Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (ΚΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο ΕΚΔΙΚΩΝ παρὰ Κυρίου εὑρήσει ἐκδίκησιν, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ διατηρῶν διατηρήσει. 1 Εκείνος που εκδικείται τους άλλους, θα υποστή εκδίκησιν και τιμωρίαν από τον Θεόν, ο οποίος θα του καταλογίση αυστηρώς και θα τιμωρήση τας αμαρτίας του. 1 Εκεῖνος ποὺ ἐκδικεῖται τοὺς ἄλλους, θὰ εὕρῃ τιμωρίαν καὶ ἐκδίκησιν ἀπὸ τὸν Κύριον, ὁ Ὁποῖος τὰς ἁμαρτίας του ἀφεύκτως καὶ ἀσφαλῶς θὰ διατηρήσῃ ἀσυγχωρήτους.
2 ἄφες ἀδίκημα τῷ πλησίον σου, καὶ τότε δεηθέντος σου αἱ ἁμαρτίαι σου λυθήσονται. 2 Συγχώρησε το αδίκημα, που σου έκαμεν ο πλησίον σου, και τότε, όταν προσευχηθής προς τον Θεόν, θα λυθούν και αι ιδικαί σου αμαρτίαι. 2 Συγχώρησε εἰς τὸν πλησίον σου τὴν ἀδικίαν, ποὺ σοῦ ἔκαμε, καὶ τότε, ὅταν ἀπευθύνῃς καὶ σὺ δέησιν καὶ προσευχήν, θὰ λυθοῦν καὶ θὰ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι σου.
3 ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ συντηρεῖ ὀργήν, καὶ παρὰ Κυρίου ζητεῖ ἴασιν; 3 Ο άνθρωπος ενώ διατηρή μνησικακίαν και οργήν εναντίον του συνανθρώπου του, ζητεί εν τούτοις να πάρη αυτός συγχώρησιν από τον Θεόν; 3 Ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ μῖσος καὶ ὀργὴν κατὰ τοῦ ὁμοίου του ἀνθρώπου, καὶ τολμᾷς νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν Κύριον θεραπείαν καὶ συγχώρησιν;
4 ἐπ᾿ ἄνθρωπον ὅμοιον αὐτῷ οὐκ ἔχει ἔλεος, καὶ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ δεῖται; 4 Δια τον ομοιοπαθή πλησίον του δεν αισθάνεται αυτός έλεος και συμπάθειαν, και παρ' όλον τούτο ζητεί από τον Θεόν έλεος δια τας αμαρτίας του; 4 Εἰς τὸν ὅμοιόν του ἄνθρωπον δὲν ἔχει καὶ δὲν δεικνύει ἔλεος, καὶ διὰ τὰς ἰδικάς του ἁμαρτίας παρακαλῶ τὸν Θεόν, ἵνα δείξῃ ἔλεος δι’ αὐτάς;
5 αὐτὸς σὰρξ ὢν διατηρεῖ μῆνιν, τίς ἐξιλάσεται τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ; 5 Αυτός, αδύνατη σαρξ, κρατεί μέσα του μνησικακίαν και οργήν. Ποιός όμως εν τοιαύτη περιπτώσει θα συγχωρήση τας αμαρτίας του; 5 Αὐτός, ἐνῷ εἶναι σάρκα φθαρτὴ καὶ ἀδύνατος, διατηρεῖ καὶ τρέφει μέσα τοῦ ἔχθραν κατὰ τοῦ ὁμοίου του· ποῖος λοιπὸν θὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας του;
6 μνήσθητι τὰ ἔσχατα καὶ παῦσαι ἐχθραίνων, καταφθορὰν καὶ θάνατον, καὶ ἔμμενε ἐντολαῖς. 6 Να ενθυμήσαι τα τέλη σου και παύσε να τρέφης έχθραν εναντίον των άλλων. Ενθυμήσου την φθοράν και τον θάνατον και μένε πιστός τηρητής των εντολών του Κυρίου. 6 Ἐνθυμήσου τὰς τελευταίας στιγμὰς τῆς ζωῆς σου καὶ παῦσε νὰ διατηρῇς ἔχθραν· ἐνθυμοῦ τὴν φθορὰν τοῦ σώματος καὶ τὸν θάνατον καὶ μένε πιστὸς εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
7 μνήσθητι ἐντολῶν καὶ μὴ μηνίσῃς τῷ πλησίον, καὶ διαθήκην ῾Υψίστου καὶ πάριδε ἄγνοιαν. 7 Να έχης πάντοτε ζωηρά υπ' όψιν σου τας εντολάς του Κυρίου και να μη οργίζεσαι εναντίον του πλησίον σου. Εχε κατά νουν την διαθήκην του Υψίστου και παράβλεψε τας αδικίας, τας οποίας εξ αγνοίας η και εν γνώσει σου έχουν κάμει οι άλλοι. 7 Ἐνθυμοῦ τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου καὶ μὴ τρέφῃς ὀργὴν καὶ ἐκδικητικὰς διαθέσεις κατὰ τοῦ πλησίον· μὴ λησμονῇς τὴν Διαθήκην τοῦ Ὑψίστου καὶ παράβλεπε τὰ ἐξ ἀγνοίας καὶ ἀδυναμίας σφάλματα τῶν ἄλλων πρὸς σέ.
8 ἀπόσχου ἀπὸ μάχης, καὶ ἐλαττώσεις ἁμαρτίας· ἄνθρωπος γὰρ θυμώδης ἐκκαύσει μάχην, 8 Να αποφεύγης τας φιλονεικίας και ετσι θα περιορίσης πάρα πολύ τας αμαρτίας σου. Διότι άνθρωπος εριστικός και θυμώδης ρίπτει έλαιον εις την φωτιάν και ανάπτει μάχας. 8 Φεῦγε μακρὰν ἀπὸ κάθε φιλονικίαν καὶ θὰ ὀλιγοστεύσῃς τὰς ἁμαρτίας σου· διότι ὁ θυμώδης ἄνθρωπος θὰ ἀνάψῃ σὰν φωτιὰν τὴν φιλονικίαν, καὶ ἂν εὑρεθῇς ἀναμεμιγμένος καὶ σύ, ἑπόμενον εἶναι νὰ παρεκτραπῇς καὶ νὰ ἁμαρτήσῃς.
9 καὶ ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς ταράξει φίλους καὶ ἀνὰ μέσον εἰρηνευόντων ἐμβάλλει διαβολήν. 9 Ανθρωπος αμαρτωλός και φιλόνεικος δημιουργεί αναταραχήν και μεταξύ των φίλων· όπως επίσης και μεταξύ ανθρώπων που ζουν ειρηνικώς διασπείρει διαβολάς. 9 Καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ φιλόνικος ἄνθρωπος θὰ ταράξῃ καὶ θὰ στενοχωρήσῃ τοὺς φίλους του, καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς διάγοντας ἐν εἰρήνῃ ἐνσπείρει διαβολὰς καὶ τοὺς ἀναστατώνει.
10 κατὰ τὴν ὕλην τοῦ πυρὸς οὕτως ἐκκαυθήσεται, καὶ κατὰ τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀνθρώπου ὁ θυμὸς αὐτοῦ ἔσται, καὶ κατὰ τὸν πλοῦτον ἀνυψώσει ὀργὴν αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὴν στερέωσιν τῆς μάχης ἐκκαυθήσεται. 10 Η φωτιά καίει και επεκτείνεται ανάλογα με τα ξύλα, που της ρίπτονται. Ετσι και ο θυμός ενός ανθρώπου είναι ανάλογος με την δύναμιν και την εξουσίαν, που έχει. Αγριεύει και μεγαλώνει ανάλογα με τον πλούτον· όσον δε στερεώνει και επεκτείνεται η διαμάχη, τόσον και περισσότερον ανάβει ο θυμός. 10 Ἀναλόγως τῆς ποσότητος καὶ ποιότητος τῆς καυσίμου ὕλης θὰ φουντώσῃ καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς πυρά, καὶ ἀνάλογος πρὸς τὴν ἐπιρροὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ ἀξιώματος δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι καὶ ὁ θυμός του· σύμφωνα δὲ μὲ τὸν πλοῦτον του θὰ μεγαλώσῃ καὶ θὰ αὐξήσῃ τὴν ὀργήν του, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράτασιν καὶ ἐνδυνάμωσιν τῆς φιλονικίας θὰ ἀνάψῃ οὗτος περισσότερον.
