Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο ΖΩΝ εἰς τὸν αἰῶνα ἔκτισε τὰ πάντα κοινῇ· 1 Ο αιώνιος Κυριος εδημιούργησεν όλα ανεξαιρέτως. 1 Ο Θεός, ὁ Ὁποῖος ζῇ αἰωνίως, ἔκτισεν ὅλα γενικῶς.
2 Κύριος μόνος δικαιωθήσεται. [καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ 2 Ο Κυριος είναι και θα διακηρύσσεται αιωνίως ο μόνος και απόλυτα δίκαιος. Δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. 2 Ὁ Κύριος μόνος θὰ διακηρυχθῇ καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ δίκαιος καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀπὸ Αὐτόν.
3 οἰακίζων τὸν κόσμον ἐν σπιθαμῇ χειρὸς αὐτοῦ, καὶ πάντα ὑπακούει τῷ θελήματι αὐτοῦ, αὐτὸς γὰρ βασιλεὺς πάντων ἐν κράτει αὐτοῦ, διαστέλλων ἐν αὐτοῖς ἅγια ἀπὸ βεβήλων]. 3 Αυτός κυβερνά και διευθύνει τα πάντα εις την σπιθαμήν της χειρός του, και τα πάντα υποτάσσονται στο θέλημά του, διότι αυτός με την παντοδυναμίαν του είναι βασιλεύς όλων. Αυτός ξεχωρίζει τα στον κόσμον υπάρχοντα άγια από τα βέβηλα. 3 Αὐτὸς κυβερνᾷ τὸν κόσμον μὲ τὴν σπιθαμὴν τῆς χειρός του καὶ τὰ πάντα ὑπακούουν εἰς τὸ θέλημά του. Διότι Αὐτὸς βασιλεύει ἐπὶ ὅλων διὰ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κραταιᾶς δυνάμεώς του καὶ ξεχωρίζει μεταξὺ αὐτῶν τὰ καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα.
4 οὐθενὶ ἐξεποίησεν ἐξαγγεῖλαι τὰ ἔργα αὐτοῦ· καὶ τίς ἐξιχνιάσει τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ; 4 Εις κανένα δεν έδωσε την ικανότητα και την δύναμιν να αναγγέλλη κατ' αξίαν τα έργα του. Ποίος ημπορεί να εξιχνιάση και κατανοήση τα μεγαλεία του; 4 Εἰς κανένα δὲν ἔδωκε τὴν ἱκανότητα καὶ τὴν δύναμιν νὰ διακηρύττῃ καὶ νὰ ἐξαγγέλλῃ ἐπαξίως τὰ ἔργα του· καὶ ποῖος θὰ εἰσδύσῃ καὶ θὰ ἐξερευνήσῃ τὰ μεγαλεῖα του;
5 κράτος μεγαλωσύνης αὐτοῦ τίς ἐξαριθμήσεται; καὶ τίς προσθήσει ἐκδιηγήσασθαι τὰ ἐλέη αὐτοῦ; 5 Ποιός ημπορεί να μετρήση την δύναμιν της μεγαλωσύνης του; Ποιός ποτέ θα έχη την τόλμην και την δύναμιν να διηγηθή ακριβώς τα ελέη του; 5 Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ λογαριάσῃ καὶ νὰ ἐξαριθμήσῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸ κράτος τῆς μεγαλωσύνης του καὶ ποῖος μὲ ἀριθμοὺς καὶ λεπτομέρειαν θὰ διηγηθῇ τὰ ἐλέη του;
6 οὐκ ἔστιν ἐλαττῶσαι οὐδὲ προσθεῖναι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐξιχνιάσαι τὰ θαυμάσια τοῦ Κυρίου· 6 Κανείς δεν δύναται ούτε να μειώση ούτε να προσθέση στο μεγαλείον του. Και δεν είναι δυνατόν ποτέ, να εξιχνιάση και κατανοήση ακριβώς κανείς τα θαυμάσια του Κυρίου. 6 Δὲν εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ ἐλαττώσῃ κάτι ὡς περιττόν, οὕτε νὰ προσθέσῃ κάτι ὡς ἐλλεῖπον, ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ ἐξερευνήσῃ καθ’ ὅλας τὰς λεπτομερείας καὶ τὰ ἴχνη αὐτῶν τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου
7 ὅταν συντελέσῃ ἄνθρωπος, τότε ἄρχεται, καὶ ὅταν παύσηται, τότε ἀπορηθήσεται. 7 Και όταν ο άνθρωπος νομίση ότι έφθανεν στο τέρμα των ερευνών και αναζητήσεών του, τότε αντιλαμβάνεται ότι ευρίσκεται εις την αρχήν. Και όταν καταπαύση την προσπάθειάν του εις κατανόησιν των μεγαλείων του Θεού, τότε θα ευρεθή εις αμηχανίαν προ του έργου, που ανέλαβε. 7 Ὅταν νομίσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐτελείωσε νὰ ἐρευνᾷ τὰ θαυμάσια ταῦτα, τότε μόλις ἀρχίζει νὰ τὰ ἐξετάζῃ ὅταν δὲ παύσῃ νὰ τὰ ἐρευνᾷ, τότε θὰ κυριευθῇ ὑπὸ ἀπορίας καὶ ἀμηχανίας ἐνώπιον αὐτῶν.
8 τί ἄνθωπος καὶ τί ἡ χρῆσις αὐτοῦ; τί τὸ ἀγαθὸν αὐτοῦ καὶ τί τὸ κακὸν αὐτοῦ; 8 Τι είναι ο άνθρωπος και εις τι αποβλέπουν αι υπηρεσίαι του; Ποίον είναι το καλόν και ευχάριστον αυτού και ποίον είναι το κακόν και δυσάρεστον; 8 Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ εἰς τί χρησιμεύει; Τί καλὸν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καὶ τί τὸ κακόν του; Ποία ἡ εὐτυχία του καὶ ποία ἡ ἀθλιότης του;
9 ἀριθμὸς ἡμερῶν ἀνθρώπου πολλὰ ἔτη ἑκατόν· 9 Και αν ακόμη τα έτη της ζωής του ανθρώπου φθάσουν τα εκατόν, 9 Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τὸ περισσότερον, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ φθάσῃ, εἶναι ἔτη ἑκατόν.
10 ὡς σταγὼν ὕδατος ἀπὸ θαλάσσης καὶ ψῆφος ἄμμου, οὕτως ὀλίγα ἔτη ἐν ἡμέρᾳ αἰῶνος. 10 είναι ωσάν μία σταγών ύδατος από την θάλασσαν και ωσάν ένας κόκκος άμμου· τόσον ολίγα είναι τα εκατόν έτη εμπρός εις την αιωνιότητα. 10 Σὰν μία σταγόνα νεροῦ ἀπὸ ἀπέραντον θάλασσαν ἢ σὰν ἕνας κόκκος ἄμμου, ἔτσι ὀλίγα εἶναι τὰ χρόνια αὐτὰ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀτελείωτον ἡμέραν τῆς αἰωνιότητος.
11 διὰ τοῦτο ἐμακροθύμησε Κύριος ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐξέχεεν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 11 Δια την μηδαμινότητα του ανθρώπου και την μικρότητα των ημερών της ζωής του, έδειξε και δεικνύει ο Κυριος εμακροθυμίαν προς τους ανθρώπους και αφήνει να εκχυθούν πλούσια τα ελέη του εις αυτούς. 11 Διὰ τὴν ἀδυναμίαν καὶ παροδικότητα ταύτην τῶν ἀνθρώπων εὐσπλαγχνίζεται καὶ μακροθυμεῖ ὁ Κύριος ἐπ’ αὐτοὺς καὶ χύνει πλουσίως τὸ ἔλεός του εἰς τούτους.
12 εἶδε καὶ ἐπέγνω τὴν καταστροφὴν αὐτῶν ὅτι πονηρά· διὰ τοῦτο ἐπλήθυνε τὸν ἐξιλασμὸν αὐτοῦ. 12 Είδε και κατενόησε πλήρως, ότι τους αναμένει φοβερά καταστροφή, εάν τους εγκαταλείψη. Δια τούτο έδωσεν εις αυτούς πλούσιον το έλεός του. 12 Βλέπει καὶ ἀντιλαμβάνεται καλῶς τὸ τέλος τῶν, ὅτι εἶναι ἄθλιον καὶ ἀξιοθρήνητον, καὶ διὰ τοῦτο ηὔξησε καὶ ἐπλήθυνε τὸ ἔλεός του εἰς αὐτούς.
13 ἔλεος ἀνθρώπου ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, ἔλεος δὲ Κυρίου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα· ἐλέγχων καὶ παιδεύων καὶ διδάσκων καὶ ἐπιστρέφων ὡς ποιμὴν τὸ ποίμνιον αὐτοῦ. 13 Το έλεος του ανθρώπου φθάνει μόνον μέχρι του πλησίον του· το έλεος όμως του Κυρίου εκτείνεται επί όλης της ανθρωπότητος. Ο Κυριος ελέγχει, παιδαγωγεί και μορφώνει, διδάσκει και ως καλός ποιμήν επαναφέρει το πλανηθέν ποίμνιόν του εις την μάνδραν. 13 Τὸ ἔλεος καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ἐκτείνεται καὶ ἐκδηλοῦται εἰς τὸν πλησίον καὶ ὅμοιόν του ἄνθρωπον. Τοῦ Θεοῦ ὅμως τὸ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία ἐκχύνεται ἀνεξαιρέτως εἰς κάθε ἄνθρωπον. Ἐλεεῖ ὁ Κύριος καθένα, ἀφοῦ ἐλέγξῃ καὶ παιδαγωγήσῃ καὶ διδάξῃ καὶ ἐπιστρέψῃ εἰς μετάνοιαν σὰν ποιμὴν τὸ ποίμνιόν του.
14 τοὺς ἐκδεχομένους παιδείαν ἐλεᾷ καὶ τοὺς κατασπεύδοντας ἐπὶ τὰ κρίματα αὐτοῦ. 14 Εκείνους που επιθυμούν και αποδέχονται παιδείαν, τους ελεεί, όπως επίσης και εκείνους, οι οποίοι μετά σπουδής φροντίζουν δια την εφαρμογην των εντολών του. 14 Ἐλεεῖ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι περιμένουν καὶ δέχονται προθύμως τὴν παιδαγωγίαν του καὶ οἱ ὁποῖοι μετὰ σπουδῆς καὶ ζήλου ζητοῦν τὴν γνῶσιν καὶ ἐφαρμογὴν τῶν ἐντολῶν του.
15 Τέκνον, ἐν ἀγαθοῖς μὴ δῷς μῶμον καὶ ἐν πάσῃ δόσει λύπην λόγων. 15 Παιδί μου, εις τας ευεργεσίας, που κάμνεις, μη προσθέτης και κατηγορίας εναντίον των ευεργετουμένων. Εις κάθε δωρεάν και ελεημοσύνην σου, μη προσθέτης λυπηρούς λόγους δια τους αποδεχομένους αυτάς. 15 Παιδί μου, ὅταν ἐπιτελῇς ἔργα ἀγαθὰ καὶ εὐεργετικὰ εἰς τὸν πλησίον, μὴ τὰ μολύνῃς καὶ μὴ μειώνῃς τὴν ἀξίαν των δι' ἐγωϊστικῆς καὶ ἀγερώχου συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς εὐεργετουμένους· πᾶσαν δὲ δόσιν ἐλεημοσύνης μὴ συνοδεύῃς μὲ λύπην διὰ λόγων ταπεινωτικῶν διὰ τὸν ἐλεούμενον.
16 οὐχὶ καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; οὕτως κρείσσων λόγος ἢ δόσις. 16 Ο δροσερός άνεμος δεν είναι εκείνος, ο οποίος μειώνει και καταπαύει τον καύσωνα; Ετσι και ένας καλός λόγος είναι ανώτερος από μίαν υλικήν βοήθειαν. 16 Μήπως τὴν ἐκ τοῦ καύσωνος ζεστὴν δὲν τὴν ἀνακουφίζει ἡ δροσιά; Ἔτσι εἶναι προτιμότερος ὁ καλὸς καὶ προσηνὴς λόγος ἀπὸ τὴν μετὰ περιφρονήσεως διδομένην ἐλεημοσύνην.
17 οὐκ ἰδοὺ λόγος ὑπὲρ δόμα ἀγαθόν; καὶ ἀμφότερα παρὰ ἀνδρὶ κεχαριτωμένῳ. 17 Δεν είναι πράγματι ο καλός λόγος ανώτερος και από την πολυσιωτέραν δωρεάν; Εις τον άνθρωπον όμως, που έχει χάριν Θεού, είναι συνδυασμένα και τα δυο, το δώρον και ο καλός λόγος. 17 Δὲν βλέπεις λοιπὸν ὅτι ὁ καλὸς καὶ πλήρης συμπαθείας λόγος εἶναι προτιμότερος ἀπὸ πλουσίαν καὶ γενναιόδωρον δόσιν ἐλεημοσύνης; Εἰς τὸν χαριτωμένον ὅμως ἄνθρωπον συνυπάρχουν καὶ τὰ δύο.
18 μωρὸς ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ, καὶ δόσις βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούς. 18 Ο μωρός δεν δίδει τίποτε και εκτρέπεται εις ύβρεις και κατηγορίας. Το δε δώρον του φθονερού ανθρώπου φλογίζει και λυώνει τα μάτια εκείνου, που το δέχεται. 18 Ὁ ἐκ τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ του μωρὸς καὶ ἀνόητος θὰ ὀνειδίσῃ περιφρονητικῶς τὸν ἐλεούμενον, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ φθονεροῦ λειώνει τὰ μάτια τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀναμένοντος βοήθειαν.
19 πρὶν ἢ λαλῆσαι μάνθανε, καὶ πρὸ ἀρρωστίας θεραπεύου. 19 Πριν ομιλήσης, σκέψου και μάθε καλά τι θα είπης· και πριν ασθενήσης πρόσεχε, να μη αρρωστήσης. 19 Προτοῦ νὰ ὁμιλήσῃς, ἐξέταζε καλὰ καὶ μάνθανε τί θὰ εἴπῃς, καὶ προτοῦ σὲ καταλάβῃ ἡ ἀρρώστια, λάμβανε μέτρα θεραπευτικά. Ἀρρώστια εἶναι καὶ πᾶσα παρεκτροπὴ τῆς ἀχαλινώτου γλώσσης.
20 πρὸ κρίσεως ἐξέταζε σεαυτόν, καὶ ἐν ὥρᾳ ἐπισκοπῆς εὑρήσεις ἐξιλασμόν. 20 Πριν σε κρίνη ο Κυριος, εξέτασε συ τον εαυτόν σου· και κατά την ώραν της επισκέψεως του Κυρίου, θα εύρης ενώπιόν του έλεος και συγχώρησιν. 20 Προτοῦ νὰ κριθῇς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐξέταζε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ τότε κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ θὰ σὲ ἐπισκεφθῇ ὁ Κύριος διὰ νὰ σὲ δικάσῃ, θὰ εὕρῃς ἔλεος.
21 πρὶν ἀρρωστῆσαί σε ταπεινώθητι καὶ ἐν καιρῷ ἁμαρτημάτων δεῖξον ἐπιστροφήν. 21 Πριν πέσης άρρωστος, ταπείνωσε τον εαυτόν σου και όταν αμαρτήσης δείξε αμέσως μετάνοιαν και επιστροφήν προς τον Κυριον. 21 Ταπείνωσε τὸν ἑαυτόν σου, προτοῦ πέσῃς ἀσθενὴς ἕνεκα τῆς ἐνόχου ἀπρονοησίας σου ἢ τῶν ἐφαμάρτων ἀπροσεξιῶν σου· κατὰ τὸν καιρὸν δὲ ποὺ πίπτεις εἰς ἁμαρτήματα, ἐπίδειξε μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφὴν εἰς τὸν Κύριον.
22 μὴ ἐμποδισθῇς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν εὐκαίρως, καὶ μὴ μείνῃς ἕως θανάτου δικαιωθῆναι. 22 Από τίποτε δεν πρέπει να εμποδισθής δια την έγκαιρον εκπλήρωσιν του τάματος, που έχεις κάμει. Μη περιμένης δε να τακτοποιηθής και δικαιωθής ενώπιον του Κυρίου κατά την ώραν του θανάτου σου. 22 Μὴ ἐμποδισθῇς ἀπὸ τοῦ διὰ νὰ ἐκπληρώσῃς τὸ τάξιμόν σου εἰς τὸν πρέποντα καιρόν, καὶ μὴ περιμένῃς μέχρι τῆς ὥρας τοῦ θανάτου σου διὰ νὰ ἐκτελέσῃς τὸ δίκαιον καὶ νὰ τακτοποιηθῇς.
23 πρὶν εὔξασθαι, ἑτοίμασον σεαυτὸν καὶ μὴ γίνου ὡς ἄνθρωπος πειράζων τὸν Κύριον. 23 Πριν να κάμης το τάμα σου, εξέτασε και ετοίμασε τον εαυτόν σου δια την εκπλήρωσίν του και μη γίνης σαν άνθρωπος, που αρνείται το τάμα του και πειράζει έτσι τον Κυριον. 23 Προτοῦ νὰ κάμῃς τάξιμον, ἐτοίμασε τὸν ἑαυτόν σου διὰ σκέψεως ὡρίμου, καὶ μὴ γίνεσαι σὰν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, μὴ δυνάμενος νὰ τελέσῃ τὸ ὑποσχεθέν, πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν Κύριον, ἐὰν θὰ τὸν τιμωρήσῃ διὰ τὴν ἀσυνέπειάν του.
24 μνήσθητι θυμοῦ ἐν ἡμέραις τελευτῆς καὶ καιρὸν ἐκδικήσεως ἐν ἀποστροφῇ προσώπου. 24 Να έχης πάντοτε υπ' όψιν σου την οργήν του Κυρίου κατά την ημέραν του θανάτου σου και την ώραν της δικαίας τιμωρίας σου, όταν ο Θεός αποστρέφη από σε το πρόσωπόν του δια τας αμαρτίας σου. 24 Ἐνθυμοῦ τὴν θείαν ὀργὴν κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ θανάτου σου, ἐὰν εὑρεθῇς τότε ἔνοχος καὶ ἀνέτοιμος, ἐνθυμοῦ καὶ τὸν καιρὸν τῆς θείας ἐκδικήσεως καὶ τιμωρίας, ὅταν ὁ Κύριος θὰ στρέφῃ ἀλλαχοῦ τὸ πρόσωπόν του μετ’ ἀποδοκιμασίας.
25 μνήσθητι καιρὸν λιμοῦ ἐν καιρῷ πλησμονῆς, πτωχείαν καὶ ἔνδειαν ἐν ἡμέραις πλούτου. 25 Οταν θα έχης πλούσια τα αγαθά, να ενθυμήσαι και τον καιρόν της πείνας· όπως επίσης και κατά τας ημέρας του πλουτισμού σου, να ενθυμήσαι την προτέραν πτωχείαν και στέρησιν. 25 Ἐνθυμήσου τὸν χρόνον τῆς πείνας κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ χορτασμοῦ καὶ τῆς ἀφθονίας ὅλων, τὴν πτωχείαν δὲ καὶ τὴν στέρησιν κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ἔχει πλοῦτον.
26 ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας μεταβάλλει καιρός, καὶ πάντα ἐστὶ ταχινὰ ἔναντι Κυρίου. 26 Από το πρωϊ έως το βραδύ μεταβάλλεται ο καιρός· έτσι και όλα ταχύτατα παρέρχονται ενώπιον του Κυρίου. 26 Ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ ἑσπέρας μεταβάλλεται ὁ καιρός, καὶ ὅλα εἶναι φευγαλέα καὶ γρήγορα περνοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀναλλοίωτος.
27 ἄνθρωπος σοφὸς ἐν παντὶ εὐλαβηθήσεται καὶ ἐν ἡμέραις ἁμαρτιῶν προσέξει ἀπὸ πλημμελείας. 27 Ο σοφός άνθρωπος είναι εις όλα προσεκτικός και έτοιμος, και εις ημέρας πειρασμού της αμαρτίας θα προσέξη να αποφύγη την πτώσιν. 27 Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ εἶναι εἰς ὅλα προσεκτικὸς καὶ εὐλαβής, καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ἐπικρατοῦν παντὸς εἴδους ἁμαρτίαι, θὰ προσέξῃ νὰ μὴ παρασυρθῇ εἰς πλημμέλημά τι.
28 πᾶς συνετὸς ἔγνω σοφίαν καὶ τῷ εὑρόντι αὐτὴν δώσει ἐξομολόγησιν. 28 Καθε συνετός άνθρωπος κατέχει την αληθή γνώσιν και σοφίαν. Θα συγχαρή δε ειλικρινώς εκείνον, που θα αναζητήση και θα εύρη την σοφίαν. 28 Κάθε συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι εἰς θέσιν νὰ γνωρίσῃ τὴν θείαν Σοφίαν, καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὴν εὗρε θὰ ἀποδώσῃ τιμὴν καὶ ἔπαινον.
29 συνετοὶ ἐν λόγοις καὶ αὐτοὶ ἐσοφίσαντο καὶ ἀνώμβρησαν παροιμίας ἀκριβεῖς. 29 Ευφυείς άνθρωποι, που προσέχουν τους λόγους των σοφών, θα γίνουν και αυτοί σοφοί και ωσάν ευεργετική βροχή θα πίπτουν τα σοφά γνωμικά των. 29 Ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετὰ συνέσεως καὶ σοβαρότητος προσέχουν εἰς τοὺς λόγους των, ἐκαλλιέργησαν καὶ αὐτοὶ τὴν Σοφίαν καὶ μετ’ ἀφθονίας ὡς βροχὴν ἐκβάλλουν ἀπὸ τὸ στόμα των ἀποφθέγματα καὶ παροιμίας σοφὰς καὶ ἀκριβεῖς. ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΨΥΧΗΣ
30 ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΨΥΧΗΣ. - ᾿Οπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν σου μὴ πορεύου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέξεών σου κωλύου. 30 ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ - Μη παρασύρεσαι και μη ακολουθής τας κακάς επιθυμίας σου. Και από τας αμαρτωλάς ορέξεις σου να εμποδίζης τον εαυτόν σου. 30 Μὴ παρασύρεσαι πίσω ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας σου καὶ ἐμπόδιζε τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ τὰς σαρκικὰς ὀρέξεις σου.
31 ἐὰν χορηγήσῃς τῇ ψυχῇ σου εὐδοκίαν ἐπιθυμίας, ποιήσει σε ἐπίχαρμα τῶν ἐχθρῶν σου. 31 Εάν χορηγήσης εις την ψυχήν σου την συγκατάθεσίν σου εις εκπλήρωσιν των ατόπων επιθυμιών, θα γίνης περίγελως των εχθρών σου. 31 Ἐὰν παραχωρήσῃς εἰς τὴν ψυχήν σου τὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ εἶναι ἀρεστὴ εἰς αὐτήν, θὰ σὲ κάμῃ περίγελων τῶν ἐχθρῶν σου.
32 μὴ εὐφραίνου ἐπὶ πολλῇ τρυφῇ, μηδὲ προσδεθῇς συμβολῇ αὐτῆς. 32 Μη επιδιώκης την τέρψιν και χαράν σου εις την πολλήν και μεγάλην τρυφήν, ούτε να προσδεθής και υποταχθής εις την καλοζωΐαν, την οποίαν αυτή προσφέρει. 32 Νὰ μὴ χαίρεσαι καὶ νὰ μὴ θεωρῇς εὐτυχίαν τὴν πολλὴν καλοπέρασιν καὶ τρυφήν, οὔτε νὰ δεθῇς αἰχμάλωτος εἰς τὴν συντροφιὰν καλοζωϊστῶν.
33 μὴ γίνου πτωχὸς συμβολοκοπῶν ἐκ δανεισμοῦ, καὶ οὐδέν σοί ἐστιν ἐν μαρσιπείῳ. 33 Εάν είσαι πτωχός μη οργανώνης συμπόσια με δανεικά χρήματα, καθ' ον χρόνον τίποτε δεν έχεις μέσα στο βαλάντιόν σου. 33 Μὴ γίνεσαι πτωχός, ἑτοιμάζων καὶ παραθέτων συμπόσια καὶ τραπέζια διὰ δανεισμένων χρημάτων, καθ’ ὃν χρόνον δὲν ὑπάρχει τίποτε εἰς τὸ δερμάτινον βαλάντιον σου.