Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΕΙΡΑΧ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΗ ἐπιθύμει τέκνων πλῆθος ἀχρήστων, μὴ εὐφραίνου ἐπὶ υἱοῖς ἀσεβέσιν. 1 Μη επιθυμής πλήθος απογόνων, οι οποίοι δεν θα είναι ικανοί εις τίποτε και μη ευφραίνεσαι δια τα παιδιά σου τα ασεβή. 1 Μὴ ἐπιθυμῇς πλῆθος ἀπὸ τέκνα ἄχρηστα καὶ ἀνωφελῆ καὶ μὴ εὐφραίνεσαι δι’ υἱούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσεβεῖς.
2 ἐὰν πληθύνωσι, μὴ εὐφραίνου ἐπ᾿ αὐτοῖς, εἰ μή ἐστι φόβος Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν. 2 Εάν πληθυνθον, μη ευφρανθής δι' αυτά, έκτος εάν εις τας καρδίας τΩν υπάρχη ο φόβος του Κυρίου. 2 Ἐὰν πληθυνθοῦν, μὴ χαίρεσαι δι’ αὐτὰ καὶ διὰ τὸ πλῆθος των, ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ μετ’ αὐτῶν φόβος τοῦ Κυρίου.
3 μὴ ἐμπιστεύσῃς τῇ ζωῇ αὐτῶν καὶ μὴ ἔπεχε ἐπὶ τὸ πλῆθος αὐτῶν· κρείσσων γὰρ εἷς ἢ χίλιοι, καὶ ἀποθανεῖν ἄτεκνον ἢ ἔχειν τέκνα ἀσεβῆ. 3 Μη ελπίζης μακράν και ευτυχισμένην την ζωήν αυτών, και μη στηρίζεσαι στο πλήθος των. Προτιμότερος είναι ένας ευσεβής παρά χίλιοι ασεβείς. Και είναι προτιμότερον να αποθάνη κανείς άτεκνος, παρά να έχη παιδιά ασεβή και αμαρτωλά. 3 Μὴ βασίζεσαι καὶ μὴ δίδῃς πίστιν εἰς τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς των καὶ μὴ στηρίζεσαι εἰς τὸν ἀριθμόν των διότι ἕνας καλὸς καὶ εὐσεβὴς εἶναι καλύτερος καὶ προτιμότερος ἀπὸ χιλίους· καὶ προτιμότερον νὰ ἀποθάνῃ κάποιος ἄτεκνος, παρὰ νὰ ἔχῃ τέκνα ἀσεβῇ.
4 ἀπὸ γὰρ ἑνὸς συνετοῦ συνοικισθήσεται πόλις, φυλὴ δὲ ἀνόμων ἐρημωθήσεται. 4 Διότι ενας μυαλωμένος και του Θεού άνθρωπος ημπορεί να γεμίση από πλήθος ανθρώπων μίαν πόλιν. Ολόκληρος δε φυλή ανόμων και αμαρτωλών ανθρώπων θα εξολοθρευθή και θα ερημωθή. 4 Καὶ εἶναι προτιμότερος ὁ ἕνας, διότι ἀπὸ ἕνα συνετὸν θὰ γεμίσῃ ἀπὸ κατοίκους ὁλόκληρος πόλις, τοὐναντίον δὲ ὁλόκληρος φυλὴ καὶ γενεὰ παρανόμων θὰ ἐρημωθῇ.
5 πολλὰ τοιαῦτα ἑώρακα ἐν ὀφθαλμοῖς μου, καὶ ἰσχυρότερα τούτων ἀκήκοε τὸ οὖς μου. 5 Πολλά τέτοια γεγονότα είδα με τα μάτια μου και ακόμη σπουδαιότερα από αυτά ήκουσαν τα αυτιά μου. 5 Πολλὰ τέτοια γεγονότα εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ σοβαρώτερα ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἀκούσει τὰ αὐτιά μου.
6 ἐν συναγωγῇ ἁμαρτωλῶν ἐκκαυθήσεται πῦρ, καὶ ἐν ἔθνει ἀπειθεῖ ἐξεκαύθη ὀργή. 6 Εις συγκέντρωσιν αμαρτωλών θα ανάψη φωτιά, δια να τους κατακαύση, και εναντίον έθνους, που δεν υπακούει εις τας θείας εντολάς, ωσάν πυρκαϊά θα εκσπάση η οργή του Θεού. 6 Εἰς σύναξιν ἁμαρτωλῶν θὰ ἀνάψῃ φωτιὰ νὰ τοὺς κάψη, καὶ εἰς ἔθνος, ποὺ ἀπειθεῖ καὶ ἀπεστάτησεν ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐκσπάσῃ γρήγορα θεία ὀργή.
7 οὐκ ἐξιλάσατο περὶ τῶν ἀρχαίων γιγάντων, οἳ ἀπέστησαν τῇ ἰσχύϊ αὐτῶν· 7 Ο Θεός δεν εξιλεώθη και δεν συνεχώρησε τους αρχαίους εκείνους γίγαντας, οι οποίοι, έχοντες πεποίθησιν εις την δύναμίν των, απεμακρύνθησαν από αυτόν. 7 Δὲν ἐξιλέωσε καὶ δὲν συνεχώρησεν ὁ Θεὸς τοὺς ἀρχαίους γίγαντας, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάτησαν ἀπ’ Αὐτοῦ στηριζόμενοι ἀλαζονικῶς εἰς τὴν δύναμίν των.
8 οὐκ ἐφείσατο περὶ τῆς παροικίας Λώτ, οὓς ἐβδελύξατο διὰ τὴν ὑπερηφανίαν αὐτῶν· 8 Δεν ελυπήθη την πόλιν, εις την οποίαν κατοικούσε ο Λωτ. Τους κατοίκους αυτής τους απεστράφη και τους εμίσησε δια την υπερηφάνειάν των. 8 Δὲν ἐλυπήθη τὴν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν ὡς ξένος καὶ πάροικος διέμενεν ὁ Λώτ, τοὺς κατοίκους τῆς ὁποίας ἐσιχάθη διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των.
9 οὐκ ἠλέησεν ἔθνος ἀπωλείας, τοὺς ἐξῃρμένους ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν· 9 Δεν ηλέησεν έθνος, το οποίον εκουσίως εβάδισε τον δρόμον της απωλείας, τους ανθρώπους που αλαζονεύθησαν μέσα εις τας αμαρτίας των. 9 Δὲν ἐπέδειξεν οἶκτον καὶ ἔλεος εἰς ἔθνος ἄξιον καταστροφῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐπαρθῆ καὶ ὑπερηφανεύοντο μέσα εἰς τὰς τόσας ἁμαρτίας των.
10 καὶ οὕτως ἑξακοσίας χιλιάδας πεζῶν τοὺς ἐπισυναχθέντας ἐν σκληροκαρδίᾳ αὐτῶν. 10 Και έτσι δεν ηλέησεν ο Κυριος αυτούς, αλλά εξωλόθρευσεν εξακοσίας χιλιάδας ανδρών Εβραίων εις την έρημον, οι οποίοι εν τη σκληροκαρδία των είχαν συσσωματωθή απειθούντες προς τον Κυριον. 10 Καὶ ἐξωλόθρευσεν ἔτσι ἑξακοσίας χιλιάδας πεζῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον συγκεντρωθῆ μὲ σκληρότητα καρδίας.
