Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἐκμετρηθήσεται οὐδὲ ἐξαριθμηθήσεται. καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς· οὐ λαός μου ὑμεῖς, κληθήσονται καὶ αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. 1 Ο αριθμός των Ισραηλιτών είναι μέγας ως η άμμος εις την παραλίαν της θαλάσσης, η οποία δεν είναι δυνατόν να μετρηθή και οι κόκκοι της δεν είναι δυνατόν να αριθμηθούν. Αυτό θα πραγματοποιηθή στον τόπον εκείνον, όπου υπό του Κυρίου είχεν αναγγελθή στους Ισραηλίτας, “δεν είσθε λαός μου”. Εις τον αυτόν τόπον θα ονομασθούν αυτοί υιοί του Θεού του ζώντος. 1 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ ἀριθμὸς ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν «τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰσραηλιτῶν» θὰ αὐξηθῇ καὶ θὰ γίνῃ ὡσὰν τὴν ἄμμον, ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθῇ καὶ οἱ κόκκοι της εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀριθμηθοῦν. Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο: Εἰς τὸν ἴδιον ἐκεῖνον τόπον «τὴν Βαβυλῶνα», ὅπου τοὺς εἶχε λεχθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον «σεῖς δὲν εἶσθε λαός μου», θὰ ὀνομασθοῦν καὶ αὐτοὶ «υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι νεκρὸς ὅπως τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ζῇ πάντοτε».
2 καὶ συναχθήσονται υἱοὶ ᾿Ιούδα καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ θήσονται ἑαυτοῖς ἀρχὴν μίαν καὶ ἀναβήσονται ἐκ τῆς γῆς, ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα τοῦ ᾿Ιεζραέλ. 2 Θα συγκεντρωθούν Ιουδαίοι και Ισραηλίται μαζή, δια να αποτελέσουν μίαν ενότητα. Θα αναγνωρίσουν ως κεφαλήν των τον ίδιον άρχοντα και θα επανέλθουν από την χώραν της εξορίας των. Διότι θα είναι μεγάλη η ημέρα εκείνη του Ιεζραέλ. 2 Καὶ οἱ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ἐκεῖνοι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ θὰ συγκεντρωθοῦν, θὰ συνενωθοῦν μεταξύ των εἰς ἕνα λαόν, σὰν μέλη τῆς ἰδίας οἰκογενείας, καὶ θὰ ἐκλέξουν καὶ θὰ ἀναδείξουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των κοινὸν ἀρχηγὸν καὶ θὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς αἰχμαλωσίας των εἰς τὴν Παλαιστίνην «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ διασκορπισθοῦν πέραν τῶν ὁρίων τῆς χώρας των», διότι θὰ εἶναι μεγάλη, ἔνδοξος καὶ λαμπρὰ ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Ἰεζραέλ.
3 εἴπατε τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν· λαός μου καὶ τῇ ἀδελφῇ ὑμῶν· ἠλεημένη. 3 Τοτε ονομάσατε τον αδελφόν σας τον μέχρι πρυ ολίγου “Ου-λαόν μου”, “Λαόν μου” και την αδελφήν σας την μέχρι προ ολίγου “Ουκ-ηλεημένην”, “Ηλεημενην”. 3 Καὶ εἰς τὴν νέαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων ὀνομάσατε τὸν ἀδελφόν σας «λαός μου καὶ τὴν ἀδελφήν σας «ἠλεημένην».
4 Κρίθητε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν, κρίθητε, ὅτι αὕτη οὐ γυνή μου, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀνὴρ αὐτῆς. καὶ ἐξαρῶ τὴν πορνείαν αὐτῆς ἐκ προσώπου μου καὶ τὴν μοιχείαν αὐτῆς ἐκ μέσου μαστῶν αὐτῆς, 4 Κρίνατε και διχάσατε την μητέρα σας· κρίνατέ την, διότι αυτή δεν είναι σύζυγός μου και εγώ δεν είμαι ο σύζυγός της. Και θα διώξω από εμπρός μου την πορνείαν της, και την μοιχείαν της από τους μαστούς της. Θα καταπαύσω δηλαδή την πνευματικήν μοιχείαν, την προς τα είδωλα λατρείαν του Ισραηλιτικού λαού. 4 Σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι ἐπεστρέψατε πλησίον μου, ἐπιπλήξετε καὶ κατακρίνετε τὴν μητέρα σας «διαμαρτυρηθῆτε κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ἔχει ῆμεταξὺ τοῦ λαοῦ», διότι αὐτὴ δὲν εἶναι πλέον σύζυγός μου, ἀλλ' οὔτε καὶ ἐγὼ εἶμαι πλέον ὁ σύζυγός της. Ἐπειδὴ συνεχίζει νὰ λατρεύῃ τὰ βδελυκτὰ εἴδωλα, θὰ σηκώσω καὶ θὰ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὰ μάτια μου τὴν πνευματικήν της πορνείαν «τὴν εἰδωλολατρίαν» καὶ θὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ τὶς ἀγκάλες της τοὺς μοιχοὺς ἐραστάς της, δηλαδὴ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀσφαλισμένοι εἰς τὴν ἀγκάλην της.
5 ὅπως ἂν ἐκδύσω αὐτὴν γυμνὴν καὶ ἀποκαταστήσω αὐτὴν καθὼς ἡμέρα γενέσεως αὐτῆς. καὶ θήσω αὐτὴν ἔρημον καὶ τάξω αὐτὴν ὡς γῆν ἄνυδρον καὶ ἀποκτενῶ αὐτὴν ἐν δίψει· 5 Ετσι θα απογυμνώσω αυτήν και θα την παρουσιάσω τελείως γυμνήν, όπως όταν την εγέννησεν η μητέρα της. Θα καταστήσω αυτήν έρημον, θα την κάμω ωσάν την γην την ξηράν και την άνυδρον, και θα την θανατώσω με την δίψαν. 5 Ἐὰν συνεχίζῃ νὰ ζῇ πνευματικὰ χωρισμένη ἀπὸ Ἐμέ, θὰ τὴν ἀπογυμνώσω καὶ θὰ τὴν παρουσιάσω τελείως γυμνήν, ὅπως ἦταν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς της· καὶ θὰ τὴν καταστήσω τόσον γυμνήν, ὅσον καὶ ἡ ἔρημος, καὶ θὰ τὴν καταστήσω στεγνὴν ὅπως ἡ ξηρὰ γῆ καὶ θὰ τὴν ἀφήσω νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν δίψαν.
6 καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς οὐ μὴ ἐλεήσω, ὅτι τέκνα πορνείας ἐστίν. 6 Ούτε και τα τέκνα της θα ελεήσω, διότι είναι τέκνα πορνείας, πνευματικής από του Θεού αποστασίας. 6 Καὶ τὰ τέκνα της «τοὺς Ἰσραηλίτες» δὲν θὰ τὰ εὐσπλαγχνισθῶ, οὔτε θὰ τοὺς δείξω ἔλεος, διότι εἶναι τέκνα πνευματικῆς πορνείας «καρποὶ τῆς βδελυκτῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀποστασίας ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Θεόν».
7 ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν, κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά, ὅτι εἶπε· πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸ ὕδωρ μου καὶ τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου, τὸ ἔλαιόν μου καὶ πάντα ὅσα μοι καθήκει. 7 Διότι η μητέρα των εξετράπη εις πορνείαν κατεντρόπιασε και κατεξηυτέλισε τα τέκνα της, διότι με απερίγραπτον αναισχυντίαν είπε· “θα ακολουθήσω εγώ τους εραστάς μου, (δηλ. η φυλή του Ισραήλ θα ακολουθούσε τα είδωλα), διότι αυτοί μου δίδουν την τροφήν μου, το νερό μου, τα ενδύματά μου, τα λινά υφάσματά μου, το λάδι μου και όλα όσα μου χρειάζονται”. 7 Δὲν θὰ τὰ εὐσπλαγχνισθῶ, διότι ἡ μητέρα των ἔχει ἐκδοθῇ ὅλως διόλου, ὑπερβολικῶς, εἰς τὴν πνευματικὴν πορνείαν, καὶ αὐτὴ ἡ ὁποία τὰ ἐγέννησε, κατεντρόπιασε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὸ νὰ εἴπῃ ἀναίσχυντα: «Θὰ ἀκολουθήσω τοὺς ἐραστάς μου «τὰ εἴδωλα», διότι αὐτοὶ μοῦ προσφέρουν τὸ ψωμί μου καὶ τὸ νερό μου, τὰ ἐνδύματά μου καὶ τὰ λινὰ ὑφάσματά μου, τὸ λάδι μου καὶ ὅλα, ὅσα μοῦ χρειάζονται καὶ μοῦ ταιριάζουν».
8 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ φράσσω τὴν ὁδὸν αὐτῆς ἐν σκόλοψι καὶ ἀνοικοδομήσω τὰς ὁδούς, καὶ τὴν τρίβον αὐτῆς οὐ μὴ εὕρῃ· 8 Δια την αναισχυντίαν της αυτήν, ιδού εγώ φράζω την προς τους εραστάς οδόν της με παλούκια, θα ανεγείρω οδοφράγματα στους δρόμους της και έτσι δεν θα εύρη αυτή τον δρόμον της προς την διαφθοράν. 8 Διὰ τοῦτο νά· Ἐγὼ θὰ φράξω τὸν ἀναίσχυντον δρόμον της πρὸς τὴν εἰδωλολατρίαν μὲ πασσάλους καὶ ἀγκάθια καὶ θὰ στήσω μεγάλα ἐμπόδια εἰς τὸν δρόμον της, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πνευματικὴν πορνείαν.
9 καὶ καταδιώξεται τοὺς ἐραστὰς αὐτῆς καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ αὐτοὺς καὶ ζητήσει αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ εὕρῃ αὐτούς· καὶ ἐρεῖ· πορεύσομαι καὶ ἐπιστρέψω πρὸς τὸν ἄνδρα μου τὸν πρότερον, ὅτι καλῶς μοι ἦν τότε ἢ νῦν. 9 Θα προσπαθήση και θα τρέξη να εύρη τους εραστάς της, αλλά δεν θα τους προφθάση. Θα τους αναζητήση, και δεν θα τους ανεύρη. Και τότε θα είπη· “θα επιστρέψω και θα επανέλθω προς τον προηγούμενον και νόμιμον άνδρα μου, διότι καλύτερα ήμην τότε, παρά τώρα”. 9 Αὐτὴ θὰ τρέξῃ μὲ μανίαν πίσω ἀπὸ τοὺς ἐραστάς της, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς προφθάσῃ· καὶ θὰ τοὺς ἀναζητήσῃ ἐπιμόνως, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς εὕρῃ· κατόπιν δὲ θὰ εἴπῃ: «Θὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν προηγούμενον σύζυγόν μου, διότι τότε ἦσαν πολὺ καλύτερα τὰ πράγματα, παρὰ τώρα».
10 καὶ αὐτὴ οὐκ ἔγων ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῇ τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ ἀργύριον ἐπλήθυνα αὐτῇ· αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ ἐποίησε τῇ Βάαλ. 10 Αυτή, η μητέρα σας, δεν κατώρθωσε να εννοήση ότι εγώ έδωκα εις αυτήν τον σίτον, τον οίνον, το έλαιον και επί πλέον πλούτον αργυρίου. Αυτη όμως, με όσα εγώ της είχα δώσει, κατεσκεύασεν αργυρά και χρυσά είδωλα δια την Αστάρτην, την αναίσχυντον σύζυγον του βδελυρού ειδώλου Βααλ. 10 Καὶ αὐτὴ οὐδέποτε εἶχε συναισθανθῆ, ὅτι ὄχι τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ Ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τῆς ἔδωκε τὸ σιτάρι, τὸ κρασί καὶ τὸ λάδι, καὶ Ἐγὼ τῆς ἔδωκα ὁλονὲν καὶ περισσότερον πλοῦτον ἀπὸ ἀσῆμι. Αὐτὴ ὅμως ἐσπατάλησε τὸν πλοῦτον αὐτὸν μὲ τὸ νὰ κατασκευάσῃ εἴδωλα ἀσημένια καὶ χρυσᾶ πρὸς τιμὴν τῆς Ἀστάρτης, τῆς σιχαμερῆς συζύγου τοῦ βδελυκτοῦ εἰδώλου Βάαλ.
11 διὰ τοῦτο ἐπιστρέψω καὶ κομιοῦμαι τὸν σῖτόν μου καθ᾿ ὥραν αὐτοῦ καὶ τὸν οἶνόν μου ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ ἀφελοῦμαι τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου τοῦ μὴ καλύπτειν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. 11 Δια τούτο, δι' όσα βδελυρά και αναίσχυντα αυτή έπραξεν, εγώ θα πάρω και θα κρατήσω δια τον εαυτόν μου τον σίτόν μου και τον οίνον μου, κατά τον καιρόν της συγκομιδής των. Θα αφαιρέσω από αυτήν τα ενδύματα, που της είχα δώσει και τα λινά υφάσματα, ώστε να μη ημπορή πλέον να σκεπάση την γομνότητά της. 11 Διὰ τοῦτο θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ άφαιρέσω τὸ σιτάρι μου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ καὶ τὸ κρασί μου εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν «τῆς συγκομιδῆς». Θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτὴν τὰ ἐνδύματα, ποὺ τῆς ἔδωκα, καὶ τὰ λινὰ ὑφάσματα, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ σκεπάζῃ πλέον τὸ γυμνὸν τῆς σῶμα.
12 καὶ νῦν ἀποκαλύψω τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτῆς ἐνώπιον τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ ἐξέληται αὐτὴν ἐκ χειρός μου. 12 Τωρα θα ξεσκεπάσω την βρωμερότητά της και την αναισχυντίαν της ενώπιον των εραστών της και κανείς δεν θα ημπορέση να την γλυτώση από τα χέρια μου. 12 Τώρα δὲ θὰ ξεσκεπάσω τὴν ἀναίσχυντον γύμνωσιν της ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ἐραστῶν της «τῶν εἰδώλων» καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὴν γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια μου.
13 καὶ ἀποστρέψω πάσας τὰς εὐφροσύνας αὐτῆς, ἑορτὰς αὐτῆς καὶ τὰς νουμηνίας αὐτῆς καὶ τὰ σάββατα αὐτῆς καὶ πάσας τὰς πανηγύρεις αὐτῆς. 13 Θα σταματήσω όλας τας τέρψεις της, τας θρησκευτικάς εορτάς γενικώς, ειδικώτερα δε τας εορτάς της πρωτομηνιάς, τα σάββατα και όλας τας μεγάλας πανηγύρεις της. 13 Καὶ θὰ καταργήσω ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὶς ψυχαγωγικές της ἐκδηλώσεις, τὶς θρησκευτικὲς ἑορτές της, τὶς ἑορτὲς τῆς πρώτης ἡμέρας ἑκάστου μηνὸς καὶ τὰ σάββατά της καὶ ὅλα τὰ μεγάλα καὶ πολυάνθρωπα πανηγύρια της.
14 καὶ ἀφανιῶ ἄμπελον αὐτῆς καὶ τάς συκᾶς αὐτῆς, ὅσα εἶπε· μισθώματά μου ταῦτά ἐστιν ἃ ἔδωκάν μοι οἱ ἐρασταί μου, καὶ θήσομαι αὐτὰ εἰς μαρτύριον, καὶ καταφάγεται αὐτὰ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς. 14 Θα καταστρέψω τα αμπέλια της, τις συκιές της και όλα εκείνα, δια τα οποία είπεν· “αυτά είναι η ανταμοιβή μου, την οποίαν μου έδωκαν οι ερασταί μου”. Θα τα κάμω, ώστε να είναι μαρτυρία προς όλους δια την τιμωρίαν της φυλής του Ισραήλ. Θα τα καταφάγουν τα θηρία της υπαίθρου, τα πετεινά του ουρανού και τα ερπετά της γης. 14 Ἀκόμη θὰ ἀφανίσω τὰ ἀμπέλια της καὶ τὶς συκιές της, διὰ τὰ ὁποῖα συνήθιζε νὰ λέγῃ: «Αὐτὰ εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῆς πορνείας μου «εἰδωλολατρίας», ποὺ μοῦ ἔδωκαν οἱ ἐρασταί μου «εἰδωλολάτραι». Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ἐξαφανίσω ἔτσι, ὥστε νὰ μαρτυροῦν τὴν τιμωρίαν των «τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ». Διότι ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ καταφάγουν τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς.
15 καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτὴν τὰς ἡμέρας τῶν Βααλείμ, ἐν αἷς ἐπέθυεν αὐτοῖς καὶ περιετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς καὶ ἐπορεύετο ὀπίσω τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο, λέγει Κύριος. — 15 Ετσι θα τιμωρήσω την φυλήν του Ισραήλ δια τας ημέρας, κατά τας οποίας ελάτρευσε τα είδωλα του Βααλ, δι' εκείνας κατά τας οποίας πολλάς θυσίας προσέφερε δι' αυτά και εφορούσεν ως στόλισμά της τα σκουλαρίκια και τα περιδέραιά της, και ακολουθούσε τους εραστάς της. Εμέ δέ με είχε λησμονήσει, λέγει ο Κυριος. 15 Ἔτσι θὰ τὴν τιμωρήσω «τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ» διὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ πανηγύριζε καὶ προσέφερε θυσίες εἰς τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ ἐφοροῦσε διὰ στολισμὸν τὰ σκουλαρίκια της καὶ τὰ περιδέραιά της καὶ ἀκολουθοῦσε τοὺς ἐραστάς της «τὰ εἴδωλα», ἐνῶ Ἐμὲ μὲ ἐλησμόνησε, λέγει ὁ Κύριος.
16 Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς 16 Δια τούτο εγώ θα οδηγήσω την φυλήν Ισραήλ εις περιπλάνησιν και εξορίαν, θα καταστήσω έρημον και ακατοίκητον την χώραν της. Και όταν εν τη θλίψει της μετανοήση, εγώ θα ομιλήσω εις την καρδίαν της ειρηνικά. 16 Ἕνεκα τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς διαγωγῆς της νά· θὰ τὴν μαγεύσω, θὰ τὴν περιπλανήσω, θὰ τὴν ὁδηγήσω εἰς ἐξορίαν καὶ θὰ καταστήσω τὴν χώραν ἔρημον μέσα δὲ εἰς τὴν θλῖψιν τῆς ἐξορίας καὶ ἐρημώσεως θὰ ὁμιλήσω εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας της καὶ θὰ γίνω ἀκουστός.
17 καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα αὐτῆς ἐκεῖθεν καὶ τὴν κοιλάδα ᾿Αχὼρ διανοῖξαι σύνεσιν αὐτῆς, καὶ ταπεινωθήσεται ἐκεῖ κατὰ τὰς ἡμέρας νηπιότητος αὐτῆς καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἀναβάσεως αὐτῆς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 17 Μετανοούσαν θα την επιστρέψω από την εξορίαν, θα δώσω εις αυτήν τα κτήματα της χώρας της και την κοιλάδα Αχώρ και θα την βοηθήσω να συνετισθή δια τα σφάλματά της. Θα ταπεινωθή τότε, όπως εταπεινώθη εκεί εις την Αίγυπτον, όταν εζούσε την νηπιακήν της ηλικίαν ως έθνος, κατά την εποχήν, που εξήλθεν από την χώραν της Αιγύπτου. 17 Καὶ ἀφοῦ αὐτὴ μετανοήσῃ, θὰ τὴν ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ θὰ δώσω εἰς αὐτὴν τὰ κτήματά της καὶ τὴν περίφημον διὰ τὴν γονιμότητά της κοιλάδα Ἀχὼρ καὶ θὰ τὴν ἐνισχύσω, ὥστε νὰ συναισθανθῇ τὰ ὅσα ἁμαρτωλὰ διέπραξε. Μέσα δὲ εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ συντριβήν της θὰ συνετισθῇ καὶ θὰ ταπεινωθῇ, ὅπως ἐταπεινώθη κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐθνικῆς της ἱστορίας, ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γῆν Χαναὰν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
18 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, καλέσει με· ὁ ἀνήρ μου, καὶ οὐ καλέσει με ἔτι Βααλείμ· 18 Κατά την ημέραν εκείνην της μετανοίας και ταπεινώσεώς της, λέγει ο Κυριος· Θα με ονομάζη «“σύζυγός μου” και δεν θα επικαλεσθή πλέον αντί εμού τα είδωλα του Βαάλ. 18 Καὶ κατὰ τὴν εὐτυχῆ ἐκείνην ἡμέραν τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, λέγει ὁ Κύριος, θὰ μὲ φωνάξῃ· «ὁ σύζυγός μου», καὶ δὲν θὰ φωνάζῃ πλέον «ὁ Βάαλ μου», ἐπικαλουμένη ἀντὶ ἐμοῦ τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων.
19 καὶ ἐξαρῶ τὰ ὀνόματα τῶν Βααλεὶμ ἐκ στόματος αὐτῆς καὶ οὐ μὴ μνησθῶσιν οὐκ ἔτι τὰ ὀνόματα αὐτῶν. 19 Εγώ δε θα αφαιρέσω από το στόμα της φυλής του Ισραήλ τα ονόματα των ειδώλων του Βαάλ και ουδέποτε πλέον οι Ισραηλίται θα ενθυμηθούν τα ονόματα αυτών των ειδώλων. 19 Τότε θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ τὸ στόμα της τὰ εἰδωλολατρικὰ ὀνόματα καὶ τὶς ἐπικλήσεις πρὸς τὸν Βάαλ, καὶ τὰ ὀνόματα τῶν εἰδωλολατρικῦν αὐτῶν θεῶν οὐδέποτε θὰ μνημονεύωνται πλέον, διότι θὰ λησμονηθοῦν.
20 καὶ διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μετὰ τῶν θηρίων τοῦ ἀγροῦ καὶ μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἑρπετῶν τῆς γῆς· καὶ τόξον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον συντρίψω ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατοικιῶ σε ἐπ᾿ ἐλπίδι. 20 Κατά την εποχήν εκείνην της μετανοίας και επιστροφής των προς εμέ, θα συνάψω νέαν συνθήκην ειρήνης με αυτούς, ακόμη δε ειρήνης και με τα θηρία της υπαίθρου, με τα πετεινά του ουρανού και με τα ερπετά της γης. Θα συντρίψω και θα εξαφανίσω από την χώραν του Ισραήλ το πολεμικόν τόξον και την εχθρικήν ρομφαίαν και τον πόλεμον, και θα εγκαταστήσω αυτούς με αγαθάς ελπίδας προς μίαν ειρηνικήν ζωήν. 20 Καὶ κατὰ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην ἡμέραν θὰ συνάψω διὰ λογαριασμόν των συνθήκην εἰρήνης μὲ τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου καὶ μὲ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς. Ἀκόμη θὰ συντρίψω καὶ θὰ ἐξαφανίσω ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ τόξον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον καὶ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω εἰς τὴν χώραν ἀσφαλῆ, εἰρηνικὸν καὶ μὲ μόνιμον σύντροφον τὴν ἐλπίδα.
21 καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ μνηστεύσομαί σε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν κρίματι καὶ ἐν ἐλέει καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς 21 Θα σε μνηστευθώ τότε ως ιδικήν μου δια παντός, θα σε πάρω ως ίδικήν μου πλέον μνηστήν και θα σου προσφέρω δικαιοσύνην, δικαίαν κρίσιν, τρυφερότητα και ευσπλαγχνίαν. 21 Καὶ τότε θὰ σὲ μνηστευθῶ «σὲ τὸν Ἰσραήλ» ὡς ἰδικήν μου μνηστὴν αἰωνίως· θὰ σὲ μνηστευθῶ καὶ θὰ σοῦ προσφέρω δικαιοσύνην καὶ δίκαιες καὶ φιλάνθρωπες ἀποφάσεις καὶ ἔλεος καὶ οἰκτιρμούς, εὐσπλαγχνίαν μεγάλην.
22 καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ ἐν πίστει, καὶ ἐπιγνώσῃ τὸν Κύριον. 22 Θα σε μνηστευθώ ως πιστήν πλέον εις εμέ και συ θα γνωρίσης εμέ, τον Κυριον. 22 Ἀκόμη ἡ μνηστεία μου πρὸς σὲ θὰ εἶναι τρυφερά, γεμάτη συμπάθειαν καὶ πιστότητα· σὺ δὲ θὰ γνωρίσῃς καὶ θὰ ἀναγνωρίσῃς Ἐμέ, τὸν Κύριον.
23 καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἐπακούσομαι τῷ οὐρανῷ, καὶ αὐτὸς ἐπακούσεται τῇ γῇ, 23 Κατά την ειρηνικήν εκείνην περίοδον, λέγει ο Κυριος, θα εισακούσω και θα απαντήσω στον ουρανόν και ο ουρανός θα απαντήση εις την γην, στέλλων ζωογόνον βροχήν 23 Κατὰ δὲ τὴν εὐφρόσυνον καὶ εὐτυχισμένην ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο, λέγει ὁ Κύριος· θὰ ὑπάρξῃ πλήρης ἁρμονία μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς· θὰ ἀκούσω μὲ προσοχὴν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ ἀπαντήσω· καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀκούσῃ μὲ προσοχὴν εἰς τὴν γῆν καὶ θὰ ἀπαντήσῃ μὲ βροχήν·
24 καὶ ἡ γῆ ἐπακούσεται τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ αὐτὰ ἐπακούσεται τῷ ᾿Ιεζραέλ. 24 η δε γη θα απαντήση στον ουρανόν, παράγουσα σίτον και οίνον και έλαιον. Ολα δε αυτά θα προσφερθούν δια την ειρηνικήν και αρμονικήν ζωήν του Ιεζραέλ. 24 καὶ ἡ γῆ θὰ ἀκούσῃ μὲ προσοχὴν εἰς τὸν οὐρανόν, ποὺ τῆς ἔστειλε τὴν ζωογόνον βροχήν, καὶ θὰ δώσῃ ὡς καρπὸν τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι· καὶ αὐτὰ θὰ ἀκούσουν μὲ προσοχὴν εἰς τὸν Ἰεζραὲλ καὶ θὰ ἀπαντήσουν. Ἑπομένως ὅλα - Θεός, οὐρανός, γῆ, Ἰσραήλ - θὰ συμβάλουν εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἁρμονίας καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῆς θείας εὐνοίας εἰς τὴν χώραν.
25 καὶ σπερῶ αὐτὴν ἐμαυτῷ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐλεήσω τὴν Οὐκ-ἠλεημένην καὶ ἐρῶ τῷ Οὐ-λαῷ-μου· λαός μου εἰ σύ, καὶ αὐτὸς ἐρεῖ· Κύριος ὁ Θεός μου εἶ σύ. 25 Θα διασπείρω και θα εγκαταστήσω τον νέον Ισραήλ εις την χώραν, θα ελεήσω την Ουκ-ηλεημένην και στον Ου-λαόν μου θα είπω· “συ είσαι λαός μου”. Και εκείνος θα απαντήση· “συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου”. 25 Καὶ θὰ σκορπίσω καὶ θὰ σπείρω αὐτήν «τὸν νέον Ἰσραὴλ δι’ Ἐμὲ εἰς τὴν γῆν· καὶ θὰ ἐλεήσω τὴν «μὴ ἠλεημένην» καὶ θὰ εἴπω εἰς τὸν «μὴ λαόν» μου: «Σὺ εἶσαι λαός μου» αὐτὸς δὲ θὰ εἴπῃ: «Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός μου».