Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· 1 Ο λόγος, τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, και είπε· 1 Ο λόγος ποὺ ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν καὶ ὁ ὁποῖος λέγει:
2 ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης. καὶ λαλήσεις πρὸς ἄνδρας ᾿Ιούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 2 Ακούσατε τους λόγους της διαθήκης αυτής, του Νομου τούτου. Θα ομιλήσης προς τους Ιουδαίους και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ· 2 «Ἀκοῦστε τοὺς λόγους τοῦ Νόμου, τῆς Διαθήκης αὐτῆς· ἀνακοίνωσε δὲ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν λαὸν τῆς Ἰουδαίας καὶ πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ.
3 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἀκούσεται τῶν λόγων τῆς διαθήκης ταύτης, 3 και θα είπης προς αυτούς· αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Κατηραμένος ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν θα ακούση και δεν θα υπακούση εις τα λόγια της διαθήκης αυτής, 3 Καὶ θὰ εἴπῃς πρὸς αὐτούς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.Ἂς εἶναι καταραμένος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἀκούσῃ καὶ δὲν θὰ ἀποδεχθῇ τὰ λόγια τοῦ Νόμου, τῆς Διαθήκης αὐτῆς,
4 ἧς ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐκ καμίνου τῆς σιδηρᾶς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου καὶ ποιήσατε πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαι ὑμῖν, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν, 4 την οποίαν εγώ διέταζα στους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν τους έβγαλα ελευθέρους από την γην της Αιγύπτου, από την σιδηρένιαν κάμινον του πυρός, λέγων· ακούσατε τους λόγους μου, τηρήσατε και εφαρμόσατε όλα, όσα θα διατάξω εις σας. Ετσι δε θα είσθε σεις λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός σας· 4 τὴν ὁποίαν Ἐγὼ ὁ Κύριος διέταξα εἰς τοὺς προπάτορές σας κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τὸ σιδερένιο ἐκεῖνο καμίνι τῆς φωτιᾶς, λέγων πρὸς αὐτούς: Ἀκοῦστε τὰ λόγια μου καὶ ἐφαρμόστε ὅλα, ὅσα θὰ σᾶς διατάξω, καὶ θὰ εἶσθε εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτὸς καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς σᾶς Θεός.
5 ὅπως στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τοῦ δοῦναι αὐτοῖς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι καθὼς ἡ ἡμέρα αὕτη. καὶ ἀπεκρίθην καὶ εἶπα· γένοιτο, Κύριε. 5 και θα εκπληρώσω όσα υπεσχέθην με όρκον, τον οποίον ωρκίσθην στους προγόνους σας, να δώσω εις αυτούς γη ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως μαρτυρεί και η ημέρα αυτή. Απήντησα, λέγει ο προφήτης, και είπα· είθε να πραγματοποιηθή αυτό, Κυριε ! 5 Τοιουτοτρόπως θὰ ἐκπληρώσω τὴν ἔνορκον ὑπόσχεσιν, ποὺ ὠρκίσθηκα εἰς τοὺς προπάτορές σας, ὅτι θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν τρέχει γάλα καὶ μέλι, ὅπως μαρτυροῦν καὶ τὰ σημερινὰ γεγονότα».Καὶ ἀποκρίθηκα καὶ εἶπα: «Εἴθε ἔτσι νὰ γίνῃ, Κύριε».
6 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἔξωθεν ῾Ιερουσαλὴμ λέγων· ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης καὶ ποιήσατε αὐτούς. 6 Ο δε Κυριος μου είπε· ανάγνωσε τους λόγους αυτούς εις τας πόλεις της χώρας της Ιουδαίας και έως από την Ιερουσαλήμ λέγων· ακούσατε τους λόγους αυτής της διαθήκης του Θεού και εφαρμόσατε τους· 6 Κατόπιν ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Διακήρυξε τοὺς λόγους αὐτοὺς εἰς ὅλες τὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ «κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ἔξω, εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ» καὶ εἰπέ: Ἀκοῦστε τοὺς λόγους «ὄρους» τῆς Διαθήκης αὐτῆς καὶ ἐφαρμόστε τους».
8 καὶ οὐκ ἐποίησαν. 8 και δεν τους ετήρησαν. 7 Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν τοὺς ἐφήρμοσαν!
9 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· εὑρέθη σύνδεσμος ἐν ἀνδράσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐν τοῖς κατοικοῦσιν ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 9 Μου είπε τότε ο Κυριος· Υπάρχῃ, πονηρά συνωμοσία μεταξύ των ανδρών της χώρα Ιούδα και μεταξύ των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, να μη υπακούσουν στο θέλημά μου. 8 Τότε ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Εὑρέθη ἁμαρτωλὴ συνωμοσία, ποὺ σκοπεύει εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὴν πρὸς Ἐμὲ ἀνυπακοήν, μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν ὕπαιθρον καὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
10 ἐπεστράφησαν ἐπὶ τὰς ἀδικίας τῶν πατέρων αὐτῶν τῶν πρότερον, οἳ οὐκ ἠθέλησαν εἰσακοῦσαι τῶν λόγων μου, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ πορεύονται ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ διεσκέδασεν οἶκος ᾿Ισραὴλ καὶ οἶκος ᾿Ιούδα τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν. 10 Αυτοί εστράφησαν εις τας παλαιάς αμαρτίας των προγόνων των, οι οποίοι δεν ηθέλησαν να ακούσουν και να υπακούσουν στους λόγους μου. Ιδού δέ, ότι και αυτοί σήμερον πορεύονται οπίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, δια να γίνουν δούλοι εις αυτούς. Ετσι δε οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι κατεπάτησαν και διέλυσαν την διαθήκην μου, την οποίαν εγώ είχα συνάψει με τους προγόνους των. 9 Ὅλοι αὐτοὶ ἐπανῆλθαν εἰς τις παλαιὲς ἁμαρτίες τῶν προγόνων των, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν εἰς τοὺς λόγους μου.Καὶ ἰδού· ἀκολουθοῦν τώρα καὶ αὐτοὶ ἄλλους, ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεούς, διὰ νὰ γίνουν δοῦλοι των.Τοιουτοτρόπως τόσον οἱ Ἰσραηλῖται «οἱ κάτοικοι τοῦ βορείου βασιλείου», ὅσον καὶ οἱ Ἰουδαῖοι «οἱ κάτοικοι τοῦ νοτίου βασιλείου» παρέβησαν τὴν ἐντολὴν καὶ ἐπεριφρόνησαν τὴν Διαθήκην μου, τὴν ὁποίαν εἶχα συνάψει μὲ τοὺς προγόνους των.
11 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, ἐξ ὧν οὐ δυνήσονται ἐξελθεῖν ἐξ αὐτῶν, καὶ κεκράξονται πρός με, καὶ οὐκ εἰσακούσομαι αὐτῶν. 11 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού τούτου τιμωρίας και συμφοράς, από τας οποίας δεν θα ημπορέσουν μόνοι των να εξέλθουν. Και τότε θα κραυγάσουν προς εμέ. Εγώ όμως δεν θα τους ακούσω. 10 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού· Ἐγὼ θὰ προξενήσω καὶ θὰ ἐπιφέρω εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν συμφορές, ὀλέθρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ διασωθοῦν· τότε θὰ ζητήσουν τὴν βοήθειάν μου, Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ εἰσακούσω τὴν ἐπίκλησίν των.
12 καὶ πορεύσονται πόλεις ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κεκράξονται πρὸς τοὺς θεούς, οἷς αὐτοὶ θυμιῶσιν αὐτοῖς, οἳ μὴ σώσουσιν αὐτοὺς ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν. 12 Οι κάτοικοι των πόλεων της χώρας 'Ιουδα, όπως και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, θα πορευθούν και θα κραυγάσουν προς τους θεούς των ειδώλων, στους οποίους αυτοί προσφέρουν θυμίαμα. Εκείνοι όμως δεν θα ημπορέσουν να τους σώσουν κατά την εποχήν των θλίψεων και συμφορών των. 11 Οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων τοῦ Ἰούδα καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ θὰ μεταβοῦν κατόπιν καὶ θὰ ζητήσουν βοήθειαν ἀπὸ τοὺς θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος· οἱ θέοι ὅμως αὐτοὶ δὲν θὰ τοὺς σώσουν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν συμφορῶν των!
13 ὅτι κατ' ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, ᾿Ιούδα, καὶ κατ' ἀριθμὸν ἐξόδων τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἐτάξατε βωμοὺς θυμιᾶν τῇ Βάαλ. 13 Οι θεοί σου, βασίλειον του Ιούδα, είναι εις αριθμόν τόσοι, όσαι και αι πόλεις σου, και εις την Ιερουσαλήμ όσαι αι οδοί της πόλεως. Οι κάτοικοι αυτής κατεσκεύασαν και αφιέρωσαν βωμούς, δια να προσφέρουν θυμίαμα στον Βααλ. 12 Παρ’ ὅλον ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ὀλίγοι· εἶναι τόσον πολλοὶ εἰς ἀριθμόν, ὅσον καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πόλεών σου, Ἰουδαϊκὲ λαέ, ἀφοῦ κάθε πόλις ἔχει τὸν ἰδικόν της προστάτην θέον· μάλιστα δὲ εἰς κάθε δρόμον τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐστήσατε καὶ ἀφιερώσατε βωμοὺς διὰ νὰ προσφέρετε θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν Βάαλ.
14 καὶ σὺ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξίου περὶ αὐτῶν ἐν δεήσει καὶ προσευχῇ, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι ἐν τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ἐπικαλοῦνταί με, ἐν καιρῷ κακώσεως αὐτῶν. 14 Συ δέ, Ιερεμία, μη προσεύχεσαι δια τον λαόν αυτόν, μη επιμένης να ζητής και να αξιώνης με δεήσεις και προσευχάς χάριν και αγαθά, και όταν ακόμη αυτοί κατά την περίοδον των δοκιμασιών και των θλίψεων με επικαλεσθούν δια της προσευχής, εγώ δεν θα ακούσω και δεν θα κάμω δεκτήν την προσευχήν των. 13 Σὺ δέ, Ἱερεμία, μὴ προσεύχεσαι καὶ μὴ δέεσαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ μὴ ὑψώνῃς τὴν φωνήν σου, ἀναπέμπων ὑπὲρ αὐτῶν ἱκεσίαν καὶ προσευχήν, διότι δὲν θὰ ἀκούσω καὶ δὲν θὰ δεχθῶ τὴν προσευχην των, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτοὶ μὲ ἐπικαλοῦνται καὶ ζητοῦν τὴν βοήθειάν μου κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν συμφορῶν των».
15 τί ἡ ἠγαπημένη ἐν τῷ οἴκῳ μου ἐποίησε βδέλυγμα; μὴ εὐχαὶ καὶ κρέα ἅγια ἀφελοῦσιν ἀπὸ σοῦ τὰς κακίας σου, ἢ τούτοις διαφεύξῃ; 15 Διατί οι κάτοικοι της ηγαπημένης μου Ιερουσαλήμ κατεσκεύασαν βδελυρόν θυσιαστήριον και άγαλμα στον ναόν μου; Μηπως τα τάματα και τα αφιερωμένα κρέατα θα αφαιρέσουν τας κακίας σου, η θα ημπορέσης δι' αυτών να αποφύγης την τιμωρίαν; 14 «Διατί «πῶς» οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποίαν τόσον πολὺ ἀγάπησα, κατεσκεύασαν καὶ ἔστησαν εἰς τὸν Ναόν μου σιχαμερὸν εἴδωλον, τὸ ὁποῖον ἐπροσκύνησαν καὶ ἐλάτρευσαν; Μήπως ἠμποροῦν τὰ τάματα καὶ τὰ κρέατα τῶν θυσιῶν νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ σὲ τὶς συμφορές σου, ἢ θὰ ἠμπορέσῃς δι' αὐτῶν νὰ διαφύγῃς τὴν τιμωρίαν σου;
16 ἐλαίαν ὡραίαν, εὔσκιον τῷ εἴδει ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου· εἰς φωνὴν περιτομῆς αὐτῆς ἀνήφθη πῦρ ἐπ' αὐτήν, μεγάλη ἡ θλῖψις ἐπὶ σέ, ἠχρεώθησαν οἱ κλάδοι αὐτῆς. 16 Ο Κυριος σε ωνόμασε ωραίαν κατά την μορφήν ευσκιόφυλλον ελαίαν. Διέταξεν όμως την περικοπήν αυτής της ελαίας και ήναψε πυρ επάνω εις αυτήν. Μεγάλη θλίψις θα πέση επάνω σου, ω Ιερουσαλήμ. Οι κλάδοι σου θα αχρηστευθούν και θα καταστραφούν. 15 Ὁ Κύριος σὲ ὠνόμασεν «ἐλαίαν ἀειθαλῆ, ὡραίαν κατὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ βαθύσκιον»· ὅταν δὲ ὁ Θεὸς διέταξε τὴν περικοπήν της, ἄναψε εἰς αὐτὴν φωτιά.Θλῖψις μεγάλη θὰ σὲ κτυπήση, Ἱερουσαλήμ· οἱ κλάδοι σου θὰ σπάσουν, θὰ ἀχρηστευθοῦν».
17 καὶ Κύριος ὁ καταφυτεύσας σε ἐλάλησεν ἐπὶ σὲ κακὰ ἀντὶ τῆς κακίας οἴκου ᾿Ισραὴλ καὶ οἴκου ᾿Ιούδα, ὅτι ἐποίησαν ἑαυτοῖς τοῦ παροργίσαι με ἐν τῷ θυμιᾶν αὐτοὺς τῇ Βάαλ. 17 Διότι Ο Κυριος, ο οποίος σε εφύτευσεν, αυτός διέταξε και επέφερεν εναντίον σου συμφοράς και τιμωρίας, εξ αιτίας των κακιών του Ισραηλιτικού λαού και του λαού του Ιούδα. Διότι κατά τέτοιον τρόπον έπραξαν και ενήργησαν εις βάρος των, ώστε να με παροργήσουν, όταν προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος στο είδωλον του Βααλ. 16 Καὶ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην σὲ κατεφύτευσεν, ἐξήγγειλεν ἐναντίον σου ὄλεθρον καὶ καταστροφήν, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποστασίας τῶν Ἰσραηλιτῶν «τοῦ λαοῦ τοῦ βορείου βασιλείου» καὶ τῶν Ἰουδαίων «τοῦ λαοῦ τοῦ νοτίου βασιλείου»· διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι συμπεριεφέρθησαν ἔτσι, ὥστε νὰ προκαλέσουν τὴν δικαίαν ὀργήν μου, ἐπειδὴ προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν Βάαλ.
18 Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ γνώσομαι· τότε εἶδον τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν. 18 Ο προφήτης λέγει προς τον Θεόν· Κυριε, φανέρωσέ μου, κάμε γνωστήν εις εμέ την αλήθειαν και εγώ θα την γνωρίσω. Τοτε θα ίδω καθαρά τα πονηρά αυτών έργα. 17 Κύριε, λέγει ὁ Ἱερεμίας πρὸς τὸν Θεόν, πληροφόρησέ με τί συμβαίνει, γνώρισέ μου τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔτσι θὰ τὴν γνωρίσω.Τότε θὰ ἴδω καθαρὰ τὶς μηχανορραφίες, ποὺ σχεδιάζουν ἐναντίον μου οἱ ἐχθροί μου.
19 ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι οὐκ ἔγνων· ἐπ' ἐμὲ ἐλογίσαντο λογισμὸν πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐ μὴ μνησθῇ οὐκέτι. 19 Εγώ δε ως αρνίον άκακον, που οδηγείται προς θυσίαν, δεν εγνώριζα, που οδηγούμαι. Οι εχθροί μου εσκέφθησαν και επήραν πονηράς αποφάσεις εναντίον μου λέγοντες· ελάτε, ας βάλωμεν στον άρτον αυτού δηλητηριώδες βότανον, δια να τον εξοντώσωμεν από την χώραν των ζώντων ανθρώπων και έτσι το όνομά του κανείς πλέον δεν θα το ενθυμηθή. 18 Ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνὶ ἀθῶον καὶ ἀπονήρευτον, ποὺ ὁδηγεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ἀνυποψίαστον εἰς τὴν σφαγήν, δὲν ἐγνώριζα ποὺ μὲ ὁδηγοῦν.Οἱ ἐχθροί μου ἔκαμαν ἐναντίον μου δόλιες σκέψεις, ἔλαβαν ἐγκληματικὲς ἀποφάσεις καὶ εἶπαν: «Ἐμπρός, ἂς βάλωμεν δηλητηριῶδες βοτάνι εἰς τὸ ψωμί του καὶ ἔτσι νὰ τὸν θανατώσωμεν καὶ νὰ τὸν ἐξαφανίσωμεν ἀπὸ τὴν γῆν, ὅπου κατοικοῦν οἱ ζωντανοὶ ἄνθρωποι· τοιουτοτρόπως τὸ ὄνομά του δὲν θὰ μνημονεύεται πλέον, ὁπότε θὰ λησμονηθῇ διὰ παντός».
20 Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου. 20 Κυριε, συ ο οποίος κρίνεις με δικαιοσύνην, συ ο οποίος ερευνάς και γνωρίζεις νεφρούς και καρδίας, ας δώσης να ίδω εγώ την εκ μέρους σου τιμωρίαν αυτών, διότι εγώ προς σε απεκάλυψα και ενεπιστεύθην το δίκαιόν μου. 19 Κύριε, Σύ, ὁ ὁποῖος κρίνεις μὲ δικαιοσύνην, Σύ, ὁ ὁποῖος ἐξερευνᾷς νεφροὺς καὶ καρδίας καὶ ἄρα γνωρίζεις τοὺς μυστικοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πιὸ βαθειὲς σκέψεις καὶ ἀπόκρυφες ἐπιθυμίες καὶ συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, κάμε ὥστε νὰ ἴδω τὴν ἐκ μέρους σου τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ποὺ μὲ ἐχθρεύονται, διότι εἰς Σὲ τὸν δικαιοκρίτην ἐφανέρωσα καὶ ἀνέθεσα τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν μου.
21 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ἄνδρας ᾿Αναθὼθ τοὺς ζητοῦντας τὴν ψυχήν μου, τοὺς λέγοντας· οὐ μὴ προφητεύσεις ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου, εἰ δὲ μή, ἀποθάνῃ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν. 21 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον των ανδρών της Αναθώθ, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου, προς εκείνους οι οποίοι λέγουν δεν θα προφητεύσης στο όνομα του Κυρίου, ειδ' άλλως θα σε φονεύσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια. 20 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος κατὰ τῶν ἀνδρῶν τῆς πόλεως Ἀναθώθ, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νὰ μὲ θανατώσουν καὶ λέγουν πρὸς ἐμέ: «Δὲν θὰ προφητεύσῃς εἰς τὸ ὄνομα «ὡς ἀπεσταλμένος» τοῦ Κυρίου· διαφορετικὰ θὰ φονευθῇς μὲ τὰ χέρια μας».
22 ἰδοὺ ἐγὼ ἐπισκέψομαι ἐπ' αὐτούς· οἱ νεανίσκοι αὐτῶν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν τελευτήσουσιν ἐν λιμῷ, 22 Ιδού, εγώ, λέγει ο Θεός, θα επισκεφθώ και θα τιμωρήσω αυτούς. Οι νέοι άνδρες των θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, οι υιοί των και αι θυγατέρες των θα αποθάνουν από την πείναν. 21 «Διὰ τοὺς ἄνδρας λοιπὸν αὐτοὺς τῆς πόλεως Ἀναθὼθ αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:» «Ἰδού· Ἐγὼ πρόκειται νὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ ὡς τιμωρός· οἱ νέοι των «οἱ μάχιμοι» θὰ φονευθοῦν μὲ ἐχθρικὸν μαχαίρι, οἱ δὲ υἱοί των καὶ οἱ θυγατέρες των θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν·
23 καὶ ἐγκατάλειμμα οὐκ ἔσται αὐτῶν, ὅτι ἐπάξω κακὰ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν ᾿Αναθώθ, ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν. 23 Δεν θα απομείνη κατάλοιπον από αυτούς, διότι εγώ θα επιφέρω συμφοράς και όλεθρον εναντίον των κατοίκων της Αναθώθ κατά το έτος, που θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω. 22 κανένα ὑπόλοιπον ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ σωθῇ, διότι θὰ ἐπιφέρω ὄλεθρον καὶ συμφορὲς ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἀναθὼθ κατὰ τὸν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τοὺς κρίνω καὶ τιμωρήσω».