❌
Παρασκευή, 05 Φεβρουαρίου 2021

Αγία Αγάθη, Όσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας, Όσιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος
Τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης. Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Πολυεύκτου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· 9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; 10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς; 11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. 12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε. 13 οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον, 14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ’ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. 15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. 16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; 17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. 18 καλὸν δὲ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς. 19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! 20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. 21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι. 9 Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ, εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ τώρα νὰ δουλεύετε; 10 Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν. 11 Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα διὰ σᾶς. 12 Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς ἀγαπῶ πολύ. 13 Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς σᾶς. 14 Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 15 Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε. 16 Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν; 17 Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν, ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὐτούς. 18 Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι, διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει ἀληθινὰ ζηλευτούς. 19 Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας. 20 Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω, πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω. 21 Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα. Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Αλλά τότε μεν, εις την εποχήν της αγνοίας και ειδωλολατρίας σας, που δεν είχατε γνωρίσει τον αληθινόν Θεόν, εδουλεύσατε εις θεούς, οι οποίοι εις την πραγματικότητα δεν είναι θεοί. 9 Τωρα όμως που εγνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, η μάλλον έχετε γνωρισθή και αναγνωρισθή από τον Θεόν ως παιδιά του, πως ξαναγυρίζετε πάλιν εις τα ατελή και αδύνατα και φτωχά στοιχεία της ειδωλολατρικής θρησκείας και των τυπικών διατάξεων του Νομου, εις τα οποία θέλετε, όπως και πριν, να υποδουλωθήτε πάλιν; 10 Εξετάζετε τώρα και φυλάσσετε, όπως οι Εβραίοι, ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος και μήνας και εποχάς του έτους και εορτάς των ετών; 11 Φοβούμαι, μήπως ματαίως και ανωφελώς έχω κοπιάσει δια σας. 12 Θελήστε, αδελφοί, να γίνετε όπως τώρα είμαι εγώ, ο οποίος άλλοτε ήμουν όπως σεις τώρα, (και επρόσεχα με πολύν ζήλον τας διατάξστου Νομου, τας εβραϊκάς εορτάς και τα άλλα ιουδαϊκά έθιμα, τα οποία όμως τώρα έχω αποκηρύξει και ακολουθώ τον Χριστόν). Σας παρακαλώ δια τούτο, αδελφοί· δεν με έχετε αδικήσει εις τίποτε, (ώστε εγώ να θέλω να σας βλάψω. Εξ αντιθέτου, εγώ σας αγαπώ και ποθώ πάντοτε το καλόν σας). 13 Ξεύρετε άλλωστε, ότι ένεκα σωματικής ασθενείας έμεινα μεταξύ σας, καθώς επερνούσα από την χώρα σας, και εκύρυξα εις σας πρώτην φοράν το Ευαγγέλιον του Χριστού. 14 Και την θλίψιν μου αυτήν την σωματικήν δεν την περιφρονήσατε, ούτε και με αηδιάσατε, αλλά τουναντίον με εδέχθητε σαν άγγελον Θεού, σαν αυτόν τον Ιησούν Χριστόν. 15 Τι έγινε, λοιπόν, ο μακαρισμός σας εκ μέρους των ανθρώπων, που με εδεχθήκατε με τέτοιαν διάθεσιν και προθυμίαν; Διότι, το καταθέτω προς τιμήν σας, ότι αν ήτο δυνατόν και αυτά ακόμη τα μάτια σας θα τα εβγάζατε και θα μου τα εδίδατε. Τοσον πολύ με είχατε εκτιμήσει και αγαπήσει. 16 Ωστε έχω γίνει τώρα εχθρός σας, επειδή σας λέγω την αλήθειαν; 17 Διατί πείθεσθε στους ψευδοδιδασκάλους; Αυτοί δεικνύουν ζήλον για σας, όχι βέβαια δια το καλόν σας, αλλά διότι θέλουν να σας αποκλείσουν από την ορθήν πίστιν του Χριστού, δια να δεικνύετε ζήλον και υπακοήν εις αυτούς τους ιδίους και να γίνετε έτσι όργανα εξυπηρετήσεως των. 18 Καλόν είναι το να είσθε πάντοτε ζηλευτοί και αξιομίμητοι, στο καλόν όμως και το σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. Και αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε, και όχι μόνον όταν εγώ ευρίσκωμαι μαζή σας. 19 Παιδάκια μου, αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, δια τους οποίους πάλιν ξαναδοκιμάζω πόνους και ωδίνας, μέχρις ότου η προσωπικότης του Χριστού μορφωθή μέσα σας. 20 Ηθελα δε να είμαι πάλιν παρών μεταξύ σας τώρα και να αλλάξω τον πατρικόν τόνον της φωνής μου εις θρήνον και δάκρυα, διότι ευρίσκομαι εις απορίαν και δεν γνωρίζω πως να φερθώ απέναντί σας. 21 Πεστε μου, σεις οι οποίοι θέλετε να είσθε κάτω από την εξουσίαν του Νομου, δεν ακούετε τι λέγει αυτός ο Νομος;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 35 - 46


35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. 41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. 43 λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 35 - 46


35 καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς νομοδιδάσκαλος ἠρώτησε δοκιμάζων αὐτόν, σὰν ποίαν ἀπόκρισιν θὰ ἔδιδε, καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη μέσα εἰς τὸν νόμον; 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ποθῇς, καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχήν, ὥστε ὁλόκληρος ἡ θέλησίς σου εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι παραδομένη, καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι. 38 Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 Δευτέρα δὲ ἐντολὴ ὁμοία πρὸς αὐτὴν εἶναι· Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου. 40 Εἰς αὐτὰς τὰς δύο ἐντολὰς ὅλος ὁ νόμος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν στηρίζονται. 41 Ἐνῷ δὲ ἦσαν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐρώτησεν ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων· Τί ἰδέαν ἔχετε περὶ τοῦ Μεσσίου, ποὺ θὰ ἀναδειχθῇ καὶ θὰ χρισθῇ τοιοῦτος ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν; Τίνος ἀπόγονος εἶναι; Λέγουν εἰς αὐτόν· Εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ. 43 Λέγει εἰς αὐτούς· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριον, ὅταν λέγῃ: 44 Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθησε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου, μέχρις ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο ὑποστήριγμα, ποὺ θὰ ἀκουμποῦν καὶ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου.Ἀλλ’ οἱ πάπποι ποτὲ δὲν καλοῦν τὰ ἐγγόνια καὶ τρισέγγονα τῶν κυρίους των.Οὔτε στέκει ποτὲ οἱ πρόγονοι νὰ προσφωνοῦν τοὺς ἀπογόνους των κυρίους. 45 Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ἀποκαλῇ Κύριον, πῶς εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ. 46 Καὶ κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ ἀποκριθῇ οὔτε λέξιν, οὐδὲ ἐτόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην νὰ τὸν ἐρωτήσῃ πλέον.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 35 - 46


35 και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, τον ηρώτησε, με την πονηράν διάθεσιν να τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, λέγων· 36 “Διδάσκαλε, ποία είναι η μεγαλυτέρα εντολή μέσα στον νόμον;” 37 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτόν· “να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιάνοιάν σου. 38 Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. 39 Δευτέρα δε εντολή ομοία με αυτήν· να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. 40 Επάνω εις τας δύο αυτάς εντολάς όλος ο νόμος και οι προφήται στηρίζονται”. (Και εις την πονηράν εκείνην ερώτησιν έδωσε την θείαν απάντησίν του”. 41 Ενώ δε ήσαν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ηρώτησεν ο Ιησούς 42 λέγων· “ποίαν γνώμην έχετε περί του Χριστού; Τινος είναι απόγονος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι απόγονος του Δαυΐδ”. 43 Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον απόγονος του Δαυΐδ, πως τότε ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, 44 είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον, επάνω στο οποίον θα πατούν τα πόδια σου; 45 Εάν λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν, πως είναι απλούς απόγονός του, όπως σεις νομίζετε; (Ο Δαυίδ λοιπόν, σύμφωνα με αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού, επίστευσε και προεκήρυξε τον Μεσσίαν, τον κατά σάρκα απόγονόν του, ως Κυριον του και Θεόν). 46 Και κανείς δεν ημπόρεσε ούτε λέξιν να απαντήση ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να ερωτήση πλέον αυτόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα