Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΟΙΣ δὲ ἀσεβέσι μέχρι τέλους ἀνελεήμων θυμὸς ἐπέστη· προῄδει γὰρ αὐτῶν καὶ τὰ μέλλοντα, 1 Εις τους ασεβείς όμως Αιγυπτίους είχεν επιπέσει ανελέητος και ανυποχώρητος ο δίκαιος θυμός του. Διότι ο Κυριος προέβλεπε και τα μέλλοντα κακά, που αυτοί θα διέπραττον. 1 Εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ὅμως Αἰγυπτίους ἐπέπεσε μέχρι τέλους θεία ὀργὴ χωρὶς ἔλεος καὶ συγγνώμην, διότι ὁ Θεὸς προέβλεπε καὶ ἐκεῖνα, ποὺ θὰ ἔπραττον οὖτοι εἰς τὸ μέλλον.
2 ὅτι αὐτοὶ ἐπιτρέψαντες τοῦ ἀπιέναι καὶ μετὰ σπουδῆς προπέμψαντες αὐτούς, διώξουσι μεταμεληθέντες. 2 Διότι αυτοί, αν και επέτρεψαν στους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, και μετά σπουδής μάλιστα τους προέπεμψαν, εν τούτοις μεταμεληθέντες δια την αναχώρησιν αυτών τους κατεδίωξαν. 2 Προέβλεπε δηλαδὴ ὅτι, ἀφοῦ ἐπέτρεψαν εἰς τοὺς Ἑβραίους νὰ ἀπέλθουν καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐπρόπεμψαν βιαστικά, θὰ τοὺς κατεδίωκον, ἐπειδὴ θὰ μετεμελοῦντο.
3 ἔτι γὰρ ἐν χερσὶν ἔχοντες τὰ πένθη καὶ προσοδυρόμενοι τάφοις νεκρῶν, ἕτερον ἐπεσπάσαντο λογισμὸν ἀνοίας καὶ οὓς ἱκετεύοντες ἐξέβαλον, τούτους ὡς φυγάδες ἐδίωκον. 3 Και ενώ ακόμη ήσαν ενώπιόν των πρόσφατα τα πένθη δια τον θάνατον των πρωτοτόκων των και ωδύροντο κοντά στους τάφους των ιδικών των, επενόησαν και απεδέχθησαν μίαν ανόητον και τρελλήν σκέψιν, και ήρχισαν να καταδιώκουν ως δραπέτας εκείνους, τους οποίους οι ίδιοι με ικεσίας και παρακλήσστους είχαν προ ολίγου παρακαλέσει να φύγουν. 3 Ἦτο δὲ ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ ἀσυγχώρητος, διότι, ἐνῷ εἶχαν ἀκόμη εἰς τὰ χέρια των τοὺς πενθουμένους νεκροὺς καὶ ἐνῷ ἔκλαιαν εἰς τοὺς τάφους τῶν πεθαμένων, συνέλαβον καί, οὕτως εἰπεῖν, διὰ τῆς βίας ἐκράτησαν ἄλλην ἀνόητον καὶ παράφρονα σκέψιν καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὴν ἐκείνους, τοὺς ὁποίους παρακαλοῦντες ἔδιωχναν προηγουμένως ἀπὸ τὴν χώραν των, τούτους μετ’ ὀλίγον κατεδίωκον σὰν φυγάδας δραπετεύσαντας ἐξ Αἰγύπτου.
4 εἷλκε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἀξία ἐπὶ τοῦτο τὸ πέρας ἀνάγκη καὶ τῶν συμβεβηκότων ἀμνηστίαν ἐνέβαλεν, ἵνα τὴν λείπουσαν ταῖς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν, 4 Σαν κάποια δικαία και αναπόφευκτος απόφασις τους έσυρε εις αυτήν την ακρότητα και τους ενέβαλε αμνησίαν των παρελθόντων γεγονότων. Τούτο δέ, δια να ολοκληρωθή η τιμωρία των και να μη μείνουν ατελή τα βάσανά των. 4 Καὶ ἐφέρθησαν οὕτω, διότι τοὺς ἔσυρε πρὸς τὸ τέλος αὐτὸ ἡ ἀνάγκη, ἡ ὑπὸ τῆς θείας δίκης ἐπιβαλλομένη ὡς ἀνταξία τῆς σκληρότητός των, καὶ ἐνέβαλεν εἰς αὐτοὺς ἐπιλησμοσύνην καὶ ἀμνησίαν τῶν τρομερῶν πληγῶν καὶ τιμωριῶν, ποὺ εἶχαν προσφάτως ὑποστῇ, διὰ νὰ συμπληρώσουν τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ἔλειπεν ἀπὸ τὰς προτέρας βασάνους των·
5 καὶ ὁ μὲν λαός σου παράδοξον ὁδοιπορίαν περάσῃ, ἐκεῖνοι δὲ ξένον εὕρωσι θάνατον. 5 Και καθ' ον χρόνον ο λαός σου εβάδιζε την παράδοξον πορείαν δια μέσου της θαλάσσης, εκείνοι εύρισκαν τον φοβερόν εκεί θάνατον. 5 καὶ τοιουτοτρόπως συνέβη ὁ μὲν λαός σου νὰ περάσῃ παράδοξον καὶ θαυμαστὴν πεζοπορίαν διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἐκεῖνοι δὲ νὰ εὔρουν πρωτάκουστον καὶ ἀσυνήθιστον θάνατον.
6 ὅλη γὰρ ἡ κτίσις ἐν ἰδίῳ γένει πάλιν ἄνωθεν διετυποῦτο ὑπηρετοῦσα ταῖς σαῖς ἐπιταγαῖς. ἵνα οἱ σοὶ παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεῖς. 6 Διότι, δια να διαφυλαχθούν αβλαβή τα τέκνα σου από κάθε κακόν, όλη η κτίσις υπακούουσα και υπηρετούσα τας ιδικάς σου διαταγάς ανεμορφούτο πάλιν και επανήρχετο εις την ιδίαν της φύσιν. 6 Καὶ ἐγίνοντο θαύματα καταπληκτικά, διότι ὅλη ἡ Δημιουργία, ἕκαστον δημιούργημα κατὰ τὴν φύσιν καὶ τὸ ἴδιον αὐτοῦ γένος, προσελάμβανεν ἐκ νέου ὡς ἐξ ἀρχῆς τύπον καὶ σχῆμα, ὑποτασσομένη καὶ ὑπηρετοῦσα εἰς τὰς διαταγάς σου, διὰ νὰ προφυλαχθοῦν τὰ παιδιά σου ἀβλαβῆ.
7 ἡ τὴν παρεμβολὴν σκιάζουσα νεφέλη, ἐκ δὲ προϋφεστῶτος ὕδατος ξηρᾶς ἀνάδυσις γῆς ἐθεωρήθη, ἐξ ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὁδὸς ἀνεμπόδιστος καὶ χλοηφόρον πεδίον ἐκ κλύδωνος βιαίου· 7 Ετσι παρουσιάσθη η νεφέλη, η οποία έρριπτε την δροσεράν σκιάν της επί των Ισραηλιτών. Παρουσιάσθη γη στεγνή και ξηρά εκεί, οπού προηγουμένως υπήρχε το ύδωρ και μέσα εις την Ερυθράν Θαλασσαν ηνοίχθη ελεύθερος δρόμος. Και τα συνταρασσόμενα από τας καταιγίδας κύματα μετεβλήθησαν εις πεδιάδα γεμάτην χλόην. 7 Ὅπως συνέβη μὲ τὴν νεφέλην, ἡ ὁποία ἐσκίαζε τὸ στρατόπεδον ὁλόκληρον, ἀπ’ ἐκεῖ δὲ πάλιν, ποὺ προϋπῆρχε νερό, ἐφαίνετο ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν νὰ ἀναδύεται στεγνὴ γῆ, δρόμος ἀνεμπόδιστος καὶ πεδιὰς ἀπὸ φύκια καὶ ἄλλην θαλασσίαν βλάστησιν, χλοερὰ καὶ πράσινη ἐκ μέσου τῆς ἀγρίας θαλασσοταραχῆς.
8 δι᾿ οὗ πανεθνὶ διῆλθον οἱ τῇ σῇ σκεπαζόμενοι χειρί, θεωρήσαντες θαυμαστὰ τέρατα. 8 Δια μέσου δε αυτής της διόδου επέρασαν όλοι οι Ισραηλίται, υπό την προστασίαν της ιδικής σου παντοδυνάμου δεξιάς βλέποντες τα καταπληκτικά αυτά σημεία. 8 Διὰ τῆς πεδιάδος δὲ αὐτῆς ἐπέρασεν ὅλον τὸ ἔθνος, οἱ Ἰσραηλῖται δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἐσκεπάζοντο καὶ ἐπροφυλάττοντο ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου χεῖρα, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶδον καταπληκτικὰ σημεῖα καὶ θαύματα ἐξαίσια.
9 ὡς γὰρ ἵπποι ἐνεμήθησαν καὶ ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν αἰνοῦντές σε, Κύριε, τὸν ρυόμενον αὐτούς. 9 Επειτα από τα μεγάλα αυτά θαύματα οι Ισραηλίται, ωσάν ίπποι και πρόβατα που βόσκουν και σκιρτούν, έτσι εσκίρτησαν από την χαράν των και εδοξολόγησαν σέ, τον Κυριον των, ο οποίος τους εγλύτωσες από τους κινδύνους. 9 Ἦσαν δὲ καταπληκτικὰ τὰ ὅσα ὑπὸ τὴν προστασίαν σου εἶδον, διότι σὰν ἄλογα ἐχορτάσθησαν καὶ σὰν πρόβατα ἐπήδησαν χαρούμενα, δοξάζοντες Σέ, Κύριε, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐγλύτωσες.
10 ἐμέμνηντο γὰρ ἔτι τῶν ἐν τῇ παροικίᾳ αὐτῶν, πῶς ἀντὶ μὲν γενέσεως ζῴων ἐξήγαγεν ἡ γῆ σκνῖπα, ἀντὶ δὲ ἐνύδρων ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων. 10 Διότι ενεθυμούντο ζωηρώς, τι είχε γίνει εις την ξένην αυτήν χώραν των Αιγυπτίων, όπου ως πάροικοι αυτοί έμεναν· ότι δηλαδή αντί των άλλων ζώων η γη παρήγαγε σκνίπας και ο Νείλος ποταμός αντί των ιχθύων εξέρασε προς την γην πλήθος βατράχων. 10 Καὶ Σὲ ἐδόξαζον, διότι ἐνεθυμοῦντο ἀκόμη ἐκεῖνα, ποὺ συνέβησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, τὸν τόπον τῆς προσωρινῆς των κατοικίας, πῶς δηλαδὴ ἀντὶ μὲν νὰ γεννηθοῦν ζῶα καὶ ἄλλα κτήνη, ἡ γῆ ἔβγαλε σκνῖπα, ἀντὶ δὲ τῶν ψαριῶν καὶ τῶν ἄλλων, ποὺ ζοῦν στο νερό, ὁ ποταμὸς Νεῖλος ἐξέρασε πλῆθος βατράχων.
11 ἐφ᾿ ὑστέρῳ δὲ εἶδον καὶ νέαν γένεσιν ὀρνέων, ὅτι ἐπιθυμίᾳ προαχθέντες ᾐτήσαντο ἐδέσματα τρυφῆς· 11 Βραδύτερον δε οι Ισραηλίται, όταν επιέζοντο από την πείναν και εζήτησαν καλήν τροφήν από τον Θεόν, είδαν ένα νέον τρόπον γενέσεως πτηνών. 11 Ὕστερον δὲ εἶδον οἱ Ἰσραηλῖται καὶ νέαν ἄγνωστον εἰς αὐτοὺς παραγωγὴν πτηνῶν, ὅταν παρασυρθέντες ἀπὸ λαίμαργον ἐπιθυμίαν ἐζήτησαν φαγητὰ ἀπολαυστικὰ καὶ τρυφηλά.
12 εἰς γὰρ παραμυθίαν ἀνέβη αὐτοῖς ἀπὸ θαλάσσης ὀρτυγομήτρα. 12 Προς παρηγορίαν και διατροφήν των είδαν να αναβαίνουν από τας νοτίους περιοχάς ορτύκια. 12 Εἶδαν δὲ τὴν γένεσιν πτηνῶν, διότι πρὸς ἀνακούφισίν των καὶ ἰκανοποίησιν τῆς ἐπιθυμίας των ἀνέβη δι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θαλάσσης ὀρτυγομήτρα.
13 καὶ αἱ τιμωρίαι τοῖς ἀμαρτωλοῖς ἐπῆλθον οὐκ ἄνευ τῶν προγεγονότων τεκμηρίων τῇ βίᾳ τῶν κεραυνῶν· δικαίως γὰρ ἔπασχον ταῖς ἰδίαις αὐτῶν πονηρίαις, καὶ γὰρ χαλεπωτέραν μισοξενίαν ἐπετήδευσαν. 13 Εναντίον δε των ασεβών επήρχοντο τιμωρίαι, αφού προηγούντο απ' αυτάς ενδεικτικά φαινόμενα, δηλαδή τρομεραί αστραπαί και κεραυνοί. Δικαίως δε αυτοί ετιμωρούντο εξ αιτίας των κακιών των, αλλά και διότι είχαν εκθρέψει και δείξει το πλέον σκληρόν μίσος εναντίον των ξένων. 13 Ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς αἱ αὐστηραὶ τιμωρίαι δὲν ἐπέπεσαν, χωρὶς νὰ συμβοῦν ἐκ προτέρου σημάδια προειδοποιητικὰ διὰ τῆς βιαίας δυνάμεως τῶν κεραυνῶν. Διότι δικαίως ἔπασχον καὶ ἐτιμωροῦντο οὖτοι διὰ τὰς ἰδίας των παρανομίας. Ἦτο δὲ δίκαια ἡ τιμωρία των, διότι αὐτοὶ συμπεριεφέρθησαν μὲ χειρότερον ἀπὸ ἄλλους μῖσος πρὸς τοὺς ξένους.
14 οἱ μὲν γὰρ τοὺς ἀγνοοῦντας οὐκ ἐδέχοντο παρόντας, οὗτοι δὲ εὐεργέτας ξένους ἐδουλοῦντο. 14 Οι Σοδομίται δεν εδέχθησαν ανθρώπους που δεν εγνώριζαν, όταν αυτοί παρουσιάσθησαν ενώπιόν των, τους δύο δηλαδή αγγέλους. Οι δε Αιγύπτιοι τους ξένους, δηλαδή τους Ισραηλίτας, οι οποίοι τους είχαν ευεργετήσει, τους έκαμαν δούλους των. 14 Διότι οἱ μὲν κάτοικοι τῶν Σοδόμων δὲν ἐδέχοντο τοὺς ξένους, τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζον ὅτι ἦσαν ἄγγελοι παρόντες ἐν μέσῳ αὐτῶν, αὐτοὶ δὲ κατετυράννουν ὡς δούλους των τοὺς εὐεργέτας των, τοὺς Ἑβραίους δηλαδή, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ προγόνου των Ἰωσὴφ εἶχον σώσει αὐτοὺς ἀπὸ τὸν φοβερὸν λιμόν.
15 καὶ οὐ μόνον, ἀλλ᾿ ἤ τις ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτῶν, ἐπεὶ ἀπεχθῶς προσεδέχοντο τοὺς ἀλλοτρίους· 15 Και όχι μόνον τούτο. Οι Σοδομίται ετιμωρήθησαν, διότι ευθύς εξ αρχής εφέρθησαν αχθρικώς προς τους ξένους. 15 Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλ' ἡ τιμωρὸς θεία ἐπίσκεψις εἰς αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς Σοδομίτας, ὑπῆρξε, διότι μὲ ἀπέχθειαν καὶ μῖσος συμπεριεφέρθησαν πρὸς τοὺς ξένους.
16 οἱ δὲ μετὰ ἑορτασμάτων εἰσδεξάμενοι τοὺς ἤδη τῶν αὐτῶν μετεσχηκότας δικαίων, δεινοῖς ἐκάκωσαν πόνοις. 16 Οι Αιγύπτιοι όμως είχαν υποδεχθή απ' αρχής τους Ισραηλίτας με εορτάς. Επειτα όμως, όταν οι Ισραηλίται απελάμβαναν τα αυτά δικαιώματα με εκείνους, τους εβασάνισαν με βαρείας καταθλιπτικάς εργασίας. 16 Αὐτοὶ δέ, δηλαδὴ οἱ Αἰγύπτιοι, ἀφοῦ μὲ ἑορτὰς καὶ μὲ τιμὰς ἐδέχθησαν μέσα εἰς τὴν χώραν των τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι ἤδη εἶχον ἀποκτήσει τὰ αὐτὰ μὲ τοὺς Αἰγυπτίους δικαιώματα, ἐκακοποίησαν κατόπιν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐβασάνισαν μὲ πολὺ κοπιαστικὰ ἔργα καὶ βαρεῖς κόπους.
17 ἐπλήγησαν δὲ καὶ ἀορασίᾳ, ὥσπερ ἐκεῖνοι ἐπὶ ταῖς τοῦ δικαίου θύραις, ὅτε ἀχανεῖ περιβληθέντες σκότει, ἕκαστος τῶν αὐτοῦ θυρῶν τὴν δίοδον ἐζήτει. 17 Οπως δε οι Σοδομίται εκείνοι ετιμωρήθησαν με τύφλωσιν εμπρός εις την θύραν του δικαίου Λωτ, έτσι και οι Αιγύπτιοι ετιμωρήθησαν, όταν ευρέθησαν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, και ο καθένας από αυτούς εζητούσε ψηλαφητά να εύρη την εισοδον της θύρας του. 17 Ἐπατάχθησαν δὲ καὶ μὲ στέρησιν τῆς ὁράσεως, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι, οἱ κάτοικοι τῶν Σοδόμων, ἔπαθον πλησίον τῶν θυρῶν τοῦ δικαίου Λώτ, ὅτε διὰ πυκνοῦ καὶ βαθυτάτου περιβληθέντες σκότους ἐζήτει ὁ καθένας των τὴν διάβασιν, ποὺ θὰ τὸν ὡδήγει εἰς τὰς θύρας τοῦ σπιτιοῦ του.
18 δι᾿ ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα, ὥσπερ ἐν ψαλτηρίῳ φθόγγοι τοῦ ρυθμοῦ τὸ ὄνομα διαλλάσσουσι, πάντοτε μένοντα ἤχῳ, ὅπερ ἐστὶν εἰκάσαι ἐκ τῆς τῶν γεγονότων ὄψεως ἀκριβῶς. 18 Τα στοιχεία της φύσεως προσαρμόζονται μεταξύ των διαφοροτρόπως υπό του Θεού. όπως από τον μουσικόν οι τόνοι του ψαλτηρίου, ώστε να μεταβάλλουν τον τύπον της μελωδίας, ενώ οι ήχοι καθ' εαυτούς μένουν αμετάβλητοι. Αυτό ημπορεί ο καθένας να το συμπεράνη και να το διαπιστώση ακριβώς από την θεώρησιν των γεγονότων της εποχής εκείνης. 18 Καὶ συνέβαινον αὐτά, διότι τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως προσηρμόζοντο μόνα των καὶ μετέβαλλον τὰς ἰδιότητάς των, ὅπως εἰς τὸ ὄργανον τοῦ Ψαλτηρίου οἱ μουσικοὶ φθόγγοι ἀλλάσσουν μόνον ὡς πρὸς τὸ εἶδος τῆς ἁρμονίας καὶ τὸν ρυθμὸν τοῦ χρόνου, ἐνῷ ὁ ἦχος τῶν χορδῶν μένει πάντοτε ὁ αὐτός. Ὅτι δὲ κάτι τέτοιο συνέβαινε, ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ συμπεράνῃ ἀκριβῶς, ὅταν ἴδῃ τὰ γεγονότα, ποὺ ἐσημειώθησαν τότε.
19 χερσαῖα γὰρ εἰς ἔνυδρα μετεβάλλετο, καὶ νηκτὰ μετέβαινεν ἐπὶ γῆς· 19 Ζώα της ξηράς μετεβάλλοντο εις υδρόβια και υδρόβια εξήρχοντο εις την ξηράν γην. 19 Διότι τὰ χερσαῖα ζῶα μετεβάλλοντο τότε εἰς ζῶα ποὺ ζοῦν στὸ νερό, καὶ ἐκεῖνα ποὺ κολυμβοῦν, μετέβαινον καὶ περιεπάτουν ἐπὶ τῆς γῆς.
20 πῦρ ἴσχυεν ἐν ὕδατι τῆς ἰδίας δυνάμεως, καὶ ὕδωρ τῆς σβεστικῆς δυνάμεως ἐπελανθάνετο· 20 Το πυρ διατηρούσε την δύναμίν του μέσα στο νερό και το νερο έχανε την δύναμιν της κατασβέσεως του πυρός. 20 Ἐπίσης ἡ φωτιὰ διετήρει τὴν δύναμίν της μέσα εἰς τὸ νερό, καὶ τὸ νερὸ ἐξέχανε τὴν ἰδιότητά του νὰ σβήνῃ τὴν φωτιά.
21 φλόγες ἀνάπαλιν εὐφθάρτων ζῴων οὐκ ἐμάραναν σάρκας ἐμπεριπατούντων, οὐδὲ τηκτὸν κρυσταλλοειδὲς εὔτηκτον γένος ἀμβροσίας τροφῆς. 21 Εξ αντιθέτου φλόγες δεν έκαιαν τας σάρκας ευπαθών και αδυνάτων ζώων, που ευρίσκοντο μέσα στο πυρ, ούτε και έλυωναν την ευδιάλυτον εκείνην κρυσταλλοειδή ουρανίαν τροφήν, το μάννα. 21 Ἀντιθέτως πάλιν αἱ φλόγες τοῦ πυρὸς δὲν ἐξηραίνον καὶ δὲν κατέκαιον τὰς σάρκας ζώων, ποὺ εὔκολα φθείρονται καὶ τὰ ὁποῖα ἐπεριπατοῦσαν μέσα εἰς αὐτό, οὔτε ἔλειωναν τὸ μάννα, εἶδος θεϊκῆς καὶ οὐρανίου τροφῆς, ὁμοιάζον πρὸς κρύσταλλον καὶ τὸ ὁποῖον εὐκόλως διελύετο ἀπὸ τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου.
22 Κατὰ πάντα γάρ, Κύριε, ἐμεγάλυνας τὸν λαόν σου καὶ ἐδόξασας καὶ οὐχ ὑπερεῖδες ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ παριστάμενος. 22 Δια μέσου όλων αυτών συ, Κυριε, εμεγάλυνες τον λαόν σου και τον εδόξασες. Δεν τον κατεφρόνησες ούτε έμεινες αδιάφορος προς αυτόν. Αλλά παντού και πάντοτε συμπαρίστασο βοηθός και υπερασπιστής του. 22 Καὶ ἐνήργεις τὰ θαυμάσια ταῦτα, Κύριε, διότι εἰς ὅλα ἀνέδειξες μέγαν τὸν λαόν σου καὶ ἐδόξασες αὐτὸν καὶ δὲν τὸν παρέβλεψες, ἀλλὰ παρέστεκες προστατεύων αὐτὸν εἰς κάθε χρόνον καὶ περίστασιν καὶ εἰς κάθε τόπον.