❌
Πέμπτη, 04 Φεβρουαρίου 2021

Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Άγιος Αβράμιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αρβήλ της Περσίας, Άγιος Ιωσήφ ο Χαλεπλής, Όσιος Νικόλαος ο Ομολογητής ο Στουδίτης
Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου. Νικολάου Ὁμολογητοῦ, τοῦ Στουδίτου (+868). Ἀβραμίου Ἱερομάρτυρος (+347).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24


21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. 23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4


1 Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτὸ, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ’ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24


24 Ἐνῳ λοιπὸν ἐσκεπτόμην καὶ ἐσχεδίαζα τοῦτο, δὲν τὸ ἐπραγματοποίησα. Μήπως ἄραγε ἀπὸ τὴν ματαίωσιν τοῦ σχεδίου μου αὐτοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ τὸ συμπέρασμα, ὅτι μετεχειρίσθην τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἐπιπολαιότητα, τὴν ὁποίαν μερικοὶ μοῦ ἀποδίδουν; Ὄχι. Ἢ μήπως ἐκεῖνα, ποὺ ἀποφασίζω, τὰ ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικός, ποὺ ὁρίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν διευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Μόνον ἐὰν ὤριζα τὸν ἑαυτόν μου, θὰ ἦτο βέβαιον τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι μου. Ἀλλὰ δὲν ἀποφασίζω σὰν ἄνθρωπος σαρκικὸς καὶ ἔτσι ἀναγκάζομαι νὰ ἀθετῶ τὸν λόγον μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου, ὅταν τὸ Πνεῦμα, ποὺ μὲ κυβερνᾷ, διατάσσῃ διαφορετικά. 21 Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος δίδει τὴν βεβαιότητα καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς σᾶς, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς στηρίζει, ὥστε νὰ μένωμεν πιστοὶ καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχρισε μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. 22 Αὐτὸς καὶ μᾶς ἐσφράγισεν ὡς ἰδικούς του καὶ ἔδωκεν εἰς τὰς καρδίας μας τὸ Πνεῦμα του ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἀσφαλῆ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ πληρώσῃ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς δίδει μὲ τὸ εὐαγγέλιόν του. 23 Καὶ διὰ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ταξιδίου μου, ἐπικαλοῦμαι τὸν καρδιογνώστην Θεόν νὰ ἴδῃ αὐτὸς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ νὰ μαρτυρήσῃ, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν ἦλθα ἀκόμη εἰς τὴν Κόρινθον, ἐπειδὴ σᾶς λυποῦμαι καὶ δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. 24 Λέγω δὲ τὸ τελευταῖον αὐτό, ὄχι διότι εἴμεθα κύριοι τῆς πίστεώς σας καὶ ἔχομεν ἐξουσίαν εἰς σᾶς σὰν νὰ εἶσθε δοῦλοι μας. Εἴμεθα ὅμως συνεργάται τῆς χαρᾶς σας καὶ θέλομεν νὰ συντελῶμεν, ὅπως αὐξάνῃ ἡ χαρά σας. Ἀποκλείεται δὲ ὁλότελα τὸ νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν πίστιν σας, διότι σεῖς στέκεσθε καλὰ καὶ εἶσθε στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4


1 Απεφάσισα δὲ τοῦτο καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου. Ηὗρα δηλαδὴ καλύτερον καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ ἔλθω πάλιν εἰς σᾶς ἀναγκασμένος καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς λυπῶ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς νὰ μὲ λυπῆτε μὲ τὰς ἀταξίας, ποὺ θὰ βλέπω μεταξύ σας. 2 Ὠρισμένως δὲ ἡ ἐγὼ ἢ σεῖς θὰ ἐδοκιμάζαμεν λύπην. Διότι, ἐὰν ἑγὼ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπην μετανοίας εἰς σᾶς, ποῖος ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυπεῖται ἀπὸ ἑμέ; Ἔτσι ἐὰν ἐγὼ δὲν λυποῦμαι, θὰ λυπῆσθε ὅμως σεῖς. 3 Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας, ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον, νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν, ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας. 4 Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς σᾶς.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Α´ 21 - 24


21 Εκείνος δε ο οποίος δίδει την ακλόνητον και βεβαίαν πεποίθησιν εις ημάς μαζή με σας, ώστε να μένωμεν πιστοί στον Χριστόν και ο οποίος μας έχρισε με το Αγιον Πνεύμα, είναι ο Θεός. 22 Αυτός και έβαλε την σφραγίδα του επάνω μας, δια να δείξη, ότι είμεθα ιδικοί του και έδωσε το Πνεύμα του το Αγιον εις τας καρδίας μας ως προκαταβολήν και εγγύησιν δι' όλα όσα μας έχει υποσχεθή. 23 Πρέπει δε να σας πω τούτο· ότι εγώ, επειδή σας λυπούμαι, δεν ήλθα ακόμη εις την Κορινθον, δια να μη σας στενοχωρήσω με τας παρατηρήσεις μου και εις αυτό επικαλούμαι μάρτυρα τον Θεόν, που βλέπει την ψυχήν μου. 24 Δεν σας τα λέγομεν αυτά, διότι έχομεν εξουσίαν επάνω εις σας και εις την πίστιν σας, αλλά διότι είμεθα συνεργάται εις την ιδικήν σας χαράν. Αλλωστε σεις στέκεσθε στερεοί εις την πίστιν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 1 - 4


1 Εσκέφθην δε μόνος μου και απεφάσισα τούτο· να μη έλθω προς σας λυπούμενος δια τα σφάλματά σας, λυπών δε και σας με τας παρατηρήσεις, που είμαι αναγκασμένος να σας κάμω. 2 Η λύπη όμως, που θα σας προκαλέσω, αποβλέπει στο καλόν σας, διότι εάν εγώ με τους ελέγχους σας στενοχωρώ, ποιός είναι εκείνος, που με ευφραίνει, παρά αυτός που δέχεται τας παρατηρήσεις μου, λυπείται και μετανοεί δια τα σφάλματά του και προχωρεί εις διόρθωσιν· 3 Και σας έγραψα αυτό τούτο ακριβώς εις προηγουμένην επιστολήν και σας έκαμα παρατηρήσεις, δια να διορθωθήτε εν τω μεταξύ, ώστε, όταν θα έλθω, να μη δοκιμάσω λύπην από εκείνους, από τους οποίους έπρεπε μάλλον να δοκιμάζω χαράν. Είμαι δε βέβαιος δι' όλους σας, ότι η ιδική μου χαρά είναι και χαρά όλων σας. 4 Είχα βέβαια λυπηθή και εγώ πολύ, δια τους ελέγχους που σας έκαμα εις την πρώτην επιστολήν βαθύτατα θλιμμένος και με σφιγμένην την καρδιά και με πολλά δάκρυα, όχι δια να καταβληθήτε από λύπην, αλλά δια να γνωρίσετε την εξαιρετικήν αγάπην, την οποίαν έχω προς σας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 2 - 14


2 Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. 10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου· 12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 2 - 14


2 Ἠ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον βασιλέα, ποὺ ἔκαμε χαρὲς γάμου διὰ τὸν υἱόν του. 3 Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους του διὰ νὰ καλέσῃ αὐτούς, ποὺ εἶχαν προσκληθῇ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν. 4 Πάλιν ἀπέστειλε ἄλλους δούλους λέγων· εἶπατε εἰς τοὺς καλεσμένους· ἰδοὺ ἐτοίμασα τὸ μεσημεριανό μου τραπέζι· οἱ ταῦροι μου καὶ τὰ θρεφτάρια εἶναι σφαγμένα καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα.Ἔλθετε εἰς τοὺς γάμους. 5 Αὐτοὶ ὅμως ἀδιαφόρησαν καὶ ἔφυγαν, ἄλλος μὲν εἰς τὸ χωράφι του, ἄλλος δὲ εἰς τὴν ἐμπορικήν του ἐπιχείρησιν. 6 Οἱ δὲ ὑπόλοιποι, ἀφοῦ ἔπιασαν τοὺς δούλους του, ὕβρισαν καὶ ἐφόνευσαν αὐτούς. 7 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσε ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, ἐθύμωσε, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε τὰ στρατεύματά του, ἐξωλόθρευσε τοὺς φονεῖς ἐκεῖνους καὶ κατέκαυσε τὴν πόλιν τους.(Καὶ τὴν τιμωρίαν αὐτὴν ἔλαβον οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς ὁποίους ὑπονοεῖ ἡ παραβολή). 8 Τότε λέγει εἰς τοὺς δούλους του· Τὸ τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἔτοιμον· οἱ προσκαλεσμένοι ὅμως δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ λάβουν μέρος εἰς αὐτό. 9 Πηγαίνετε λοιπὸν εἰς τὰ σταυροδρόμια καὶ τὰ τρίστρατα καὶ ὅσους τύχῃ νὰ εὕρετε ἐκεῖ, καλέσατέ τους εἰς τοὺς γάμους. 10 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τοὺς δρόμους, ἐμάζευσαν ὅλους ὅσους ηὔραν, κακοὺς καὶ καλούς, καὶ ἐγέμισεν η αἴθουσα τοῦ γάμου ἀπὸ ἀνθρώπους, ποῦ ἐκάθησαν εἰς τὸ τραπέζι.(Καὶ αὐτὸ ἐπραγματοποιήθη μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκλήθησαν καὶ προσῆλθον οἱ εἰδωλολάτραι πιστεύσαντες). 11 Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ ἴδη τοὺς καθισμένους εἰς τὸ τραπέζι, εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον, ποῦ δὲν ἐφοροῦσεν ἔνδυμα γάμου.Δὲν εἶχε δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴν πίστιν καὶ τὸν καρπὸν τῆς πίστεως, τουτέστι τὰς ἀρετάς. 12 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Φίλε, πῶς ἐμβῆκες ἐδῶ, χωρὶς νὰ ἔχῃς ἔνδυμα γάμου; Εὔκολον ἦτο νὰ ἀπευθυνθῇς εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου καὶ νὰ σοῦ προμηθεύσῃ τοιοῦτον.Αὐτὸς δὲ ἀπεστομώθη. 13 Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τοὺς ὑπηρέτας· Ἀφοῦ τοῦ δέσετε χέρια καὶ πόδια, πάρτε τον καὶ ρίψατέ τον ἔξω εἰς τὸ σκότος τὸ πιὸ βαθύ, ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 14 Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί, ποὺ ἔχουν τὰς ἀρετάς, καὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν αὐτήν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 2 - 14


2 “Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με βασιλέα, ο οποίος έκαμε μεγαλοπρεπείς γάμους στο παιδί του. 3 Και έστειλε τους δούλους του να καλέση τους προσκαλεσμένους του στους γάμους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν. 4 Παλιν έστειλε άλλους δούλους λέγων· Ειπέτε στους προσκαλεσμένους· ιδού το συμπόσιον το έχω ετοιμάσει, οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγή και όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στους γάμους. 5 Αλλ' εκείνοι επεριφρόνησαν την πρόσκλησιν, αδιαφόρησαν και επήγαν άλλος με στο κτήμα του, άλλος δε στο εμπόριόν του. 6 Οι υπόλοιποι δε, αφού επιασαν τους δούλους, τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. 7 Ακούσας δε ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη δια την αχαρακτήριστον συμπεριφοράν των προσκαλεσμένων, έστειλε τα στρατεύματά του, εξωλόθρευσε τους φονείς εκείνους και κατέκαυσε την πόλιν των. 8 Τοτε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι προσκεκλημένοι δεν ήσαν άξιοι να παρακαθήσουν στο συμπόσιον. 9 Πηγαίνετε λοιπόν εκεί, όπου βγάζουν οι δρόμοι και ξεχύνονται οι άνθρωποι, και όσους αν βρήτε καλέσατέ τους στους γάμους. 10 Εξήλθον οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους και συνεκέντρωσαν όλους όσους ευρήκαν καλούς και κακούς· και εγέμισε η μεγάλη αίθουσα του γαμηλίου συμποσίου από συνδαιτημόνας. 11 Οταν δε εισήλθεν ο Βασιλεύς να ίδη τους καθισμένους στο συμπόσιον, παρετήρησεν εκεί ένα άνθρωπον, ο όποιος δεν εφορούσε κατάλληλον για γάμον ένδυμα 12 και λέγει εις αυτόν· Φιλε, πως εμπήκες εδώ, χωρίς να έχης κατάλληλον ένδυμα γάμου; (Επρεπε να φιλοτιμηθής από την τιμήν που σου έκανα και να προσπαθήσης να βρης ένα τέτοιο ένδυμα). Εκείνος δε έμεινε άφωνος. 13 Τοτε είπε ο βασιλεύς στους υπηρέτας· Δεστε του πόδια και χέρια, πέρτε τον και ρίψατέ τον στο πυκνότατον σκότος· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. 14 Διότι πολλοί είναι οι προσκεκλημένοι εις την βασιλείαν του Θεού, αλλά ολίγοι είναι οι εκλεκτοί, που δέχονται με ευγνωμοσύνην την πρόσκλησιν και ετοιμάζονται όπως πρέπει”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα