Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 (Μ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΣΧΟΛΙΑ μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς ᾿Αδὰμ ἀφ᾿ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων· 1 Μεγάλη και πολυμέριμνος απασχόλησις έχει επιβληθή εις κάθε άνθρωπον. Βαρύς ζυγός επάνω στους υιούς του Αδάμ από της ημέρας, από της οποίας ο καθένας γεννάται μέχρι της ημέρας, που θα επιστρέψη εις την γην, την μητέρα όλων. 1 Μεγάλη ἀπασχόλησις καὶ φροντὶς ἔχει δημιουργηθῇ διὰ κάθε ἄνθρωπον καὶ ζυγὸς βαρὺς ἔχει ἐπιβληθῇ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας των, μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν διὰ τοῦ θανάτου του ὁ καθένας των εἰς τὴν μητέρα ὅλων, τὴν γῆν.
2 τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν καὶ φόβον καρδίας, ἐπίνοια προσδοκίας, ἡμέρα τελευτῆς. 2 Εκείνο που εμβάλλει μελαγχολίαν στους διαλογισμούς του και φόβον εις την καρδίαν, είναι η σκέψις και η αγωνιώδης προσμονή της ημέρας του θανάτου. 2 Ἐκεῖνο ποὺ ταράσσει τὰς σκέψεις των καὶ προκαλεῖ τὸν φόβον τῆς καρδίας των, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀναμονῆς καὶ προσδοκίας τῆς ἡμέρας τῆς τελευτῆς καὶ τοῦ θανάτου.
3 ἀπὸ καθημένου ἐπὶ θρόνου ἐν δόξῃ καὶ ἕως τεταπεινωμένου ἐν γῇ καὶ σποδῷ, 3 Εις όλους συμβαίνει αυτό, από τον άνθρωπον ο οποίος κάθεται επάνω εις ένδοξον θρόνον, μέχρι τον άθλιον πτωχόν που κάθεται επάνω στο χώμα και την στάκτην, 3 Δημιουργεῖται δὲ ἡ ἀγωνία καὶ ὁ φόβος αὐτὸς ἀνεξαιρέτως εἰς ὅλους· ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κάθηται ἐπὶ θρόνου δοξασμένου καὶ βασιλικοῦ, ἕως ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ταπεινωμένος καὶ πεσμένος κάτω εἰς τὸ χῶμα καὶ τὴν στάκτην·
4 ἀπὸ φοροῦντος ὑάκινθον καὶ στέφανον καὶ ἕως περιβαλλομένου ὠμόλινον, 4 από τον άρχοντα που φορεί πολύτιμον κυανούν χιτώνα και στεφάνι στο κεφάλι και έως εκείνον, που φορεί ως ιμάτιον ένα χονδροκαμωμένον λίνον ύφασμα· 4 ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φορεῖ ἔνδυμα πορφύρας βασιλικῆς καὶ φέρει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του στέφανον, καὶ μέχρις ἐκείνου ποὺ περιβάλλεται μὲ χονδρὸν ροῦχον ἀπὸ ἀκατέργαστον λινάρι.
5 θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ σάλος καὶ φόβος θανάτου καὶ μηνίαμα καὶ ἔρις· καὶ ἐν καιρῷ ἀναπαύσεως ἐπὶ κοίτης ὕπνος νυκτὸς ἀλλοιοῖ γνῶσιν αὐτοῦ. 5 ο θυμός, η ζηλοφθονία, η ταραχή, η αναστάτωσις, ο φόβος του θανάτου, η οργή και η έρις, ταράσσουν και συγκλονίζουν όλους τους ανθρώπους. Και όταν ο άνθρωπος αναπαύεται κατά την νύκτα εις την κλίνην του, ο νυκτερινός ύπνος αλλοιώνει και επιδεινώνει τας σκέψεις και ανησυχίας. 5 Ἡ παραφορὰ καὶ ἡ ζηλοτυπία, ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἀναστάτωσις, ὁ φόβος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀντιπάθεια καὶ ἡ φιλονικία συνοδεύουν τὸν ἄνθρωπον, ὅταν δὲν κοιμᾶται· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀναπαύσεως ἐπὶ τῆς κλίνης του ὁ ὕπνος τῆς νυκτὸς μεταβάλλει τὴν ἀπόφασιν καὶ τὰ σχέδιά του.
