Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΛΑΧΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΔΟΥ ἐγὼ ἐξαποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου, καὶ ἐπιβλέψεται ὁδὸν πρὸ προσώπου μου, καὶ ἐξαίφνης ἥξει εἰς τὸν ναὸν ἑαυτοῦ Κύριος, ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης, ὃν ὑμεῖς θέλετε· ἰδοὺ ἔρχεται, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 1 Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός, θα αποστείλω προς σας τον αγγελιαφόρον μου, ο οποίος και θα επιβλέψη και θα προετοιμάση την οδόν μου προ εμού. Αιφνιδίως θα έλθη ο Κυριος στον ναόν του, τον οποίον Κυριον σεις ζητείτε, και ο αγελιοφόρος της νέας διαθήκης, τον οποίον σεις θέλετε. Ιδού, έρχεται, λέγει Κυριος ο Παντοκράτωρ. 1 Ιδοὺ ἐξαποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου, καὶ αὐτὸς θὰ ἐπιβλέψῃ καὶ θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον πρὸ ἐμοῦ, καὶ ἔξαφνα θὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ναὸν του ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον σεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ποὺ θὰ συνάψῃ τὴν νέαν διαθήκην μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν ὁποῖον σεῖς θέλετε. Ἰδοὺ ἔρχεται· μὴ ἀμφιβάλλετε περὶ αὐτοῦ, διότι τὸ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
2 καὶ τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν εἰσόδου αὐτοῦ; ἢ τίς ὑποστήσεται ἐν τῇ ὀπτασίᾳ αὐτοῦ; διότι αὐτός εἰσπορεύεται ὡς πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς ποιὰ πλυνόντων. 2 Ποιός όμως θα ημπορέση, να ανθέξη κατά την ημέραν εκείνην της ελεύσεώς του; Η ποιός θα σταθή όρθιος κατά την μεγαλειώδη εμφάνισίν του; Διότι αυτός θα εισπορευθή ενώπιον των ανθρώπων ως πυρ χωνευτηρίου και ως σταχτόνερο (αλισίβα), που χρησιμοποιούν οι πλύνοντες. 2 Καὶ ποῖος θὰ ὑποφέρῃ τὴν ἡμέραν τῆς ἐλεύσεώς του; Ἢ ποῖος θὰ σταθῇ ὄρθιος καὶ θὰ βαστάσῃ τὴν ἔνδοξον ἐμφάνισίν του; Διότι αὐτὸς εἰσέρχεται εἰς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων σὰν φωτιὰ καμινιοῦ, ποὺ λειώνει καὶ χωνεύει κάθε τι, καὶ σὰν καθαρτικὸν χορτάρι, ποὺ χρησιμοποιοῦν αὐτοὶ ποὺ πλύνουν ροῦχα.
3 καὶ καθιεῖται χωνεύων καὶ καθαρίζων ὡς τὸ ἀργύριον καὶ ὡς τὸ χρυσίον· καὶ καθαρίσει τοὺς υἱοὺς Λευὶ καὶ χεεῖ αὐτοὺς ὥσπερ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον· καὶ ἔσονται τῷ Κυρίῳ προσάγοντες θυσίαν ἐν δικαιοσύνῃ. 3 Και θα καθίση, δια να αναχωνεύση και καθαρίση τους πάντας, όπως ο χρυσοχόος καθαρίζει το αργύριον και το χρυσίον στο καμίνι. Και θα καθαρίση τους υιούς της φυλής Λευϊ και θα αναχωνεύση αυτούς ως εις κάμινον, όπως οι χρυσοχόος αναχωνεύει και καθαρίζει το χρυσίον και το αργύριον. Τοτε δε αυτοί και θα προσφέρουν εν δικαιοσύνη προς τον Κυριον θυσίας. 3 Θὰ καθίσῃ ρίπτων εἰς τὸ χωνευτήριον καὶ καθαρίζων διὰ τοῦ πυρὸς τῆς θείας Χάριτος, ὅπως μὲ τὸ πῦρ καθαρίζεται τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον. Καὶ θὰ καθαρίσῃ τοὺς εἰς λατρείαν αὐτοῦ ἀφιερωμένους νέους πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευῒ καὶ θὰ χύσῃ αὐτοὺς ἀναχωνεύων καὶ ἀνακαινίζων, ὅπως χύνεται καθαρὸν ἀπὸ τὸ χωνευτήριον τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ θὰ προσφέρουν τότε εἰς τὸν Κύριον θυσίαν δι’ ἔργων ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης.
4 καὶ ἀρέσει τῷ Κυρίῳ θυσία ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλήμ, καθὼς αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος καὶ καθὼς τὰ ἔτη τὰ ἔμπροσθεν. 4 Και τότε αυτή η θυσία των Ιουδαίων γενικώς, και ειδικώτερον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, θα είναι ευάρεστος στον Κυριον, όπως ήσαν ευάρεστοι εις αυτόν αι θυσίαι περασμένων αιώνων και προηγουμένων ετών. 4 Καὶ τότε θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Κύριον ἡ θυσία, ἥτις θὰ προσφέρεται ὑπό του Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, καθὼς καὶ κατὰ τὰς παλαιοτέρας ἡμέρας καὶ καθὼς κατὰ τὰ παρελθόντα ἔτη.
5 καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾶς ἐν κρίσει καὶ ἔσομαι μάρτυς ταχὺς ἐπὶ τὰς φαρμακοὺς καὶ ἐπὶ τὰς μοιχαλίδας καὶ ἐπὶ τοὺς ὀμνύοντας τῷ ὀνόματί μου ἐπὶ ψεύδει καὶ ἐπὶ τοὺς ἀποστεροῦντας μισθὸν μισθωτοῦ καὶ τοὺς καταδυναστεύοντας χήραν καὶ τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανοὺς καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας κρίσιν προσηλύτου καὶ τοὺς μὴ φοβουμένους με, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 5 Θα οδηγήσω υμάς εις δίκην και κρίσιν και εγώ θα είμαι ταχύς μάρτυς κατηγορίας εναντίον των μάγων, εναντίον των μοιχαλίδων, εναντίον εκείνων που ορκίζοντα ψευδώς στο Ονομά μου, και εκείνων που αποστερούν την αμοιβήν του ημερομισθίου εργάτου, εναντίον αυτών που καταδυναστεύουν την χήραν και γρονθοκοπούν τους ορφανούς, όπως και εναντίον εκείνων, που διαστρέφουν την δίκαίαν κρίσιν των ξένων και εκείνων οι οποίοι δεν με φοβούνται, λέγει ο Κυριος Παντοκράτωρ. 5 Καὶ θὰ ἔλθω κοντά σας ὡς κριτὴς διὰ νὰ κάμω κρίσιν καὶ θὰ εἶμαι μάρτυρας καὶ δικαστὴς γρήγορος κατὰ τῶν μάγων καὶ κατὰ τῶν μοιχαλίδων καὶ κατ' ἐκείνων, ποὺ ὁρκίζονται εἰς τὸ ὄνομά μου διὰ να βεβαιώσουν ψεῦδος καὶ ὄχι ἀλήθειαν, καὶ κατ’ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι στεροῦν τὸν μισθὸν τοῦ μισθωτοῦ καὶ καταπιέζουν τὴν χήραν καὶ κακοποιοῦν τοὺς ὀρφανοὺς καὶ καταπατοῦν τὸ δίκαιον τοῦ ξένου, ποὺ ἔχει προσελκυσθῆ εἰς τὴν ἀληθῆ τοῦ Ἰσραὴλ θρησκείαν, καὶ κατ’ ἐκείνων, ποὺ δὲν μὲ φοβοῦνται, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
6 Διότι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι· 6 Διότι εγώ είμαι ο Κυριος ο Θεός σας και δεν έχω μεταβληθή ουδέ επ' ελάχιστον. 6 Θὰ κρίνω δὲ καὶ θὰ τιμωρήσω ὅλους τοὺς παραβάτας, ποὺ δὲν μὲ φοβοῦνται, διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας μὲ κράτος καὶ δύναμιν ἀκατανίκητον καὶ δὲν ἔχω ἀλλοιωθῆ οὔτε ἤλλαξα.
7 καὶ ὑμεῖς οἱ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ οὐκ ἀπέχεσθε ἀπὸ τῶν ἀδικιῶν τῶν πατέρων ὑμῶν, ἐξεκλίνατε νόμιμά μου καὶ οὐκ ἐφυλάξασθε. ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. καὶ εἴπατε· ἐν τίνι ἐπιστρέψομεν; 7 Σεις, οι απόγονοι του Ιακώβ, δεν απεμακρύνθητε από τας αδικίας, που είχαν διαπράξει οι προγονοί σας· διεστρέψατε τον Νομον μου και δεν τον εφυλάξατε. Επανέλθετε, λοιπόν, εν μετανοία προς εμέ και εγώ θα επανέλθω προστάτης προς σας, λέγει Κυριος Παντοκράτωρ. Σεις όμως είπατε και λέγετε· από τι και εις τι να επιστρέψωμεν; 7 Σεῖς ὅμως, ὦ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, δὲν ἀπεμακρύνθητε ἀπὸ τὰς ἀδικίας τῶν πατέρων σας. Παρέβητε τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου μου καὶ δὲν ἐφυλάξατε αὐτάς. Γυρίσατε πίσω διὰ τῆς μετανοίας πρὸς Ἐμὲ καὶ θὰ ἐπιστρέφω καὶ Ἐγὼ πρὸς σᾶς, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Καὶ εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην σεῖς ἀπηντήσατε: Διατὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ διὰ ποίαν παράβασιν νὰ μετανοήσωμεν;
8 μήτι πτερνιεῖ ἄνθρωπος Θεόν; διότι ὑμεῖς πτερνίζετέ με. καὶ ἐρεῖτε· ἐν τίνι ἐπτερνίσαμέν σε; ὅτι τὰ ἐπιδέκατα καὶ αἱ ἀπαρχαὶ μεθ᾿ ὑμῶν εἰσι· 8 Εγώ σας λέγω· είναι ορθόν να καταδολιεύεται ο άνθρωπος τον Θεόν; Βεβαίως οχι. Τοτε διατί σεις καταδολιεύεσθε εμέ; Θα μου πητε· εις τι ημείς σε εδολιεύθημεν; Με εδολιεύθητε, διότι τα δέκατα και τας απαρχάς των προϊόντων σας, που ανήκουν εις εμέ, δεν μου τα προσεφέρατε, άλλα τα εκρατήσατε εις τας οικίας σας. 8 Μήπως θὰ τολμήσῃ κανένας ἄνθρωπος νὰ κλωτσήσω τὸν Θεόν; Ἐρωτῶ, διότι σεῖς μὲ κλωτσᾶτε. Καὶ ἐν τῇ τυφλώσει σας θὰ εἴπητε: Μὲ τί σὲ ἐκλωτσήσαμεν; Διότι αἱ δεκάται καὶ αἱ ἐκλεκταὶ προσφοραὶ ἀπὸ τοὺς πρωτοωριμάζοντας καρποὺς εἶναι ὄχι εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου, ἀλλὰ μαζί σας, εἰς τὰς ἀποθήκας σας.
9 καὶ ἀποβλέποντες ὑμεῖς ἀποβλέπετε, καὶ ἐμὲ ὑμεῖς πτερνίζετε· τὸ ἔτος συνετελέσθη. 9 Ολην σας δε την προσοχήν εστρέψατε και στρέφετε, πως να εύρετε τρόπους, δια να με δολιευθήτε πάλιν. Ιδού, το γεωργικόν έτος συνεπληρώθη 9 Καὶ κυττάτε μὲ μάτι πλεονεκτικὸν καὶ ἀχόρταστον, καὶ σεῖς μὲ κλωτσᾶτε· καὶ τὸ ἔτος τῆς καρποφορίας καὶ τῆς συγκομιδῆς ἐπέρασε.
10 καὶ εἰσηνέγκατε πάντα τὰ ἐκφόρια εἰς τοὺς θησαυρούς, καὶ ἔσται ἡ διαρπαγὴ αὐτοῦ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. ἐπιστρέψατε δὴ ἐν τούτῳ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, ἐὰν μὴ ἀνοίξω ὑμῖν τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐκχεῶ τὴν εὐλογίαν μου ὑμῖν ἕως τοῦ ἱκανωθῆναι. 10 και σεις εισηγάγετε όλα τα προϊόντα της γης σας εις τας αποθήκας σας. Ετσι δε εκάματε αρπαγήν των δεκάτων και απαρχών, που ευρίσκονται τώρα στο σπίτι σας. Μετανοήσατε, λοιπόν, δια τας παραβάσεις σας αυτάς, λέγει Κυριος ο Παντοτοκράτωρ, διότι άλλως δεν θα ανοίξω τους καταρράκτας του ουρανού προς χάριν σας να στείλουν βροχάς, και δεν θα σκορπίσω την ευλογίαν μου, ώστε να ικανοποιηθήτε από τα προϊόντα της γης σας. 10 Καὶ ἐμβάσατε ὅλα τὰ προϊόντα τῆς γῆς εἰς τὰ ἀμπάρια, καὶ θὰ γίνῃ ἔτσι ἡ διαρπαγὴ εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οἶκον του. Μετανοήσατε λοιπὸν διὰ τοῦτο καὶ διορθώθητε, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος· καὶ θὰ ἴδητε τότε, ἐὰν δὲν θὰ σᾶς ἀνοίξω τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ δὲν θὰ χύσω ἄφθονον τὴν εὐλογίαν μου εἰς σᾶς μέχρι τοῦ νὰ συγκομίσητε τὸ ἱκανόν.
11 καὶ διαστελῶ ὑμῖν εἰς βρῶσιν καὶ οὐ μὴ διαφθείρω ὑμῶν τὸν καρπὸν τῆς γῆς, καὶ οὐ μὴ ἀσθενήσῃ ὑμῶν ἡ ἄμπελος ἡ ἐν τῷ ἀγρῷ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 11 Θα ξεχωρίσω και θα στείλω εις σας τροφήν και δεν θα καταστρέψω τα προϊόντα της χώρας σας. Τα αμπέλια σας, που ευρίσκονται εις την ύπαιθρον δεν θα προσβληθούν από ασθενείας, λέγει Κυριος Παντοκράτωρ. 11 Καὶ θὰ ξεχωρίσω πρὸς χάριν σας παραγωγὴν πρὸς διατροφήν σας καὶ δὲν θὰ καταστρέψω τὸν καρπὸν τῆς χώρας σας, καὶ δὲν θὰ καταληφθῇ ἀπὸ ἀσθένειαν ἡ ἄμπελός σας εἰς τὴν καλλιεργημένην γῆν, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
12 καὶ μακαριοῦσιν ὑμᾶς πάντα τὰ ἔθνη, διότι ἔσεσθε ὑμεῖς γῆ θελητή, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 12 Δια την πλουσίαν αυτήν καρποφορίαν και συγκομιδήν θα σας καλοτυχίζουν όλα τα έθνη, διότι η χώρα σας θα έχη γίνει επιθυμητή και ζηλευτή, λέγει Κυριος Παντοκράτωρ. 12 Καὶ θὰ σᾶς μακαρίσουν ὅλα τὰ ἔθνη, διότι σεῖς θὰ εἶσθε ἡ γῆ, τὴν ὁποίαν θὰ θέλω καὶ θὰ εὐλογῶ, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
13 ᾿Εβαρύνατε ἐπ᾿ ἐμὲ τοὺς λόγους ὑμῶν, λέγει Κύριος, καὶ εἴπατε· ἐν τίνι κατελαλήσαμεν κατὰ σοῦ; 13 Βαρείς λόγους είπατε εναντίον μου, λέγει ο Κυριος. Ιδού τι είπατε· εις τι και πότε κατεφέρθημεν με λόγια εναντίον σου; 13 Εἴπατε βαρεῖς καὶ βλασφήμους λόγους ἐναντίον μου, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ μὴ συναισθανθέντες αὐτοὺς εἴπατε: Μὲ τί κατηγορήσαμεν καὶ εἴπαμεν ὑβριστικοὺς λόγους ἐναντίον σου;
14 εἴπατε· μάταιος ὁ δουλεύων Θεῷ, καὶ τί πλέον ὅτι ἐφυλάξαμεν τὰ φυλάγματα αὐτοῦ καὶ διότι ἐπορεύθημεν ἱκέται πρὸ προσώπου Κυρίου παντοκράτορος; 14 Κατεφέρθητε, όταν είπατε· μάταιον είναι να υπακούη και να εργάζεται κανείς στον Θεόν. Τι τάχα ωφελήθημεν με το ότι εφυλάξαμεν τας εντολάς αυτού και επορεύθημεν ικέται ενώπιον Κυρίου του Παντοκράτορος; 14 Εἴπατε σεῖς, οἱ ἐν τῇ πίστει κλονιζόμενοι: Ματαίως καὶ χωρὶς ὠφέλειάν τινα δουλεύει ἐκεῖνος, ποὺ ὑπηρετεῖ καὶ ὑπακούει εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τί περισσότερον ἐπετύχαμεν, διότι ἐφυλάξαμεν τὰς ἐντολάς του καὶ διότι συμπεριεφέρθημεν ταπεινωμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου παντοκράτορος;
15 καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἀλλοτρίους, καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομα καὶ ἀντέστησαν τῷ Θεῷ καὶ ἐσώθησαν. 15 Ιδού, ότι τώρα ημείς καλοτυχίζομεν τους ξένους λαούς. Βλέπομεν ότι όλοι όσοι διαπράττουν την ανομίαν και ανθίστανται στο θέλημα το Θεού, προοδεύουν, ανοικοδομούν πόλεις και γενικώς έχουν σωθή. 15 Καὶ τώρα ἠμεῖς μακαρίζομεν τοὺς ἀσεβεῖς· καὶ προοδεύουν ὅλοι, ὅσοι πράττουν παρανομίας· καὶ ἀντεστάθησαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅμως ἐσώθησαν ἀντὶ νὰ καταστραφοῦν.
16 ταῦτα κατελάλησαν οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· καὶ προσέσχε Κύριος καὶ εἰσήκουσε καὶ ἔγραψε βιβλίον μνημοσύνου ἐνώπιον αὐτοῦ τοῖς φοβουμένοις τὸν Κύριον καὶ εὐλαβουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ. 16 Αυτά κατηγόρησαν τον Θεόν και αυτοί ακόμη, που φοβούνται τον Κυριον, έκαστος προς τον πλησίον αυτού. Ο Κυριος επρόσεξε και ήκουσεν αυτά, που είπαν. Τα έγραψε τα λόγια και τα έργα των φοβουμένων αυτόν εις βιβλίον αναμνηστικόν ενώπιόν του. 16 Αὐτὰ εἶπαν κατακρίνοντες τὸν Κύριον αὐτοί, ποὺ τὸν φοβοῦνται, καὶ τὰ εἶπαν ὁ καθένας των πρὸς τὸν πλησίον του. Καὶ ἐπρόσεξεν ὁ Κύριος καὶ τὰ ἤκουσε καὶ τὰ ἔγραψεν εἰς βιβλίον ὑπενθυμίσεως, ὥστε νὰ τὰ ἔχῃ ἐμπρός του δι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται τὸν Κύριον καὶ σέβονται τὸ ὄνομά του, ὥστε νὰ τοὺς ἐπιπλήξῃ μὲν δι’ αὐτά, νὰ τοὺς ἀποδώσῃ δὲ καὶ δίκαιον δι’ ὅσα ἠδικήθησαν.
17 καὶ ἔσονταί μοι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, εἰς ἡμέραν, ἣν ἐγὼ ποιῶ εἰς περιποίησιν, καὶ αἱρετιῶ αὐτοὺς ὃν τρόπον αἱρετίζει ἄνθρωπος τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν δουλεύοντα αὐτῷ. 17 Οι ευσεβείς όμως αυτοί, λέγει ο Κυριος ο Παντοκράτωρ, θα είναι ιδικοί μου κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν εγώ θα τους προστατεύσω και περιποιηθώ. Θα τους ξεχωρίσω από τους άλλους και θα τους περιβάλω με αγάπην, όπως ενας πατήρ αγαπά τον υιόν του, ο οποίος τον υπηρετεί πιστώς και προθύμως. 17 Καὶ θὰ εἶναι, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος, κτῆμα ἰδικόν μου, προβαλλόμενοι ὡς τοιοῦτον εἰς ἡμέραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ παρασκευάζω, καὶ θὰ τοὺς ἐκλέξω καὶ θὰ τοὺς ἀγαπήσω, ὅπως καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἀσπάζεται καὶ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του, ὁ ὁποῖος ὑπακούει καὶ δουλεύει εἰς αὐτόν.
18 καὶ ἐπιστραφήσεσθε καὶ ὄψεσθε ἀναμέσον δικαίου καὶ ἀναμέσον ἀνόμου καὶ ἀναμέσον τοῦ δουλεύοντος Θεῷ καὶ τοῦ μὴ δουλεύοντος. 18 Τοτε όλοι, ασεβείς και ευσεβείς θα στραφήτε και θα ιδήτε την διαφοράν μεταξύ δικαίου και αδίκου, μεταξύ του ανθρώπου ο οποίος υπακούει και υπηρετεί τον Θεόν, και εκείνου ο οποίος ασεβεί και αρνείται να τον υπηρετήση. 18 Καὶ θὰ ἀλλάξετε τότε γνώμην καὶ θὰ ἴδητε τὴν διαφορὰν καὶ διάκρισιν μεταξὺ τοῦ δικαίου καὶ τοῦ παραβαίνοντος τὸν θεῖον νόμον καὶ μεταξὺ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος δουλεύει εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἐκείνου, ὅστις δὲν δουλεύει εἰς αὐτόν.