Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51 (ΝΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΙΗΣΟΥ ΥΙΟΥ ΣΕΙΡΑΧ. - ᾿Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε βασιλεῦ, καὶ αἰνέσω σε Θεὸν τὸν σωτῆρά μου, ἐξομολογοῦμαι τῷ ὀνόματί σου, 1 ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΙΗΣΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΣΕΙΡΑΧ. Θα σε δοξολογήσω, Κυριε Βασιλεύ, θα υμνολογήσω σέ, τον Θεόν τον σωτήρα μου. Θα δοξολογήσω το Ονομά σου· 1 Θὰ σὲ δοξολογήσω, Κύριε βασιλεῦ, καὶ θὰ ἀνυμνήσω Σέ, τὸν Σωτῆρα μου. Δοξάζω τὸ Ὄνομά σου.
2 ὅτι σκεπαστὴς καὶ βοηθὸς ἐγένου μοι καὶ ἐλυτρώσω τὸ σῶμά μου ἐξ ἀπωλείας καὶ ἐκ παγίδος διαβολῆς γλώσσης, ἀπὸ χειλέων ἐργαζομένων ψεῦδος καὶ ἔναντι τῶν παρεστηκότων ἐγένου μοι βοηθὸς 2 διότι έγινες δι' εμέ σκεπαστής και βοηθός, εγλύτωσες την ζωήν μου από καταστροφήν και από παγίδα συκοφαντικής γλώσσης, από χείλη που εργάζονται το ψεύδος· εγινες βοηθός μου εναντίον των εχθρών μου, οι οποίοι με περιεκύκλωναν. 2 Διότι μοῦ ἔγινες σκεπαστὴς καὶ βοηθός μου, ἔσωσες τὸ σῶμα μου ἀπὸ τῆς καταστροφῆς καὶ ἀπὸ παγίδος γλώσσης συκοφαντικῆς καὶ ἀπὸ χείλη, ποὺ ἐργάζονται συστηματικῶς καὶ ἐσκεμμένως τὸ ψεῦδος. Μοῦ ἔγινες βοηθὸς καὶ ἀπέναντι ἐκείνων, ποὺ παραστέκονται, παραμονεύοντες νὰ μὲ βλάψουν·
3 καὶ ἐλυτρώσω με κατὰ τὸ πλῆθος ἐλέους καὶ ὀνόματός σου ἐκ βρυγμῶν ἑτοίμων εἰς βρῶμα, ἐκ χειρὸς ζητούντων τὴν ψυχήν μου, ἐκ πλειόνων θλίψεων, ὧν ἔσχον, 3 Κατά το μέγα σου έλεος και δια το άγιον Ονομά σου με εγλύτωσες από εχθρούς, οι οποίοι έτριζαν τους οδόντας των έτοιμοι να με καταφάγουν, από τα χέρια εκείνων οι οποίοι επιζητούν να μου αφαιρέσουν την ζωήν και από πολλάς άλλας θλίψεις, τας οποίας είχα. 3 καὶ μὲ ἐγλύτωσες σύμφωνα μὲ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καὶ κατὰ τὸ ὄνομά σου, ποὺ ἐκφράζει ἄπειρον ἀγαθότητα καὶ εὐσπλαγχνίαν, ἀπὸ τριγμοὺς ὀδόντων ἐχθρῶν ἑτοίμων νὰ μὲ φάγουν, καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐζήτουν τὴν ζωήν μου· μὲ ἐγλύτωσες ἀπὸ πολυαρίθμους θλίψεις, τὰς ὁποίας ὑπέστην.
4 ἀπὸ πνιγμοῦ πυρᾶς κυκλόθεν καὶ ἐκ μέσου πυρός, οὗ οὐκ ἐξέκαυσα. 4 Από πνιγμόν, από πυρ που έκαιεν ολόγυρά μου, ανάμεσα από πυρ, το οποίον εγώ δεν είχα ανάψει. 4 Μὲ ἔσωσες ἀπὸ πνιγμὸν φωτιᾶς, ἡ ὁποία μὲ εἶχε κυκλώσει, τὴν ὁποίαν δὲν ἤναψα ἐγώ.
5 ἐκ βάθους κοιλίας ᾅδου καὶ ἀπὸ γλώσσης ἀκαθάρτου καὶ λόγου ψευδοῦς. 5 Με έσωσες από τα βάθη της κοιλίας του άδου, από ακάθαρτον γλώσσαν και από λόγον ψευδή. 5 Μὲ ἐγλύτωσες ἀπὸ τὸ βάθος τῆς κοιλίας τοῦ Ἅδου καὶ ἀπὸ γλῶσσαν ἀκάθαρτον καὶ λόγον ψευδῆ.
6 βασιλεῖ διαβολὴ γλώσσης ἀδίκου. ἤγγισεν ἕως θανάτου ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου ἦν σύνεγγυς ᾅδου κάτω. 6 Αυτό άδικον συκοφαντικήν γλώσσαν, που με διέβαλε προς βασιλέα, ήγγισεν η ψυχή μου έως τον θάνατον και η ζωη μου επλησίασεν εις τα βάθη του άδου. 6 Ὁ λόγος αὐτὸς ἐλέχθη εἰς βασιλέα, ἦτο διαβολὴ καὶ συκοφαντία γλώσσης ἀδίκου. Ἡ ψυχή μου ἤγγισεν εἰς τὸν θάνατον, καὶ ἡ ζωή μου ἦτο πολὺ πλησίον εἰς τὸν Ἅδην κάτω.
7 περιέσχον με πάντοθεν καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν, ἐνέβλεπον εἰς ἀντίληψιν ἀνθρώπων, καὶ οὐκ ἦν. 7 Εχθροί και θλίψεις με περιεκύκλωσαν από όλα τα μέρη και δεν υπήρχε κανείς να με βοηθήση. Προσέβλεπα και επερίμενα ανθρωπίνην βοήθειαν και δεν παρουσιάζετο καμμία. 7 Μὲ περιεκύκλωσαν κίνδυνοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, καὶ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ μὲ βοηθήσῃ. Ἔρριπτα τὰ βλέμματά μου ἀναζητῶν βοήθειαν ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ δὲν ὑπῆρχε καμμία.
8 καὶ ἐμνήσθην τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ τῆς ἐργασίας σου τῆς ἀπ᾿ αἰῶνος, ὅτι ἐξαιρῇ τοὺς ὑπομένοντάς σε καὶ σῴζεις αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐθνῶν. 8 Και τότε, Κυριε, ενεθυμήθην το έλεός σου, τα θαυμαστά έργα σου δια μέσου των αιώνων, ότι δηλαδή βγάζεις από κινδύνους εκείνους, που μένουν πιστοί εις σέ, και τους σώζεις από τα χέρια των ειδωλολατρικών λαών. 8 Καὶ ἐνεθυμήθην τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καὶ τὰ ἔργα σου, ποὺ τὰ ἐργάζεσαι ἀπὸ χρόνων αἰωνίων ἐνεθυμήθην δηλαδή, ὅτι ἐλευθερώνεις καὶ βγάζεις ἀπὸ τὰς δυσκολίας των ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μεθ’ ὑπομονῆς ἐλπίζουν εἰς Σέ, καὶ τοὺς σώζεις ἀπὸ χέρια ἐχθρικά.
9 καὶ ἀνύψωσα ἀπὸ γῆς ἱκετείαν μου καὶ ὑπὲρ θανάτου ρύσεως ἐδεήθην. 9 Και ανύψωσα από την γην προς τον ουρανόν την ικεσίαν μου και θερμώς σε παρεκάλεσα, να με γλυτώσης από τον θάνατον. 9 Καὶ ὕψωσα ἀπὸ τὴν γῆν πρὸς τὸν οὐρανὸν τὴν παράκλησίν μου καὶ ἐδεήθην ὑπὲρ σωτηρίας μου ἐκ τοῦ θανάτου.
10 ἐπεκαλεσάμην Κύριον πατέρα κυρίου μου, μή με ἐγκαταλιπεῖν ἐν ἡμέραις θλίψεως, ἐν καιρῷ ὑπερηφάνων ἀβοηθησίας. 10 Παρεκάλεσα τυν Κυριον, τον πατέρα του Κυρίου μου, να μη με εγκαταλείψη εις τας ημέρας της θλίψεώς μου, εις εποχήν που επικρατούν υπερήφανοι και δεν υπάρχει καμμία βοήθεια από αυτούς. 10 Ἐπεκαλέσθην τὸν Κύριον, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μου, νὰ μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃ εἰς ἡμέρας θλίψεως, εἰς καιρὸν ποὺ θὰ ἰσχύουν οἱ ὑπερήφανοι καὶ θὰ στεροῦμαι βοηθείας.
11 αἰνέσω τὸ ὄνομά σου ἐνδελεχῶς καὶ ὑμνήσω ἐν ἐξομολογήσει. καὶ εἰσηκούσθη ἡ δέησίς μου· 11 Θα επαινώ το Ονομά σου πάντοτε, θα σε δοξολογώ με ευγνωμοσύνην. Η δέησίς μου έγινε δεκτή. 11 Θὰ αἰνῶ τὸ Ὄνομά σου ἀδιακόπως καὶ θὰ Σὲ ὑμνῳ μὲ εὐγνώμονα δοξολογίαν. Καὶ ἡ δέησίς μου εἱσηκούσθη.
12 ἔσωσας γάρ με ἐξ ἀπωλείας καὶ ἐξείλου με ἐκ καιροῦ πονηροῦ. διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαι καὶ αἰνέσω σε καὶ εὐλογήσω τῷ ὀνόματι Κυρίου. 12 Διότι, πράγματι, συ με έσωσες από τον όλεθρον. Με εγλύτωσες εις περίοδον πειρασμών και κινδύνων· δια τούτο θα σε δοξολογώ, θα σε υμνώ, θα ευλογώ το Ονομά σου, Κυριε. 12 Διότι μὲ ἔσωσες ἀπὸ καταστροφὴν καὶ μὲ ἠλευθέρωσες ἀπὸ καιρὸν καὶ περίστασιν κακὴν καὶ ἐπικίνδυνον. Διὰ τοῦτο θὰ σὲ δοξάζω καὶ θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ εὐλογῶ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου.
13 ἔτι ὢν νεώτερος, πρὶν ἢ πλανηθῆναί με, ἐζήτησα σοφίαν προφανῶς ἐν προσευχῇ μου, 13 Οταν ακόμη ήμην νεώτερος, πριν η περιπλανηθώ εις διάφορα μέρη, εζήτησα δια της προσευχής μου ειλικρινώς σοφίαν. 13 Ὅταν ἤμην ἀκόμη πολὺ νέος, προτοῦ περιέλθω διάφορα μέρη, ἐζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὴν προσευχήν μου ρητῶς καὶ σαφῶς Σοφίαν.
14 ἔναντι ναοῦ ἠξίουν περὶ αὐτῆς καὶ ἕως ἐσχάτων ἐκζητήσω αὐτήν. 14 Ενώπιον του ναού σου εζητούσα επιμόνως και με πίστιν αυτήν, και μέχρι τέλους της ζωής μου θα την ζητώ. 14 Ἐνώπιον τοῦ Ναοῦ παρεκάλουν ἐπιμόνως δι' αὐτὴν καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων καὶ τοῦ τέλους μου ταύτην θὰ ζητῶ.
15 ἐξ ἄνθους ὡς περκαζούσης σταφυλῆς εὐφράνθη ἡ καρδία μου ἐν αὐτῇ. ἐπέβη ὁ πούς μου ἐν εὐθύτητι, ἐκ νεότητός μου ἴχνευσα αὐτήν. 15 Από τα άνθη της, όπως από τα ώριμα σταφύλια του κλήματος, ευφρανθή η καρδία μου δι' αυτήν. Χαρις εις αυτήν βαδίζουν τα πόδια μου εις ομαλόν έδαφος. Από την νεότητά μου ηκολούθησα τα ίχνη της. 15 Ἀπὸ τὸ ἄνθος της ὡς ἀπὸ σταφυλῆς, ἥτις ἀρχίζει να ὠριμάζῃ, ηὐφράνθη ἡ καρδία μου ἐξ αὐτῆς. Ὁ πούς μου ἐβάδισε τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν ἀπὸ τὴν νεότητά μου ἠκολούθησα τὰ ἴχνη της.
16 ἔκλινα ὀλίγον τὸ οὖς μου καὶ ἐδεξάμην καὶ πολλὴν εὗρον ἐμαυτῷ παιδείαν. 16 Επί ολίγον έτεινα το αυτί μου και εδέχθην την σοφίαν και ελαβα πολλήν μόρφωσιν από αυτήν. 16 Ἐσκυψα ἐπ' ὀλίγον τὸ αὐτί μου καὶ τὴν ἐδέχθην καὶ εὗρον διὰ τὸν ἑαυτόν μου πολλὴν μόρφωσιν καὶ μάθησιν.
17 προκοπὴ ἐγένετό μοι ἐν αὐτῇ· τῷ διδόντι μοι σοφίαν δώσω δόξαν. 17 Χαρις εις αυτήν εσημείωσα προκοπήν. Εις τον Κυριον, ο οποίος δίδει την σοφίαν, θα αποδώσω ευγνωμοσύνην και δοξολογίαν. 17 Προκοπὴ καὶ πρόοδος μοῦ ἦλθε δι’ αὐτῆς. Εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μοῦ δίδει Σοφίαν, θὰ δώσω καὶ ἐγὼ δόξαν.
18 διενοήθην γὰρ τοῦ ποιῆσαι αὐτὴν καὶ ἐζήλωσα τὸ ἀγαθὸν καὶ οὐ μὴ αἰσχυνθῶ. 18 Εσκέφθην και απεφάσισα να εφαρμόσω όσα αυτή διδάσκει. Ηγάπησα με ζήλον το αγαθόν και δεν εντροπιάσθην. 18 Διότι ἀπεφάσισα νὰ καταστήσω αὐτὴν πρᾶξιν εἰς τὴν ζωήν μου, καὶ ὑπῆρξα ζηλωτῆς τοῦ ἀγαθοῦ καὶ δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ.
19 διαμεμάχισται ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῇ καὶ ἐν ποιήσει λιμοῦ διηκριβησάμην. τὰς χεῖράς μου ἐξεπέτασα πρὸς ὕψος καὶ τὰ ἀγνοήματα αὐτῆς ἐπένθησα. 19 Ηγωνίσθη η ψυχή μου, δια να την αποκτήσω. Ηρεύνησα και εξηκρίβωσα και εδέχθην τας αληθείας της με τόσην βουλιμίαν, ωσάν εκείνην που αισθάνεται ο ευρισκόμενος εις λιμόν. Υψωσα ικετευτικάς τας χείρας μου προς τον ουρανόν, επένθησα δι' όσας αληθείας αυτής δεν εγνώριζα. 19 Μάχην διεξήγαγεν ἡ ψυχή μου πρὸς ἀπόκτησιν αὐτῆς, καὶ μὲ προσπάθειαν, κατὰ τὴν ὁποίαν παρημέλουν ἀκόμη καὶ τὸ φαγητὸν καὶ ἐδοκίμαζα πεῖναν, ἐξηκρίβωσα αὐτήν. Ἐξέτεινα τὰς χεῖρας μου πρὸς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐλυπούμην δι’ ὅσα ἠγνόουν ἐκ τῆς σοφίας.
20 τὴν ψυχήν μου κατεύθυνα εἰς αὐτήν, καρδίαν ἐκτησάμην μετ᾿ αὐτῆς ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ ἐν καθαρισμῷ εὗρον αὐτήν, διὰ τοῦτο οὐ μὴ ἐγκαταλειφθῶ· 20 Την ψυχήν μου κατηύθυνα προς αυτήν· δι' αυτής απέκτησα καρδίαν αγαθήν ευθύς εξ αρχής, ευρήκα καθαρότητα βίου. Δια τούτο δεν θα εγκαταλειφθώ από αυτήν. 20 Διηύθυνα τὴν ψυχήν μου κατ' εὐθεῖαν πρὸς αὐτήν, ἀπέκτησα μετ’ αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ φωτισμοῦ τῆς ἐξ ἀρχῆς νέαν καρδίαν καὶ διὰ τῆς καθαρότητος τοῦ βίου εὗρον αὐτὴν δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλειφθῶ.
21 καὶ ἡ κοιλία μου ἐταράχθη τοῦ ἐκζητῆσαι αὐτήν· διὰ τοῦτο ἐκτησάμην ἀγαθὸν κτῆμα. 21 Το εσωτερικόν μου συνεκλονίσθη από τον πόθον της αναζητήσεώς της. Δια τούτο και απέκτησα το πολύτιμον τούτο αγαθόν. 21 Τὰ σπλάγχνα μου καὶ τὸ ἐσωτερικόν μου συνεκινήθησαν καὶ ἐταράχθησαν πρὸς ἀναζήτησιν της· δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἀπέκτησα πολύτιμον ἀπόκτημα.
22 ἔδωκε Κύριος γλῶσσάν μοι μισθόν μου, καὶ ἐν αὐτῇ αἰνέσω αὐτόν. 22 Δια τους κόπους μου ο Κυριος μου έδωσεν ως μισθόν ευχέρειαν γλώσσης, και με αυτήν θα δοξολογώ τον Κυριον. 22 Μοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος ὡς ἀνταπόδοσιν καὶ ἀμοιβὴν γλῶσσαν καὶ ἱκανότητα λόγου, καὶ μὲ αὐτὴν θὰ Τὸν ἀνυμνῶ.
23 ἐγγίσατε πρός με, ἀπαίδευτοι, καὶ αὐλίσθητε ἐν οἴκῳ παιδείας, 23 Πλησιάσατε προς εμέ σεις, οι οποίοι δεν έχετε μόρφωσιν, και κατοικήσατε στον οίκον της παιδείας. 23 Πλησιάσατέ με, σεῖς οἵτινες στερεῖσθε μορφώσεως, καὶ διαμείνατε μονίμως εἰς τὸν οἶκον τῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ παιδεύσεως.
24 τί ὅτι ὑστερεῖτε ἐν τούτοις καὶ αἱ ψυχαὶ ὑμῶν διψῶσι σφόδρα; 24 Διατί στερείσθε από τα αγαθά της σοφίας και αι ψυχαί σας κυριαρχούνται από μεγάλην δίψαν; 24 Διατὶ καθυστερεῖτε εἰς αὐτά, τὰ ὁποῖα σχετίζονται πρὸς τὴν ἀπόκτησιν τῆς Σοφίας, καὶ αἱ ψυχαί σας διψοῦν πάρα πολύ;
25 ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἐλάλησα· κτήσασθε ἑαυτοῖς ἄνευ ἀργυρίου. 25 Ηνοιξα το στόμα μου και ελάλησα· αποκτήσατε δια τον εαυτόν σας την σοφίαν, χωρίς να πληρώσετε τίποτε. 25 Ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὡμίλησα; Ἀποκτήσατε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας Σοφίαν δωρεὰν καὶ ἄνευ χρημάτων.
26 τὸν τράχηλον ὑμῶν ὑπόθετε ὑπὸ ζυγόν, καὶ ἐπιδεξάσθω ἡ ψυχὴ ὑμῶν παιδείαν· ἐγγύς ἐστιν εὑρεῖν αὐτήν. 26 Κοψατε τον αυχένα σας και τεθήτε κάτω από τον αγαθόν ζυγόν της, η δε ψυχή σας ας δεχθή την αληθινήν μόρφωσιν. Πλησίον είναι η υγιής μόρφωσις και είναι δυνατόν να την εύρη κανείς. 26 Θέσατε τὸν τράχηλόν σας ὑποκάτω τοῦ ζυγοῦ της, καὶ ἡ ψυχή σας ἂς δεχθῇ προθύμως παιδαγωγίαν. Εἶναι πολὺ πλησίον διὰ νὰ τὴν εὕρητε.
27 ἴδετε ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν ὅτι ὀλίγον ἐκοπίασα καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν. 27 Ιδέτε με τα ίδια σας τα μάτια και κατανοήσατε καλά ότι εγώ ολίγον εκοπίασα και ευρήκα δια τον εαυτόν μου πολλήν ανάπαυσιν με την γνώσιν της σοφίας. 27 Ἴδετε μὲ τὰ μάτια σας ὅτι ὀλίγον ἐκοπίασα καὶ εὗρον διὰ τὸν ἑαυτόν μου πολλὴν ἀνάπαυσιν.
28 μετάσχετε παιδείας ἐν πολλῷ ἀριθμῷ ἀργυρίου καὶ πολὺν χρυσὸν κτήσασθε ἐν αὐτῇ. 28 Αγοράσατε και κάμετε κτήμα σας την σοφίαν και με πολλά χρήματα εν ανάγκη. Αποκτήσατέ την με πολύν χρυσόν. 28 Λάβετε μετοχὴν καὶ πεῖραν τῆς παιδαγωγίας, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ ἀποκτήσητε αὐτὴν μὲ πολὺν ἀριθμὸν ἀργυρῶν νομισμάτων, καὶ δι’ αὐτῆς θὰ ἀποκτήσετε πολὺν χρυσόν.
29 εὐφρανθείη ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἐν τῷ ἐλέει αὐτοῦ, καὶ μὴ αἰσχυνθείητε ἐν αἰνέσει αὐτοῦ. 29 Είθε να ευφρανθή η ψυχή σας με το έλεος του Κυρίου και να μη υποσταλήτε ποτέ εις δοξολογίαν αυτού. 29 Εἴθε νὰ εὐφραίνεται ἡ ψυχή σας μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ μὴ δοκιμάζετε ἐντροπὴν καὶ συστολήν, ὅταν θὰ Τὸν δοξάζετε.
30 ἐργάζεσθε τὸ ἔργον ὑμῶν πρὸ καιροῦ, καὶ δώσει τὸν μισθὸν ὑμῶν ἐν καιρῷ αὐτοῦ. 30 Καμετε το έργον αυτό, πριν η περάση ο καιρός, και ο Κυριος θα σας δώση τον δίκαιον μισθόν σας στον κατάλληλον καιρόν. 30 Συντελέσατε τὸ ἐπιβεβλημένον εἰς σᾶς ἔργον, πρὶν ἢ ἔλθῃ ὁ καιρὸς καὶ εἶναι πλέον ἀργά, καὶ θὰ δώσῃ ὁ Κύριος τὸν μισθόν σας εἰς τὸν καιρὸν τῆς δικαιοκρισίας του.