Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΘΕΕ πατέρων καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου 1 Θεέ των προγόνων μου, Κυριε του ελέους, συ ο οποίος δια μόνου του λόγου σου εδημιούργησες τα σύμπαντα 1 Θεὲ τῶν πατέρων μου καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ὁποῖος ἐποίησας τὰ πάντα διὰ μόνου τοῦ προστακτικοῦ λόγου σου
2 καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατεσκεύσασας ἄνθρωπον, ἵνα δεσπόζῃ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων 2 και με την θείαν σου σοφίαν έπλασες τον άνθρωπον, στον οποίον έδωσες το προσόν να είναι κύριος όλων των δημιουργημάτων σου, 2 καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τῆς Σοφίας σου κατεσκεύασες τὸν ἄνθρωπον διὰ νὰ δεσπόζῃ καὶ κυριαρχῇ ἐπὶ τῶν κτισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔγιναν ἀπὸ Σέ,
3 καὶ διέπῃ τὸν κόσμον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν εὐθύτητι ψυχῆς κρίσιν κρίνῃ, 3 να επιβλέπη και κυβερνά τον κόσμον με αφοσίωσιν προς σε και με δικαιοσύνην προς τους ανθρώπους και να εκδίδη κατά τας δίκας δικαίας αποφάσεις με ευθύτητα και αντικειμενικότητα καρδίας, 3 καὶ νὰ κυβερνᾷ τὸν κόσμον μὲ ἀφοσίωσιν εἰς Σὲ καὶ μὲ δικαιοσύνην καὶ μὲ εὐθύτητα καὶ ἀνιδιοτέλειαν καρδίας νὰ κρίνῃ καὶ νὰ δικάζῃ·
4 δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καὶ μή με ἀποδοκιμάσῃς ἐκ παίδων σου. 4 δος μου την σοφίαν, η οποία παρακάθεται εις θρόνον κοντά στον ιδικόν σου θρόνον και μη με αποδοκιμάσης από την τάξιν των δούλων σου. 4 δός μου τὴν Σοφίαν, ἡ ὁποία κάθηται μαζί σου παρὰ τὸν θρόνον σου, καὶ μὴ μὲ ἀποδοκιμάσῃς ἀπὸ τοὺς δούλους σου.
5 ὅτι ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου, ἄνθρωπος ἀσθενὴς καὶ ὀλιγοχρόνιος καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεως καὶ νόμων· 5 Διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος, υιός της ιδικής σου δούλης, της μητρός μου. Ανθρωπος αδύνατος, του οποίου ο βίος είναι βραχύς επί της γης, μικρός και αδύνατος εις ορθάς κρίσεις και εις την γνώσιν των ιδικών σου νόμων. 5 Σὲ παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ ἀπορρίψης ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν παιδιῶν σου, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι δοῦλος σοῦ καὶ παιδὶ τῆς δούλης σου, ἄνθρωπος ἀδύνατος καὶ μὲ ὀλιγοχρόνιον ζωὴν καὶ πολὺ μικρὸς εἰς τὸ να κατανοῶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τοὺς θείους νόμους.
6 κἂν γάρ τις ᾖ τέλειος ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων, τῆς ἀπὸ σοῦ σοφίας ἀπούσης, εἰς οὐδὲν λογισθήσεται. 6 Και εάν, έστω, υπάρξη κανείς τέλειος μεταξύ των άλλων ανθρώπων, όταν από αυτόν απρυσιαζη η σοφία σου, είναι ένα τίποτε ενώπιον σου και ενώπιον των ορθοφρονούντων ανθρώπων. 6 Ναί· εἶμαι ἀδύνατος καὶ ὑστερῶ εἰς τὸ νὰ κρίνω ὀρθῶς καὶ κατὰ τοὺς νόμους σου, διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη ὑποτεθῇ ὅτι ὑπάρχει κανεὶς τέλειος μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἀπουσιάζῃ ἡ ἀπὸ σοῦ Σοφία, δὲν θὰ ὑπολογισθῇ οὗτος ἄξιος εἰς τίποτε.
7 σύ με προείλω βασιλέα λαοῦ σου καὶ δικαστὴν υἱῶν σου καί θυγατέρων· 7 Συ, με εξέλεξες ως βασιλέα του λαού σου, με κατέστησες δικαστήν μεταξύ των υιών σου και των θυγατέρων σου. 7 Σὺ μὲ ἐπροτίμησες καὶ μὲ ἐδιάλεξες νὰ γίνω βασιλεὺς τοῦ λαοῦ σου καὶ δικαστὴς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εἶναι αὐτοὶ ἐξαιρετικῶς μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν παιδιά σου καὶ θυγατέρες σου.
8 εἶπας οἰκοδομῆσαι ναὸν ἐν ὄρει ἁγίῳ σου καὶ ἐν πόλει κατασκηνώσεώς σου θυσιαστήριον, μίμημα σκηνῆς ἁγίας, ἣν προητοίμασας ἀπ᾿ ἀρχῆς. 8 Συ είπες να ανοικοδομήσω ναόν στο άγιόν σου όρος και θυσιαστήριον εις την πόλιν, όπου έστησες την σκηνήν σου, όμοιον προς την άγιον Σκηνήν του Μαρτυρίου σου, την οποίαν απ' αρχής συ είχες προετοιμάσει. 8 Μὲ διέταξες νὰ οἰκοδομήσω ναὸν ἐπὶ τοῦ ὄρους του ἁγίου σου καὶ θυσιαστήριον εἰς τὴν πόλιν Σιών, ὅπου κατεσκήνωσας καὶ κατοικεῖς, ἀντίγραφον καὶ ἀπομίμησιν τῆς ἁγίας σκηνῆς, τὴν ὁποίαν εἶχες προετοιμάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας.
9 καὶ μετὰ σοῦ ἡ σοφία ἡ εἰδυῖα τὰ ἔργα σου καὶ παροῦσα, ὅτε ἐποίεις τὸν κόσμον, καὶ ἐπισταμένη τί ἀρεστὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ τί εὐθὲς ἐν ἐντολαῖς σου. 9 Μαζή με σε είναι πάντοτε η σοφία, η οποία εγνώριζεν απολύτως και γνωρίζει όλα τα έργα σου, και η οποία ήτο παρούσα, όταν συ εκ του μηδενός εδημιουργούσες τον κόομον, και εγνώριζε τι είναι ευάρεστον ενώπιον των οφθαλμών σου και σύμφωνον με τας αγίας εντολάς σου. 9 Καὶ μετὰ Σοῦ εἶναι ἡ Σοφία, ἡ ὁποία γνωρίζει τὰ ἔργα σου καὶ ἡ ὁποία παρευρίσκετο παροῦσα, ὅταν ἐδημιούργεις τὸν κόσμον, καὶ γνωρίζει τί εἶναι ἀρεστὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ποῖον εἶναι σύμφωνον πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὰς ἐντολάς σου.
10 ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σου πέμψον αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσά μοι κοπιάσῃ καὶ γνῶ τί εὐάρεστόν ἐστι παρά σοί. 10 Αυτήν, λοιπόν, την θείαν σοφίαν σου στείλε εις εμέ τον δούλον σου από τους αγίους ουρανούς και από τον θρόνον της δόξης σου, δια να ευρίσκεται πάντοτε κοντά μου και κοπιάζη μαζή μου, ώστε εγώ να γνωρίσω ακριβώς τι είναι ευάρεστον ενώπιόν σου. 10 Ἀπόστειλε ταύτην ἀπὸ τοὺς ἁγίους σου οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς μεγαλοπρεποῦς καὶ ἀνυπερβλήτου δόξης σου πέμψον αὐτήν, διὰ νὰ εἶναι παροῦσα μαζί μου καὶ νὰ κοπιάζῃ ἐνισχύουσά με εἰς τὰς προσπαθείας μου, καὶ οὕτω νὰ γνωρίζω, ποῖον εἶναι ἀρεστὸν εἰς Σέ.
11 οἶδε γὰρ ἐκείνη πάντα καὶ συνίει καὶ ὁδηγήσει με ἐν ταῖς πράξεσί μου σωφρόνως καὶ φυλάξει με ἐν τῇ δόξῃ αὐτῆς· 11 Η σοφία σου γνωρίζει τα πάντα και αυτή θα με οδηγήση συνετώς εις τας πορείας του βίου μου. Θα με περιφρουρήση και θα με προστατεύση το φως της ιδικής της δόξης. 11 Θὰ τὸ γνωρίζω δέ, διότι ἐκείνη τὰ γνωρίζει ὅλα καὶ τὰ ἐννοεῖ καὶ θὰ μὲ ὁδηγῇ συνετῶς καὶ ὀρθῶς εἰς τὰς πράξεις καὶ ἐνεργείας μου καὶ θὰ μὲ προστατεύῃ μὲ τὴν ἔνδοξον λαμπρότητά της.
12 καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίως καὶ ἔσομαι ἄξιος θρόνων πατρός μου. 12 Χαρις εις αυτήν θα είναι ευπρόσδεκτα από σε τα έργα μου. Και εγώ θα κυβερνώ και θα δικάζω τον λαόν σου με δικαιοσύνην. Θα αναδειχθώ άξιος των θρόνων του πατρός μου Δαβίδ. 12 Καὶ θὰ εἶναι τότε τὰ ἔργα μου εὐάρεστα εἰς Σὲ καὶ θὰ κρίνω μὲ δικαιοσύνην τὸν λαόν σου καὶ θὰ εἶμαι ἄξιος τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα μου.
13 τίς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ; ἢ τίς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος; 13 Ποιός άνθρωπος είναι εις θέσιν εξ εαυτού να γνωρίση τας βούλας του Θεού; Η ποιός ημπορεί εξ εαυτού να συλλάβη και να κατανοήση το θέλημα του Κυρίου; 13 Μοῦ εἶναι δὲ ἀπαραίτητος σύντροφος καὶ ὁδηγὸς ἡ Σοφία. Διότι ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος τοῦ θὰ γνωρίσῃ τὰ σχέδια καὶ τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ ἢ ποῖος θὰ βάλῃ μὲ τὸν νοῦν του, τί θέλει ὁ Κύριος;
14 λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί, καὶ ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν. 14 Διότι αι σκέψεις των ανθρώπων είναι ταλαντευόμεναι και ασταθείς και αι επινοήσεις της διανοίας μας εσφαλμέναι. 14 Κανείς. Διότι αἱ σκέψεις τῶν θνητῶν εἶναι ἀσταθεῖς καὶ ταλαντευόμεναι, αἱ δὲ ἐπινοήσεις μᾶς ἀβέβαιαι καὶ ὑποκείμεναι εἰς σφάλματα.
15 φθαρτὸν γὰρ σῶμα βαρύνει ψυχήν, καὶ βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν πολυφρόντιδα. 15 Διότι το φθαρτόν τούτο σώμα μας βαρύνει την ψυχήν και επισκοτίζει την κρίσιν της. Η χωματένια αυτή κατοικία της ψυχής μας καταπονείται με τας πολλάς μερίμνας του νου. 15 Αὐτὸ δὲ ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι τὸ σῶμα, ποὺ φθείρεται, γίνεται βάρος, ποὺ πιέζει τὴν ψυχήν, καὶ ἡ χωματένια σκηνή της παραφορτώνει τὸν νοῦν, ποὺ ἔχει πλῆθος φροντίδων.
16 καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς καί τὰ ἐν χερσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς τίς ἐξιχνίασε; 16 Μολις δε και μετά βίας διατυπώνομεν εικασίας και συνάγομεν συμπεράσματα δια τα επί της γης πράγματα και φαινόμενα. Μετά κόπου δε και δυσκολίας ευρίσκομεν αυτά, που εξαρτώνται από τα χέρια μας. Τα όσα όμως υπέροχα υπάρχουν επάνω στους ουρανούς, ποιός εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να εξιχνιάση; 16 Καὶ μόλις μετὰ δυσκολίας συμπεραίνομεν αὐτά, ποὺ ὑπάρχουν καὶ γίνονται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ μὲ κόπον πολὺν εὑρίσκομεν ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὰ χέρια μας. Αὐτὰ ὅμως ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, ποῖος τὰ ἐξήτασε μὲ ἀκρίβειαν καὶ τὰ ἀνεκάλυψε;
17 βουλὴν δέ σου τίς ἔγων, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ ἅγιόν σου πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων; 17 Ποιός εγνώρισε την ιδικήν σου βουλήν, ειμή μόνον εκείνος, στον οποίον συ έδωκες σοφίαν και έπεμψες το Αγιόν σου Πνεύμα από τους υψίστους ουρανούς; 17 Τὰς σκέψεις σου δὲ καὶ τὴν βουλήν σου ποῖος θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ τὰ γνωρίσῃ, ἐὰν σὺ δὲν τοῦ ἔδιδες Σοφίαν καὶ δὲν ἔστελλες τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα ἀπὸ τὰς ὑψίστας σφαίρας τοῦ Οὐρανοῦ;
18 καὶ οὕτως διωρθώθησαν αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἀρεστά σου ἐδιδάχθησαν ἄνθρωποι, 18 Ετσι δέ με την ιδικήν σου σοφίαν διωρθώθησαν και διορθώνονται αι πορείαι των ανθρώπων επί της γης. Και οι άνθρωποι δι' αυτής έχουν διδαχθή και διδάσκονται τα ευάρεστα ενώπιόν σου. 18 Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διὰ τῆς ἀποστολῆς δηλαδὴ τοῦ Πνεύματός σου καὶ τῆς ὑπ’ αὐτοῦ παροχῆς τῆς Σοφίας, διωρθώθησαν οἱ δρόμοι τῆς συμπεριφορᾶς των ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπων καὶ ἐδιδάχθησαν οὗτοι αὐτὰ ποὺ ἀρέσκουν εἰς Σέ.
19 καὶ τῇ σοφίᾳ ἐσώθησαν. 19 Με την ιδικήν σου σοφίαν εσώθησαν και θα σωθούν. 19 Καὶ διὰ τῆς Σοφίας ἐσώθησαν.