Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπέστρεψα, καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ δρέπανον πετόμενον. 1 Εσήκωσα και πάλιν τα μάτια μου και είδα· και ιδού ένα δρέπανον να πετά στον αέρα. 1 Εστράφηκα καὶ ὕψωσα πάλιν τὰ μάτια μου καὶ εἶδα ἄλλην ὅρασιν. Ἰδού· ἕνα μεγάλο δρεπάνι, ποὺ ἐμετεωρίζετο εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ πετᾷ.
2 καὶ εἶπε πρός με· τί σὺ βλέπεις; καὶ εἶπα ἐγώ· ὁρῶ δρέπανον πετόμενον μήκους πήχεων εἴκοσι καὶ πλάτους πήχεων δέκα. 2 Ο άγγελος με ηρώτησε και μου είπε· “τι βλέπεις συ;” Και εγώ απήντησα· “βλέπω ένα δρέπανον να πετά στον αέρα μήκους είκοσι πήχεων και πλάτους δέκα πήχεων”. 2 Καὶ ὁ ἄγγελος, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου, μοῦ εἶπε: «Τί βλέπεις;» Ἐγὼ δὲ ἀπάντησα: «Βλέπω ἕνα μεγάλο δρεπάνι νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα, τὸ ὁποῖον ἔχει μῆκος εἴκοσι «ἑβραϊκούς» πήχεις καὶ πλάτος δέκα «ἑβραϊκούς» πήχεις».
3 καὶ εἶπε πρός με· αὕτη ἡ ἀρὰ ἡ ἐκπορευομένη ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, διότι πᾶς ὁ κλέπτης ἐκ τούτου ἕως θανάτου ἐκδικηθήσεται, καὶ πᾶς ὁ ἐπίορκος ἐκ τούτου ἐκδικηθήσεται· 3 Ο άγγελος μου είπε τότε· “αυτή είναι η κατάρα, η οποία έρχεται εναντίον όλης της γης, διότι κάθε κλέπτης θα καταδικασθή με τούτο το δρέπανον εις θάνατον, όπως και κάθε επίορκος θα τιμωρηθή με αυτό το δρέπανον. 3 Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία κατάρα καὶ τιμωρία, ἡ ὁποία ἐξορμᾷ, προχωρεῖ καὶ ἀπλώνεται γρήγορα εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαῖας· διότι κάθε κλέπτης μὲ τὸ δρεπάνι αὐτὸ θὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ κάθε ἕνας, ποὺ ὁρκίζεται ψευδῶς, μὲ τὸ δρεπάνι αὐτὸ θὰ τιμωρηθῇ.
4 καὶ ἐξοίσω αὐτό, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ κλέπτου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ὀμνύοντος τῷ ὀνόματί μου ἐπὶ ψεύδει καὶ καταλύσει ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ συντελέσει αὐτὸν καὶ τὰ ξύλα αὐτοῦ καὶ τοὺς λίθους αὐτοῦ. 4 Θα εξαπολύσω αυτό, λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ, και θα εισελθη στον οίκον του κλέπτου και στον οίκον του ορκιζομένου ψευδώς στο Ονομά μου. Θα εγκατασταθή τιμωρόν στον οίκον του και θα εξολοθρεύση αυτόν εντελώς και τα ξύλα και τους λίθους”. 4 Θὰ ἐξαγάγω τὸ δρεπάνι αὐτὸ καὶ θὰ τὸ ἐξαπολύσω, λέγει ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ, καὶ θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦ κλέπτου καὶ εἰς τὸ σπίτι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὁρκίζεται ψευδῶς εἰς τὸ ὄνομά μου. Τὸ δρεπάνι αὐτὸ τῆς θείας ὀργῆς καὶ τιμωρίας θὰ ἐγκατασταθῇ εἰς τὸ σπίτι του καὶ θὰ τὸ καταστρέψῃ ἐντελῶς, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ξύλα καὶ τὶς πέτρες του».
5 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ καὶ εἶπε πρός με· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου καὶ ἰδὲ τί τὸ ἐκπορευόμενον τοῦτο. 5 Εβγήκεν ο άγγελος, που ωμιλούσε προς εμέ, και μου είπε πάλιν· “σήκωσε τους οφθαλμούς σου και ιδέ, τι είναι αυτό, το οποίον έρχεται;” 5 Ὁ ἄγγελος, ποὺ συνωμιλοῦσε μαζί μου, παρουσιάσθη πάλιν καὶ μοῦ εἶπε: «Σήκωσε τὰ μάτια σου καὶ κύτταξε τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔρχεται καὶ προχωρεῖ».
6 καὶ εἶπα· τί ἐστι; καὶ εἶπε· τοῦτο τὸ μέτρον τὸ ἐκπορευόμενον. καὶ εἶπεν· αὕτη ἡ ἀδικία αὐτῶν ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 6 Εγώ τον ηρώτησα· “τι είναι;” Εκείνος μου απήντησεν· “αυτό που έρχεται είναι δοχείον, που χρησιμοποιείται ως μέτρον”. Είπεν ακόμη ο άγγελος· “αυτό συμβολίζει την αμαρτίαν του λαού, η οποία έχει εκταθή εις όλην την χώραν σας”. 6 Καὶ ἐρώτησα τὸν ἄγγελόν «Τί εἶναι αὐτό;» Καὶ ἐκεῖνας μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτό, τὸ ὁποῖον ἔρχεται καὶ προχωρεῖ, εἶναι δοχεῖον, ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς μέτρον σιτηρῶν». Καὶ ὁ ἄγγελος ἐπρόσθεσε: «Αὐτὸ συμβολίζει τὴν ἀδικίαν καὶ ἀνομίαν τῶν Ἰουδαίων, ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Παλαιστίνης».