6 ὀλίγον ὡς οὐδὲν ἐν ἀναπαύσει, καὶ ἀπ᾿ ἐκείνου ἐν ὕπνοις ὡς ἐν ἡμέρᾳ σκοπιᾶς τεθορυβημένος ἐν ὁράσει καρδίας αὐτοῦ, ὡς ἐκπεφευγὼς ἀπὸ προσώπου πολέμου. 6 Αναπαύεται ολίγον, που ισοδυναμεί μάλλον με το τίποτε, και κατά το ελάχιστον αυτό χρονικόν διάστημα του φαίνεται ωσάν να είναι επάνω εις φυλάκιον περιστοιχιζόμενος από εχθρούς. Αναστατώνεται από τα φαντάσματα αυτά του πνεύματός του, ευρίσκεται ακόμη υπό το κράτος του τρόμου, ως εάν έχη διαφύγει από φονικήν μάχην. 6 Ὀλίγον τι, ὅσον σχεδὸν τὸ τίποτε, διατελεῖ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐν ἀναπαύσει, καὶ ἀπὸ τὸ ὀλίγον αὐτὸ τῆς ἀναπαύσεώς του κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ νυκτερινοῦ ὕπνου ἀναστατώνεται ταρασσόμενος καὶ θορυβούμενος ἀπὸ τὸν ἐφιάλτην τῆς καρδίας του, τὸν ὁποῖον βλέπει, σὰν νὰ εἶναι ἐν καιρῷ ἡμέρας φρουρὸς εἰς σκοπιὰν καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς ἀπὸ κάποιαν μάχην εἰς ὤραν πολέμου.
7 ἐν καιρῷ σωτηρίας αὐτοῦ ἐξηγέρθη καὶ ἀποθαυμάζων εἰς οὐδένα φόβον. 7 Κατά την στιγμήν δέ που νομίζει εν τω ονείρω του ότι διεσώθη αυτό την φονικήν μάχην, απορεί και ο ίδιος δια τον αδικαιολόγητον και ανύπαρκτον φόβον του. 7 Καθ' ἣν δὲ ὥραν φαντάζεται ὅτι ἐσώθη ἀπὸ τὴν μάχην, ἀφυπνίζεται καὶ σηκώνεται ὄρθιος καὶ θαυμάζει, πληροφορούμενος ὅτι ὁ φόβος του ἦτο μάταιος καὶ δὲν εἶχε κανένα λόγον.
8 μετὰ πάσης σαρκὸς ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ ἐπὶ ἁμαρτωλῶν ἑπταπλάσια πρὸς ταῦτα· 8 Ολα αυτά συμβαίνουν εις κάθε έμβιον ον, από του ανθρώπου μέχρι του ζώου. Εις τους αμαρτωλούς όμως είναι αυτά επτά φορές περισσότερα. 8 Τοιαῦτα συμβαίνουν εἰς κάθε δημιούργημα, ποὺ φέρει σάρκα, ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τοῦ κτήνους, εἰς δὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἑπτὰ φορὰς περισσότερα καὶ χειρότερα ἀπὸ αὐτά.
9 θάνατος καὶ αἷμα καὶ ἔρις καὶ ρομφαία, ἐπαγωγαί, λιμὸς καὶ σύντριμμα καὶ μάστιξ, 9 Διότι ο βίαιος και πρόωρος θάνατος, ο φόνος, η διχόνοια, η μάχαιρα, αι θεομηνίαι, ο λιμός, ο όλεθρος και αι άλλαι μάστιγες, 9 Θάνατος καὶ αἱματοκύλισμα καὶ φιλονικία καὶ ξίφος κοπτερόν, συμφοραὶ καὶ πεῖνα καὶ συντριπτικὴ καταστροφὴ καὶ τιμωρία.
10 ἐπὶ τοὺς ἀνόμους ἐκτίσθη ταῦτα πάντα, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ἐγένετο ὁ κατακλυσμός. 10 όλα αυτά έχουν προορισθή δια τους παρανόμους, προς τιμωρίαν των οποίων άλλωστε εις την παλαιάν εποχήν έγινε και ο κατακλυσμός. 10 Ὅλα αὐτὰ ὡρίσθησαν διὰ τοὺς παραβαίνοντας τὸν θεῖον Νόμον, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἔγινε ὁ κατακλυσμός.
11 πάντα, ὅσα ἀπὸ γῆς, εἰς γῆν ἀναστρέφει, καὶ ἀπὸ ὑδάτων εἰς θάλασσαν ἀνακάμπτει. 11 Ολα όσα προέρχονται από την γην, επιστρέφουν εις την γην. Ολα όσα εξέρχονται από τα ύδατα επιστρέφουν εις την θάλασσαν. 11 Ὅλα, ὅσα προῆλθον ἐκ τῆς γῆς, ἐπιστρέφουν πάλιν εἰς τὴν γῆν καὶ ὅσα ἐξῆλθον ἀπὸ τὰ νερά, γυρίζουν πάλιν εἰς τὴν θάλασσαν.
12 Πᾶν δῶρον καὶ ἀδικία ἐξαλειφθήσεται, καὶ πίστις εἰς τὸν αἰῶνα στήσεται. 12 Παράνομα δώρα, δωροδοκίαι και αδικίαι δεν θα πιάσουν τόπον· θα εξαλειφθούν. Η αξιοπιστία όμως μένει στους αιώνας των αιώνων. 12 Κάθε δωροδοκία καὶ ἀδικία θὰ ἐξαλειφθῇ καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ, ἡ ἐμπιστοσύνη ὅμως καὶ ἡ πιστότης εἰς τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν θὰ σταθῇ καὶ θὰ παραμείνῃ αἰωνίως.
13 χρήματα ἀδίκων ὡς ποταμὸς ξηρανθήσεται καὶ ὡς βροντὴ μεγάλη ἐν ὑετῷ ἐξηχήσει. 13 Τα πλούτη των αδίκων ανθρώπων θα ξηρανθούν, όπως το νερό του χειμάρρου, όπως η μεγάλη βροντή η οποία αντηχεί εις ώραν βροχής και έπειτα σβήνει ο ήχός της. 13 Τὰ πλούτη τῶν ἀδίκων θὰ ξηρανθοῦν καὶ θὰ ἑξαφανισθοῦν σὰν χείμαρρος καὶ σὰν ξηροπόταμος τοῦ χειμῶνος, καὶ θὰ ἀντηχήσουν ὅπως ἡ μεγάλη βροντὴ κατὰ τὴν διαρκειαν ραγδαίας βροχῆς, διὰ να σβήσῃ εὐθὺς ἀμέσως ὁ ἦχος των.
14 ἐν τῷ ἀνοῖξαι αὐτὸν χεῖρας εὐφρανθήσεται, οὕτως οἱ παραβαίνοντες εἰς συντέλειαν ἐκλείψουσιν. 14 Οπως όταν ανοίγη κανείς το χέρι του, δια να λάβη κάτι, προς στιγμήν ευχαριστείται, αλλά δεν λαμβάνει, έτσι και εκείνοι που παραβαίνουν τον νόμον του Θεού, προς στιγμήν ευφραίνονται και κατόπιν θα εκλείψουν τελείως. 14 Ὅταν ὁ ἄδικος καὶ παράνομος θὰ ἀνοίξῃ τὰς χεῖρας του διὰ νὰ λάβῃ χρήματα δωροδοκούμενος, θὰ χαρῇ· αὐτοὶ ὅμως, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξολοθρευθοῦν τελείως.
15 ἔκγονα ἀσεβῶν οὐ πληθύνει κλάδους, καὶ ρίζαι ἀκάθαρτοι ἐπ᾿ ἀκροτόμου πέτρας· 15 Οι απόγονοι των ασεβών δεν θα πληθύνουν τους κλάδους του γεννεαλογικού των δένδρου, διότι αι ακάθαρτοι ρίζαι των ανθρώπων αυτών είναι επάνω εις κατάξηρον απότομον βράχον. 15 Οἱ βλαστοὶ τῶν ἀσεβῶν δὲν θὰ πληθύνουν τοὺς κλάδους τῶν ἀπογόνων των, ἀλλὰ θὰ εἶναι σὰν ρίζαι ἀκάθαρτοι καὶ σάπιαι ἐπάνω εἰς σκληρὰν καὶ ἀπότομον πέτραν.
16 ἄχει ἐπὶ παντὸς ὕδατος καὶ χείλους ποταμοῦ πρὸ παντὸς χόρτου ἐκτιλήσεται. 16 Οπως τα υδρόβια φυτά, που φυτρώνουν και ταχέως αναπτύσσονται κοντά εις τα νερά και εις τας όχθας των ποταμών ξερριζώνονται εύκολα η κόβονται ενωρίτερα από κάθε άλλο χόρτον, έτσι και οι ασεβείς. 16 Τὸ εἶδος τοῦ καλάμου, ποὺ φυτρώνει γρήγορα πλησίον εἰς κάθε νερὸν καὶ εἰς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, θὰ κοπῇ καὶ θὰ μαδηθῇ προτήτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο χόρτον. Ἔτσι θὰ ἐξολοθρευθοῦν καὶ οἱ ἄδικοι καὶ παράνομοι.
17 χάρις ὡς παράδεισος ἐν εὐλογίαις, καὶ ἐλεημοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα διαμένει. 17 Η φιλανθρωπία όμως και η ελεημοσύνη είναι ωσάν ένας κήπος ευλογημένος, η δε ελεημοσύνη παραμένει στον αιώνα. 17 Ἡ καλωσύνη ὅμως καὶ εὐεργεσία πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην θὰ εἶναι παράδεισος καὶ κῆπος τερπνὸς καὶ ἀειθαλής, γεμᾶτος ἀπὸ εὐλογίας καὶ ἀγαθά, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἀγαθοεργία παραμένει αἰωνίως.
18 Ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ὁ εὑρίσκων θησαυρόν. 18 Η ζωή του εργατικού και αυτάρκους ανθρώπου είναι γλυκεία. Περισσότερον όμως τυχηρός και από τους δύο είναι εκείνος, που ευρίσκει θησαυρόν. 18 Ἡ ζωὴ ἐκείνου ποὺ ἀρκεῖται εἰς τὰ ὀλίγα, καθὼς καὶ τὸν ἐργάτου, ποὺ τοῦ εἶναι ἀρκετὸν τὸ ἡμερομίσθιόν του, εἶναι εὐχάριστος καὶ γλυκεῖα· παραπάνω ὅμως ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς εὐτυχέστερος εἶναι αὐτὸς ποὺ εὑρίσκει κρυμμένον θησαυρόν, ἀφοῦ αὐτὸς γίνεται ἀμέσως καὶ χωρὶς κόπον πλούσιος.
19 τέκνα καὶ οἰκοδομὴ πόλεως στηρίζουσιν ὄνομα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γυνὴ ἄμωμος λογίζεται. 19 Η απόκτησις πολλών τέκνων και η ανοικοδόμησις μιας πόλεως στηρίζουν και διαιωνίζουν το καλόν όνομα του ανθρώπου. Ανωτέρα όμως και από τα δύο αυτά θεωρείται η άμεμπτος σύζυγος. 19 Τὰ πολλὰ παιδιὰ καὶ ἡ οἰκοδόμησις πόλεως συντελοῦν εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς γενεᾶς καὶ τοῦ θεμελιωτοῦ τῆς πόλεως· παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα ἐκτιμᾶται καὶ λογαριάζεται ἡ ἀκατηγόρητος καὶ ἄμεμπτος γυναῖκα.
20 οἶνος καὶ μουσικὰ εὐφραίνουσι καρδίαν, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ἀγάπησις σοφίας. 20 Ο οίνος και η μουσική, που υπάρχουν εις τα συμπόσια, ευφραίνουν την καρδίαν περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά ευφραίνει η αγάπη της σοφίας. 20 Ὁ οἶνος καὶ ἡ μουσικὴ εὐφραίνουν τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου· παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εὐφραίνει ἡ ἀγάπη τῆς ἀληθινῆς Σοφίας.
21 αὐλὸς καὶ ψαλτήριον ἡδύνουσι μέλι, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γλῶσσα ἡδεῖα. 21 Ο αυλός και το ψαλτήρι αναδίδουν ήχους γλυκείς ωσάν το μέλι· ανώτερον όμως και από τα δύο αυτά μουσικά όργανα είναι η γλυκεία γλώσσα. 21 Ἡ φλογερὰ καὶ τὸ διὰ τῶν χειρῶν παιζόμενον ψαλτήριον παράγουν γλυκεῖς σὰν μέλι ἤχους· παραπάνω ὅμως καὶ περισσότερον θελκτικὴ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ἡ γλυκεῖα γλῶσσα.
22 χάριν καὶ κάλλος ἐπιθυμήσει ὁ ὀφθαλμός σου, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα χλόην σπόρου. 22 Το μάτι σου επιθυμεί και αρέσκεται να βλέπη χάριν και κάλλος στους ανθρώπους· περισσότερον όμως και από τα δύο ευχαριστείται, όταν βλέπη την βλαστάνουσαν από τους σπόρους χλόην, την ωραιότητα δηλαδή της φύσεως. 22 Ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιθυμεῖ νὰ βλέπῃ χαριτωμένας καὶ μὲ σωματικὸν κάλλος μορφάς· παραπάνω ὅμως πιὸ ἐλκυστικὴ καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ἡ πρασινάδα τοῦ σπόρου, ποὺ ἔχει φυτρώσει.
23 φίλος καὶ ἑταῖρος εἰς καιρὸν ἀπαντῶντες, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γυνὴ μετὰ ἀνδρός. 23 Ωραίον είναι, όταν στον κατάλληλον μάλιστα καιρόν συναντώνται ο φίλος και ο σύντροφος, αν και από τα δύο αυτά ανωτέρα είναι η συνάντησις της γυναικός μετά του συζύγου της. 23 Ὁ φίλος καὶ ὁ συνεταῖρος συναντώνται εὐχαρίστως εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον παραπάνω ὅμως πυκνὴ καὶ εὐχάριστος καὶ ἀπὸ τῶν δύο τούτων τὴν συνάντησιν εἶναι ἡ συνάντησις τῆς συζύγου μὲ τὸν ἄνδρα της.
24 ἀδελφοὶ καὶ βοήθεια εἰς καιρὸν θλίψεως, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ἐλεημοσύνη ρύσεται. 24 Οι αδελφοί και η βοήθεια εκ μέρους αγαπητών προοώπων, εις καιρόν μάλιστα θλίψεως, είναι κάτι το ωραίον. Περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά θα βοηθήση τον άνθρωπον η ελεημοσύνη. 24 Ἀδελφοὶ καὶ βοήθεια φίλων εἶναι στήριγμα εἰς τὸν καιρὸν θλίψεως καὶ δυστυχίας· παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα θὰ σώσῃ ὡς περισσότερον βοηθητικὴ ἡ ἐλεημοσύνη.
25 χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐπιστήσουσι πόδα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα βουλὴ εὐδοκιμεῖται. 25 Ο χρυσός και ο άργυρος, (δηλ. πλούτη και αγαθά) στηρίζουν τους πόδας των ανθρώπων· περισσότερον όμως από τα δύο αυτά στηρίζει και συνεργεί εις την ευδσκίμησιν μια καλή συμβουλή. 25 Χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ νομίσματα θὰ στηρίξουν κλονιζόμενον πόδα· παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ θὰ ἐκτιμηθῇ ὡς δόκιμος καὶ χρησιμωτέρα ἡ συνετὴ συμβουλή.
26 χρήματα καὶ ἰσχὺς ἀνυψώσουσι καρδίαν, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα φόβος Κυρίου· οὐκ ἔστιν ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλάττωσις, καὶ οὐκ ἔστιν ἐπιζητῆσαι ἐν αὐτῷ βοήθειαν· 26 Τα χρήματα και η δύναμις ανυψώνουν και στηρίζουν τας καρδίας των ανθρώπων· περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά στηρίζει και δοξάζει τον άνθρωπον ο φόβος του Κυρίου. Οπου υπάρχει η ευλάβεια προς τον Κυριον, εκεί δεν απαντάται πτωχεία και στέρησις. Ο φοβούμενος τον Κυριον δεν θα ευρεθή εις την ανάγκην να ζητήση από τους άλλους βοήθειαν. 26 Τὰ χρήματα καὶ ἡ σωματικὴ δύναμις ἀνυψώνουν τὴν καρδίαν καὶ τὸ θάρρος τῶν ἀνθρώπων παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ ἀνυψώνει τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀνδρείαν τοῦ ἀνθρώπου ὁ φόβος τοῦ Κυρίου. Δὲν ὑπάρχει στέρησις καὶ ἔλλειψις εἰς τὸν φόβον τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη εἰς τὸν ἔχοντα αὐτὸν νὰ ἐπιζητήσῃ ἀπὸ ἄλλους βοήθειαν.
27 φόβος Κυρίου ὡς παράδεισος εὐλογίας, καὶ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν ἐκάλυψαν αὐτόν. 27 Ο φόβος του Κυρίου ομοιάζει προς πλουσιόκαρπον κήπον. Τον ευσεβή τον καλύπτει ο Θεός με δόξαν, ανωτέραν από πάσαν άλλην. 27 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὁμοιάζει πρὸς εὐλογημένον καὶ παντερπνὸν κῆπον μὲ δόξαν δέ, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλην τιμήν, ἐκάλυψαν καὶ ἐξύμνησαν αὐτόν.
28 Τέκνον, ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς· κρεῖσσον ἀποθανεῖν ἢ ἐπαιτεῖν. 28 Παιδί μου, πρόσεχε μη ζήσης ποτέ την ζωήν του επαίτου. Καλύτερον είναι να αποθάνη κανείς, παρά να επαιτή. 28 Τέκνον μου, σὲ συμβουλεύω νὰ μὴ ζήσῃς ζωὴν ζητιανιᾶς. Εἶναι προτιμότερον νὰ ἀποθάνῃς παρὰ νὰ ζητιανεύῃς.
29 ἀνὴρ βλέπων εἰς τράπεζαν ἀλλοτρίαν, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ ὁ βίος ἐν λογισμῷ ζωῆς, ἀλισγήσει ψυχὴν αὐτοῦ ἐν ἐδέσμασιν ἀλλοτρίοις· ἀνὴρ δὲ ἐπιστήμων καὶ πεπαιδευμένος φυλάξεται. 29 Δεν είναι ζωή αξιοπρεπής η ζωή εκείνου, ο οποίος βλέπει με βουλιμίαν την ξένην τράπεζαν. Αυτός θα μολύνη την ψυχήν του με τα ξένα φαγητά, που θα τρώγη. Ο μορφωμένος όμως και συνετός άνθρωπος θα φυλαχθή από αυτό το κατάντημα. 29 Τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βλέπει μὲ ἀδιάκριτον πρόθεσιν εἰς ξένην τράπεζαν διὰ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτήν, ἡ ζωὴ δὲν πρέπει νὰ λογαριάζεται ὡς ἀξίζουσα τὸ ὄνομα τῆς ζωῆς. θὰ μολύνῃ τὴν ψυχήν του μὲ τὰ ξένα φαγητά· ἄνθρωπος ὅμως σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ μωρφωμένος μὲ καλὴν ἀνατροφὴν θὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ αὐτό.
30 ἐν στόματι ἀναιδοῦς γλυκανθήσεται ἐπαίτησις, καὶ ἐν κοιλίᾳ αὐτοῦ πῦρ καήσεται. 30 Εις το στόμα του αναιδούς είναι γλυκεία η επαιτεία, αλλά στο εσωτερικόν του είναι μία αναμμένη φωτιά. 30 Εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀδιαντρόπου ἀνθρώπου θὰ εἶναι γλυκειὰ ἡ ζητιανιά, ἀλλ’ εἰς τὴν κοιλίαν καὶ τὰ σπλάγχνα του θὰ ἀνάψῃ φωτιὰ καὶ θὰ κατακαύσῃ αὐτά.