Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (ΛΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 1 Ωμίλησεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν· 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
2 ἰδοὺ ἀνακέκλημαι ἐξ ὀνόματος τὸν Βεσελεὴλ τὸν τοῦ Οὐρείου τὸν ῎Ωρ, ἐκ τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα, 2 “ιδού ονομαστικώς έχω προσκαλέσει τον Βεσελεήλ, υιόν του Ουρείου, υιού του Ωρ από την φυλήν Ιούδα. 2 «Νά, ἔχω ἐκλέξει καὶ ἐκάλεσα ὀνομαστικῶς τὸν Βεσελεήλ, τὸν υἱὸν τοῦ Οὐρείου καὶ ἔγγονὸν τοῦ Ὢρ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα.
3 καὶ ἐνέπλησα αὐτὸν πνεῦμα θεῖον σοφίας καὶ συνέσεως καὶ ἐπιστήμης ἐν παντὶ ἔργῳ διανοεῖσθαι 3 Αυτόν ενέπλησα με θείον Πνεύμα σοφίας και συνέσεως και επιστήμης, ώστε να σκέπτεται ορθώς δια κάθε ιερόν έργον που θα αναλάβη. 3 Τὸν ἐγέμισα δὲ μὲ θεῖον πνεῦμα σοφίας καὶ διανοητικῆς ἱκανότητος καὶ γνώσεως, διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ σκέπτεται εἰς κάθε ἔργον, ποὺ πρόκειται νὰ κάμῃ.
4 καὶ ἀρχιτεκτονῆσαι, ἐργάζεσθαι τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὴν ὑάκινθον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τὸ κόκκινον τὸ νηστὸν 4 Του έχω δώσει θείον Πνεύμα, ώστε να είναι ικανός αρχιτέκτων και να κατεργάζεται τον χρυσόν, τον άργυρον, τον χαλκόν, τα διάφορα είδη χρωμάτων, το κυανούν, το βαθέως ερυθρόν, το κόκκινον και το γνεσμένον ύφασμα· 4 Τὸν ἔκαμα ἱκανὸν νὰ συλλαμβάνῃ τὸ σχέδιον καὶ νὰ τὸ κατασκευάζῃ μὲ ἐπιδεξιότητα· νὰ ἠμπορῇ ἐπίσης νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσῆμι καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὰ νήματα, τὰ ὁποῖα βάφονται μὲ χρώματα ἀπὸ κογχύλια, τὸ γαλάζιο δηλαδή, τὸ ξανθοκόκκινο καὶ τὸ βαθὺ κόκκινο.
5 καὶ τὰ λιθουργικὰ καὶ εἰς τὰ ἔργα τὰ τεκτονικὰ τῶν ξύλων, ἐργάζεσθαι κατὰ πάντα τὰ ἔργα. 5 να είναι ικανός εις την λιθουρνικήν, την ξυλουργικήν και να εκτελή με επιτυχίαν όλα τα έργα. 5 Νὰ εἶναι ἐπιτήδειος καὶ εἰς τὴν λιθουργικὴν καὶ εἰς τὴν ξυλουργικὴν καὶ νὰ κάμνῃ κάθε εἴδους ἐργασίαν ὅπως πρέπει.
6 καὶ ἐγὼ ἔδωκα αὐτὸν καὶ τὸν ᾿Ελιὰβ τὸν τοῦ ᾿Αχισαμὰχ ἐκ φυλῆς Δὰν καὶ παντὶ συνετῷ καρδίᾳ δέδωκα σύνεσιν, καὶ ποιήσουσι πάντα ὅσα συνέταξά σοι, 6 Εγώ έδωκα εις αυτόν ως βοηθόν του τον Ελιάβ, υιόν του Αχισαμάχ από την φυλήν του Δαν, και εις πολλούς άλλους βοηθούς του συνετούς κατά την διάνοιαν έδωσα φωτισμόν και ικανότητα, δια να κάμουν όσα σε έχω διατάξει. 6 Τοῦ ἔδωσα δὲ ἐγὼ ὡς βοηθόν του καὶ τὸν Ἐλιάβ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀχισαμὰχ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Δὰν καὶ εἰς κάθε ἄλλον σοφὸν καὶ ἱκανὸν βοηθόν των ἔδωσα ἐγὼ εὐφυΐαν καὶ ἐπιτηδειότητα καὶ ἔτσι θὰ κάνουν ὅλα, ὅσα σὲ διέταξα.
7 τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης καὶ τὸ ἱλαστήριον τὸ ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ τὴν διασκευὴν τῆς σκηνῆς 7 Αυτοί θα κατασκευάσουν την Σκηνήν του Μαρτυρίου, την Κιβωτόν της Διαθήκης και το ιλαστήριον το επάνω αυτής και όσα άλλα χρειάζονται εις απαρτισμόν και εξυπηρέτησιν της Σκηνής, στύλους, καλυμιματα, καταπετάσματα· 7 Θὰ κατασκευάσουν οἱ ἐπιτήδειοι αὐτοὶ τεχνῖται τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης καὶ τὸ Ἱλαστήριον ποὺ τοποθετείται ἐπάνω εἰς αὐτὴν καὶ κάθε τι, ποὺ χρειάζεται διὰ τὴν ἐπένδυσιν καὶ τακτοποίησιν τῆς Σκηνῆς.
8 καὶ τὰ θυσιαστήρια καὶ τὴν τράπεζαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς καὶ τὴν λυχνίαν τὴν καθαρὰν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς 8 τα δύο θυσιαστήρια (των ολοκαυτωμάτων και του θυμιάματος), την τράπεζαν και όλα τα σκεύη αυτής, την καθαράν εκ χρυσού επτάφωτον λυχνίαν και όλα τα εξαρτήματά της, 8 Θὰ φτιάξουν ἐπίσης καὶ τὰ δύο θυσιαστήρια τὸ ἕνα διὰ τὰς θυσίας τῶν ζώων καὶ τὸ ἄλλο διὰ τὸ θυμίαμα καὶ τὴν Τράπεζαν τῆς προθέσεως τῶν ἄρτων μὲ ὅλα τὰ σκεύη της καὶ τὴν ἑπτάφωτον Λυχνίαν, ποὺ θὰ εἶναι ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι, καθὼς καὶ ὅλα τὰ σκεύη της,
9 καὶ τὸν λουτῆρα καὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ 9 τον χάλκινον λουτήρα και την βάσιν του, 9 καὶ τὸν Λουτῆρα διὰ τὰς πλύσεις καὶ τὴν βάσιν του,
10 καὶ τὰς στολάς τὰς λειτουργικὰς ᾿Ααρὼν καὶ τὰς στολὰς τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἱερατεύειν μοι 10 τας ιερατικάς στολάς του Ααρών και των υιών του, δια να τας φορούν όταν θα λειτουργούν εις εμέ· 10 καὶ τὰς ἱερατικὰς στολὰς τοῦ Ἀαρών, καθὼς καὶ τὰς στολὰς τῶν υἱῶν του, διὰ νὰ τὰς φοροῦν κατὰ τὴν ὥραν τῆς λατρείας καὶ νὰ μὲ διακονοῦν.
11 καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως καὶ τὸ θυμίαμα τῆς συνθέσεως τοῦ ἁγίου· κατὰ πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐνετειλάμην σοι, ποιήσουσι. 11 το δια την χρίσιν έλαιον, το εκ πολλών αρωματικών ειδών σύνθετον θυμίαμα προς αγίαν χρήσιν και γενικώς αυτοί θα κάμουν όλα όσα εγώ σε διέταξα”. 11 Θὰ κατασκευάσουν καὶ τὸ λάδι τὸ εἰδικὸν διὰ τὰς χρίσεις καὶ τὸ θυμίαμα, ποὺ θὰ ἔχῃ συντεθῇ ἀπὸ διαφόρους οὐσίας καὶ θὰ προορίζεται μόνον διὰ τὴν λατρείαν. Θὰ τὰ φτιάξουν ὅλα γενικῶς συμφώνως πρὸς ὅσα ἐγὼ σὲ διέταξα».
12 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 12 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπε· 12 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
13 καὶ σὺ σύνταξον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγων· ὁρᾶτε, καὶ τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοὶ καὶ ἐν ἐμοὶ εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς. 13 “συ να διατάξης τους Ισραηλίτας και να τους είπης· Προσέχετε ! Φυλάξατε την ιερότητα και την αργίαν του Σαββάτου. Αυτή η τήρησις της αργίας του Σαββάτου θα είναι σημείον ιδικόν μου προς σας, τεθέν από εμέ δι' όλας τας γενεάς σας, δια να μάθετε και κατανοήσετε ότι εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας αγιάζω. 13 «Νὰ διατάξῃς σὺ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Προσέχετε καὶ τηρεῖτε ἐπακριβῶς τὰς ἡμέρας τῶν Σαββάτων, ποὺ εἶναι ἰδικαί μου, διότι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι χαρακτηριστικὸν γνώρισμα, ποὺ βεβαιώνει ὅτι εἶσθε ἰδικοί μου καὶ ὡρίσθη ἀπὸ ἑμὲ δι ' ὅλας τὰς γενεᾶς σας, διὰ νὰ καταλάβετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριός σας, ποὺ σᾶς ἁγιάζω καὶ σᾶς ξεχωρίζω ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη.
14 καὶ φυλάξεσθε τὰ σάββατα, ὅτι ἅγιον τοῦτό ἐστι Κυρίῳ ὑμῖν· ὁ βεβηλῶν αὐτὸ θανάτῳ θανατωθήσεται· πᾶς ὃς ποιήσει ἐν αὐτῷ ἔργον, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 14 Θα τηρήσετε την αργίαν και ιερότητα του Σαββάτου, διότι αυτό πρέπει να είναι από σας αφιερωμένον στον Κυριον. Εκείνος, που θα το βεβηλώση, θα θανατωθή. Εκείνος ο οποίος θα εργασθή κατά την ημέραν αυτήν, θα εξολοθρευθή εκ μέσου του λαού του. 14 Καὶ νὰ τηρῆτε τὴν ἀργίαν τῶν Σαββάτων, διότι διὰ σᾶς ἡ ἀργία αὐτὴ εἶναι ἀφιέρωμα πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Καθένας ποὺ θὰ βεβηλώνῃ καὶ θὰ καταπατῇ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου θὰ θανατώνεται. Αὐτὸς ποὺ θὰ κάνη κάποιαν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν θὰ ἐξολοθρευθῇ, θὰ χαθῇ παντελῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος μέσα ἀπὸ τὸν λαόν του.
15 ἓξ ἡμέρας ποιήσεις ἔργα, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα, ἀνάπαυσις ἁγία τῷ Κυρίῳ· πᾶς ὃς ποιήσει ἔργον τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, θανατωθήσεται. 15 Εξ ημέρας θα εργάζεσαι, κατά δε την εβδόμην ημέραν θα είναι Σαββατον, δηλαδή ημέρα αναπαύσεως, ημέρα αφιερωμένη στον Κυριον. Εκείνος ο οποίος θα εργασθή κατά την εβδόμην ημέραν, θα τιμωρηθή δια θανάτου. 15 Ἐπὶ ἕξι ἡμέρας θὰ κάμνῃς τὰ βιοποριστικά σου ἔργα. Κατὰ τὴν ἑβδόμην ὅμως ἡμέραν θὰ ἔχῃς «Σάββατα». Εἶναι ἡμέρα ἀναπαύσεως, ἀφιερωμένη εἰς τὸν Κύριον. Καθένας ποὺ θὰ κάμνῃ κάποιαν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν θὰ θανατώνεται.
16 καὶ φυλάξουσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὰ σάββατα ποιεῖν αὐτὰ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν· διαθήκη αἰώνιος. 16 Οι Ισραηλίται πρέπει να φυλάξουν την αργίαν του Σαββάτου, όσα εγώ έχω νομοθετήσει δι' αυτό, εις όλας τας γενεάς των. Αυτή είναι αιωνία και ακατάλυτος διαθήκη μου. 16 Καὶ πρέπει νὰ προσέξουν οἱ Ἰσραηλῖται, ὥστε νὰ τηροῦν εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ἀργίαν τῶν Σαββάτων καθ' ὅλας τὰς γενεᾶς των. Τοῦτο εἶναι διαθήκη μου καὶ νόμος αἰώνιος.
17 ἐν ἐμοὶ καὶ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ σημεῖόν ἐστιν ἐν ἐμοὶ αἰώνιον· ὅτι ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐπαύσατο καὶ κατέπαυσε. 17 Μεταξύ εμού και των Ισραηλιτών θα είναι σημείον η αργία και ο αγιασμός του Σαββάτου, διότι εις εξ ημέρας ο Κυριος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην, κατά δε την εβδόμην ημέραν έπαυσε την δημιουργίαν και ανεπαύθη”. 17 Ἀνάμεσα εἰς ἑμὲ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου θὰ εἶναι αἰώνιον σημάδι, ποὺ θὰ φανερώνῃ τὴν σχέσιν μου μαζί των καὶ θὰ ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ Κύριος εἰς ἕξι ἡμέρας ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν διέκοψε τὸ δημιουργικὸν ἔργον του καὶ ἀνεπαύθη».
18 Καὶ ἔδωκε Μωυσῇ, ἡνίκα κατέπαυσε λαλῶν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει τῷ Σινά, τὰς δύο πλάκας τοῦ μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ. 18 Οταν έπαυσε να ομιλή προς τον Μωϋσήν ο Κυριος επάνω στο όρος Σινά, του έδωκε τας δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, αι οποίαι είχαν γραφή θαυματουργικώς με το χέρι του Θεού. 18 Καὶ ἀφοῦ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Μωϋσῆν, τοῦ ἔδωσε εἰς τὸ ὅρος, τὸ Σινᾶ, τὰς δύο πλάκας μὲ τὰ μαρτύρια, τὰς ἐντολὰς δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Αἱ πλάκες αὐταὶ ἦσαν ἀπὸ πέτραν καὶ εἶχαν γραφῆ μὲ τὸ δάκτυλον τοῦ Θεοῦ.