Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΕΓΑΛΑΙ γάρ σου αἱ κρίσεις καὶ δυσδιήγητοι· διὰ τοῦτο ἀπαίδευτοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν. 1 Μεγάλαι Οντως και ανεξιχνίαστοι είναι, Κυριε, αι κρίσεις σου. Δια τούτο οι ακαλλιέργητοι κατά την ψυχήν επλανήθησαν σχετικώς με αυτάς και με σέ. 1 Εἶσαι δὲ ἄξιος τῆς εὐγνωμοσύνης μας καὶ Σοῦ ὀφείλεται πᾶσα εὐχαριστία, διότι αἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις σου εἶναι μεγάλαι καὶ εἶναι δύσκολον νὰ τὰς διηγηθῇ καὶ νὰ τὰς ἐκφράσῃ ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου· δι' αὐτὸ δὲ ἀπαιδαγώγητοι καὶ ἀκαλλιέργητοι ψυχαὶ ἐπλανήθησαν.
2 ὑπειληφότες γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνος ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότους καὶ μακρᾶς πεδῆται νυκτὸς κατακλεισθέντες ὀρόφοις, φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας ἔκειντο. 2 Οι παράνομοι δηλαδή άνθρωποι, οι Αιγύπτιοι, νομίσαντες ότι θα κατορθώσουν να καταδυναστεύσουν έθνος αγίων, έγιναν οι ίδιοι δέσμιοι του σκότους· φυλακισμένοι εις μακράν νύκτα, κατάκλειστοι κάτω από τας στέγας των οικιών των, εξόριστοι και εστερημένοι από την αιωνίαν σου πρόνοιαν. 2 Ἔγινε δὲ κατάδηλος ἡ πλάνη των· διότι ἄνθρωποι παράνομοι, ὁποῖοι οἱ Αἰγύπτιοι, ἐπειδὴ ἐνόμισαν ἐπιτετραμμένον καὶ εὔκολον νὰ καταπιέζουν ἔθνος ἅγιον, ὁποῖον τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ, δέσμιοι εἰς τὸ σκότος τῆς ἐνάτης πληγῆς καὶ αἰχμάλωτοι, σὰν μὲ πέδας σιδηρᾶς, νυκτὸς μακρᾶς καὶ παραταθείσης ἐπὶ τριήμερον, κατακλεισμένοι κάτω ἀπὸ τὰς στέγας τῶν σπιτιῶν των κατέκειντο μακρὰν καὶ ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν Πρόνοιάν σου, ἡ ὁποία εἶναι αἰώνια καὶ δὲν παύει ποτὲ νὰ ἐνεργῇ καὶ νὰ φροντίζῃ διὰ τὰ πλάσματά σου.
3 λανθάνειν γὰρ νομίζοντες ἐπὶ κρυφαίοις ἁμαρτήμασιν, ἀφεγγεῖ λήθης παρακαλύμματι ἐσκορπίσθησαν, θαμβούμενοι δεινῶς καὶ ἰνδάλμασιν ἐκταρασσόμενοι· 3 Διότι, νομίζοντες ότι θα μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα απόκρυφα αμαρτήματά των κάτω από το σκοτεινόν σκέπασμα της λήθης, διεσκορπίσθησαν εις διάφορα μέρη περιδεείς και κατάπληκτοι, τρομοκρατούμενοι από φαντάσματα. 3 Κατήντησαν δὲ νὰ ἀποξενωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰωνίαν Πρόνοιάν σου, διότι, ἐνῷ ἐνόμιζαν ὅτι θὰ διέφευγον καὶ θὰ παρέμεναν ἄγνωστοι καὶ σκεπασμένοι διὰ να ἁμαρτήματά των τὰ κρυφὰ κάτω ἀπὸ σκοτεινὸν κατάλυμμα λήθης, ὑπὸ τὸ ὁποῖον ἐξεχάνοντο ἐντελῶς, διεσκορπίσθησαν, φοβισμένοι ἀπὸ μεγάλον πανικὸν καὶ τρομοκρατούμενοι ἀπὸ φαντάσματα.
4 οὐδὲ γὰρ ὁ κατέχων αὐτοὺς μυχὸς ἀφόβως διεφύλασσεν, ἦχοι δὲ καταράσσοντες αὐτοὺς περιεκόμπουν, καὶ φάσματα ἀμειδήτοις κατηφῆ προσώποις ἐνεφανίζετο. 4 Ούτε τα πλέον απόκρυφα και εσωτερικά καταφύγιά των δεν τους εγλύτωσαν από τον φόδον των, διότι ήχοι τρομακτικοί αντηχούσαν ολόγυρά των και σκυθρωπά φαντάσματα με βλοσυρά πρόσωπα ενεφανίζοντο εις αυτούς. 4 Ἦτο δὲ ἀσυγκράτητος ἡ ταραχὴ καὶ ὁ φόβος των, διότι οὔτε τὸ ἐσωτερικὸν καταφύγιον τοῦ σπιτιοῦ των, ποὺ τοὺς ἔκρυπτε, τοὺς διεφύλαττεν ἀφόβους καὶ ἀταράχους, ἀλλὰ θόρυβοι καὶ κρότοι ἐκκωφαντικοι καὶ συνταρακτικοὶ ἠκούοντο μετὰ πατάγου τριγύρω των, καὶ φαντάσματα ἀποκρουστικά, χωρὶς κανὲν μειδίαμα, μὲ πρόσωπα σκυθρωπὰ ἐνεφανίζοντο εἰς αὐτούς.
5 καὶ πυρὸς μὲν οὐδεμία βία κατίσχυε φωτίζειν, οὔτε ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες καταυγάζειν ὑπέμενον τὴν στυγνὴν ἐκείνην νύκτα. 5 Καμμία δε δύναμις πυρός δεν ήτο ικανή να δώση κάποιο φως στο σκοτάδι εκείνο, ούτε αι λαμπραί ακτινοβολίαι των αστέρων είχαν την δύναμιν να φωτίσουν την τρομεράν εκείνην νύκτα. 5 Καὶ εἰς τὸ σκότος αὐτὸ καμμία δύναμις φωτιὰς ὀσονδήποτε ἰσχυρὰ δὲν ἠδύνατο νὰ φωτίσῃ, οὔτε τῶν ἄστρων αἱ λαμπραὶ ἀκτινοβολίαι ἠμποροῦσαν να φωτίσουν τὴν τρομακτικὴν ἐκείνην νύκτα.
6 διεφαίνετο δ᾿ αὐτοῖς μόνον αὐτομάτη πυρὰ φόβου πλήρης, ἐκδειματούμενοι δὲ τῆς μὴ θεωρουμένης ἐκείνης ὄψεως ἡγοῦντο χείρω τὰ βλεπόμενα. 6 Ακαθόριστον δε κάποιο φως διεφαίνετο αναμεταξύ των, το οποίον ήναπτε μόνον του, γεμάτο όμως φόβον δι' αυτούς. Και οι άνθρωποι περιδεείς και τρομοκρατημένοι εκ του γεγονότος ότι δεν ηδύναντο να βλέπουν καθαρά τα γύρω των πρόσωπα, εξελάμβαναν τα διάφορα αντικείμενα χειρότερα από ο,τι εις την πραγματικότητα ήσαν. 6 Ἀλλ’ ἐφαίνετο εἰς αὐτοὺς διὰ μέσου τοῦ σκότους μόνον κάποια λάμψις, ποὺ ἤναπτε μόνη της, γεμάτη ἀπὸ φόβον. Ἐπειδὴ δὲ κατεπτοοῦντο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔβλεπαν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ διακρίνουν καλὰ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν τὰ συμβαίνοντα, ἐνόμιζαν χειρότερα ἀπὸ ὅ,τι πράγματι ἦσαν ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπαν.
7 μαγικῆς δὲ ἐμπαίγματα κατέκειτο τέχνης, καὶ τῆς ἐπί φρονήσει ἀλαζονείας ἔλεγχος ἐφύβριστος· 7 Αι απάται δε της μαγικής τέχνης των Αιγυπτίων μάγων είχαν πέσει πλέον κάτω, ανίκανοι να αποτρέψουν το κακόν. Και η αλαζονεία των μάγων δια την σοφίαν των απεδείχθη γελοία. 7 Αἱ ἀγυρτεῖαι δὲ καὶ οἱ ἐμπαιγμοὶ τῆς μαγικῆς τέχνης κατέπεσαν ἀνίκανοι νὰ ἀναχαιτίσουν τὸν πανικὸν καὶ τὸν τρόμον, καὶ ὁ διὰ τῶν πραγμάτων ἔλεγχος τῆς ἀλαζονείας τῶν καυχωμένων ἐπὶ σοφίᾳ καὶ γνώσει μάγων ἀπέδειξεν αὐτὴν ἐπονείδιστον καὶ καταγέλαστον.
8 οἱ γὰρ ὑπισχνούμενοι δείματα καὶ ταραχὰς ἀπελαύνειν ψυχῆς νοσούσης, οὗτοι καταγέλαστον εὐλάβειαν ἐνόσουν. 8 Διότι οι μάγοι, οι οποίοι ισχυρίζοντο και έδιδαν υποσχέσεις, ότι είναι εις θέσιν να διώξουν από την ασθενούσαν ψυχήν φόβους και ταραχάς, αυτοί οι ιδιοί ήσαν ασθενείς ψυχικώς κυριευμένοι από καταγέλαστον φόβον. 8 Ἀπεδείχθη δὲ καταγέλαστος ἡ ἀλαζονεία τῶν μάγων, διότι αὐτοὶ ποὺ ὑπέσχοντο ὅτι εἶχαν τὴν δύναμιν νὰ διώχνουν φόβους καὶ ταραχὰς ἀπὸ ψυχὴν ἀσθενῆ καὶ ἄρρωστον, οἱ ἴδιοι ἔπασχον καὶ ὑπέφεραν ἀπὸ καταγέλαστον φόβον.
9 καὶ γὰρ εἰ μηδὲν αὐτοὺς ταραχῶδες ἐφόβει, κνωδάλων παρόδοις καὶ ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι, διώλλυντο ἔντρομοι καὶ τὸν μηθαμόθεν φευκτὸν ἀέρα προσιδεῖν ἀρνούμενοι. 9 Διότι και εάν ακόμη κανένα συγκλονιστικόν φάντασμα δεν υπήρχε, δια να φοβηθούν, ήσαν όμως περιδεείς, επερνούσαν ενώπιόν των σιχαμερά ζωΰφια και ερπετά συρίζοντα και απέθνησκαν από τον τρόμον των αρνούμενοι ένεκα του φόβου των να αντικρύσουν και αυτόν τον σκοτεινόν αέρα της τριημέρου νυκτός, την οποίαν κατ' ουδένα τρόπον άλλωστε ημπορούσαν να αποφύγουν. 9 Ἦτο δὲ καταγέλαστος ὁ φόβος των, διότι, ἂν καὶ τίποτε τὸ πράγματι ἐκφοβιστικὸν καὶ προκαλοῦν τὴν ταραχὴν δὲν τοὺς ἐφόβιζεν, ὅμως τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὸ πέρασμα τῶν ἀξιοκαταφρονήτων ζώων καὶ τοὺς σφυριγμοὺς τῶν ἑρπετῶν ἐπέθαιναν ἀπὸ τὸν τρόμον τους, ἀρνούμενοι νὰ ἀτενίσουν καὶ αὐτὸν τὸν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ἀπὸ καμμίαν πλευρὰν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀποφύγῃ.
