Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΥΤΗ πρωτόπλαστον πατέρα κόσμου μόνον κτισθέντα διεφύλαξε καὶ ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ παραπτώματος ἰδίου 1 Η θεία σοφία διεφύλαξε τον πρωτόπλαστον, τον Αδάμ, εκείνον τον οποίον ο Θεός έπλασε, δια να είναι ο πρώτος μέσα στον κόσμον. Τον διεφύλαξεν από την πλήρη καταστροφήν και τον έβγαλεν από την ιδικήν του πτώσιν. 1 Αὐτή, ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία, διεφύλαξεν ἀπὸ πλήρους ὀλέθρου τὸν πρωτόπλαστον Ἀδάμ, τὸν πατέρα τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος μόνος ἐκτίσθη καὶ κατάμονος σχεδὸν ἐπὶ ἀρκετὸν εὑρέθη, καὶ τὸν ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὸ παράπτωμά του
2 ἔδωκέ τε αὐτῷ ἰσχὺν κρατῆσαι ἁπάντων. 2 Εδωκεν εις αυτόν την δύναμιν, να κυριαρχή και να εξουσίαζη επί όλων των δημιουργημάτων της γης. 2 καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν δύναμιν διὰ νὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ ὅλων τῶν δημιουργημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπανεστάτουν κατ’ αὐτοῦ ἕνεκα τῆς παραβάσεώς του.
3 ἀποστάς δὲ ἀπ᾿ αὐτῆς ἄδικος ἐν ὀργῇ αὐτοῦ, ἀδελφοκτόνοις συναπώλετο θυμοῖς· 3 Οταν δε ο αμαρτωλός, ο αδελφοκτόνος Καϊν, κυριαρχούμενος από την θανάσιμον αυτού οργήν, απεμακρύνθη από την θείαν σοφίαν και εφόνευσε τον αδελφόν του, εξ αιτίας της αδελφοκτόνου αυτής οργής του κατεστράφη ο ίδιος. 3 Ὁ ἄδικος ὅμως Κάϊν, ὅταν ἐπάνω εἰς τὴν ὀργήν του ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν Σοφίαν, συναπωλέσθη μὲ τοὺς θυμούς του, ποὺ τὸν ὤθησαν νὸ φονεύσῃ τὸν ἀδελφόν του.
4 δι᾿ ὃν κατακλυζομένην γῆν πάλιν διέσωσε σοφία, δι᾿ εὐτελοῦς ξύλου τὸν δίκαιον κυβερνήσασα. 4 Οταν δε εξ αιτίας αυτού και των απογόνων του η γη κατεκλύσθη από τα ύδατα του κατακλυσμού, πάλιν η σοφία διέσωσε τον άνθρωπον. Κατηύθυνε, δι' ενός ευτελούς ξύλου, τον δίκαιον Νώε εις σωτηρίαν. 4 Ὅταν δὲ δι’ αὐτὸν καὶ τοὺς κακοὺς ἀπογόνους του ὑπέστη ἡ γῆ κατακλυσμόν, πάλιν ἔσωσεν αὐτὴν ἡ Σοφία, ἡ ὁποία ὡς πολύπειρος καὶ ἀλάνθαστος ναυτικὸς ἐκυβέρνησε τὸν δίκαιον ἐπὶ τιποτένιου ξύλου.
5 αὕτη καὶ ἐν ὁμονοίᾳ πονηρίας ἐθνῶν συγχυθέντων ἔγνω τὸν δίκαιον καὶ ἐτήρησεν αὐτὸν ἄμεμπτον Θεῷ καὶ ἐπὶ τέκνου σπλάγχνοις ἰσχυρὸν ἐφύλαξεν. 5 Αυτή, όταν από συμφώνου τα έθνη εξέκλιναν εις τας πονηρίας και επήλθε πλήρης σύγχυσις μεταξύ των, εξεχώρισε και διετήρησε τον δίκαιον, τον Αβραάμ, άμεμπτον ενώπιον του Θεού και του έδωσεν ισχύν καρδίας, όταν επρόκειτο να θυσιάση το τέκνον του, τον Ισαάκ, τον καρπόν των σπλάγχνων του. 5 Αὐτὴ καὶ κατὰ τὴν συμφωνίαν εἰς τὸ κακὸν καὶ εἰς τὴν πονηρίαν τῶν ἐθνῶν, τῶν ὁποίων αἱ γλῶσσαι ἐσυγχύσθησαν ἐπὶ τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ πύργου Βαβέλ, διέκρινε τὸν δίκαιον Ἀβραὰμ καὶ τὸν διετήρησεν ἄμεμπτον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπὶ τῆς θυσίας τοῦ τέκνου τοῦ Ἰσαὰκ τὸν διεφύλαξεν ἰσχυρὸν ἔναντι τῶν πατρικῶν σπλάγχνων του, ὥστε νὰ μὴ νικηθῇ ὑπὸ τοῦ φίλτρου αὐτῶν.
6 αὕτη δίκαιον ἐξαπολλυμένων ἀσεβῶν ἐρρύσατο φυγόντα πῦρ καταβάσιον Πενταπόλεως· 6 Αυτή, όταν κατεστρέφοντο οι ασεβείς Σοδομίται, διεφύλαξε τον δίκαιον Λωτ, ο οποίος έτσι διέφυγε το πυρ, που είχε κατεβή εκ του ουρανού εναντίον των πέντε εκείνων αμαρτωλών πόλεων. 6 Αὐτή, ὅταν ἐξωλοθρεύοντο τελείως οἱ ἀσεβεῖς, ἐγλύτωσε τὸν δίκαιον Λώτ, ὁ ὁποῖος ἔφυγε σῶος τὸ καταβὰν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πῦρ ἐπὶ τῆς Πενταπόλεως.
7 ἧς ἔτι μαρτύριον τῆς πονηρίας καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, καὶ ἀτελέσιν ὥραις καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσης ψυχῆς μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλός. 7 Εις παντοτεινόν δε μαρτύριον της πονηρίας των πέντε εκείνων πόλεων, είναι η έρημος χώρα των, η οποία και καπνίζει ακόμη. Τα θαμνώδη δε αυτής φυτά, μάρτυρες της καταστροφής της, καρποφορούν προώρως εις ακαταλλήλους εποχάς, στήλη άλατος υψώνεται εις ανάμνησιν μιας ψυχής η οποία έδειξεν απιστίαν και ανυπακοήν στον Θεόν. 7 Τῆς ὁποίας Πενταπόλεως μαρτύριον, ἐπιβεβαιοῦν ἀκόμη καὶ τώρα τὴν πονηρίαν της, εἶναι ὅτι ἔχει καταστῆ ἔρημος καὶ χέρσος, ἐκπέμπουσα ἠφαιστειώδεις καπνούς· τὰ δένδρα δὲ καὶ φυτά της παράγουν καρποὺς εἰς ἀκατάλληλον ἐποχὴν καὶ παράωρα, ὥστε, ἐνῷ ἐξωτερικῶς φαίνονται ὥριμα, τὸ ἐσωτερικόν των εἶναι ὅλως ἀκατάλληλον πρὸς βρῶσιν. Ἐπὶ πλέον μνημεῖον ἀπιστησάσης ψυχῆς, τῆς συζύγου δηλαδὴ τοῦ Λώτ, ὑπάρχει ὄρθια στήλη ἐξ ἅλατος, εἰς τὴν ὁποίαν μετεβλήθη τὸ σῶμα της.
8 σοφίαν γὰρ παροδεύσαντες οὐ μόνον ἐβλάβησαν τοῦ μὴ γνῶναι τὰ καλά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀφροσύνης ἀπέλιπον τῷ βίῳ μνημόσυνον, ἵνα ἐν οἶς ἐσφάλησαν μηδὲ λαθεῖν δυνηθῶσι. 8 Διότι όσοι κατεφρόνησαν και παρεμέρισαν την σοφίαν, όχι μόνον ετιμωρήθησαν, ώστε να μη γνωρίσουν τα καλά της, αλλά αφήκαν στους απαγόνους των τέτοιαν ανάμνησιν της αφροσύνης των, ώστε να μη μείνουν άγνωστοι αυτοί και τα σφάλματα, τα οποία διέπραξαν. 8 Τοὺς συνέβησαν δὲ αὐτά, διότι ἐκεῖνοι ποὺ παρέτρεξαν τὴν Σοφίαν μὲ ἀδιαφορίαν, ὄχι μόνον ὑπέστησαν τὴν βλάβην του νὰ μὴ γνωρίσουν τὰ καλά, ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατόν των ἀφῆκαν τῆς ἀφροσύνης τῶν μνημεῖον, ὑπενθυμίζον τὰ σφάλματά των εἰς τοὺς ἔτι παραμένοντας ἐν τῷ βίῳ, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν ὅπως ἀποκρυβοῦν ταῦτα ἀπ’ αὐτῶν.
9 σοφία δὲ τοὺς θεραπεύσαντας αὐτὴν ἐκ πόνων ἐρρύσατο. 9 Η σοφία έχει απαλάξει από τους μόχθους και τας ταλαιπωρίας εκείνους, οι οποίοι την εδέχθησαν και την υπηρέτησαν. 9 Τοὐναντίον δὲ ἡ Σοφία ἐγλύτωσεν ἀπὸ πόνους καὶ ταλαιπωρίας ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὴν σέβονται καὶ τὴν ὑπηρετοῦν.
10 αὕτη φυγάδα ὀργῆς ἀδελφοῦ δίκαιον ὡδήγησεν ἐν τρίβοις εὐθείαις· ἔδειξεν αὐτῷ βασιλείαν Θεοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ γνῶσιν ἁγίων· εὐπόρησεν αὐτὸν ἐν μόχθοις καί ἐπλήθυνε τοὺς πόνους αὐτοῦ· 10 Αυτή τον δίκαιον Ιακώβ φεύγοντα εις ξένην χώραν, δια να διαφύγη την οργήν του αδελφού του Ησαύ, τον ωδήγησεν εις ευθείς δρόμους. Του έδειξε την βασιλείου του Θεού, του έδωσε γνώσιν αγίων πραγμάτων. Ευλόγησε με πλούσια αγαθά τους μόχθους του και επλήθυνε τα προϊόντα των κόπων του. 10 Αὐτὴ τὸν δίκαιον Ἰακώβ, φεύγοντα τὴν ὀργὴν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡσαῦ, τὸν ὠδήγησεν εἰς δρόμους ἴσιους· ἔδειξεν εἰς αὐτὸν ἐν Βαιθὴλ διὰ θείου ὀνείρου τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κατέστησε γνωστὰ ἅγια καὶ ὑπερουράνια μυστήρια. Τὸν ἐπλούτισεν εἰς τοὺς μόχθους καὶ τὰ ἔργα του καὶ ἐπολλαπλασίασε τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του.
11 ἐν πλεονεξίᾳ κατισχυόντων αὐτὸν παρέστη καὶ ἐπλούτισεν αὐτόν· 11 Αυτή του παρεστάθη προστάτις και τον επροφύλαξεν από την πλεονεξίαν ισχυρών ανθρώπων, του Λαβαν και των περί αυτόν, και τον κατέστησε πλούσιον. 11 Κατὰ τὴν πλεονεξίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς ἰσχύος των τὸν κατεπίεζαν, τοῦ παρεστάθη προστάτης καὶ τὸν ἔκαμε πλούσιον.
12 διεφύλαξεν αὐτὸν ἀπὸ ἐχθρῶν, καὶ ἀπὸ ἐνεδρευόντων ἠσφαλίσατο καὶ ἀγῶνα ἰσχυρὸν ἐβράβευσεν αὐτῷ, ἵνα γνῷ, ὅτι παντὸς δυνατωτέρα ἐστὶν εὐσέβεια. 12 Τον διεφύλαξεν από τας επιθέσεις των εχθρών του, τον έσωσεν ασφαλή από εκείνους, οι οποίοι του έστησαν παγίδας στον δρόμον του. Και εις κάποιον μεγάλον αγώνα, που ενίκησε, τον εβράβευσε, δια να μάθη, ότι η ευσέβεια είναι ισχυροτέρα από όλα. 12 Τὸν ἐπροφύλαξε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του καὶ τὸν ἐπροστάτευσεν ἐν ἀσφαλείᾳ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ τοῦ ἔστηναν ἐνέδραν, καὶ εἰς τὸν ἰσχυρὸν ἀγῶνα μὲ τὸν ἄγγελον τοῦ Κυρίου τὸν ἐβράβευσε, διὰ νὰ γνωρίσῃ διὰ τῆς πείρας, ὅτι ἀπὸ κάθε τι ἄλλο δυνατώτερη εἶναι ἡ εὐσέβεια.
13 αὕτη πραθέντα δίκαιον οὐκ ἐγκατέλιπεν, ἀλλὰ ἐξ ἁμαρτίας ἐρρύσατο αὐτόν· 13 Η σοφία δεν εγκατέλειψε τον δίκαιον Ιωσήφ, όταν επωλήθη από τους αδελφούς του ως δούλος, αλλά τουναντίον τον εγλύτωσε και από την αμαρτίαν της συζύγου του Πετεφρή. 13 Αὐτὴ τὸν πωληθέντα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του εἰς Μαδιανίτας ἐμπόρους δίκαιον Ἰωσὴφ δὲν ἐγκατέλιπεν, ἀλλὰ τὸν ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν τῆς Αἰγυπτίας συζύγου τοῦ Πετεφρῆ.
14 συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ· ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον. 14 Η σοφία κατέβη μαζή του εις την φυλακήν, και εις τα δεσμά αυτά της φυλακής δεν τον εγκατέλειψε· μέχρις ότου έδωσεν εις αυτόν βασιλικά σκήπτρα, εξουσίαν επί εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως τον ετυραννούσαν. Η σοφία απέδειξε ψεύστας εκείνους, οι οποίοι τον είχαν κατηγορήσει, και έδωκεν εις αυτόν δόξαν αιωνίαν. 14 Κατέβη ἡ Σοφία μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ εἰς τὸν λάκκον τῆς φυλακῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν ἔρριψαν μετὰ τὴν συκοφαντίαν τῆς Αἰγυπτίας, καὶ δὲν τὸν ἀφῆκεν ἀπροστάτευτον εἰς τὰ δεσμά, ποὺ τὸν κατεδίκασαν, ἕως ὅτου τοῦ ἔφερε σκῆπτρα βασιλικὰ καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ἐκείνων ποὺ τὸν ἐτυράννουν· ἀπέδειξε δὲ καὶ ψεύστας ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐπέρριψαν βαρεῖαν κατηγορίαν, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν δόξαν αἰωνίαν.
15 αὕτη λαὸν ὅσιον καὶ σπέρμα ἄμεμπτον ἐρρύσατο ἐξ ἔθνους θλιβόντων· 15 Αυτή ένα λαόν όσιον και ακατηγόρητον τον απήλλαξεν από το έθνος των Αιγυπτίων, οι οποίοι τους κατατυραννούσαν. 15 Αὐτὴ λαὸν ἀφωσιωμένον καὶ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν, ξεχωρισμένον ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς διὰ νὰ ἀνήκῃ εἰς Αὐτόν, καὶ ἀπογόνους τῶν Πατριαρχῶν μὲ ἰδανικὰ καὶ προθέσεις ἀμέμπτους, ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατεπίεζαν καὶ τὸν ἐτυράννουν.
16 εἰσῆλθεν εἰς ψυχὴν θεράποντος Κυρίου καὶ ἀντέστη βασιλεῦσι φοβεροῖς ἐν τέρασι καὶ σημείοις. 16 Η σοφία εισήλθε και κατώκησεν εις την ψυχήν του Μωϋσέως, του δούλου του Κυρίου, και αυτή αντεστάθη εναντίον του τρομερού Φαραώ με πλήθος φοβερών σημείων και τεράτων. 16 Εἰσῆλθεν ἡ Σοφία αὕτη εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Μωϋσέως, τοῦ ὑπηρέτου τοῦ Κυρίου, καὶ ἀντεστάθη οὗτος μὲ καταπληκτικὰ καὶ σημαδιακὰ θαύματα εἰς βασιλεῖς, ποὺ ἐνέπνεον εἰς πάντας τρόμον.
17 ἀπέδωκεν ὁσίοις μισθὸν κόπων αὐτῶν, ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν ὁδῷ θαυμαστῇ καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς σκέπην ἡμέρας καὶ εἰς φλόγα ἄστρων τὴν νύκτα. 17 Εδωκεν στους αγίους, στους Ισραηλίτας, τον μισθόν των κόπων των και τους ωδήγησε θαυματουργικώς καθ' όλην την πορείαν των από την Γεσέμ έως την Χαναάν. Εγινε σκέπη και προφύλαξις δι' αυτούς καθ' όλην την ημέραν από τας φλογεράς ακτίνας του ηλίου, φως δε αστρικόν κατά το διάστημα της νυκτός. 17 Αὐτὴ ἔδωκεν εἰς τὸν ἀφιερωμένον τοῦ Κυρίου λαὸν τὴν ἀνταμοιβὴν τῶν κόπων των μὲ τὰ πολύτιμα σκεύη, τὰ ὁποῖα οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς ἔδωκαν· αὐτὴ ὠδήγησεν αὐτοὺς διὰ θαυμαστὴς ὁδοῦ ἀπὸ τῆς Γεσὲμ εἰς τὴν Χαναὰν ἐπὶ τεσσαράκοντα ὅλα ἔτη· καὶ αὐτὴ τοὺς ἔγινε διὰ τῆς θαυμασίας νεφέλης σκέπασμα, ποὺ μὲ τὴν σκιάν του τοὺς ἐδρόσιζε τὴν ἡμέραν, καὶ φλόγα ἄστρων φωτεινὴ κατὰ τὴν νύκτα.
18 διεβίβασεν αὐτοὺς θάλασσαν ἐρυθρὰν καὶ διήγαγεν αὐτοὺς δι᾿ ὕδατος πολλοῦ· 18 Αυτή τους επέρασε δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης και τους ωδήγησε δια μέσου πολλών υδάτων. 18 Τοὺς ἐπέρασε διὰ μέσου τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀσφαλῶς μέσα ἀπὸ βαθιὰ νερά.
19 τοὺς δὲ ἐχθροὺς αὐτῶν κατέκλυσε καὶ ἐκ βάθους ἀβύσσου ἀνέβρασεν αὐτούς. 19 Τους δε εχθρούς των, τους Αιγυπτίους, τους έπνιξε μέσα στον κατακλυσμόν των υδάτων και κατόπιν από τα βάθη των θαλασσών τους εξεβρασε. 19 Τοὺς δὲ ἐχθρούς των ἔπνιξε διὰ κατακλυσμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης ἐξέβρασε τὰ πτώματά των εἰς τὴν ξηράν.
20 διὰ τοῦτο δίκαιοι ἐσκύλευσαν ἀσεβεῖς καὶ ὕμνησαν, Κύριε, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου, τήν τε ὑπέρμαχόν σου χεῖρα ᾔνεσαν ὁμοθυμαδόν· 20 Χαρις εις την θαυματουργικήν αυτήν απόφασιν της θείας σοφίας, οι δίκαιοι Ισραηλίται ελεηλάτησαν τους ασεβείς εχθρούς των και εδοξολόγησαν, Κυριε, το άγιόν σου Ονομα, και την ακατανίκητον δεξιάν σου υμνολόγησαν όλοι μαζή. 20 Διότι δὲ ἐξεβράσθησαν τὰ πτώματά των εἰς τὴν ξηράν, δι’ αὐτὸ καὶ οἱ δίκαιοι καὶ ἀφιερωμένοι εἰς τὸν Θεὸν Ἰσραηλῖται ἐλαφυραγώγησαν τοὺς ἀσεβεῖς τούτους καὶ ἀνέπεμψαν εὐχαριστήριον ᾠδὴν εἰς τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου, Κύριε, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐδοξολόγησαν τὴν προστατευτικὴν χεῖρα σου, ἡ ὁποία τοὺς ὑπερήσπισε καὶ ἐπολέμησεν ὑπὲρ αὐτῶν.
21 ὅτι ἡ σοφία ἤνοιξε στόμα κωφῶν καὶ γλώσσας νηπίων ἔθηκε τρανάς. 21 Διότι η σοφία ήνοιξε το στόμα και τα αυτιά των κωφαλάλων και κατέστησε ρήτορας τας γλώσσας των νηπίων ανθρώπων. 21 Καὶ σὲ ἐδοξολόγησαν ὅλοι μαζί, διότι ἡ Σοφία ἤνοιξε καὶ στόματα κωφαλάλων καὶ βραδυγλώσσων, ὅπως τοῦ Μωϋσέως, καθὼς κατέστησεν εὐγλώττους καὶ τρανὰς καὶ γλώσσας νηπίων, ποὺ φυσικῶς ἀδυνατοῦν νὰ ἀρθρώσουν καὶ μίαν λέξιν.