11 κἂν ᾖ εἷς σκληροτράχηλος, θαυμαστὸν τοῦτο εἰ ἀθωωθήσεται· ἔλεος γὰρ καὶ ὀργὴ παρ᾿ αὐτῷ, δυνάστης ἐξιλασμῶν καὶ ἐκχέων ὀργήν. 11 Εάν δε έστω και ένας σκληροτράχηλος υπάρξη, θα είναι θαυμαστόν, εάν διαφύγη την τιμωρίαν. Διότι στον Κυριον υπάρχει βεβαίως το έλεος, αλλά και η δικαία οργή. Ο Κυριος είναι ο άρχων και ο χορηγός των οικτιρμών, άλλα και αφήνει να εκσπά η οργή του εναντίον των αμετανοήτων αμαρτωλών. 11 Καὶ ἕνας ἀκόμη ἐὰν εἶναι ὁ σκληροτράχηλος καὶ ἀμετανόητος, θὰ εἶναι τοῦτο παράδοξον καὶ θαυμαστόν, ἐὰν θὰ ἀπαλλαγῇ ὡς ἀθῶος καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇ. Διότι μετὰ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἔλεος, ἀλλὰ καὶ ὀργή· εἶναι παντοδύναμος εἰς τὸ νὰ συγχωρῇ, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ νὰ ἐκχύνῃ ἀσυγκράτητον τὴν ὀργήν του.
12 κατὰ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ, οὕτως καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ· ἄνδρα κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ κρίνει. 12 Οσον μέγα είναι το έλεός του, τόσον μεγάλη είναι και η δικαία τιμωρία, που στέλλει. Αυτός κρίνει τον καθένα άνθρωπον κατά τα έργα του. 12 Ὅσον πολὺ καὶ μέγα εἶναι τὸ ἔλεός Του, τόσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ αὐστηρότης καὶ τιμωρία Του· θὰ κρίνῃ κάθε ἄνθρωπον σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
13 οὐκ ἐκφεύξεται ἐν ἁρπάγμασιν ἁμαρτωλός, καὶ οὐ μὴ καθυστερήσῃ ὑπομονὴν εὐσεβοῦς. 13 Ο αμαρτωλός με τας αρπαγάς του δεν θα διαφύγη την δικαίαν παρά Θεού τιμωρίαν και δεν θα καθυστερήση ο Κυριος να βραβεύση την υπομονήν του ευσεβούς. 13 Δὲν θὰ διαφύγῃ ὁ ἁμαρτωλὸς μὲ τὰς ἅρπαγας καὶ ἀδικίας του, καὶ δὲν θὰ καθυστερήσῃ νὰ ἰκανοποιηθῇ ἡ μεθ’ ὑπομονῆς καὶ ἀναμονῆς ἐλπὶς τοῦ εὐσεβοῦς.
14 πάσῃ ἐλεημοσύνῃ ποιήσει τόπον, ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ εὑρήσει. 14 Πρυς πάσαν κατεύθυνσιν θα σκορπίση ο Κυριος το έλεός του, αλλά ο καθένας θα εύρη κατά τα έργα του. 14 Εἰς πᾶσαν ἀγαθοεργίαν ὁ Θεὸς θὰ ἐτοιμάσῃ τόπον καὶ ἀνταμοιβήν. Ὁ καθένας μας θὰ εὕρῃ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
15 [Κύριος ἐσκλήρυνε Φαραὼ μὴ εἰδέναι αὐτόν, ὅπως ἂν γνωσθῇ ἐνεργήματα αὐτοῦ τῇ ὑπ' οὐρανόν. 15 Ο Κυριος αφήκε να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ, ώστε να μη γνωρίση τον αληθινόν Θεόν, δια να γίνουν έτσι φανερά εις όλην την γην τα έργα του Κυρίου. 15 Ὁ Κύριος παρεχώρησε νὰ σκληρυνθὴ ἡ καρδία τοῦ Φαραώ, ὥστε οὗτος νὰ μὴ γνωρίσῃ Αὐτόν, διὰ να γίνουν φανερὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα του εἰς ὅλην τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ἐκτεινομένην οἰκουμένην.
16 πάσῃ τῇ κτίσει τὸ ἔλεος αὐτοῦ φανερόν, καὶ τὸ φῶς αὐτοῦ καὶ τὸ σκότος ἐμέρισε τῷ ἀδάμαντι]. 16 Το έλεός του είναι ολοφάνερον εις όλην την δημιουργίαν. Ωσάν δέ με διαμάντι διεχώρισε το φως από το σκότος. 16 Τὸ ἔλεος τοῦ εἶναι φανερὸν εἰς ὅλην τὴν Δημιουργίαν, ἐχώρισε δὲ τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος ὡς δι' ἀδάμαντος καὶ σκληροῦ καὶ ἀδιαπεράστου χωρίσματος.
17 μὴ εἴπῃς, ὅτι ἀπὸ Κυρίου κρυβήσομαι, μὴ ἐξ ὕψους τίς μου μνησθήσεται; ἐν λαῷ πλείονι οὐ μὴ γνωσθῶ, τίς γὰρ ἡ ψυχή μου ἐν ἀμετρήτῳ κτίσει; 17 Μη είπης· “εγώ θα κρυφθώ από το βλέμμα του Κυρίου. Μηπως τάχα και από τα ύψη του ουρανού υπάρχει κανείς, που θα ενθυμηθή εμέ τον άνθρωπον της γης; Μέσα δε εις τα πλήθη του λαού κανείς δεν θα με γνωρίση. Και τι είμαι εγώ μέσα εις την απέραντον δημιουργίαν;” 17 Μῃ εἴπῃς μέσα σου, ὅτι θὰ κρυφθῶ ἀπὸ τὸν Κύριον μήπως θὰ μὲ ἐνθυμηθῇ καὶ θὰ μὲ προσέξῃ κανεὶς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ; Μέσα εἰς τόσον πλῆθος λαοῦ δὲν θὰ γίνω γνωστὸς καὶ δὲν θὰ μὲ διακρίνῃ κανείς. Διότι τί εἶναι ἡ ὕπαρξίς μου καὶ ἡ ζωή μου μέσα εἰς τὴν ἀπέραντον καὶ ἀμέτρητον Κτίσιν;
18 ἰδοὺ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἄβυσσος καὶ γῆ σαλευθήσονται ἐν τῇ ἐπισκοπῇ αὐτοῦ. 18 Ιδού, ο ουρανός της γης και ο άλλος, ο απέραντος ουρανός του σύμπαντος, ιδού η άβυσσος της θαλάσσης και η γη κλονίζονται, όταν ρίψη το βλέμμα του ο Κυριος επάνω εις αυτά. 18 Τίποτε δὲν εἶναι. Ὁ Θεὸς ὅμως τὰ βλέπει ὅλα. Καὶ ἰδού· ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ αὐτοῦ ἄλλος οὐρανός, ἡ ἄβυσσος τῆς θαλάσσης καὶ ἡ γῆ θὰ σαλευθοῦν κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν καὶ ἔλευσιν τοῦ Κυρίου.
19 ἅμα τὰ ὄρη καὶ τὰ θεμέλια τῆς γῆς ἐν τῷ ἐπιβλέψαι εἰς αὐτὰ τρόμῳ συσσείονται, 19 Συγχρόνως τα όρη και τα θεμέλια της γης καταλαμβάνονται από τρόμον και συγκλονίζονται από σεισμόν, όταν ο Κυριος ρίψη προς αυτά άγριον το βλέμμα του. 19 Συγχρόνως δὲ τὰ ὅρη καὶ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ὅταν ἐπιβλέψῃ εἰς αὐτὰ ἀπειλητικῶς ὁ Κύριος, θὰ σεισθοῦν ὅλα μαζὶ ὑπὸ τρομεροῦ σεισμοῦ.
20 καὶ ἐπ᾿ αὐτοῖς οὐ διανοηθήσεται καρδία· καὶ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τίς ἐνθυμηθήσεται; 20 Αλλά όλα αυτά δεν τα σκέπτεται η καρδία του ανθρώπου. Ποιός ενδιαφέρεται και ποιός σκέπτεται τας οδούς του Κυρίου; 20 Καὶ ἐπ’ αὐτῶν δὲν δύναται νὰ διανοηθῇ καὶ νὰ σχηματίσῃ κάποιαν ἰδέαν καρδία καὶ νοῦς ἀνθρώπου· καὶ ποῖος θὰ συλλάβῃ μὲ τὸν νοῦν του καὶ μὲ τὴν σκέψιν του τὰ σχέδια καὶ τοὺς τρόπους τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Κυρίου;
21 καὶ καταιγίς, ἣν οὐκ ὄψεται ἄνθρωπος, τὰ δὲ πλείονα τῶν ἔργων αὐτοῦ ἐν ἀποκρύφοις. 21 Και αυτή η ορατή και αισθητή καταιγίς αγνοείται από τον άνθρωπον. Τα πλείστα άλλωστε από τα έργα του Θεού παραμένουν άγνωστα και μυστηριώδη δια τον άνθρωπον. 21 Καὶ αὐτὴν τὴν καταιγίδα δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀτενίσῃ καὶ νὰ ἀντικρύσῃ ἄνθρωπος· τὰ περισσότερα δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα Του εἶναι ἀπόκρυφα καὶ μυστηριώδη.
22 ἔργα δικαιοσύνης τίς ἀναγγελεῖ ἢ τίς ὑπομενεῖ; μακρὰν γὰρ ἡ διαθήκη. 22 Τα έργα της θείας δικαιοσύνης ποιός τα αναγγέλλει η ποιός τα περιμένει μέχρι τέλους; Διότι ο Νομος και αι υποσχέσστου Κυρίου ευρίσκονται μακράν από τον άνθρωπον. 22 Τὰ ἔργα τῆς αἰφνιδίως ἐπερχομένης δικαίας ἐκδικήσεως τοῦ Κυρίου ποῖος δύναται νὰ ἀναγγείλῃ. Ἢ ποῖος θὰ περιμείνῃ αὐτά; Ἐλάχιστοι. Διότι αἱ ὑπὸ τῆς Διαθήκης καὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἐπαπειλούμεναι τιμωρίαι εὑρίσκονται μακρὰν καὶ βραδύνουν να ἐκδηλωθοῦν.
23 ἐλαττούμενος καρδίᾳ διανοεῖται ταῦτα, καὶ ἀνὴρ ἄφρων καὶ πλανώμενος διανοεῖται μωρά. 23 Αυτά σκέπτεται ο μικρόμυαλος και στενόκαρδος άνθρωπος. Ασύνετος και πλανώμενος σκέπτεται τοιαύτας μωρίας. 23 Ἄνθρωπος στερούμενος σύνεσιν καὶ ἔχων ὡς ἐκ τούτου στενὸν καὶ ἠλαττωμένον νοῦν, σκέπτεται περὶ αὐτῶν ἀνοήτως φανταζόμενος τὴν ἀπὸ Θεοῦ τιμωρίαν μακρὰν αὐτοῦ· ἄνθρωπος δὲ ἀνόητος καὶ πλανεμένος σκέπτεται μωρὰ καὶ τρελλά.
24 ῎Ακουσόν μου, τέκνον, καὶ μάθε ἐπιστήμην καὶ ἐπὶ τῶν λόγων μου πρόσεχε τῇ καρδίᾳ σου. 24 Παιδί μου, άκουσέ με· μάθε την αληθινήν γνώσιν και στους λόγους μου ας δώση προσοχήν η καρδία σου. 24 Ἀκουσε, παιδί μου, καὶ μάθε γνῶσιν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν καρδία πρόσεχε εἰς τὰ λόγια μου.
25 ἐκφανῶ ἐν σταθμῷ παιδείαν καὶ ἐν ἀκριβείᾳ ἀπαγγελῶ ἐπιστήμην. 25 Θα φανερώσω ολοκάθαρα εις σε με ακριβές ζύγι την αληθινήν παιδείαν και μόρφωσιν και με επιμέλειαν και λεπτομέρειαν θα διακηρύξω ενώπιόν σου την επιστήμην. 25 Θὰ φανερώσω διδασκαλίαν παιδαγωγοῦσαν καλῶς ζυγισμένην καὶ θὰ ἐξαγγείλω γνῶσιν διηκριβωμένην.
26 ἐν κρίσει Κυρίου τὰ ἔργα αὐτοῦ ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ ἀπὸ ποιήσεως αὐτῶν διέστειλε μερίδας αὐτῶν. 26 Με την πάνσοφον κρίσιν του Κυρίου έγιναν απ' αρχής όλα τα έργα του. Και απ' αρχής της δημιουργίας καθώρισε δια το καθένα την θέσιν και τον προορισμόν του. 26 Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔγιναν ἐξ ἀρχῆς μὲ κρίσιν καὶ σοφίαν, καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας των καθώρισεν ὁ Θεὸς τὰς διαφόρους αὐτῶν διαιρέσεις καὶ διακρίσεις.
27 ἐκόσμησεν εἰς αἰῶνα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ τὰς ἀρχὰς αὐτῶν εἰς γενεὰς αὐτῶν· οὔτε ἐπείνασαν οὔτε ἐκοπίασαν καὶ οὐκ ἐξέλιπον ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτῶν· 27 Εστόλισε και ενηρμόνισεν στους αιώνας τα έργα του, από της αρχής της δημιουργίας των και εις τας γενεάς αυτών μέχρι συντελείας. Αυτά ούτε επείνασαν ούτε εκοπίασαν και ποτέ δεν παρεξέκλιναν και δεν παρέλειψαν από τα έργα των. 27 Διεκόσμησε καὶ ἐτακτοποίησε κατὰ μόνιμα καὶ αἰώνια συστήματα τὰ ἔργα του, καὶ τὰς ἀπ' ἀρχῆς κυρίας διαιρέσεις των ἐπλήθυνεν εἰς τὰς γενεάς των. Οὔτε ἐπείνασαν, οὔτε ἐκοπίασαν, οὔτε ἐσταμάτησαν ἀπὸ τὰ ἔργα των.
28 ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ οὐκ ἐξέθλιψε, καὶ ἕως αἰῶνος οὐκ ἀπειθήσουσι τοῦ ρήματος αὐτοῦ. 28 Κανένα από αυτά δεν προσέκρουσε και δεν επέπεσεν επί του άλλου και μέχρι συντελείας των αιώνων δεν θα απειθήσουν ποτέ εις την εντολήν του Θεού. 28 Καθένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐστενοχώρησε τὸ διπλανό του καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας δὲν θὰ παρακούσουν τὸ πρόσταγμά του.
29 καὶ μετὰ ταῦτα Κύριος εἰς τὴν γῆν ἐπέβλεψε καὶ ἐνέπλησεν αὐτὴν τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ· 29 Επειτα ο Κυριος έρριψε το βλέμμα του εις την γην και την εγέμισεν από τα αγαθά του. 29 Καὶ ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ Κύριος ἔρριψεν εὐμενῶς τὸ βλέμμα του εἰς τὴν γῆν καὶ ἐγέμισεν αὐτὴν μὲ τὰ ἀγαθά του.
30 ψυχὴν παντὸς ζῴου ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτῆς, καὶ εἰς αὐτὴν ἡ ἀποστροφὴ αὐτῶν. 30 Εγέμισε την επιφάνειαν της γης με κάθε ειδός ζώων, και εις την γην αυτά πάλιν θα επιστρέψουν, όταν αποθνήσκουν. 30 Ἐκάλυψε τὴν ἐπιφάνειάν της μὲ τὰ εἴδη ὅλων τῶν ζώων καὶ ὥρισε τὴν ἐπιστροφήν των εἰς αὐτὴν μετὰ τὸν θάνατον αὐτῶν.