10 δειλὸν γὰρ ἰδίως πονηρία μαρτυρεῖ καταδικαζομένη, ἀεὶ δὲ προσείληφε τὰ χαλεπὰ συνεχομένη τῇ συνειδήσει· 10 Διότι η κακότης και η ενοχή, όταν ελεγχθή και φανερωθή, κάμνει τον άνθρωπον δειλόν και περιδεή, καταπιεζομένη δε από τους ελέγχους της συνειδήσεως κάμνει χειρότερα τα υπάρχοντα κακά. 10 Δὲν εἶναι δὲ παράδοξον, πῶς καὶ αὐτὸς ὁ ἀέρας τοὺς ἐφόβιζε, διότι ἡ πονηρία, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαιτέρως καὶ ἐξ ἑαυτῆς δειλή, δίδει μαρτυρίαν καταδικάζουσαν ἑαυτήν, πάντοτε δέ, ἐπειδὴ τύπτεται καὶ στενοχωρεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησιν, προβλέπει χειρότερα τὰ κακὰ καὶ ἐξογκώνει τὰς ἀναμενομένας τιμωρίας.
11 οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων. 11 Διότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή μία κατάστασις, κατά την οποίαν μας εγκαταλείπει και αυτή η βοήθεια της διανοίας μας. 11 Ἐξογκώνει δὲ τὰ ἐπερχόμενα ὡς τιμωρία κακά, διότι ὁ φόβος, εἰς τὸν ὁποῖον ὀφείλεται ἡ ἐξόγκωσις αὕτη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ προδοσία καὶ ἄρνησις τῆς βοηθείας, τὴν ὁποίαν τὸ λογικὸν καὶ ἡ ψύχραιμος κρίσις προσφέρουν εἰς τὸν ἄνθρωπον.
12 ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας. 12 Οταν δε μειωθή μέσα μας η ελπίς, τότε ο φόβος εξ αιτίας της αγνοίας μας μας κάνει να θεωρούμεν χειρότερα τα κακά, παρ' όσον εις την πραγματικότητα είναι. 12 Ὅταν δὲ ἐσωτερικῶς εἶναι μικροτέρα ἡ ἐλπὶς τῆς βοηθείας καὶ σωτηρίας, τότε λογαριάζει μὲ τὸ μυαλό του καὶ τὴν σκέψιν του κάθε ἀπελπισμένος μεγαλυτέραν τὴν ἄγνωστον εἰς αὐτὸν αἰτίαν, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ τὸν βασανίσῃ.
13 οἱ δὲ τὴν ἀδύνατον ὄντως νύκτα καὶ ἐξ ἀδυνάτου ᾅδου μυχῶν ἐπελθοῦσαν, τὸν αὐτὸν ὕπνον κοιμώμενοι, 13 Οι Αιγύπτιοι δε κατά την ακατανίκητον και τα πάντα καταβαλούσαν εκείνην τριήμερον νύκτα, η οποία από τα έγκατα του αδυσωπήτου άδου προήλθεν, περιπεσόντες εις ένα όμοιον με εκείνην σκοτεινόν τεταραγμένον ύπνον, 13 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τῆς ἐνάτης πληγῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν πραγματικῶς δὲν ἦτο δυνατὸν εἰς κανένα νὰ ἐνεργήσῃ τι, καὶ ἡ ὁποία εἶχεν ἐπέλθει ἀπὸ τὰ κατασκότεινα βάθη τοῦ Ἅδου, ὅπου κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ, παραμένοντες ἀδρανεῖς καὶ κοιμώμενοι τὸν αὐτὸν τεταραγμένον ὕπνον,
14 τὰ μὲν τέρασιν ἠλαύνοντο φαντασμάτων, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς παρελύοντο προδοσίᾳ· αἰφνίδιος γὰρ αὐτοῖς καὶ ἀπροσδόκητος φόβος ἐπῆλθεν. 14 άλλοι μεν από αυτούς κατεδιώκοντο από φοβερά φαντάσματα, ενώ άλλοι είχαν παραλύσει από την ατονίαν της ψυχής των, από έλλειψιν ηθικού σθένους. Διότι αιφνίδιος και απροσδόκητος φόβος επήλθεν εναντίον των και τους κατεκυρίευσε. 14 ἄλλοτε μὲν κατεδιώκοντο ἀπὸ τερατώδη φαντάσματα, ἄλλοτε δὲ παρέλυον ἀπὸ τὴν προδοσίαν καὶ ἐγκατάλειψιν τοῦ ψυχικοῦ των θάρρους. Ἔπαθον δὲ ταῦτα, διότι αἰφνίδιος καὶ χωρὶς νὰ τὸν περιμένουν ἐπῆλθεν εἰς αὐτοὺς φόβος.
15 εἶθ᾿ οὕτως, ὃς δήποτ᾿ οὖν ἦν ἐκεῖ καταπίπτων, ἐφρουρεῖτο εἰς τὴν ἀσίδηρον εἱρκτὴν κατακλεισθείς· 15 Ετσι εις αυτήν την κατάστασιν των οποιοσδήποτε από αυτούς κατέπιπτεν εκεί εις την γην, ήτο ως εάν είχε κλεισθή εις μίαν φυλακήν χωρίς εξωτερικά σίδηρα. Τον παρέλυε και τον έκαμνεν ακίνητον ο φόβος. 15 Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ τὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον δημιουργηθεῖσαν κατάστασιν, ὁποιοσδήποτε συνέβαινε νὰ σωριασθῇ ἐκεῖ κατὰ γῆς, παρέμενε σὰν νὰ φρουρῆται ἀπὸ στρατιώτας κατακλεισμένος καὶ φυλακισμένος εἰς φυλακὴν χωρὶς σίδηρα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅμως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ φύγῃ.
16 εἴ τε γὰρ γεωργὸς ἦν τις ἢ ποιμὴν ἢ τῶν κατ᾿ ἐρη μίαν ἐργάτης μόχθων, προληφθεὶς τὴν δυσάλυκτον ἔμενεν ἀνάγκην, 16 Εάν κανείς ήτο γεωργός η βοσκός η εργάτης μακράν των πόλεων, μόλις κατελήφθη από το τριήμερον αυτό σκότος, έμενε κατ' ανάγκην εκεί, όπου ευρίσκετο. 16 Καὶ ἔμενε κατακλεισμένος καὶ μὴ δυνάμενος νὰ φύγῃ, διότι εἴτε γεωργὸς ἦτο, εἴτε βοσκὸς ἢ ἐργάτης εἰς τὰ βαριὰ ἔργα καὶ τοὺς μόχθους τῆς ἐρήμου καὶ ὑπαίθρου, ποὺ ἠγγαρεύοντο ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους οἱ Ἑβραῖοι, ἐφ' ὅσον ἐπρόφθασε νὰ τὸν καταλάβῃ τὸ σκοτάδι, ὑπέφερε τὴν ἀναπόφευκτον ἐκείνην ἀνάγκην.