7 καὶ ἰδοὺ τάλαντον μολίβου ἐξαιρόμενον, καὶ ἰδοὺ γυνὴ μία ἐκάθητο ἐν μέσῳ τοῦ μέτρου. 7 Και ιδού, ένας βαρύς, στρογγυλός, εκ μολύβδου δίσκος, που αφηρέθη από το δοχείον· και ιδού μία γυνή εκάθητο μέσα στο δοχείον, το οποίον εχρησιμοποιείτο ως μέτρον. 7 Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτά, ἰδού· ἕνας δίσκος βαρύς, στρογγυλὸς «ἕνα πῶμα» ἀπὸ μολύβι, ὁ ὁποῖος ἀφηρέθη ἀπὸ τὸ δοχεῖον. Καὶ τότε, νά· ἐφάνη μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκάθητο εἰς τὸ δοχεῖον αὐτό, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς μέτρον σιτηρῶν.
8 καὶ εἶπεν· αὕτη ἐστὶν ἡ ἀνομία· καὶ ἔρριψεν αὐτὴν εἰς μέσον τοῦ μέτρου καὶ ἔρριψε τὸν λίθον τοῦ μολίβου εἰς τὸ στόμα αὐτῆς. 8 Ο άγγελος είπεν· “αυτή είναι η παρανομία. Ο Κυριος την έρριψε μέσα στο δοχείον αυτό και έθεσε το μολύβδινον πώμα στο στόμα της”. 8 Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπεν: «Αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶναι ἡ ἀνομία. Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἔρριψεν εἰς τὸ δοχεῖον αὐτό, ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς μέτρον σιτηρῶν, καὶ ἔβαλε τὸ βαρὺ μολυβένιο πῶμα εἰς τὸ στόμα της «ἤ,τὸ ὀρθότερον: Εἰς τὸ στόμα τοῦ μέτρου» καὶ τὸ ἔφραξεν».
9 καὶ ᾖρα τοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ δύο γυναῖκες ἐκπορευόμεναι, καὶ πνεῦμα ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν, καὶ αὗται εἶχον πτέρυγας ὡς πτέρυγας ἔποπος· καὶ ἀνέλαβον τὸ μέτρον ἀναμέσον τῆς γῆς καὶ ἀναμέσον τοῦ οὐρανοῦ. 9 Εσήκωσα τα μάτια μου και είδον και ιδού ήρχοντο δύο γυναίκες. Ανεμος εφυσούσε εις τας πτέρυγάς των. Αυταί δε είχαν σαν πολυχρώμους πτέρυγας έποπος (τσαλαπετεινού). Εσήκωσαν λοιπόν το δοχείον και το εκρατούσαν αναμέσον της γης και αναμέσον του ουρανού. 9 Ἐσήκωσα τὰ μάτια μου πρὸς τὰ ἄνω καὶ παρετήρησα, καὶ νά· δύο γυναῖκες ἐξωρμοῦσαν καὶ ἐπροχωροῦσαν γρήγορα· ἄνεμος δὲ ἐφυσοῦσε εἰς τὰ πτερά των, διότι αὐτὲς εἶχαν πτερὰ ὅμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ τσαλαπετεινοῦ. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς γυναῖκες ἐσήκωσαν τὸ δοχεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε κλεισμένη ἡ ἀνομία, καὶ τὸ ἐκρατοῦσαν μεταξὺ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ.
10 καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἄγγελον τὸν λαλοῦντα ἐν ἐμοί· ποῦ αὗται ἀποφέρουσι τὸ μέτρον; 10 Ηρώτησα τότε τον άγγελον, ο οποίος συνωμιλούσε μαζή μου· “που θα μεταφέρουν αυταί το δοχείον τούτο;” 10 Τότε εἶπα πρὸς τὸν ἄγγελον, ὁ ὁποῖος συνωμιλοῦσε μαζί μου: «Ποῦ μεταφέρουν οἱ γυναῖκες αὐτὲς τὸ δοχεῖον τοῦτο;»
11 καὶ εἶπε πρός με· οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἰκίαν ἐν γῇ Βαβυλῶνος καὶ ἑτοιμάσαι, καὶ θήσουσιν αὐτὸ ἐκεῖ ἐπὶ τὴν ἑτοιμασίαν αὐτοῦ. 11 Εκείνος μου απήντησε· “το μεταφέρουν δια να οικοδομήσουν και ετοιμάσουν οικίαν εις την χώραν της Βαβυλώνος· εκεί εις την οικίαν, που θα ετοιμάσουν, θα το τοποθετήσουν”. 11 Καὶ ὁ ἄγγελος μοῦ ἀπάντησε: «Πηγαίνουν νὰ κτίσουν διὰ τὸ δοχεῖον αὐτό, ὅπου εἶναι κλεισμένη ἡ ἀνομία, καὶ νὰ ἐτοιμάσουν ἕνα σπίτι «κατ’ ἄλλους, ναόν» εἰς τὴν χώραν τῆς Βαβυλῶνος· εἰς τὸν τόπον δὲ ποὺ θὰ ἐτοιμάσουν «καὶ εἰς τὸ βάθρον ποὺ θὰ στήσουν», ἐκεῖ καὶ θὰ τὸ τοποθετήσουν».