❌
Κυριακή, 17 Ιανουαρίου 2021

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων, Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός
ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (τῶν Δέκα Λεπρῶν). Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Ἀντωνίου τοῦ νέου τοῦ ἐν τῇ Σκήτῃ τῆς Βερροίας ἀσκήσαντος καί Γεωργίου Νεομάρτυρος τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 17 - 21


17 Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. 18 Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν· πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. 19 περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. 20 Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν, 21 καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 17 - 21


17 Πείθεσθε εἰς τοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ ὑποτάσσεσθε τελείως εἰς αὐτούς. Διότι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ δώσουν λόγον εἰς τὸν Χριστὸν δι’ αὐτάς. Ὑπακούετέ τους, διὰ νὰ ἐνθαρρύνωνται μὲ τὴν ὑπακοήν σας, ὥστε νὰ ἐκτελοῦν τὸ ἔργον αὐτὸ μὲ χαρὰν καὶ ὄχι μὲ στεναγμούς. Διότι τὸ νὰ στενάζουν ἐξ αἰτίας σας οἰ πνευματικοὶ προεστοὶ εἶναι ἀσύμφορον εἰς σᾶς, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς τιμωρήσῃ δι’ αὐτό. 18 Προσεύχεσθε ὑπὲρ ἡμῶν. Τὸ θάρρος δὲ τοῦ νὰ ζητήσω τὰς προσευχάς σας μοῦ τὸ δίδει ἡ πεποίθησις ποὺ ἔχομεν, ὅτι ἡ συνείδησίς μας δὲν μᾶς τύπτει εἰς τίποτε, ἀλλὰ μᾶς μαρτυρεῖ ἀγαθά, ἐπειδὴ θέλομεν πάντοτε καὶ εἰς ὅλα νὰ συμπεριφερώμεθα καλῶς. 19 Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ πράξετε τοῦτο περισσότερον δι’ ἐμέ, διὰ νὰ ἐπανέλθω πλησίον σας τὸ γρηγορώτερον. 20 Ὁ δὲ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς καὶ νομοθέτης τῆς εἰρήνης, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν τὸν μεγάλον ποιμένα τῶν πνευματικῶν προβάτων, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ προσφέρῃ ἐκεῖ ἐξιλαστήριον θυσίαν τὸ αἷμα του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐβεβαιώθη διαθήκη αἰώνιος, τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν Χριστὸν δηλαδή, 21 εἴθε νὰ σᾶς τελειοποιήση εἰς κάθε ἔργον ἀγαθόν, ὥστε νὰ κάμετε τὸ θέλημά του. Εἴθε αὐτὸς νὰ ἐνεργήσῃ εἰς τὸ ἐσωτερικόν σας ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἀρεστὸν ἐνώπιόν του διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΓ´ 17 - 21


17 Να πείθεσθε και να υποτάσσεσθε με προθυμίαν, χωρίς δισταγμούς και δυσφορίας, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας. Διότι αυτοί αγρυπνούν δια την σωτηρίαν των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγον δια σας στον Χριστόν. Υπακούετε, λοιπόν, εις αυτούς με προθυμίαν, ώστε να εκτελούν το έργον αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαράν και όχι με στεναγμούς· διότι το να στενάζουν από την ιδικήν σας απείθειαν, είναι επιζήμιον εις σας τους ιδίους. Θα φέρη επάνω σας την οργήν του Θεού. 18 Προσεύχεσθε δι' ημάς· διότι έχομεν την πεποίθησιν, ότι η συνείδησίς μας μας παρέχει την καλήν και δικαίαν πληροφορίαν ότι, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, θέλομεν πάντοτε και εις όλα να συμπεριφερώμεθα προς όλους καλώς. 19 Σας παρακαλώ δε να κάμετε τούτο περισσότερον δι' εμέ, να προσεύχεσθε ειδικώτερον περί εμού, δια να επανέλθω κοντά σας το συντομώτερον. 20 Ο δε Θεός της ειρήνης, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών και ανέλαβεν στους ουρανούς εκ δεξιών του τον μεγάλον ποιμένα των λογικών προβάτων, τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσέφερεν επί του σταυρού ως λυτρωτικήν θυσίαν το αίμα του, δια να συνάψη και επικυρώση την αιωνίαν διαθήκην, 21 είθε να σας καταρτίση εις κάθε καλόν έργον, ώστε να πράττετε πάντοτε το θέλημα αυτού· να ενεργήση και πραγματοποιήση εις τας καρδίας σας κάθε τι, που είναι ευάρεστον ενώπιόν του, δια της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, προς τον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΖ´ 12 - 19


12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΖ´ 12 - 19


12 Καὶ ὅταν εἰσήρχετο εἰς κάποιο χωρίον, τὸν συνήντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐστάθησαν ἀπὸ μακράν, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον κάθε λεπρὸς ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπετρέπετο νὰ πλησιάσῃ κανένα. 13 Καὶ αὐτοὶ ἔβγαλαν φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπαν· Ἰησοῦ, Κύριε, κάμε ἔλεος εἰς ἡμᾶς καὶ θεράπευσέ μας. 14 Καὶ ὅταν τοὺς εἶδε, εἶπε πρὸς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ δείξατε τὸ σῶμα σας εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ νὰ βεβαιώσουν αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὴν διάταξιν τοῦ νόμου, ἐὰν πράγματι ἐθεραπεύθητε. Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτοὶ ἐπήγαιναν νὰ ἐξετασθοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ τὴν λέπραν. 15 Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι ἐθεραπεύθη, ἐπέστρεψε καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην ἐκφράζων τὴν χαρὰν καὶ εὐγνωμοσύνην του ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ποὺ διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ τὸν ἐθεράπευσε. 16 Καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ. Καὶ αὐτὸς ἦτο Σαμαρείτης, σχισματικὸς καὶ ὀλιγώτερον φωτισμένος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ συνεπῶς δὲν θὰ ἐπερίμενε κανεὶς νὰ δείξῃ αὐτὸς εὐγνωμοσύνην, ὁποίαν δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, ποὺ ἦσαν Ἰσραηλῖται. 17 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Δὲν ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ τὴν λέπραν καὶ οἱ δέκα; Οἱ δὲ ἄλλοι ἐννέα ποὺ εἶναι; 18 Ἐχάθησαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δώσουν δόξαν εἰς τὸν Θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ξένον αὐτόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸ γνήσιον ἰουδαϊκὸν γένος; 19 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστις σου δὲν ἐθεράπευσε τὸ σῶμα σου μόνον, ἀλλ’ ἀποτελεῖ καὶ καλὴν ἀρχήν, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγηση εἰς τὴν πνευματικὴν σωτηρίαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΖ´ 12 - 19


12 Και καθώς εισήρχετο εις ένα χωριό, το απήντησαν δέκα λεπροί, οι οποίοι εστάθηκαν από μακρυά, διότι ο μωσαϊκός νόμος διέτασσε να μη πλησιάζουν ποτέ οι λεπροί τους υγιείς. 13 Και αυτοί εφώναξαν δυνατά και είπαν· “Ιησού διδάσκαλε, σπλαγχνίσου μας, ελέησέ μας, δος μας την υγείαν μας”. 14 Και όταν τους είδεν ο Ιησούς τους είπε· “πηγαίνετε και δείξετε το σώμα σας στους ιερείς, δια να βεβαιώσουν αυτοί επισήμως την θεραπείαν σας”. Και καθώς επήγαιναν εκαθαρίσθησαν από την λέπραν. 15 Ενας δε από αυτούς, όταν είδεν ότι εθεραπεύθη, επέστρεψε δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν με μεγάλην φωνήν. 16 Και έπεσε με το πρόσωπον κατά γης κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ευχαριστών αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήτο Σαμαρείτης. 17 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν εκαθαρίσθησαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 18 Δεν εθεώρησαν καθήκον των να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεόν, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;” 19 Και είπεν εις αυτόν· “σήκω και πήγαινε, η πίστις σου εκτός από την θεραπείαν του σώματος, σου έχει δώσει και την σωτηρίαν της ψυχής σου”. (Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεόν μας κάνει αξίους ακόμη μεγαλυτέρων δωρεών εκ μέρους του).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος