Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΩΣΗΕ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΡΘΡΟΥ ἀπερρίφησαν, ἀπερρίφη βασιλεὺς ᾿Ισραήλ· ὅτι νήπιος ᾿Ισραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα αὐτὸν καὶ ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ. 1 Ωσάν εις όρθρον, όταν ακόμη εκοιμώντο, απερρίφθησαν αιφνιδίως οι Ισραηλίται. Απερρίφθη ο βασιλεύς του Ισραήλ. Οταν ο ισραηλιτικός λαός διήρχετο την νηπιακήν του ηλικίαν, εγώ τον ηγάπησα και τον εκάλεσα από την Αίγυπτον, αυτόν και τους απογόνους του. 1 Ενῶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπερίμεναν τὴν βοήθειαν τῶν Ἀσσυρίων νὰ φανῇ εἰς αὐτοὺς ὡς ὄρθρος, δηλαδὴ ἔξαφνα καὶ ταχύτατα, εἰς τόσον σύντομον χρόνον, ὅσον διαρκεῖ ὁ ὄρθρος, ἀπερρίφθησαν· ἀπερρίφθη ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ. Διότι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ὑποστοῦν τὴν τιμωρίαν τῆς καταστροφῆς καὶ αἰχμαλωσίας ἕνεκα τῆς ἀνοησίας καὶ τῆς νηπιώδους διανοίας των «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὅταν ὁ Ἰσραὴλ ἦταν εἰς νηπιακὴν ἡλικίαν, Ἐγὼ τὸν ἀγάπησα». Ἐγὼ ἀγάπησα τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἐκάλεσα τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ «τοῦ Ἰσραήλ» ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν δουλείαν.
2 καθὼς μετεκάλεσα αὐτούς, οὕτως ἀπῴχοντο ἐκ προσώπου μου· αὐτοὶ τοῖς Βααλεὶμ ἔθυον καὶ τοῖς γλυπτοῖς ἐθυμίων. 2 Με όσην αγάπην και δύναμιν εκάλεσα αυτούς από την δουλείαν της Αιγύπτου, με τόσην ορμήν και αδιαφορίαν απεμακρύνθησαν από εμέ. Αυτοί εθυσίαζαν εις τα διάφορα αγάλματα του Βααλ και προσέφεραν θυμιάματα εις τα γλυπτά είδωλα. 2 Ἀλλὰ μὲ ὅσην δύναμιν ἀγάπης τοὺς ἐκάλεσα καὶ τοὺς ἀπήλλαξα ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου, μὲ τόσην δύναμιν ἀγνωμοσύνης αὐτοὶ ἔστρεψαν τὰ νῶτα των καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Ἐμέ. Αὐτοὶ ἐθυσίαζαν εἰς τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ ἐπρόσφεραν θυμίαμα εἰς τὰ γλυπτὰ εἴδωλα τῶν ἄλλων θεῶν.
3 καὶ ἐγὼ συνεπόδισα τὸν ᾿Εφραίμ, ἀνέλαβον αὐτὸν ἐπὶ τὸν βραχίονά μου, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι ἴαμαι αὐτούς. 3 Εγώ εν τούτοις είμαι εκείνος που έμαθα τον λαόν του Ισραήλ να στέκεται εις τα πόδια του και να βαδίζη. Τον επήρα εις την αγκαλιά μου· άλλα αυτοί δεν ανεγνώρισαν ότι εγώ τους εθεράπευσα και τους εγλύτωσα από τα δεινά της δουλείας. 3 Ἐγὼ ὡσὰν ἄλλη στοργικὴ τροφὸς ἐσπαργάνωσα τὸν Ἐφραίμ «τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν» καὶ τὸν ἀνέλαβα εἰς τὴν ἀγκαλιά μου. Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως αὐτοὶ δὲν ἀνεγνώρισαν ὅτι, μὲ τὸ νὰ ἐξολοθρεύω ἄλλα ἔθνη, ἰάτρευα καὶ ὠφελοῦσα αὐτούς, διότι τοὺς ἀπήλλασσα ἀπὸ τὴν δουλείαν.
4 ἐν διαφθορᾷ ἀνθρώπων ἐξέτεινα αὐτοὺς ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεώς μου καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς ραπίζων ἄνθρωπος ἐπὶ τὰς σιαγόνας αὐτοῦ· καὶ ἐπιβλέψομαι πρὸς αὐτόν, δυνήσομαι αὐτῷ. 4 Ανθρωποι εξωλοθρεύθησαν, όταν εγώ ήπλωνα προς αυτούς τα χέρια μου εν τω δεσμώ της αγάπης μου. Εγώ θα είμαι δι' αυτούς, όπως ο στοργικός πατήρ, ο οποίος ραπίζει τας παρειάς του παιδιού του εις διόρθωσιν. Θα επιβλέψω με στοργήν προς τον λαόν αυτόν και με την άπειρον δύναμίν μου θα τον σώσω. 4 Τότε ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν φθοροποιὸν λάκκον τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου, ἔρριψα τὰ σχοινιὰ τῆς ἀγάπης μου καὶ τοὺς ἀνέσυρα. Ἐπειδὴ τοὺς ἀγάπησα ὡς μικρὸ παιδί, ὅταν τοὺς τιμωρῷ, ὁμοιάζω μὲ φιλόστοργον πατέρα, ποὺ ραπίζει τὸ παιδί του εἰς τὶς σιαγόνες πρὸς παιδαγωγίαν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς τιμωρήσω, θὰ ρίψω εἰς αὐτοὺς εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα καὶ θὰ ἠμπορέσω νὰ τοὺς σώσω «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ τοὺς κυττάξω μὲ αὐστηρὸν βλέμμα, καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἀρκετὸν διὰ νὰ γίνω κύριός των καὶ νὰ ἐξαφανίσω τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ ὑπάρχει μεταξύ των».
5 κατῴκησεν ᾿Εφραὶμ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ᾿Ασσοὺρ αὐτὸς βασιλεὺς αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἠθέλησεν ἐπιστρέψαι. 5 Αλλά ο ισραηλιτικός λαός δια τας αμαρτίας μου μετεφέρθη αιχμάλωτος εις την χώραν της Αιγύπτου. Οι Ασσύριοι θα βασιλεύουν επάνω εις αυτόν, διότι δεν ηθέλησε να επιστρέψη εν μετανοία προς τον Θεόν του. 5 Ὀσεσδήποτε φορὲς καὶ ἂν καταφύγῃ ὁ Ἐφραίμ «ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός» εἰς τὴν Αἴγυπτον, ζητῶν ἀπὸ ἐκεῖ βοήθειαν καὶ συμμαχίαν, δὲν θὰ ἀποφύγῃ τὴν ὑποδούλωσίν του εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, διότι δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν ἐν μετανοίᾳ εἰς Ἐμὲ, τὸν Θεόν του «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ Ἐφραὶμ θὰ ὁδηγηθῇ αἰχμάλωτος εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ οἱ Ἀσσύριοι θὰ κυριαρχήσουν ἐπ' αὐτοῦ, διότι...».
6 καὶ ἠσθένησε ρομφαία ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτοῦ καὶ κατέπαυσεν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ φάγονται ἐκ τῶν διαβουλίων αὐτῶν. 6 Η πολεμική του ρομφαία έγινε ασθενής και αδύνατος δια την υπεράσπισιν των πόλεών του. Τα χέρια του ητόνησαν και έπαυσαν να την χειρίζωνται. Ετσι δε θα φάγουν και θα απολαύσουν τους καρπούς των κακών επιθυμιών και αποφάσεών των. 6 Ἡ πολεμικὴ ρομφαία ἀπεδείχθη ἀνίσχυρος εἰς τὰ χέρια των, διὰ νὰ ὑπερασπίσουν τις πόλεις των, καὶ οἱ πολεμικοὶ ἄνδρες ἔπαυσαν νὰ ἐνεργοῦν κάτι τὸ πολεμικὸν ἔτσι θὰ δρέψουν ἀναγκαστικῶς τοὺς καρπούς τῶν πονηρῶν των βουλευμάτων καὶ ἀποφάσεων.
7 καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐπικρεμάμενος ἐκ τῆς κατοικίας αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ τίμια αὐτοῦ θυμωθήσεται, καὶ οὐ μὴ ὑψώσῃ αὐτόν. 7 Ο ταλαιπωρημένος τότε εις την εξορίαν του Ισραηλιτικός λαός, θα λαχταρά και θα κρέμαται δια την πάτριον γην. Ο Θεός όμως δια τας αμαρτίας του έχει οργισθή εναντίον των πολυτίμων του πραγμάτων, δηλαδή εναντίον του λαού, της χώρας και του ναού. Δεν θα ενισχύση εις επάνοδον και δεν θα δοξάση τον ισραηλιτικόν λαόν. 7 Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, εὑρισκόμενος ἐξόριστος καὶ αἰχμάλωτος, θὰ κρέμεται κυριολεκτικὰ καὶ θὰ λαχταρὰ τὴν πατρίδα του· ὁ Θεὸς ὅμως θὰ ὀργισθῇ κατὰ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδὴ κατὰ τὸν Ναοῦ καὶ ὅσων ὑπάρχουν εἰς αὐτόν, καὶ δὲν θὰ ὑψώσῃ τὸν Ἰσραὴλ ἀνιστῶν εἰς τὴν Σαμάρειαν βασιλέα ἢ ἄρχοντας.
8 τί σε διαθῶμαι, ᾿Εφραίμ; ὑπερασπιῶ σου, ᾿Ισραήλ; τί σε διαθῷ; ὡς ᾿Αδαμὰ θήσομαί σε καὶ ὡς Σεβνείμ; μετεστράφη ἡ καρδία μου ἐν τῷ αὐτῷ, συνεταράχθη ἡ μεταμέλειά μου. 8 Πως να διατεθώ απέναντί σου, ισραηλιτικέ λαέ; Να σε υπερασπίσω από τους εχθρούς, που σε απειλούν και σε θλίβουν; Πως να σε μεταχειρισθώ; Να σε φέρω εις την κατάστασιν των πόλεων Αδαμά και Σεβνείμ, που κατεστράφησαν; Συνεοτράφη εντός μου η καρδία μου, συνεκλονίσθη η μεταμέλειά μου. 8 Πῶς νὰ διατεθῶ ἀπέναντί σου, Ἐφραίμ «Ἰσραηλιτικὲ λαέ»; Νὰ σὲ ὑπερασπίσω, Ἰσραήλ; Πῶς νὰ σοῦ συμπεριφερθῶ; Νὰ σὲ καταστρέψω ὅπως τὶς πόλεις Ἄδαμα καὶ Σεβωείμ, ποὺ κατεστράφησαν μὲ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα; Ἐν ὅσῳ σὲ κατηγορῶ, συστρέφεται ἡ καρδία μου, συγκλονιζόμενος δὲ καὶ κατακλυζόμενος ἀπὸ τὴν πρὸς σὲ φιλοστοργίαν μου ἔχω μεταμεληθῆ·
9 οὐ μὴ ποιήσω κατὰ τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ μου, οὐ μὴ ἐγκαταλίπω τοῦ ἐξαλειφθῆναι τὸν ᾿Εφραίμ· διότι Θεὸς ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἄνθρωπος· ἐν σοὶ ἅγιος, καὶ οὐκ εἰσελεύσομαι εἰς πόλιν. 9 Δεν θα πράξω, όπως μου υπαγορεύει η δικαία οργή του θυμού μου. Δεν θα εγκαταλείψω τους Ισραηλίτας, ώστε να εξαφανισθούν από προσώπου της γης, διότι εγώ είμαι Θεός και οχι άνθρωπος. Υπάρχουν και κάποιοι πιστοί και δίκαιοι ανάμεσα στον λαόν σου, Ισραήλ. Δια τούτο δεν θα εισέλθω εις τας πόλεις σου, δια να καταστρέψω αυτάς εξ ολοκλήρου. 9 καὶ δὲν θὰ ἐνεργήσω σύμφωνα μὲ τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ μου. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω τὸν Ἐφραίμ «τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν», ὥστε νὰ ἐξολοθρευθῇ. Διότι Ἑγὼ εἶμαι Θεὸς ἀγαθὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος, ποὺ δίδει τὴν νίκην εἰς τὴν ὀργήν. Διότι εἶμαι ἅγιος καὶ καθιστῶ γνωστὴν μεταξύ σου τὴν ἁγιότητά μου καὶ δὲν θὰ εἰσέλθω εἰς τὶς πόλεις σου διὰ νὰ σὲ καταστρέψω «ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Διότι ὑπάρχουν ἅγιοι μεταξύ σου καὶ χάριν αὐτῶν δὲν θὰ εἰσέλθω εἰς τὶς πόλεις σου διὰ νὰ σὲ καταστρέψω».
10 ὀπίσω Κυρίου πορεύσομαι· ὡς λέων ἐρεύξεται, ὅτι αὐτὸς ὠρύσεται, καὶ ἐκστήσονται τέκνα ὑδάτων. 10 Και ο Ισραήλ συντετριμμένος από την αγάπην του Κυρίου λέγει· “οπίσω από τον Κυριον θα πορευθώ. Ο Κυριος θα βρυχηθή ως λέων. Οταν δε εκείνος βρυχηθή ως λέων εν τη δυνάμει του, όλοι θα ταραχθούν όπως ταράσσονται τα ψάρια εις απροσδόκητον θόρυβον των υδάτων”. 10 Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπαντᾷ εἰς τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ: «Ἐγὼ ὁ ἀποστάτης θὰ ἀκολουθήσω τὸν Κύριον. Ὁ παντοδύναμος Κύριος θὰ βρυχηθῇ ὡσὰν λιοντάρι· ὅταν δὲ βρυχηθῇ καὶ οὐρλιάζῃ ὡσὰν λιοντάρι, θὰ γεμίσῃ φόβον καὶ τρόμον τοὺς Βαβυλωνίους, ὅπως τρομοκρατοῦνται τὰ ψάρια, τὰ ὁποῖα οὔτε κτύπον ἀνέχονται οὔτε σκιὰν ἀνθρωπίνην».
11 ἐκστήσονται ὡς ὄρνεον ἐξ Αἰγύπτου καὶ ὡς περιστερὰ ἐκ γῆς ᾿Ασσυρίων· καὶ ἀποκαταστήσω αὐτούς εἰς τοὺς οἴκους αὐτῶν, λέγει Κύριος. 11 Οι Ισραηλίται θα πτερυγίσουν από την Αίγυπτον ωσάν πτηνά, ωσάν περιστεραί από την χώραν των Ασσυρίων. Εγώ δε θα αποκαταστήσω αυτούς εις τας οικίας των, λέγει ο Κυριος. 11 Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ πετάξουν ὡς πτηνὰ καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ὡς περιστερὲς ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων. Καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω εἰς τὴν πατρίδα καὶ τοὺς οἴκους των, λέγει ὁ Κύριος.