17 μιᾷ γὰρ ἁλύσει σκότους πάντες ἐδέθησαν· εἴτε πνεῦμα συρίζον ἢ περὶ ἀμφιλαφεῖς κλάδους ὀρνέων ἦχος εὐμελὴς ἢ ρυθμὸς ὕδατος πορευομένου βίᾳ ἢ κτύπος ἀπηνὴς καταρριπτομένων πετρῶν, 17 Διότι όλοι, όπου και αν είχαν ευρεθή, είχαν δεθή με την ιδίαν αλυσίδα του σκότους. Ο άνεμος, ο οποίος εσύριζε, το αρμονικόν λάλημα των πτηνών στους πλουσίους κλάδους των δένδρων, η βοή του ύδατος που έρρεε με ορμήν, η οι τρομεροί κτύποι των καταρριπτομένων βράχων, 17 Ἦτο δὲ ἀνάγκη ἀναπόφευκτος, διότι ὅλοι ἀνεξαιρέτως εἶχον δεθῆ διὰ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἁλυσίδος τοῦ σκότους τῆς ἐνάτης πληγῆς. Καὶ εἴτε ἀέρας ποὺ ἐσφύριζεν, ἢ μέσα εἰς πυκνόφυλλα κλαδιά μελωδικὸς ἦχος πουλιῶν, ἢ ρυθμικὸν κελάρυσμα νεροῦ, ποὺ κυλᾷ μὲ ὁρμήν, ἢ δυνατὸς καὶ θορυβώδης κτύπος ἀπὸ πέτρας, ποὺ πέφτουν ἀπὸ ὕψος,
18 ἢ σκιρτώντων ζώων δρόμος ἀθεώρητος ἢ ὠρυομένων ἀπηνεστάτων θηρίων φωνὴ ἢ ἀντανακλωμένη ἐκ κοιλοτάτων ὀρέων ἠχώ, παρέλυεν αὐτοὺς ἐκφοβοῦντα. 18 η η αόρατος αλλά θορυβώδης πορεία των ζώων που επηδούσαν, η αι φωναί τρομερών και ωρυομένων αγρίων θηρίων η ο αντίλαλος που αντηχούσεν εις τας κοιλάδας των ορέων, όλα αυτά τους ετρόμαζαν και τους παρέλυαν. 18 ἢ ἀθέατον τρέξιμον ζώων, ποὺ σκιρτοῦν καὶ χαρούμενα πηδοῦν, ἢ δυνατὴ φωνὴ ἀγρίων καὶ αἱμοβόρων θηρίων, ποὺ οὐρλιάζουν, ἢ ἠχὼ καὶ βοή, ποὺ ἀντανακλᾶται καὶ ἀντηχεῖ ἀπὸ βαθεῖαν κοιλότητα καὶ σπηλιὰ βουνῶν, ἐπειδὴ ἐπροκαλοῦσαν μεγάλον φόβον, τοὺς παρέλυεν.
19 ὅλος γὰρ ὁ κόσμος λαμπρῷ καταλάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοις συνείχετο ἔργοις· 19 Και ταύτα, όταν όλος ο άλλος κόσμος κατελαμπρύνετο από το λαμπρότατον φως και οι άνθρωποι ησχολούντο ανεμπόδιστα με τα έργα των. 19 Αὐτὰ δὲ ἐγίνοντο μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διότι ὅλος ὁ ἄλλος κόσμος ἐφωτίζετο πλήρως διὰ λαμπροῦ φωτὸς καὶ ἦτο ἀπησχολημένος εἰς ἀνεμπόδιστὰ ἔργα.
20 μόνοις δὲ ἐκείνοις ἐπετέτατο βαρεῖα νύξ, εἰκὼν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς διαδέχεσθαι σκότους, ἑαυτοῖς δὲ ἦσαν βαρύτεροι σκότους. 20 Μονον δε στους Αιγυπτίους είχεν επικρατήσει και επιταθή βαρεία νύκτα, εικών του σκότους, το οποίον τους επεφυλάσσετο. Αλλά πιο πολύ και από το τριήμερον σκοτάδι είχαν καταβαρυνθή οι Αιγύπτιοι από την εσωτερικήν των ψυχικήν αγωνίαν. 20 Μόνον δὲ εἰς ἐκείνονς, τοὺς Αἰγυπτίους δηλαδή, εἶχεν ἐξαπλωθῆ βαρεῖα καὶ μὲ πυκνὸν σκότος νύκτα, ἡ ὁποία, ἦτο εἰκὼν τοῦ σκότους, τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ τοὺς δεχθῇ κατόπιν· ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τώρα, κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἐνάτης πληγῆς, ἦσαν καὶ οἱ ἴδιοι βαρύτεροι καὶ περισσότερον ἀνυπόφοροι εἰς τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκοτάδι.