❌
Σάββατο, 16 Ιανουαρίου 2021

Προσκύνηση της Τιμίας Αλυσίδας του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου Πέτρου, Άγιος Νικόλαος ο εν Μυτιλήνη Νεομάρτυρας
Ἡ προσκύνησις τῆς τιμίας Ἁλύσεως τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. 2 ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. 3 καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· 4 ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. 5 ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενῶς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. 6 Ὅτε δὲ ἤμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. 7 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. 8 εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω· καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. 9 καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. 10 διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ’ αὐτοῦ. 11 καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀγρίππας ὁ Α', ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρῴδου, ἔβαλε χέρι εἰς μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσῃ. 2 Ἐθανάτωσε δὲ διὰ μαχαίρας τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. 3 Καὶ ὅταν εἶδεν, ὅτι καὶ οἱ προεστοὶ καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθησαν διὰ τὴν ἐνέργειάν του αὐτήν, ἀπεφάσισεν ἐπιπροσθέτως νὰ συλλάβῃ καὶ τὸν Πέτρον. Ἦσαν δὲ τότε αἱ ἡμέραι τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. 4 Καὶ ἀφοῦ συνέλαβε τοῦτον, τὸν ἔκλεισεν εἰς φυλακήν, παραδώσας αὐτὸν εἰς τέσσαρας τετράδας στρατιωτῶν διὰ νὰ τὸν φρουροῦν, διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσῃ εἰς τὸ κριτήριον καὶ νὰ τὸν δικάσῃ ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ λαοῦ. 5 Ἔτσι λοιπὸν ὁ μὲν Πέτρος ἐφρουρεῖτο μέσα εἰς τὴν φυλακήν· ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἐγίνετο ἑξακολουθητικῶς ὑπὲρ τῆς διασώσεως αὐτοῦ μακρὰ καὶ θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεόν. 6 Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο ὁ Ἡρῴδης νὰ τὸν προσαγάγῃ εἰς τὸ δικαστήριον, κατὰ τὴν προηγουμένην νύκτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Πέτρος ἐκοιμᾶτο ἥσυχα ἐν μέσῳ δύο στρατιωτῶν δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, καὶ φρουροὶ πρὸ τῆς θύρας ἐφύλαττον τὸ δεσμωτήριον. 7 Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἦλθεν ἔξαφνα καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐντὸς τοῦ δωματίου, ὅπου ἐκοιμᾶτο ὁ Πέτρος. Ἀφοῦ δὲ ὁ ἄγγελος ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου, τὸν ἐξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω γρήγορα. Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν αἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. 8 Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Ζῶσε τὸ ὑποκάμισόν σου καὶ δέσε εἰς τὰ πόδια σου τὰ πέδιλά σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκαμεν, ὅπως διετάχθη. Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Φόρεσε τὸ ἐξωτερικόν σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ με. 9 Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ δωμάτιον, ἠκολούθει τὸν ἄγγελον καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῇ ἀκόμη, ὅτι εἶναι πραγματικὸν αὐτό, ποὺ ἐγίνετο ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ ἀγγέλου. Ἐνόμιζε δέ, ὅτι βλέπει εἰς τὸν ὕπνον του κάποιαν ὀπτασίαν. 10 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον φρουρόν, ἦλθον εἰς τὴν σιδηρᾶν ἐξώπορταν, ποὺ ὠδήγει ἀμέσως εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ τοὺς ἠνοίχθη μόνη της. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἐπέρασαν μαζὶ μίαν στενωπόν. Καὶ ἀμέσως ἔφυγεν ἀπὸ τὸν Πέτρον ὁ ἄγγελος. 11 Καὶ τότε ὁ Πέτρος συνῆλθεν ἀπὸ τὴν κατάστασιν τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἐνόμιζεν, ὅτι ἔβλεπεν ὅραμα καὶ εἶπε· Τώρα καταλαβαίνω, ὅτι πραγματικῶς ἀπέστειλεν ὁ Κύριος τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν κακοποιὸν χεῖρα τοῦ Ἡρῴδου, καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε κακόν, ποὺ ἐπερίμενεν ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων νὰ γίνῃ εἰς ἐμέ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΒ´ 1 - 11


1 Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους κακοποιήση. 2 Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον, αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου. 3 Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα. 4 Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν, παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως, επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού. 5 Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή δι' αυτόν στον Θεόν. 6 Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν εφρουρούσαν την φυλακήν. 7 Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του. 8 Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος· “φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”. 9 Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα. 10 Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν, ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και ανοίχθηκε δι' αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος. 11 Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνη”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23 - 35


23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23 - 35


23 Διότι δὲ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν τὸ καθῆκον τοῦ νὰ συγχωρῶμεν τοὺς πταίστας μας εἶναι ἀπεριόριστον, δι’ αὐτὸ ὠμοίασεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρὸς ἐπίγειον βασιλέα, ποὺ ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους καὶ αὐλικούς του, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀναθέσει τὴν διαχείρισιν τῶν φόρων καὶ εἰσπράξεών του. 24 Ὅταν δὲ αὐτὸς ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕνα χρεώστην, ποὺ ὤφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδὴ περίπου ἑξήκοντα ἑκατομμύρια χρυσᾶς δραχμάς. 25 Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ, διέταξεν ὁ κύριος νὰ πωληθῇ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ πληρωθῇ τὸ χρέος. 26 Ἔπεσε λοιπὸν κατὰ γῆς ὁ δοῦλος καὶ τὸν ἐπροσκύνει λέγων· Κύριε, κάμε ὑπομονὴν δι’ ἐμέ, καὶ ὅλα ὅσα χρεωστῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. 27 Ἐλυπήθη δὲ καὶ ᾐσθάνθη συμπάθειαν ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου καὶ τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον, τοῦ ἐχάρισε δὲ καὶ τὸ δάνειον. 28 Ὅταν ὅμως ἐβγῆκεν ἔξω ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ηὗρεν ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ ἐχρεώστει ἑκατὸν δηνάρια, δηλαδὴ περίπου ἐνενήντα χρυσὸς δραχμάς.Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐσταμάτησε, τὸν ἐστενοχώρει σκληρὰ λέγων· Ἐξόφλησέ μου ὅ,τι μοῦ χρεωστεῖς. 29 Ἔπεσε λοιπὸν εἰς τὰ πόδια του ὁ σύνδουλός του καὶ τὸν παρεκάλει λέγων· Περίμενέ με καὶ δεῖξε ὑπομονὴν μαζί μου καὶ θὰ σὲ πληρώσω. 30 Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελεν, ἀλλ’ ἐπῆγεν εἰς τὸ δικαστήριον καὶ τὸν ἔρριψεν εἰς φυλακήν, Ἕως ὅτου πληρώσῃ ὅ,τι ἐχρεωστοῦσεν. 31 Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ ἄλλοι σύνδουλοί του αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, ἐλυπήθησαν πολὺ καὶ ἀφοῦ ἦλθαν διηγήθησαν εἰς τὸν κύριον τους ὅλα ὅσα συνέβησαν. 32 Τότε τὸν προσεκάλεσεν ὁ κύριός του καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Δοῦλε πονηρέ, ὅλον τὸ χρέος ἐκεῖνο, τὸ τόσον μεγάλο, σοῦ τὸ ἐχάρισα, ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσες. 33 Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ λυπηθῇς καὶ νὰ κάμῃς ἔλεος εἰς τὸν σύνδουλόν σου, ὅπως καὶ ἑγώ, ποὺ δὲν εἶμαι σύνδουλός σου ἀλλὰ κύριός σου, σὲ ἐλυπήθηκα καὶ ἔδειξα ἔλεος εἰς σέ; 34 Καὶ ἐθύμωσεν ὁ κύριός του καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς αὐτούς, ποὺ βασανίζουν τοὺς φυλακισμένους, διὰ νὰ τὸν τιμωροῦν, μέχρις ὅτου ἐξοφλήσῃ πᾶν ὅ,τι ἐχρεωστοῦσεν. 35 Ἔτσι καὶ ὁ ἐπουράνιος πατήρ μου, πρὸς τὸν ὁποῖον λόγῳ τῶν ἀναριθμήτων σας ἁμαρτιῶν εἶσθε χρεῶσται ἀναριθμήτου χρέους, θὰ κάμῃ εἰς σᾶς, ἐὰν δὲν συγχωρήσετε καθένας σας τὸν ἀδελφόν του ὄχι μὲ τὸ στόμα σας μόνον, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδιά σας.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23 - 35


23 Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι' αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. 24 Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. 25 Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. 26 Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. 27 Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. 28 Αλλ' εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. 29 Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 30 Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. 31 Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. 32 Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; 34 Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. 35 Ετσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα