Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46 (ΜϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΠΕΣΕ Βήλ, συνετρίβη Δαγών, ἐγένετο τὰ γλυπτὰ αὐτῶν εἰς θηρία καὶ κτήνη· αἴρετε αὐτὰ καταδεδεμένα ὡς φορτίον κοπιῶντι 1 Επεσε το άγαλμα του ειδωλολατρικού θεού Βηλ, συνετρίβη το άγαλμα του θεού Δαγών, και τα αλλά είδωλα αυτών μεταφέρονται λάφυρα επάνω εις ελέφαντας και κτήνη. Μεταφέρατέ τα· δέσατε βαρύ φορτίον επάνω εις ζώα, που μετά κόπου τα μεταφέρουν. 1 Έπεσεν ὁ Βήλ, συνετρίβη ὁ Δαγών, μετεφέρθησαν τὰ ἀγάλματά των εἰς ἐλέφαντας καὶ εἰς κτήνη.Τὰ σηκώνετε δεμένα καὶ συνεσκευασμένα ὡς φορτίον βαρὺ εἰς τὸν κοπιώντα λόγῳ τοῦ βάρους των
2 καὶ πεινῶντι, ἐκλελυμένῳ, οὐκ ἰσχύοντι ἅμα, οἳ οὐ δυνήσονται σωθῆναι ἀπὸ πολέμου, αὐτοὶ δὲ αἰχμάλωτοι ἤχθησαν. 2 Πεινούν και παραλύουν και εξασθενούν τα ζώα αυτά. Αυτοί είναι οι θεοί σας, οι οποίοι δεν ημπορούν να σωθούν από τον πόλεμον, αλλά δεμένοι οδηγούνται εις αιχμαλωσίαν. 2 καὶ πεινῶντα λόγῳ τῆς ἐσπευσμένης φυγῆς καὶ παραλύοντα καὶ μὴ ἔχοντα δύναμιν πλέον νὰ τὰ μεταφέρῃ· αὐτοὶ δὲ οἱ ψευδοθεοὶ δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν πόλεμον, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι ἤχθησαν αἰχμάλωτοι.
3 ᾿Ακούετέ μου, οἶκος τοῦ ᾿Ιακὼβ καὶ πᾶν τὸ κατάλοιπον τοῦ ᾿Ισραήλ, οἱ αἰρόμενοι ἐκ κοιλίας καὶ παιδευόμενοι ἐκ παιδίου 3 Ακούσατέ μου λοιπόν, σεις, οι απόγονοι του Ιακώβ, και όσοι απέμειναν από τους Ισραηλίτας· σεις οι οποίοι απ' αρχής της υπάρξεώς σας κρατείσθε με στοργήν εις τα πατρικά μου χέρια. Σεις, καθένας από τους οποίους παιδαγωγείσθε από εμέ από της παιδικής σας ηλικίας 3 Ἀκούετέ μου σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες τὸν οἶκον τοῦ Ἰακώβ, καὶ ὅλοι, ὅσοι ἐπιζῆτε ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι σηκώνεσθε ὑπ’ ἐμοῦ στοργικῶς ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σας καὶ παιδεύεσθε ἀπολαύοντες τῆς πατρικῆς στοργῆς μου ἀφ' ὅτου ἦσθε παιδία
4 ἕως γήρους· ἐγώ εἰμι, καὶ ἕως ἂν καταγηράσητε, ἐγώ εἰμι· ἐγὼ ἀνέχομαι ὑμῶν, ἐγὼ ἐποίησα καὶ ἐγὼ ἀνήσω, ἐγὼ ἀναλήψομαι καὶ σώσω ὑμᾶς. 4 μέχρι και της γεροντικής. Εγώ είμαι απ' αρχής πάντοτε και μέχρις ότου φθάσετε εις βαθύτατον γήρας. Εγώ είμαι αυτός και αναλλοίωτος, εγώ σας ανέχομαι, εγώ σας εδημιούργησα, εγώ θα σας αναδείξω, εγώ θα σας αναλάβω υπό την προστασίαν μου και θα σας σώσω. 4 μέχρι τῆς γεροντικῆς σας ἡλικίας.Ἐγὼ εἶμαι ὁ αὐτὸς πάντοτε καὶ ἕως ὅτου φθάσετε εἰς ἔσχατον γῆρας, Ἐγὼ εἶμαι ἀμετάβλητος.Ἐγὼ σᾶς ἀνέχομαι.Ἐγὼ σᾶς ἐδημιούργησα καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀπολύσω καὶ ἀνακουφίσω, Ἐγὼ θὰ σᾶς ξαναπάρω εἰς τὴν ἀγκάλην μου καὶ θὰ σᾶς σώσω.
5 τίνι με ὡμοιώσατε; ἴδετε, τεχνάσασθε, οἱ πλανώμενοι. 5 Προς ποίον, λοιπόν, με έχετε παρομοιάσει; Ιδετε, σεις που πλανάσθε εις την λατρείαν των ειδώλων, χρησιμοποιήσατε όλην την τέχνην σας· 5 Πρὸς ποῖον μὲ ἐξωμοιώσατε; Ἴδετε, χρησιμοποιήσατε ὅλην τὴν τέχνην σας σεῖς, ποὺ πλανᾶσθε λατρεύοντες τὰ εἴδωλα.
6 οἱ συμβαλλόμενοι χρυσίον ἐκ μαρσιππίου καὶ ἀργύριον ἐν ζυγῷ, στήσουσιν ἐν σταθμῷ καὶ μισθωσάμενοι χρυσοχόον ἐποίησαν χειροποίητα, καὶ κύψαντες προσκυνοῦσιν αὐτοῖς. 6 σεις οι οποίοι συνεισφέρετε χρυσόν από το δερμάτινον βαλάντιον σας, ζυγίζετε άργυρον, θέτετε αυτά επάνω εις ζυγόν, μισθώνετε χρυσοχόον και έτσι κατασκευάζετε χειροποίητα αγάλματα, τα οποία κατόπιν κύπτουν οι άνθρωποι και τα προσκυνούν. 6 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι συνεισφέρετε χρυσὸν ἀπὸ τὸ δερμάτινον βαλάντιόν σας καὶ ἄργυρον εἰς τὸν ζυγὸν θὰ στήσουν αὐτὰ εἰς ζύγιον διὰ νὰ τὰ ζυγίσουν, καὶ ἀφοῦ ἐμίσθωσαν χρυσοχόον, ἐποίησαν ἀγάλματα διὰ χειρῶν κατασκευαζόμενα καί, ἀφοῦ ἔκυψαν, προσκυνοῦν αὐτά.
7 αἴρουσιν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ ὤμου, καὶ πορεύονται· ἐὰν δὲ θῶσιν αὐτό, ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτοῦ μένει, οὐ μὴ κινηθῇ· καὶ ὡς ἐὰν βοήσῃ πρὸς αὐτόν, οὐ μὴ εἰσακούσῃ, ἀπὸ κακῶν οὐ μὴ σώση αὐτόν. 7 Παίρνουν έπειτα οι άνθρωποι το άψυχον αυτό άγαλμα στους ώμους των και πορεύονται μαζή με αυτό. Εάν το τοποθετήσουν εις κάποιον τόπον, μένει εκεί ακίνητον. Εκείνος που θα θελήση να βοηθήση προς αυτό προσευχόμενος, δεν θα εισακουσθή. Το άψυχον άγαλμα δεν θα τον απαλλάξη από τα κακά. Δεν θα τον σώση από κινδύνους. 7 Σηκώνουν τὸ εἴδωλον αὐτὸ ἐπὶ τοῦ ὤμου καὶ πηγαίνουν μεταφέροντες τοῦτο.Ἐὰν δὲ τὸ τοποθετήσουν εἰς τὸν τόπον του, μένει ἐκεῖ, δὲν θὰ κινηθῇ διόλου.Καὶ ὅταν τις μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν φωνάζῃ πρὸς αὐτό, δὲν θὰ τὸν εἰσακούσῃ· ἀπὸ κακὰ καὶ κινδύνους, ποὺ τοῦ συμβαίνουν, δὲν θὰ τὸν σώσῃ τὸ νεκρὸν καὶ ἄψυχον εἴδωλον.
8 μνήσθητε ταῦτα καὶ στενάξατε, μετανοήσατε οἱ πεπλανημένοι, ἐπιστρέψατε τῇ καρδίᾳ, 8 Αναλογισθήτε και σκεφθήτε όλα αυτά, που σας είπα, και στενάξατε. Μετανοήσατε σεις, οι οποίοι έχετε παραπλανηθή εις την λατρείαν των ειδώλων. Επιστρέψατε με όλην σας την καρδίαν στον Θεόν. 8 Ἐνθυμηθῆτε ὅλα αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, καὶ στενάξατε, μετανοήσατε, ὅσοι ἔχετε πλανηθῇ, ἐπιστρέψατε εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὴν καρδίαν σας.
9 καὶ μνήσθητε τὰ πρότερα ἀπὸ τοῦ αἰῶνος, ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν ἐμοῦ 9 Ενθυμηθήτε όσα προηγουμένως από πολλών αιώνων, απ' αρχής της υπάρξεώς σας, εγώ προείπα και ενήργησα. Διότι εγώ είμαι ο αληθινός Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην από εμέ. 9 Καὶ ἐνθυμηθῆτε τὰ πρότερα καὶ παλαιά, ὅσα ἀπὸ αἰώνων πολλῶν, ἐξ ἀρχῆς τῆς ὑπάρξεώς σας, προεῖπα καὶ ἐνήργησα.Διότι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς Ἐμοῦ,
10 ἀναγγέλλων πρότερον τὰ ἔσχατα πρὶν αὐτὰ γενέσθαι, καὶ ἅμα συνετελέσθη. καὶ εἶπα· πᾶσα ἡ βουλή μου στήσεται, καὶ πάντα, ὅσα βεβούλευμαι, ποιήσω· 10 Εγώ είμαι εκείνος, που προαναγγέλλω εκ των προτέρων όσα θα συμβούν στους μετά ταύτα χρόνους, πριν η γίνουν αυτά. Και ιδού ότι στον χρόνον που προείπα, συντελούνται και πραγματοποιούνται. Εγώ είπα και ετόνισα· κάθε απόφασίς μου θα πραγματοποιηθή και όλα όσα έχω σκεφθή και αποφασίσει θα πραγματοποιήσω. 10 ὁ Ὁποῖος ἀναγγέλλω πρότερον καὶ προλέγω τὰ εἰς ἐσχάτους καιροὺς συμβησόμενα, πρὶν ἢ γίνουν ταῦτα, καὶ συγχρόνως συντελοῦνται καὶ πραγματοποιοῦνται αὐτά.Καὶ εἶπα: Πᾶσα ἀπόφασις καὶ θέλησίς μου θὰ σταθῇ, καὶ ὅλα, ὅσα ἔχω ἀποφασίσει, θὰ τὰ πραγματοποιήσω.
11 καλῶν ἀπὸ ἀνατολῶν πετεινὸν καὶ ἀπὸ γῆς πόρρωθεν περὶ ὧν βεβούλευμαι, ἐλάλησα καὶ ἤγαγον, ἔκτισα καὶ ἐποίησα, ἤγαγον αὐτὸν καὶ εὐώδωσα τὴν ὁδὸν αὐτοῦ. 11 Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος καλώ από τα μέρη της ανατολής, ώσαν ταχύτατον πτηνόν, τον Κύρον αυτό χώραν μακρυνήν, δια να υπηρετήση εις εκείνα, τα οποία εγώ έχω αποφασίσει. Το είπα και το έφερα εις πέρας. Τον εδημιούργησα, τον έκαμα βασιλέα, τον έφερα από μακρυνήν χώραν, κατευώδωσα τους δρόμους της ζωής και της δράσεως του. 11 Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ὁποῖος καλῷ ἐξ ἀνατολῶν πτηνόν, τὸν Κῦρον ταχὺν καὶ κατακτητὴν ὡς ἁρπακτικὸν πτηνόν, καὶ ἀπὸ χώραν μακρινὴν καλῶ αὐτὸν διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχω ἀποφασίσει· τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐξετέλεσα.Τὸν ἐδημιούργησα καὶ τὸν ἔκαμα βασιλέα καὶ τὸν ἔφερα ἀπὸ τὴν μακρινὴν χώραν καὶ εὐώδωσα τὸν δρόμον του, διευκολύνας αὐτὸν καὶ βοηθήσας εἰς μεγάλας κατακτήσεις.
12 ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπολωλεκότες τὴν καρδίαν, οἱ μακρὰν ἀπὸ τῆς δικαιοσύνης. 12 Ακούσατέ με σεις, οι οποίοι έχετε χάσει τον νουν σας, σεις που ευρίσκεσθε και ζήτε μακράν από την δικαιοσύνην. 12 Ἀκούσατέ μου σεῖς, ποὺ ἔχετε χάσει τὴν εὐαισθησίαν τῆς συνειδήσεως καὶ ἐγίνατε ἄκαρδοι, οἱ ὁποῖοι εἶσθε μακρὰν ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην καὶ δὲν εἶσθε δίκαιοι ἐνώπιόν μου.
13 ἤγγισα τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν σωτηρίαν τὴν παρ᾿ ἐμοῦ οὐ βραδυνῶ· δέδωκα ἐν Σιὼν σωτηρίαν τῷ ᾿Ισραὴλ εἰς δόξασμα. 13 Επλησίασεν ο καιρός, να αποδώσω δικαιοσύνη· δεν θα βραδύνω να στείλω εγώ την σωτηρίαν στον λαόν μου. Θα δώσω σωτηρίαν εις την Σιών, στον ισραηλιτικόν λαόν, προς δόξαν εμού και αυτού. 13 Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς νὰ ἀποδώσω δικαιοσύνην εἰς τοὺς ἐχθροὺς του λαοῦ μου· καὶ τὴν σωτηρίαν τὴν παρ’ ἐμοῦ δὲν θὰ βραδύνῳ νὰ παράσχω.Ἔχω ἀποφασίσει νὰ δώσω εἰς τὴν Σιὼν σωτηρίαν, εἰς τὸν Ἰσραὴλ πρὸς δόξαν αὐτοῦ καὶ Ἐμοῦ.