11 ἔρις κατασπευδομένη ἐκκαίει πῦρ, καὶ μάχη κατασπεύδουσα ἐκχέει αἷμα. 11 Ερις, η οποία δεν συγκρατείται, ανάβει πυρκαϊάν· και λογομαχία βιαία και ορμητική φθάνει μέχρις εκχύσεως αίματος. 11 Φιλονικία ἀσυγκράτητος καὶ ὁλονὲν αὐξάνουσα ἀνάπτει φωτιάν, καὶ φιλονικία ποὺ συνεχίζεται καὶ μεγαλώνει, καταλήγει εἰς αἱματοχυσίαν.
12 ἐὰν φυσήσῃς εἰς σπινθῆρα, ἐκκαήσεται, καὶ ἐὰν πτύσῃς ἐπ᾿ αὐτόν, σβεσθήσεται· καὶ ἀμφότερα ἐκ τοῦ στόματός σου ἐκπορεύεται. 12 Εάν φυσήσης ένα σπινθήρα, ανάπτεις φωτιάν, εάν όμως φτύσης επάνω στον σπινθήρα τον σβήνεις. Και τα δύο προέρχονται από το στόμα σου. 12 Ἐὰν φυσήσῃς μίαν σπίθαν, θὰ ἀνάψῃ περισσότερον· καὶ ἐὰν πτύσῃς ἐπ’ αὐτῆς, θὰ σβεσθῇ. Καὶ τὰ δύο, ἤτοι καὶ τὸ ἄναμμα καὶ τὸ σβήσιμον τῆς σπίθας, ἀπὸ τὸ στόμα σου βγαίνουν. Ἀπὸ σὲ λοιπὸν ἐξαρτᾶται καὶ νὰ ἀνάψῃ καὶ νὰ σβήσῃ ἡ φιλονικία.
13 Ψίθυρον καὶ δίγλωσσον καταράσασθε, πολλοὺς γὰρ εἰρηνεύοντας ἀπώλεσαν. 13 Καταρασθήτε τον δόλιον ψιθυριστήν και τον διπρόσωπον άνθρωπον, διότι κάτι τέτοιοι κατέστρεψαν πολλούς ειρηνικούς ανθρώπους. 13 Καταρασθῆτε τὸν ψιθυριστήν, ποὺ κρυφίως κακολογεῖ, καὶ τὸν διπλοπρόσωπον, διότι οὖτοι κατέστρεψαν πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν εἰρηνικά.
14 γλῶσσα τρίτη πολλοὺς ἐσάλευσε καὶ διέστησεν αὐτοὺς ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ πόλεις ὀχυρὰς καθεῖλε καὶ οἰκίας μεγιστάνων κατέστρεψε. 14 Γλώσσα δηλητηριώδης και συκοφαντική πολλούς ανεστάτωσεν. Εξώρισεν αυτούς από το έθνος των εις άλλο έθνος, εκρήμνισεν οχυράς πόλεις και κατέστρεψεν οίκους αρχόντων. 14 Τρίτου προσώπου ἡ κακὴ καὶ συκοφαντικὴ γλῶσσα πολλοὺς ἐτάραξε καὶ συνεκλόνισε, ἠνάγκασε δὲ τούτους νὰ ἀπομακρυνθοῦν καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ ἐν ἔθνος εἰς ἄλλο, ἀλλὰ καὶ πόλεις ὀχυρὰς ἐκρήμνισε καὶ οἴκους ἀρχόντων κατέστρεψε.
15 γλῶσσα τρίτη γυναῖκας ἀνδρείας ἐξέβαλε καὶ ἐστέρησεν αὐτὰς τῶν πόνων αὐτῶν. 15 Γλώσσα συκοφαντική έδιωξε δραστηρίας και τιμίας συζύγους από το σπίτι των και τας εστέρησεν από τους καρπούς των μόχθων των. 15 Γλῶσσα κακὴ προσώπου τρίτου ἐξεδίωξε γυναῖκας ἐναρέτους καὶ ἐργατικὰς ἀπὸ τοὺς οἴκους των καὶ ἐστέρησεν αὐτὰς ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν χειρῶν των καὶ τοὺς μόχθους των.
16 ὁ προσέχων αὐτῇ οὐ μὴ εὕρῃ ἀνάπαυσιν, οὐδὲ κατασκηνώσει μεθ᾿ ἡσυχίας. 16 Εκείνος που δίδει προσοχήν εις συκοφαντικήν γλώσσαν, δεν θα εύρη ανάπαυσιν και δεν θα κατοικήση με ησυχίαν και ειρήνην. 16 Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει καὶ δίδει πίστιν εἰς αὐτὴν τὴν γλῶσσαν, δὲν θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν οὔτε θὰ κατοικήσῃ ποτὲ μὲ ἡσυχίαν.
17 πληγὴ μάστιγος ποιεῖ μώλωπας, πληγὴ δὲ γλώσσης συγκλάσει ὀστᾶ. 17 Τα κτυπήματα της μάστιγος προξενούν πληγάς εις την σάρκα· τα κτυπήματα όμως της γλώσσης σπάζουν κόκκαλα. 17 Τὰ κτυπήματα τοῦ μαστιγίου ἢ τῆς ράβδου προκαλοῦν πληγάς, τὸ κτύπημα ὅμως τῆς γλώσσης τσακίζει κόκκαλα.
18 πολλοὶ ἔπεσαν ἐν στόματι μαχαίρας, καὶ οὐχ ὡς οἱ πεπτωκότες διὰ γλῶσσαν. 18 Πολλοί εφονεύθησαν εν στόματι μαχαίρας· αυτοί όμως δεν είναι τόσοι όσοι εκείνοι, οι οποίοι έπεσαν κτυπηθέντες από συκοφαντικήν γλώσσαν. 18 Πολλοὶ ἔπεσαν νεκροὶ ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας σφαγέντες· δὲν εἶναι ὅμως τόσοι, ὅσοι ἔχουν πέσει ἀπὸ κακὴν γλῶσσαν.
19 μακάριος ὁ σκεπασθεὶς ἀπ᾿ αὐτῆς, ὃς οὐ διῆλθεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτῆς, ὃς οὐχ εἵλκυσε τὸν ζυγὸν αὐτῆς καὶ ἐν τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς οὐκ ἐδέθη· 19 Ευτυχής εκείνος, που προεφυλάχθη από αυτήν, και δεν έγινε θύμα του θυμού της· αυτός που δεν έσυρεν επάνω του τον βαρύν ζυγόν της συκοφαντικής γλώσσης και δεν εδέθη με τα καταστρεπτικά της δεσμά. 19 Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐπροφυλάχθη καὶ ἐπροστατεύθη ἀπὸ τὰ κακά, ποὺ ἐπιφέρει αὕτη, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἐδοκίμασε καὶ δὲν ἔλαβε πεῖραν τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐξάψεώς της, καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔσυρε τὸν ζυγήν της καὶ δὲν ἐδέθη ἀπὸ τὰ δεσμά της.
20 ὁ γὰρ ζυγὸς αὐτῆς ζυγὸς σιδηροῦς, καὶ οἱ δεσμοὶ αὐτῆς δεσμοὶ χάλκεοι. 20 Ο ζυγός της συκοφαντικής γλώσσης είναι σιδηρένιος ζυγός και τα δεσμά της χάλκινα. 20 Διότι ὁ ζυγός της εἶναι ζυγὸς σιδερένιος καὶ τὰ δεσμά της εἶναι δεσμὰ χάλκινα.
21 θάνατος πονηρὸς ὁ θάνατος αὐτῆς, καὶ λυσιτελὴς μᾶλλον ὁ ᾅδης αὐτῆς. 21 Ο θάνατος, τον οποίον προκαλεί η φαρμακερά γλώσσα, είναι πολύ κακός. Προτιμότερος από αυτόν είναι ο άδης. 21 Ὁ θάνατος, ποὺ προκαλεῖ αὕτη, εἶναι θάνατος σκληρός, καὶ προτιμότερος ἀπὸ αὐτὴν ὁ ᾅδης καὶ ὁ σκοτεινὸς τάφος.
22 οὐ μὴ κρατήσει εὐσεβῶν, καὶ ἐν τῇ φλογὶ αὐτῆς οὐ καήσονται. 22 Αλλά η δηλητηριώδης αυτή γλώσσα δεν θα απλώση την κυριαρχίαν της επάνω στους ευσεβείς ανθρώπους. Δεν θα καούν αυτοί από τας φλόγας της. 22 Δὲν θὰ κυριαρχήσῃ ἡ κακὴ γλῶσσα ἐπὶ τῶν εὐσεβῶν, καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα της δὲν θὰ καοῦν καὶ δὲν θὰ βλαβοῦν οὗτοι.
23 οἱ καταλείποντες Κύριον ἐμπεσοῦνται εἰς αὐτήν, καὶ ἐν αὐτοῖς ἐκκαήσεται καὶ οὐ μὴ σβεσθῇ· ἐξαποσταλήσεται ἐπ᾿ αὐτοῖς ὡς λέων, καὶ ὡς πάρδαλις λυμανεῖται αὐτούς. 23 Οσοι όμως εγκαταλείπουν τον Κυριον, θα εμπέσουν εις την τυραννικήν κυριαρχίαν αυτής, θα καούν με την φλόγα της και η φλόγα της δεν θα σβήση. Θα επέλθη εναντίον των φοβερά η φαρμακερή γλώσσα· όπως ο άγριος λέων και όπως η πάρδαλις, θα καταστρέφη αυτούς. 23 Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸν Κύριον, θὰ πέσουν εἰς τὰς παγίδας της καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν της, καὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ ἀνάψῃ ἡ φωτιά της καὶ δὲν θὰ σβεσθῇ· θὰ σταλῇ κατ’ αὐτῶν σὰν λεοντάρι καὶ σὰν λεοπάρδαλις θὰ κατασπαράξῃ καὶ θὰ ἐξοντώσῃ αὐτούς.
24 ἴδε περίφραξον τὸ κτῆμά σου ἀκάνθαις, τὸ ἀργύριόν σου καὶ τὸ χρυσίον κατάδησον· 24 Πρόσεξε· φράζε ολόγυρα το κτήμα σου με αγκάθια, το δε αργύριόν σου και το χρυσίον δέσε τα ασφαλή. 24 Κύτταξε· φράξε τριγύρω τὸ κτῆμα σου μὲ ἀγκάθια, καὶ δέσε καλὰ τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ σου νομίσματα, ἀσφαλίζων αὐτά.
25 καὶ τοῖς λόγοις σου ποίησον ζυγὸν καὶ σταθμόν, καὶ τῷ στόματί σου ποίησον θύραν καὶ μοχλόν. 25 Παρε ζυγαριά και ζύγια, δια να ζυγίσης τα λόγιά σου και βάλε στο στόμα σου θύραν και σύρτην. 25 Ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ λόγια σου κάμε ζυγαριὰν καὶ ζύγια καὶ ζύγιζέ τα προτοῦ τὰ εἴπης, καὶ φτιάσε θύραν καὶ σύρτην εἰς τὸ στόμα σου.
26 πρόσεχε μήπως ὀλισθήσῃς ἐν αὐτῇ, μὴ πέσῃς κατέναντι ἐνεδρεύοντος. 26 Πρόσεχε, μη γλυστρήσης με την γλώσσαν σου και πέσης εις τα χέρια εκείνου, ο οποίος καιροφυλακτεί, δια να σε καταστρέψη. 26 Πρόσεχε μήπως γλιστρήσῃς μὲ τὴν γλῶσσάν σου, μήπως πέσῃς ἐμπρὸς εἰς τὸν ἐχθρόν, ὁ ὁποῖος σὲ παραμονεύει καὶ σοῦ ἔστησεν ἐνέδραν.