❌
Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου 2021

Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, Κυριακή του Ασώτου, Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς
ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (τοῦ Ἀσώτου). Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν καί Ὁμολογητοῦ Βασιλείου, συνασκητοῦ τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου. Τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἰωνᾶ τοῦ Λερίου. Κυρἀννης νεομάρτ. τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (1751 μ.Χ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 12 - 20


12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 12 - 20


12 Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸ ζήτημα τὸ ἠθικόν. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὰ πράττω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος εἰς τίποτε. 13 Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει διὰ τὴν κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ καταργήσῃ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ αὐτὴν καὶ ἐκεῖνα. Ἠμπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρώγετε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνον να μὴ γίνεσθε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλίας. Δὲν ἰσχύει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσιον ἐπιθυμίαν. Διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει γίνει διὰ τὴν πορνείαν, Ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον διὰ νὰ τοῦ ἀνήκῃ ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι διὰ τὸ σῶμα, διὰ νὰ κατοικῇ εἰς αὐτό. 14 Τὸ ὅτι δὲ τὸ σῶμα διὰ τοῦ θανάτου διαλύεται, δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε καὶ ἡμᾶς ὅλους θὰ ἀναστήσῃ διὰ τῆς δυνάμεώς του. 15 Ναί· τὸ σῶμα δὲν ἔγινε διὰ τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον. Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὰ σώματα σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάμω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ τὸ κάμω. 16 Ἢ δὲν ἠξεύρετε ὅτι ἐκεῖνος,ποὺ συνδέεται στενῶς καὶ προσκολλᾶται πρὸς τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα μὲ αὐτήν; Διότι λέγει ἡ Γραφή· θὰ γίνουν οἱ δύο μία βάρκα. 17 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προσκολλᾶται εἰς τὸν Κύριον, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἓν πνεῦμα μὲ αὐτόν. 18 Φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν πορνείαν. Κάθε ἁμάρτημα, ποὺ θὰ κάμῃ τυχὸν ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει τόσον ἀμέσως καὶ κατ’ εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει εἰς τὸ ἴδιόν του τὸ σῶμα, διότι μὲ τὴν παράνομον μῖξιν μολύνει ἀμέσως καὶ πληγώνει αὐτὴν τὴν ρίζαν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ εἰς τὴν διάλυσιν τῆς οἰκογενείας. 19 Ἢ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον κατοικεῖ μέσα σας καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας; 20 Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτόν σας. Διότι ἑξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὰν πρᾶξιν, ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὰν σκέψιν καὶ ἐπιθυμίαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι δοξάσατε τὸν Θεόν μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ϛ´ 12 - 20


