Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΑΥΤΑ τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ τῶν εἰσπεπορευμένων εἰς Αἴγυπτον ἅμα ᾿Ιακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν, ἕκαστος πανοικὶ αὐτῶν εἰσήλθοσαν. 1 Αυτά είναι τα ονόματα των υιών του Ιακώβ, οι οποίοι εισήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με τον πατέρα αυτών και με ολόκληρον την οικογένειάν του έκαστος. 1 Τὰ ὀνόματα τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ μετὰ τὴν πρόσκλησιν τοῦ ἀδελφοῦ των Ἰωσὴφ εἰσῆλθαν εἰς τὴν Αἴγυπτον μαζὶ μὲ τὸν πατέρα των Ἰακὼβ καὶ τὰς οἰκογενείας των, ἦσαν τὰ ἑξῆς:
2 Ρουβήν, Συμεών, Λευΐ, ᾿Ιούδας, 2 Ρουβήν, Συμεών, Λευϊ, Ιούδας, 2 Ρουβήν, Συμεών, Λευΐ, Ἰούδας,
3 ᾿Ισσάχαρ, Ζαβουλὼν καὶ Βενιαμίν, 3 Ισσάχαρ, Ζαβουλών και Βενιαμίν, 3 Ἰσσάχαρ, Ζαβουλὼν καὶ Βενιαμίν,
4 Δὰν καὶ Νεφαθλείμ, Γὰδ καὶ ᾿Ασήρ. 4 Δαν και Νεφθαλείμ, Γαδ και Ασήρ. 4 Δὰν καὶ Νεφθαλείμ, Γὰδ καὶ Ἀσήρ.
5 ᾿Ιωσὴφ δὲ ἦν ἐν Αἰγύπτῳ. ἦσαν δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐξ ᾿Ιακὼβ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα. 5 Ο δε Ιωσήφ ευρίσκετο τότε εις την Αίγυπτον. Ολοι δε οι υιοί και οι απόγονοι του Ιακώβ, που εισήλθον εις την Αίγυπτον, ήσαν εβδομήκοντα πέντε. 5 Ὁ Ἰωσὴφ ἦτο ἤδη εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἶχε δημιουργήσει ἰδικήν του οἰκογενειαν. Ἐν συνόλῳ οἱ ἀπόγονοι τοΰ Ἰακὼβ ἦσαν ἑβδομῆντα πέντε ἄτομα.
6 ἐτελεύτησε δὲ ᾿Ιωσὴφ καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη. 6 Εν τη παρόδω των ετών απέθανεν ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού. Και όλη η γενεά εκείνη. 6 Ὅταν ἦλθεν ὁ ὡρισμένος καιρὸς ἀπέθανεν ὁ Ἰωσήφ, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί του. Ὅλη ἡ πρώτη γενεὰ ἐκείνων, ποὺ μετηνάστευσαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, δὲν ἐζοῦσε πλέον ἐπὶ γῆς.
7 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο. καὶ κατίσχυον σφόδρα σφόδρα, ἐπλήθυνε δὲ ἡ γῆ αὐτούς. 7 Οι απόγονοί των όμως, οι Ισραηλίται, ηυξήθησαν και επληθύνθησαν εις την Αίγυπτον, έγιναν πλήθος πολύ. Χαρις δε στο πλήθος των και την άλλην πρόοδόν των έγιναν πάρα πολύ ισχυροί, διότι τους ηυνόησεν και η χώρα εις την αύξησιν και την ισχύν των. 7 Μὲ τὴν προστασίαν ὄμως τοῦ Θεοῦ ἐπλήθυναν οἰ Ἰσραηλται εἰς τὴν ξένην χώραν. Ἔγιναν πολυάριθμοι καὶ δυνατοί, τοὺς ἐσήκωσε καὶ ὁ τόπος καὶ ἐγέμισαν.
8 ᾿Ανέστη δὲ βασιλεὺς ἕτερος ἐπ᾿ Αἴγυπτον, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν ᾿Ιωσήφ. 8 Αλλά, μετά καιρούς, ήλθεν άλλος βασιλεύς εις την Αίγυπτον, ο οποίος δεν εγνώριζε τίποτε περί του Ιωσήφ ούτε και δια τας υπηρεσίας, τας οποίας εκείνος είχε προσφέρει εις την Αίγυπτον. 8 Ἄλλαξεν ὅμως ἡ βασιλικὴ δυναστεία τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐβασίλευσεν ἄλλος βασιλεὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώριζε, οὔτε ἤθελε νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ περὶ το·υ πόσον ὠφέλησε τὴν Αἴγυπτον.
9 εἶπε δὲ τῷ ἔθνει αὐτοῦ· ἰδοὺ τὸ γένος τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ μέγα πλῆθος καὶ ἰσχύει ὑπὲρ ἡμᾶς· 9 Δυσμενώς δε διατεθειμένος προς τους υιούς Ισραήλ είπεν στον λαόν του· “ιδού, η φυλή των Ισραηλιτών είναι μεγάλη εις πληθυσμόν και ισχυροτέρα από ημάς. 9 Ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ δὲν βλεπε μὲ καλὴν διάθεσιν τὴν αὔξησιν τῶν Ἑβραίων. Διὰ τοῦτο εἶπεν εἰς τὸν λαόν του: Αὐτοὶ οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι πλῆθος πολὺ καὶ δυνατώτεροι ἀπὸ ἡμᾶς, ὥστε εἶναι ἀπειλὴ δι’ ἡμᾶς.
10 δεῦτε οὖν κατασοφισώμεθα αὐτούς, μή ποτε πληθυνθῇ, καὶ ἡνίκα ἂν συμβῇ ἡμῖν πόλεμος, προστεθήσονται καὶ οὗτοι πρὸς τοὺς ὑπεναντίους καὶ ἐκπολεμήσαντες ἡμᾶς ἐξελεύσονται ἐκ τῆς γῆς. 10 Ελάτε λοιπόν και να επινοήσωμεν ταλαιπωρίας εις κατάθλιψιν αυτών και μείωσιν του πληθυσμού των, δια να μη αυξηθούν περισσότερον. Τούτο δέ, διότι υπάρχει φόβος, αν τυχόν κανένα άλλο έθνος μας πολεμήση, να προστεθούν και ούτοι με τους εχθρούς μας, να πολεμήσουν εναντίον μας και να μας νικήσουν, οπότε νικηταί θα φύγουν ελεύθεροι από την χώραν μας και θα στερηθώμεν ημείς από τας εργασίας των”. 10 Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς πάρωμεν σοφὰ μέτρα ἐναντίον των, διὰ νὰ μὴ πληθυνθοῦν περισσότερον καὶ εἰς περίπτωσιν πολέμου ἐνωθοῦν μὲ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ἀφοῦ μᾶς νικήσουν φύγουν ἀπὸ τὸν τόπον μας.
11 καὶ ἐπέστησεν αὐτοῖς ἐπιστάτας τῶν ἔργων, ἵνα κακώσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔργοις· καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς τῷ Φαραώ, τήν τε Πειθὼμ καὶ Ραμεσσῆ καὶ ῎Ων, ἥ ἐστιν ῾Ηλιούπολις. 11 Προς τούτο κατέστησεν ο βασιλεύς επιστάτας στους εργαζομένους Ισραηλίτας, δια να τους ταλαιπωρούν και τους βασανίζουν με πολλά και σκληρά έργα. Τοτε και ανοικοδόμησαν οι Ισραηλίται πόλεις οχυράς προς χάριν του Φαραώ, την Πειθώ, την Ραμεσσή και την Ων· η Ων είναι η άλλως καλουμένη Ηλιούπολις. 11 Ἀπεφάσισε λοιπὸν καὶ ἐτοποθέτησεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας ἐπιστάτας εἰς τὴν ἐργασίαν των, διὰ νὰ τοὺς καταπιέζουν μὲ τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα. Καὶ ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται ἔκτισαν πόλεις ὀχυρὰς διὰ τὸν Φαραὼ τὴν Πειθώμ, τὴν Ραμεσσῆ καὶ τὴν Ὤν, ποὺ εἶναι ἡ Ἡλιούπολις.
12 καθότι δὲ αὐτοὺς ἐταπείνουν, τοσούτῳ πλείους ἐγίγνοντο, καὶ ἴσχυον σφόδρα σφόδρα· καὶ ἐβδελύσσοντο οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 12 Αλλά, όσον περισσότερον οι επιστάται κατεπίεζον τους Ισραηλίτας, τόσον περισσότεροι αυτοί εγίνοντο και εδυνάμωναν πάρα πολύ. 12 Ὅσον περισσότερον ὅμως τοὺς κατεπίεζαν,τόσον περισσότερον ἐπλήθυναν καὶ ἐδυνάμωναν ὑπερβολικά, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔκαμνε τοὺς Αἰγυπτίους νὰ ἀποστρέφωνται καὶ νὰ φοβοῦνται τοὺς Ἰσραηλίτας.
13 καὶ κατεδυνάστευον οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ βίᾳ 13 Δια τούτο και το μίσος των Αιγυπτίων, εναντίον των Ισραηλιτών ήτο άσβεστον. 13 Καὶ ἐτυραννοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς ἐφέροντο μὲ βίαν καὶ σκληρότητα.
14 καὶ κατωδύνων αὐτῶν τὴν ζωὴν ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς σκληροῖς, τῷ πηλῷ καὶ τῇ πλινθείᾳ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, κατὰ πάντα τὰ ἔργα, ὧν κατεδουλοῦντο αὐτοὺς μετὰ βίας. 14 Κατέθλιβον ακόμη σκληρότερον την ζωήν των με τας βασανιστικάς βαρείας εργασίας της ζυμώσεως του πηλού, της κατασκευής πλίνθων και με όλα τα άλλα έργα, τα οποία έκαμνον οι Ισραηλίται εις τας πεδιάδας της Αιγύπτου και τα οποία ως δούλους τους υπεχρέωναν να εκτελούν δια της βίας. 14 Ἔκαμναν πικρὰς τὰς ἡμέρας των μὲ τὰς σκληρὰς ἐργασίας εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ πηλοῦ καὶ τῶν πλιθιῶν καὶ εἰς ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἔκαμναν εἰς τὰς πεδιάδας. Εἰς ὅλας τὰς ἐργασίας τοὺς ἐβασανιζαν μὲ τρόπον βίαιον.
15 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ταῖς μαίαις τῶν ῾Εβραίων· τῇ μιᾷ αὐτῶν ὄνομα Σεπφώρα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φουά, 15 Είπε δε ο βασιλεύς αυτός εις τας Αιγυπτίας μαίας, που εξυπηρετούσαν τας Εβραίας γυναίκας- η μία από αυτάς ωνομάζετο Σεπφώρα και η άλλη Φουά- 15 Ἐπὶ πλέον ὁ Φαραὼ ἐπῆρε καὶ ἄλλο μέτρον ἐναντίον των. Ἐκάλεσε τὰς μαίας τῶν Ἑβραίων, ποὺ ὠνομάζοντο ἡ μία Σεπφώρα καὶ ἡ δευτέρα Φουά.
16 καὶ εἶπεν· ὅταν μαιοῦσθε τὰς ῾Εβραίας καὶ ὦσι πρὸς τῷ τίκτειν, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἀποκτείνατε αὐτό, ἐὰν δὲ θῆλυ, περιποιεῖσθε αὐτό. 16 “όταν πηγαίνετε να ξεγεννήσετε τας επιτόκους Εβραίας, την στιγμήν που το βρέφος γεννάται, εάν μεν είναι αρσενικόν φονεύσατέ το, εάν είναι θηλυκόν, περιποιηθήτε το”. 16 Καὶ εἶπεν εἰς τὰς μαίας: Ὅταν βοηθῆτε τὰς Ἑβραίας κατὰ τὴν γένναν καὶ ἔρχεται ἡ στιγμὴ τοῦ τοκετοῦ, ἐὰν τὸ νεογεννητὸν εἶναι ἀρσενικόν, νὰ τὸ σκοτώνετε. Ἐὰν ὅμως εἶναι θηλυκόν, νὰ τὸ περιποιῆσθε, διὰ να ζήσῃ.
17 ἐφοβήθησαν δὲ αἱ μαῖαι τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐποίησαν καθότι συνέταξεν αὐταῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ἐζωογόνουν τὰ ἄρσενα. 17 Αι μαίαι όμως αυταί, ευλαβείς καθώς ήσαν, εφοβήθησαν τον Θεόν και δεν έκαμαν το έγκλημα, που τας είχε διατάξει ο βασιλεύς, αλλά άφηναν εις την ζωήν και τα αρσενικά παιδιά. 17 Αἱ μαῖαι ὅμως ἐφοβήθησαν τὸν Θεὸν καὶ δεν ὑπήκουσαν εις τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ἀλλ’ ἄφηναν να ζοῦν τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων.
18 ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου τὰς μαίας καὶ εἶπεν αὐταῖς· τί ὅτι ἐποιήσατε τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἐζωογονεῖτε τὰ ἄρσενα; 18 Εκάλεσε πάλιν ο βασιλεύς της Αιγύπτου τας μαίας και είπεν εις αυτάς· “τι είναι αυτό το οποίον εκάματε; Αφήνατε να ζουν και τα άρρενα τέκνα των Εβραίων;” 18 Ἐκάλεσε τότε τὰς μαίας ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶπε: Διατὶ τὸ ἐκάματε αὐτὸ καὶ ἀφήσατε νὰ ζοῦν τὰ ἀρσενικὰ παιδιά;
19 εἶπαν δὲ αἱ μαῖαι τῷ Φαραώ· οὐχ ὡς γυναῖκες Αἰγύπτου αἱ ῾Εβραῖαι, τίκτουσι γὰρ πρὶν ἢ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὰς τὰς μαίας· καὶ ἔτικτον. 19 Αι μαίαι απήντησαν στον Φαραώ· “δεν είναι, όπως αι γυναίκες των Αιγυπτίων αι Εβραίαι γυναίκες, διότι αυταί γεννούν, πριν φθάσουν προς αυτάς αι μαίαι”. Και έτσι εγεννούσαν αφόβως αι γυναίκες των Εβραίων. 19 Καὶ ἀπήντησαν αἱ μαῖαι εἰς τὸν Φαραώ: Αἱ Ἑβραῖαι δεν εἶναι σὰν τὰς Αἰγυπτίας γυναῖκας. Ἔχουν κρᾶσιν δυνατὴν καὶ γεννοῦν, πρὶν ἐμβοῦν εἰς τὸ σπίτι των αἱ μαῖαι. Καὶ ἐγεννοῦσαν α Ἐβραῖαι.
20 εὖ δὲ ἐποίει ὁ Θεὸς τὰς μαίας, καὶ ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα. 20 Ο Θεός ηυλόγει τας μαίας δια την καλήν αυτήν πράξιν των, ο δε ισραηλιτικός λαός επληθύνετο και εγίνετο ολονέν ισχυρότερος. 20 Ὁ Θεὸς ἐβοηθοῦσε τὰς μαίας καὶ ἔτσι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐγίνετο πολυάριθμος καὶ δυνατὸς πολύ.
21 ἐπεὶ δὲ ἐφοβοῦντο αἱ μαῖαι τὸν Θεόν, ἐποίησαν ἑαυταῖς οἰκίας. 21 Επειδή δε αι μαίαι εφοβούντο τον Θεόν, τας ευηργέτησεν ο Θεός, ώστε να αποκτήσουν ευτυχείς οικογενείας. 21 Ἐπειδὴ αἱ μααι εἶχαν φόβον Θεοῦ, τὰς εὐλόγησεν Ἐκεῖνος καὶ ἔκαμαν οἰκογενείας μεγάλας.
22 συνέταξε δὲ Φαραὼ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ λέγων· πᾶν ἄρσεν, ὃ ἐὰν τεχθῇ τοῖς ῾Εβραίοις, εἰς τὸν ποταμὸν ρίψατε· καὶ πᾶν θῆλυ, ζωογονεῖτε αὐτό. 22 Τοτε ο Φαραώ διέταξεν όλον τον λαόν του λέγων· “κάθε νεογέννητον αρσενικόν τέκνον των Εβραίων ρίψατέ το στον ποταμόν. Καθε δε θηλυκόν περιποιηθήτε το, ώστε να ζήση”. 22 Ὁ Φαραὼ ὅμως συνέχισε τὰ μέτρα του εἰς βάρος τῶν Ἑβραίων. Ἐξέδωκε διαταγὴν πρὸς ὅλον τὸν λαόν του, ποὺ ἔλεγε: Κάθε ἀρσενικὸ παιδί, ποὺ θὰ γεννᾶται εἰς τοὺς Ἑβραίους, νὰ τὸ ρίχνετε εἰς τὸν Νεῖλον ποταμόν, διὰ νὰ πνιγῇ. Κάθε θηλυκὸν ὅμως νὰ τὸ ἀφήνετε νὰ ζῇ.