκροὺς καὶ ματαίους θεούς, ἀλλ' εἰς τὸ Ὄνομά μου, λέγοντες «Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀκούει», ὅπως αὐτοὶ ἐδίδαξαν τὸν λαόν μου νὰ ὁρκίζεται εἰς τὸ ὄνομα τῆς εἰδωλολατρικῆς θεότητος Βάαλ, τότε θὰ ἐγκατασταθοῦν καὶ αὐτοὶ μονίμως εὐτυχεῖς μεταξὺ τοῦ λαοῦ μου.
17 ἐὰν δὲ μὴ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἐξαρῶ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἐξάρσει καὶ ἀπωλείᾳ. 17 Εάν όμώς δεν επιστρέψουν εν μετανοία εις εμέ τον αληθινόν Θεόν, θα βγάλω το έθνος εκείνο από τα αλλά έθνη, θα το παραδώσω εις όλεθρον και απώλειαν. 17 Ἐὰν ὅμως ἀρνηθοῦν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέφουν, τότε τὸ ἔθνος ἐκεῖνο θὰ τὸ ξερριζώσω ἐντελῶς, θὰ τὸ βγάλω διὰ παντὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ θὰ τὸ παραδώσω εἰς καταστροφήν».