12 Ολα μου επιτρέπεται να τα κάμω, όπως π.χ. να τρώγω και να πίνω χωρίς διακρίσεις, αλλά δεν είναι συμφέρον να πράττω όλα. Ολα μου επιτρέπονται, αλλ' εγώ δεν θα εξουσιασθώ και δεν θα υποδουλωθώ εις τίποτε. 13 Τα φαγητά είναι δια την κοιλίαν και η κοιλία δια τα φαγητά. Ο δε Θεός θα καταργήση και αυτά και εκείνην εις την μέλλουσαν ανάστασιν των σωμάτων. Δεν είναι η τροφή, που μας κάνει αμαρτωλούς ενώπιον του Θεού. Αυτό όμως δεν ισχύει προκειμένου περί της ηθικής καθαρότητος, διότι το σώμα δεν έχει γίνει δια την πορνείαν και τας σαρκικάς επιθυμίας, αλλά δια τον Κυριον, που είναι κεφαλή του πνευματικού σώματος της Εκκλησίας· και ο Κυριος είναι δια το σώμα, δια να κατοική εις αυτό και το αγιάζη. 14 Αφού δε ο Θεός και τον Κυριον ανέστησεν εκ νεκρών, και ημάς όλους, που αποθνήσκομεν και το σώμα μας διαλύεται, θα μας αναστήση εκ νεκρών με την παντοδυναμίαν του. 15 Δεν γνωρίζετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Χριστού, (ο οποίος είναι κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας); Να αποτραβήξω, λοιπόν, και να πάρω τα μέλη του Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης; Μη γένοιτο. 16 Η δεν γνωρίζετε, ότι εκείνος ο οποίος προσκολλάται και ενώνεται με την πόρνην είναι ένα σώμα με αυτήν; Διότι αυτό λέγει η Γραφή· “θα γίνουν, λέγει, οι δύο, άνδρας και γυναίκα, μια σάρκα, εν σώμα”. 17 Εκείνος όμως που προσκολλάται και ενώνεται με τον Κυριον, γίνεται κατά μυστηριώδη τρόπον ένα πνεύμα με αυτόν, γεμίζει ολόκληρος και αγιάζεται από αυτόν. 18 Αποφεύγετε πάντοτε με όλην σας την δύναμιν τον μολυσμόν της πορνείας. Καθε άλλο αμάρτημα, που ήθελε πράξει ο άνθρωπος, είναι αμάρτημα που διαπράττεται έξω από το σώμα και δεν το βλάπτει αμέσως και κατ' ευθείαν τόσον πολύ. Ενώ εκείνος που πορνεύει, αμαρτάνει εναντίον αυτού τούτου του σώματος, το οποίον και μολύνει και βλάπτει κατά τρόπον άμεσον και ταχύν. 19 Η δεν γνωρίζετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, που κατοικεί μέσα σας, και το έχετε λάβει από τον Θεόν και άρα δεν ανήκετε στον εαυτόν σας; 20 Διότι έχετε εξαγορασθή με πολύτιμον τίμημα, δηλαδή με το ανεκτίμητον αίμα του Χριστού. Αποφεύγετε, λοιπόν, κάθε σαρκικήν εκτροπήν, που μολύνει το σώμα, και δοξάσατε τον Θεόν με όλην σας την προσωπικότητα, με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32


11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32


11 Διὰ νὰ κάμῃ δὲ σαφεστέραν καὶ περισσότερον καταληπτὴν τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, εἶπε καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν· ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶχε δύο υἱούς. 12 Καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα ὁ μικρότερος υἱός, ποὺ εἰκονιζει τὸν ἀποστάτην ἁμαρτωλόν, ὁ ὁποῖος φεύγει ἀπὸ τὴν ὑπακοὴν καὶ προστασίαν τοῦ ἐπουρανίου Πατρός· Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας, ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ ἐμοίρασεν ὁ πατὴρ καὶ εἰς τοὺς δύο υἱοὺς τὴν περιουσίαν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλόν, ποὺ θέλει νὰ ζῇ μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, παρέχει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεως καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ χαρίσματα, ποὺ ἐὰν αὐτὸς δὲν τὰ κατεχρᾶτο, θὰ τὸν ἔκαναν πραγματικῶς εὐτυχῆ καὶ μακάριον. 13 Καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς ὕστερα ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας, ἀφοῦ ἐμάζευσεν ὅλα, ὅσα τοῦ ἔδωκεν ὁ πατέρας του, ἐταξίδευσεν εἰς μέρος μακρυνὸν καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσίαν του μὲ τὸ νὰ ζῇ βίον ἄσωτον καὶ παραλυμένον. Ἔτσι χωρίζουν καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν αἱ ἁμαρτίαι του πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν, μὲ τὴν κατάχρησιν δὲ τῶν χαρισμάτων, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ οὐράνιος Πατήρ, ἑξαχρειώνεται καὶ διαφθείρεται. 14 Ὅταν δὲ ὁ νεώτερος υἱὸς ἐδαπάνησεν ὅλα, ὅσα εἶχεν, ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἤρχισε νὰ στερῆται. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀπεριόριστοι αἱ ἀπολαύσεις τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ αἰσθανθῇ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὸ κενόν, ποὺ δημιουργεῖ εἰς τὴν καρδίαν του ὁ ἄσωτος βίος καὶ ἡ στέρησις τῆς θείας παρηγορίας. 15 Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς λόγῳ τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του ἐπῆγε καὶ προσελήφθη δοῦλος ἀπὸ ἕνα ἐκ τῶν κατοίκων τοῦ τόπου ἐκείνου. Καὶ αὐτὸς τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του διὰ νὰ βόσκῃ χοίρους, ζῷα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, ποὺ εἰς ἕνα Ἰουδαῖον, ὅπως ἦτο ὁ νεώτερος υἱός, ἐπροκάλουν τὴν ἀηδίαν καὶ τὴν ἀποστροφήν. Εἰς ποῖον ἐξευτελισμὸν καταπίπτει καὶ πόσον χάνει τὴν ἀξιοπρέπειάν του ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός ! 16 Καὶ ἐπεθύμει ὁ νεώτερος υἱὸς νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδιδε, διότι οἱ ὑπηρέται, ποὺ ἔκαναν τὴν διανομήν, ἐπέβλεπον νὰ τρέφωνται οἱ χοῖροι μὲ αὐτά. 17 Εἰς κάποιαν ὅμως στιγμὴν συνῆλθεν οὗτος εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν μέθην καὶ τὴν τρέλλαν τῆς ἁμαρτίας καὶ εἶπε· πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἄφθονον καὶ περισσεύοντα τὸν ἄρτον, ἐγὼ δὲ κινδυνεύω νὰ χαθῶ ἀπὸ τὴν πεῖναν; Τὸ πρῶτον βῆμα τῆς μετανοίας, ἡ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ συναίσθησις τῆς ἀθλιότητός του. 18 Εἰς τὴν συναίσθησιν αὐτὴν ἐπακολουθεῖ καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις. Θὰ σηκωθῶ, λέγει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἴπω· Πατέρα, ἡμάρτησα εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἐκτελεῖται μετ’ εὐλαβείας τὸ θεῖον θέλημα ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀξιοῦν ὅλα τὰ κτίσματα νὰ συμμορφοῦνται πρὸς αὐτό, ὅπως σομμορφοῦνται καὶ αὐτοί, λυποῦνται δὲ διὰ τὴν ἀποστασίαν κάθε ἀνθρώπου· ἡμάρτησα καὶ ἐνώπιόν σου, διότι ἐπεριφρόνησα τὴν στοργήν σου καὶ δὲν ἐλογάριασα τὴν λύπην, ποὺ ἐδοκίμαζες, ὅταν ἔφευγα μακρὰν ἀπὸ σέ. 19 Καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου. Δὲν ἔχω τὴν ἀξίωσιν, οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου παραμένων διαρκῶς ἐν τῇ οἰκίᾳ σου νὰ προσληφθῶ. Κάμε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου. 20 Καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις ἐτέθη εἰς ἐνέργειαν. Ὁ ἄσωτος ἐσηκώθη καὶ ἦλθεν εἰς τὸν πατέρα του. Καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἀπεῖχεν ἀκόμη μακράν, τὸν εἶδεν ὁ πατέρας του καὶ τὸν ἐλυπήθη καὶ ἀφοῦ ἔτρεξεν εἰς προυπάντησιν αὐτοῦ, ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ ἐναγκαλισθεὶς αὐτὸν τὸν ἐφίλησε μὲ πόθον καὶ στοργήν. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὄχι μόνον δέχεται τὸν διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλόν, ἀλλὰ καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσῃ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεόν, σπεύδει ὁ Θεὸς πρὸς ἀναζήτησίν του καὶ τὸν ἐναγκαλίζεται μὲ στοργήν. 21 Παρὰ τὴν στοργὴν ὅμως τοῦ Πατρός, καὶ παρὰ τὴν ἐπελθοῦσαν συνδιαλλαγήν, ὁ υἱὸς συντετριμμένος ἔκαμε τὴν ἐξομολόγησίν του καὶ εἶπε: Πατέρα, ἡμάρτησα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός σου. 22 Ὁ πατέρας δὲ τότε τὸν διέκοψε καὶ εἶπεν εἰς τοὺς δούλους του· Βγάλετε ἔξω τὴν πιὸ καλὴν φορεσιάν, ἀπὸ ὅσας ἔχομεν, φορεσιὰν ὁμοίαν πρὸς ἐκείνην, ποὺ ἐφοροῦσε προτοῦ φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς θὰ ἐντρέπεται εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εἶναι, νὰ τὴν φορέσῃ, ἐνδύσατέ τον σεῖς, διὰ νὰ μὴ εἶναι πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης. Καὶ δώσατε δακτυλίδιον εἰς τὸ χέρι του νὰ τὸ φορῇ, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ οἱ ἐλεύθεροι. Δώσατέ του καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, νὰ μὴ περιπατῇ ἀνυπόδητος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου είς τὴν θέσιν καὶ τὰ δικαιώματα, ποὺ εἶχε προτοῦ ἀσωτεύσῃ. 23 Καὶ ἐπὶ πλέον διατάσσω νὰ φέρετε καὶ νὰ σφάξετε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ μοσχάρια, ποὺ τὸ τρέφομεν ξεχωριστὰ διὰ κάποιαν χαρμόσυνον καὶ ἐξαιρετικὴν περίστασιν. Καὶ ἀφοῦ φάγωμεν, ἀς χαρῶμεν καὶ ἀς διασκεδάσωμεν μὲ τραγούδια καὶ μὲ χορούς. 24 Διότι ὁ υἱός μου αὐτὸς ἕως πρὸ ὀλίγου ἦτο πεθαμένος καὶ ἑξαναζωντάνευσε· καὶ ἦτο χαμένος καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρχισαν νὰ εὐφραίνωνται. 25 Ὁ μεγαλύτερος δὲ υἱός, πρὸς τὸν ὁποῖον ὠμοίαζον οἱ Φαρισαῖοι, ἦτο εἰς τὸ χωράφι. Καὶ καθὼς ἤρχετο καὶ ἐπλησίαζεν εἰς τὸ σπίτι, ἤκουσεν ὄργανα καὶ τραγούδια καὶ χορούς. 26 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο ἀπ’ ἔξω, ἠρώτα νὰ μάθῃ σὰν τὶ τάχα νὰ ἦσαν αὐτά; 27 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπεν· ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἦλθε καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ μοσχάρι τὸ θρεφτό, διότι τοῦ ἦλθε πάλιν ὑγιὴς 28 Ὅπως δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίζοντο, ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριον νὰ συναναστρέφεται καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς ἁμαρτολους, ἔτσι καὶ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε να ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι. Ὁ πατέρας του λοιπὸν μὲ τὴν αὐτὴν στοργήν, ποὺ ἐδέχθη τὸν νεώτερον, ἐβγῆκε καὶ εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρεκάλει. 29 Ἀλλ’ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα· Ἰδού, τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καί ποτὲ προσταγὴν δὲν παρέβην. Καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες ποτὲ οὔτε ἕνα ἐρίφιον διὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. (Πόσον ὁ πρεσβύτερος υἱὸς πλανᾶται ! Ἐὰν ὑπῆρξε τόσον πειθαρχικὸς πρὸς τὸν πατέρα πῶς τώρα μετὰ τόσου πείσματος παρακούει αὐτόν; Πότε δὲ ζήτησεν ἐρίφιον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ὁ πατὴρ δὲν τοῦ ἔδωκε;). 30 Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ προκομμένος αὐτὸς υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσίαν σου μὲ πόρνας, ἔσφαξες δι’ αὐτὸν τὸ μοσχάρι, ποὺ τὸ εἴχαμεν θρεφτάρι. Δηλαδὴ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς μετεχειρίσθη τὴν ἀλαζονικὴν γλῶσσαν τῶν Φαρισαίων, ποὺ περιφρονοῦσαν τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐνόμιζαν, ὅτι μόνον αὐτοὶ ὡς δίκαιοι εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. 31 Καὶ ὁ πατέρας τότε τοῦ εἶπε· Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντα μαζί μου. Καὶ ὅλα ὅσα ἔχω, ἰδικά σου εἶναι. 32 Ἔπρεπε δὲ καὶ σὺ νὰ εὐφρανθῇς καὶ νὰ χαρῇς, διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον μὲ τόσην περιφρόνησιν ὁμιλεῖς ἦτο νεκρὸς καὶ ἔζησε πάλιν· καὶ χαμένος ἦτο καὶ εὑρέθη.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΕ´ 11 - 32


11 Είπε δε ακόμη και την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος είχε δύο υιούς. 12 Και είπε ο νεώτερος από αυτούς στον πατέρα· πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν του. 13 Και ύστερα από ολίγας ημέρας ο νεώτερος υιός εμάζευσεν όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας και εταξίδεψε εις μακρυνήν χώραν. Και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων ένα βίον άσωτον, παραλυμένον και ασυλλόγιστον. 14 Οταν δε εξώδευσε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός ήρχισε να στερήται και να πεινά. 15 Και από την πείναν πλέον ζαλισμένος επήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος εις ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και αυτός τον έστειλε εις τα χωράφια του, να βόσκη χοίρους. 16 Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλίαν του από τα ξυλοκέρατα, που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδιδε, διότι οι υπηρέται τα προώριζαν δια τους χοίρους. 17 Καποιαν όμως ημέραν συνήλθεν από την ζάλην και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Ποσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, εγώ δε χάνομαι από την πείναν; 18 Και αμέσως επήρε την απόφασιν της επιστροφής και είπε· Θα σηκωθώ, θα υπάγω προς τον πατέρα μου και θα του πω· πατέρα μου, ημάρτησα στον ουρανόν εμπρός στον Θεόν και τους αγγέλους του· ημάρτησα και ενώπιόν σου, διότι περιφρόνησα την πατρικήν σου αγάπην και δεν ελογάριασα την λύπην, που θα σου προξενούσα με την φυγήν μου. 19 Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ υιός σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάμε με σαν ένα από τους υπηρέτας σου. 20 Και έθεσε εις εφαρμογήν την καλήν του απόφασιν. Εσηκώθη και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο εις μακρυνήν απόστασιν, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον επερίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στον δρόμον, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθη, έτρεξε εις προϋπάντησίν του, έπεσε με στοργήν απέραντον στον τράχηλον του παιδιού του, το αγκαλιασε και το εγέμισε φιλήματα. 21 Συντετριμμένος ο υιός από την απέραντον αυτήν στοργήν είπε στον πατέρα του· Πατέρα, ημάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομασθώ υιός σου. 22 Ο δε πατέρας τον διέκοψε, εστράφη προς τους δούλους, που είχαν μαζευθή εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ενδύσατέ τον, και δώστε του το δακτυλίδι εις τα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα εις τα πόδια, δια να μη περπατή ξυπόλητος όπως οι δούλοι. 23 Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσωμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι. 24 Διότι ο υιός μου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήτο και ευρέθηκε. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται. (Αγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και εσπατάλησε τα θεία δώρα εις την αμαρτίαν και εβυθίσθη στον εξευτελισμόν και την κοινήν περιφρόνησιν, μετανοήση ειλικρινώς, επανέλθη προς τον Πατέρα και ξαναπάρη την υιοθεσίαν και την πρώτην του θέσιν). 25 Αλλά ο μεγαλύτερος υιός ευρίσκετο στο χωράφι και καθώς την ώραν που ήρχετο επλησίασε στο σπίτι, ήκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς. 26 Και αφού εκάλεσε ένα από τους υπηρέτας, τον ηρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται. 27 Εκείνος δε του είπε ότι· Ηλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλην χαράν τον είδε και τον υπεδέχθη υγιή. 28 Εθύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθη στο σπίτι και να παρακαθίση στο χαρμόσυνο τραπέζι. Οταν ο πατέρας επληροφορήθη αυτό, εβγήκε έξω προς τον μεγαλύτερον υιόν και με στοργήν πολλήν τον παρακαλούσε. 29 Εκείνος όμως πικραμένος απεκρίθη με δυσφορίαν μεγάλην και του είπε· Ιδού τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν κατεπάτησα την εντολή σου. Και όμως εις εμέ δεν έδωσές ποτέ ένα κατσίκι, δια να εφρανθώ με τους φίλους μου. 30 Οταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιο σου με πόρνας, έσφαξες προς χάριν του το θρεπτό μοσχάρι. 31 Είπε δε εις αυτόν ο πατέρας· Παιδί μου, συ πάντοτε είσαι μαζή μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε εστέρησα. 32 Επρεπε δε και συ να ευρανθής και να χαρής, διότι ο αδελφός σου αυτός ήτο νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε”. (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κυριον να δέχεται με στοργήν τους μετανοούντας αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσση πολίτας της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνον και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεόν, απεξένωσαν τον ευατόν των από την αγάπην του Θεού και από την χαρμόσυνον επικοινωνίαν με τους πολίτας της βασιλείας των ουρανών).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Ε´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 12 - 35


12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός. 13 Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαοῦς. 14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς· 16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. 17 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί; 18 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; 19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ, 20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρίμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. 21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ’ οὗ ταῦτα ἐγένετο. 22 ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον, 23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. 24 καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. 25 καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται! 26 οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; 27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διερμήνευσεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. 28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι· 29 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. 30 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. 31 αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν. 32 καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; 33 Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, 34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. 35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Ε´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 12 - 35


12 Παρὰ ταῦτα ὅμως ὁ Πέτρος ἐσηκώθη καὶ ἔτρεξεν εἰς τὸ μνημεῖον. Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψεν ἀπὸ τὴν θύραν, βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι χάμω εἰς τὸ μνημεῖον μόνοι χωρὶς τὸ σῶμα. Καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ κατάλυμά του θαυμάζων αὐτὸ ποὺ ἔγινε. 13 Καὶ ἰδοὺ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητὰς αὐτοὺς τοῦ Ἰησοῦ ἔβγαιναν κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν εἰς κάποιο χωρίον, ποὺ ἀπεῖχεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑξήκοντα στάδια, περίπου ἕνδεκα σημερινὰ χιλιόμετρα· καὶ ἐκαλεῖτο τὸ χωρίον τοῦτο Ἐμμαούς. 14 Καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν μεταξύ των δι’ ὅλα αὐτά, ποὺ εἶχαν συμβῇ, ἤτοι διὰ τὰ περιστατικὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς τὸν Ἰησοῦ, καθὼς καὶ διὰ τὰ ὅσα ἀνήγγειλαν εἰς τοὺς μαθητὰς αἱ Μυροφόροι. 15 Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐτοὶ ὡμίλουν καὶ συνεζήτουν, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐπλησίασε καὶ ἐπήγαινε μαζί των. 16 Καὶ εἴτε διότι ἡ μορφὴ τοῦ ἀναστάντος Κυρίου εἶχε ἀλλάξει, εἴτε διότι ἀπὸ ὑπερφυσικὴν δύναμιν ἠμποδίζοντο αἱ αἰσθήσεις των, ἦσαν κρατημένα τὰ μάτια των διὰ νὰ μὴ τὸν ἀναγνωρίσουν. 17 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ποῖα εἶναι τὰ ζητήματα αὐτά, τὰ ὁποῖα συζητεῖτε μεταξύ σας καὶ ἀνταλλάσσετε ἐπ’ αὐτῶν τὰς σκέψεις σας, ἐνῷ περιπατεῖτε, καὶ διὰ τὰ ὁποῖα εἶσθε σκυθρωποί; 18 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ ἕνας, ποὺ ὠνομάζετο Κλεόπας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ ἦλθαν νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὸ Πάσχα, διαμένεις εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν ἔμαθες ὅσα ἔγιναν ἐν αὐτῇ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς; 19 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ποῖα; Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· Αὐτὰ ποὺ ἔγιναν μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε προφήτης καὶ ἀπεδείχθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ δυνατὸς καὶ εἰς ἔργα ὑπερφυσικὰ καὶ εἰς διδασκαλίαν θεόπνευστον καὶ τελείαν. 20 Δὲν ἔμαθες ἀκόμη καὶ μὲ ποῖον τρόπον τὸν παρέδωκαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας εἰς καταδίκην θανάτου καὶ τὸν ἐσταύρωσαν; 21 Ἡμεῖς δὲ ἠλπίζαμεν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας, ποὺ μέλλει νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἰσραὴλ καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὸ βασίλειόν του. Ἀλλ’ ἡ ἐλπίς μας αὐτὴ ἐκλονίσθη, διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σταύρωσίν του καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἔγιναν, εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα σήμερον, ἀφ’ ὅτου συνέβησαν αὐτὰ καὶ δὲν εἴδομεν ἀκόμη τίποτε, ποὺ νὰ στηρίξῃ τὰς ἐλπίδας μας. 22 Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ συνέβη, ηὔξησε τὴν ἀπορίαν μας. Μερικαὶ τουτέστι γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον ἡμῶν τῶν πιστῶν μαθητῶν του μᾶς ἐξέπληξαν. Διότι ἐπῆγαν πολὺ πρωῒ εἰς τὸ μνημεῖον 23 καὶ ἀφοῦ δὲν ηὗραν ἐκεῖ τὸ σῶμα του, ἦλθαν καὶ εἶπαν, ὅτι εἶδον καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι λέγουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζῇ· 24 Καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ μνημεῖον μερικοὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας καὶ ηὗραν τὰ πράγματα ἔτσι, καθὼς τὰ εἶπαν καὶ αἱ γυναῖκες. Δηλαδὴ εὗρον ἀνοικτὸν τὸ μνημεῖον, αὐτὸν ὅμως τὸν Ἰησοῦν δὲν τὸν εἶδον. 25 Καὶ τότε αὐτὸς εἶπε πρὸς τοὺς δύο μαθητάς· Ὦ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχετε νοῦν φωτισμένον διὰ νὰ κατανοῇ τὰς γραφάς, καὶ ποὺ ἔχετε καρδίαν βραδυκίνητον καὶ δύσκολον εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα, ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται. 26 Σύμφωνα μὲ τὴν βουλὴν καὶ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα προεκήρυξαν οἱ προφῆται, δὲν ἔπρεπε αὐτὰ νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς καὶ διὰ τῶν παθημάτων τούτων νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του, ἡ ὁποία ἤρχισε διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ θὰ τελειωθῇ διὰ τῆς ἀναλήψεώς του; 27 Καὶ ἀφοῦ ἤρχισεν ἀπὸ τὰς προφητείας καὶ τὰς προεικονίσεις, ποὺ περιέχονται εἰς τὰ συγγράμματα τοῦ Μωϋσέως καὶ ἔλαβεν ἀκολούθως ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας τὰ εἰς τὸν Μεσσίαν ἀναφερόμενα χωρία, ἐξηγοῦσεν ἐν συνεχείᾳ εἰς αὐτοὺς τὰς προφητείας, ποὺ ἀνεφέροντο εἰς τὸν ἑαυτόν του. 28 Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωρίον, εἰς τὸ ὁποῖον οἱ δύο μαθηταὶ ἐσκόπευαν νὰ ὑπάγουν. Καὶ αὐτὸς ἐφάνη, ὅτι θὰ ἐπροχώρει μακρύτερα. Πράγματι δὲ θὰ ἐχωρίζετο ἀπὸ αὐτούς, ἐὰν αὐτοὶ δὲν ἐπέμεναν νὰ τὸν κρατήσουν. 29 Ἀλλ’ αὐτοὶ τὸν ἠνάγκασαν διὰ παρακλήσεων λέγοντες· Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει νὰ βραδυάσῃ καὶ ἔχει προχωρήσει ἡ ἡμέρα πολὺ πρὸς τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Καὶ ἐμβῆκε εἰς τὸ σπίτι διὰ νὰ μείνῃ μαζί των. 30 Καὶ τότε συνέβη τοῦτο· Ὅταν αὐτὸς κατεκλίθη μαζί των εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ ἐπῆρε εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον, εὐλόγησε δι’ εὐχαριστίας τὸν Θεόν, ὅπως συνήθιζαν νὰ κάνουν πρὸ τοῦ φαγητοῦ, καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκοψε εἰς τεμάχια, ἔδιδεν εἰς αὐτούς. 31 Ὅταν δὲ εἶδαν τὴν εὐλογίαν καὶ τὸν τεμαχισμὸν τοῦ ἄρτου νὰ γίνεται κατὰ τὸν τρόπον, ποὺ ἐσυνήθιζεν ὁ Διδάσκαλός των, τότε καὶ δι’ ἐπενεργείας θείας ἤνοιξαν τὰ μάτια των καὶ ἀνεγνώρισαν καλῶς αὐτόν. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἔγινεν ἄφαντος ἀπὸ αὐτούς. 32 Καὶ εἶπαν μεταξύ των ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· ἡ καρδία μας δὲν ᾐσθάνετο μέσα μας τὴν πνευματικὴν φλόγα τοῦ θείου ζήλου καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἐζεσταίνετο ἀπὸ τὴν θερμότητα τοῦ φωτὸς τῆς θείας ἀληθείας, ὅταν μᾶς ὡμίλει εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξήγει τὰς Γραφάς; Πῶς ἠμποδίσθημεν λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμεν ἀμέσως; 33 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν τῆς ἑσπέρας. ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὗρον συναθροισμένους τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ ἦσαν μαζί τους, 34 ὅλοι δὲ αὐτοὶ ἔλεγον, ὅτι πραγματικῶς ἀνέστη ὁ Κύριος καὶ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν Σίμωνα. 35 Καὶ αὐτοὶ οἱ δύο διηγοῦντο τὰ ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ αὐτούς, ὅταν ἔκοπτεν εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον.

Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Ε´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 12 - 35


12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός. 13 Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς. 14 Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι' όλα αυτά τα γεγονότα. 15 Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των. 16 Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν. 17 Είπε δε προς αυτούς· “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και είσθε σκυθρωποί;” 18 Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς αυτόν· “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;” 19 Και είπεν εις αυτούς· “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν· “τα περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον. 20 Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν; 21 Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας. 22 Αλλά και κάτι άλλο συνέβη· μερικαί δηλαδή γυναίκες από τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον 23 και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη. 24 Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες· είδαν ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”. 25 Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς· “ω ανόητοι, που έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται. 26 Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την ανάστασίν του;” 27 Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών, που ανεφέρεντο εις αυτόν. 28 Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα. 29 Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν να μείνη, λέγοντες· “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους. 30 Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς. 31 Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από αυτούς. 32 Και είπαν μεταξύ των· “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;” 33 Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζή των. 34 Ολοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και παρουσιάσθηκε στον Σιμωνα. 35 Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον άρτον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος