Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΩ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων. 1 Εγώ είμαι το άνθος της πεδιάδος, το κρίνον των κοιλάδων. 1 Ἐγὼ εἶμαι ἄνθος, ποὺ ἐφύτρωσα στὰ χωράφια, κρίνον τόπων χαμηλῶν. Ἡ εὐωδία μου καὶ ἡ ἁγνότης μου δὲν ὀφείλονται εἰς φροντίδας ἀνθρώπων.
2 ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν, οὕτως ἡ πλησίον μου ἀνὰ μέσον τῶν θυγατέρων. 2 Πράγματι ωσάν κρίνον ανάμεσα εις τα αγκάθια, έτσι είναι η καλή μου ανάμεσα εις τας άλλας παρθένους νεάνιδας. 2 Σὰν κρίνον ποὺ ξεπετιέται μέσα εἰς ἀγκαθιές, αἱ ὁποῖαι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸ πνίξουν, ἔτσι ξεπροβάλλει καὶ ἡ ὡραία σύντροφός μου μέσα στὶς ἄλλες τοῦ κόσμου κορασίδες. Ἄνθος κατακόκκινον ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Μαρτύρων της· κρίνον πάλλευκον ἀπὸ τὴν ἁγνότητα τῶν παρθένων της· εὐῶδες ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τῶν τέκνων της.
3 ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδός μου ἀνὰ μέσον τῶν υἱῶν· ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθισα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου. 3 Ωσάν καρποφόρος μηλιά ανάμεσα εις τα άκαρπα δένδρα του δάσους, έτσι είναι ο αδελφός της ψυχής μου ανάμεσα στους άλλους νέους. Την σκιαν αυτού του δένδρου εγώ επεθύμησα και κάτω από αυτό εκάθισα. Ο καρπός του είναι γλυκύς στον λάρυγγά μου. 3 Σὰν μηλέα κατάφορτος ἀπὸ καρποὺς γλυκεῖς καὶ ζωηφόρους ἐν μέσῳ δένδρων ἀκάρπων τοῦ πυκνοῦ δάσους, ἔτσι εἶναι ὁ πολυαγαπημένος μου ἀδελφὸς ἐν μέσῳ ὅλων τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Εἰς τὴν ζωογόνον σκιάν του, ἡ ὁποία ἐξεδίωξε τὰς σκιὰς τοῦ νόμου καὶ τοῦ θανάτου, ἐκάθισα, καὶ ὁ καρπός, τὸν ὁποῖον μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὰ ἄλλα μέσα τῆς χάριτός μου χορηγεῖ, γλυκαίνει ἀνεκφράστως τὸν λάρυγγά μου.
4 εἰσαγάγετέ με εἰς οἶκον τοῦ οἴνου, τάξατε ἐπ᾿ ἐμὲ ἀγάπην. 4 Οδηγήσατέ με στον οίκον, όπου παρατίθεται το συμπόσιον των γάμων μας. Διδάξατέ με και καταστήσατε σταθερωτάτην την προς τον νυμφίον μου αγνήν αγάπην μου. 4 Ὁδηγήσατέ με εἰς τὸ κελλάριον τοῦ οἴνου, ὅπου θὰ ἀπολαμβάνω τὸ μυστικὸν ποτήριον τῆς θείας εὐφροσύνης. Καταστήσατε βεβαίαν καὶ ἀμετάθετον τὴν πρὸς τὸν Νυμφίον ἀγάπην μου.
5 στηρίσατέ με ἐν μύροις, στοιβάσατέ με ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ. 5 Είμαι πληγωμένη από την αγάπην του. Στηρίξατέ με με μύρα. Σωριάστε μπροστά μου μήλα· η ευωδία των αρωμάτων και η βρώσις των μήλων θα με στηρίξη. 5 Στηρίξατέ με εἰς τὴν εὐώδη τῶν ἀρετῶν κατάστασιν καὶ εἰς τὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τοῦ Νυμφίου. Φορτώσατέ με μὲ τοὺς θείους καὶ σωτηριώδεις καρπούς του, διότι εἶμαι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς Αὐτόν.
6 εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με. 6 Το αριστερό του χέρι είναι κάτω από την κεφαλήν μου και το δεξί του χέρι ας με εναγκαλισθή. 6 Ἡ ἀριστερά του χεὶρ εἶναι ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου καὶ ἡ δεξιά του θὰ μὲ ἐναγκαλισθῇ. Εἰς τὰς δοκιμασίας καὶ θλίψεις μου ἡ ἀγαθή του Πρόνοια δὲν θὰ μὲ ἀφήσῃ ποτὲ καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας μου κατὰ τοῦ κακοῦ ἡ δεξιά του θὰ μὲ ἐνισχύῃ καὶ θὰ μὲ περιφρουρῇ.
7 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ἐν δυνάμεσι καὶ ἐν ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσῃ. 7 Ω θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω εις τας θαυμαστάς δυνάμεις της φύσεως, εις την ωραιότητα των αγρών και των πεδιάδων μη εξυπνήσετε και μη ανησυχήσετε την αγάπην μου. Αφήσατέ την να κοιμηθή και αναπαυθή, όσον θέλει. 7 Σᾶς ἐξορκιζω, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον θέλημα τὸν κόσμον, νὰ μὴ ἀφυπνίσετε καὶ νὰ μὴ ἐξεγείρετε τὴν ἀγάπην, ἀλλ’ ἀφήσατέ την νὰ εἶναι βυθισμένη εἰς τὰς γοητευτικὰς ἀναμνήσεις τοῦ Νυμφίου, ὅσον αὐτὴ θελήσῃ. Πλησίον Του δὲν κουράζεται, οὔτε χορταίνει ποτὲ κάθε ἀφωσιωμένη εἰς αὐτὸν Νύμφη.
8 Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου· ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη, διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς. 8 Ακούω την φωνήν του αγαπημένου μου. Ιδού, αυτός έρχεται πηδών επάνω εις τα όρη, υπερπηδά τα βουνά και όλα τα εμπόδια. 8 Ἀκούω τὴν φωνὴν τοῦ ἀγαπημένου μου ἀδελφοῦ. Ἰδοὺ σύμφωνα μὲ τὰς θείας καὶ προφητικὰς ἐπαγγελίας ἔρχεται ὑπερπηδῶν κάθε ἐμπόδιον καὶ δυσκολίαν. Καὶ λαμβάνων δούλου μορφὴν σπεύδει πρὸς ἀπολύτρωσιν ἐμοῦ τῆς Νύμφης
9 ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ τὰ ὄρη Βαιθήλ. ἰδοὺ οὗτος ὀπίσω τοῦ τοίχου ἡμῶν παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων, ἐκκύπτων διὰ τῶν δικτύων. 9 Ο αδελφός αυτός της ψυχής μου ομοιάζει με ζαρκάδι η με μικρό ελάφι, εις τα όρη της Βαιθήλ. Ιδού, έφθασε ευρίσκεται έξω από τον τοίχον του σπιτιού μου. Κυπτει από τας θυρίδας· προσπαθεί δια μέσου των δικτυωτών να ίδη με στοργήν. 9 Ὅμοιος εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς πρὸς δορκάδα ἢ πρὸς ἐλαφόπουλο, ποὺ τρέχουν γρήγορα εἰς τὰ ὅρη Βαιθήλ, ὄνομα ποὺ σημαίνει οἶκος Θεοῦ. Σπεύδει πρὸς σωτηρίαν τῆς Νύμφης. Καὶ ἂν φαίνεται ὅτι βραδύνει, ἡ ἀργοπορία του ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι ἡ Νύμφη δὲν ἦτο ἀκόμη ὥριμος νὰ τὸν δεχθῇ. Ἰδοὺ ὁ Μεσσίας εἶναι ὀπίσω ἀπὸ τὸν τοῖχον μας· τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ χωρίζει τὴν Νύμφην ἀπ’ αὐτοῦ. Κύπτει πλησίον τῶν παραθύρων καὶ διὰ μέσου τῶν δικτυωτῶν ρίπτει στοργικὰ καὶ ἀνυπόμονα βλέματα μέσα εἰς τὸ σπίτι.
10 ἀποκρίνεται ἀδελφιδός μου, καὶ λέγει μοι· ἀνάστα, ἐλθὲ ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, 10 Ο αδελφός της καρδιάς μου αποκρίνεται εις εμέ και μου λέγει· σήκω, έλα κοντά μου, συ η σύντροφός μου, η καλή μου, το περιστέρι μου. 10 Φωνάζει ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός μου καὶ λέγει: Σήκω· ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ καταλυθοῦν οἱ τύποι καὶ αἱ σκιαὶ τοῦ Νόμου. Ἔλα, ἡ καλή μου συντροφιά· ἔλα, ἡ ὡραία μου, ἡ χαριτωμένη μου περιστερά.
11 ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ, 11 Ελα· ο χειμώνας επέρασεν, αι βροχαί έφυγαν στον τόπον των. 11 Σήκω, διότι ὁ χειμῶνας τῆς σκιᾶς καὶ τῶν τύπων, καθὼς καὶ τῆς εἰδωλολατρίας ὀ ζόφος ἐπέρασαν ἔφυγαν αἱ βροχαὶ καὶ ἐξηφανίσθησαν.
12 τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν, 12 Τα άνθη έκαμαν την εμφάνισίν των εις την γην. Ο καιρός του κλαδεύματος έχει φθάσει. Η φωνή της τρυγόνος ξανακούστηκε πάλιν εις την χώραν μας. 12 Τὰ ἄνθη ὤφθησαν εἰς τὴν γῆν, ἀνεφάνη ἡ εὔοσμος τῆς χάριτος καρποφορία, ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ κλαδεύματος καὶ καθάρσεως τῶν ἁμαρτημάτων, ἠκούσθη τὸ λάλημα τῆς τρυγόνος εἰς τὸν τόπον μας. Χαρμόσυνα μηνύματα νέας σωτηρίου ἐποχῆς ἀντηχοῦν.
13 ἡ συκῆ ἐξήνεγκεν ὀλύνθους αὐτῆς, αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν, ἔδωκαν ὀσμήν. ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, καὶ ἐλθέ, 13 Η συκιά έβγαλε τους ολύνθους της. Αι άμπελοι ανθίζουν και σκορπίζουν την ευωδίαν των. Σηκω, έλα συ η σύντροφός μου, η καλή μου, η περιστερά μου, έλα 13 13α Ἡ συκῆ ἐπρόβαλε τοὺς πρωΐμους καρπούς της. Αἱ ἄμπελοι ἀνθίζουν, ἐσκόρπισαν εὐωδίαν. Τὸ ἔαρ τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τῶν πάντων ἀνέτειλε. 13β Σήκω· ἔλα, ἡ ἀγαπημένη μου σύντροφος, ἡ ὡραία μου ἀγάπη, ἡ εἰρηνικὴ καὶ ἀφωσιωμένη μου περιστερά. Ἐλθὲ εἰς κοινωνίαν καὶ στενὸν δεσμὸν μετ’ ἐμοῦ τοῦ Νυμφίου σου.
14 σὺ περιστερά μου, ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας, ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος· δεῖξόν μοι τὴν ὄψιν σου, καὶ ἀκούτισόν με τὴν φωνήν σου, ὅτι ἡ φωνή σου ἡδεῖα, καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία. 14 συ το περιστέρι μου, που με συστολήν είσαι κρυμμένη κάτω από τον βράχον, κοντά στο τείχος. Δείξε μου την ωραίαν σου μορφήν. Καμε με να ακούσω την φωνήν σου, διότι η φωνή σου είναι γλυκεία και η όψις σου ωραία. 14 Σύ, περιστερά μου, ποὺ ἐξ ἐντροπῆς καὶ φόβου εἶσαι κρυμμένη εἰς τρύπα πέτρινη, ποὺ συνέχεται μὲ περιτείχισμα ἀπόκρημνον, ἐλθέ. Ἐγὼ ὁ Νυμφίος σου εἶμαι ἡ πέτρα, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν. Δεῖξε μου τὴν ὄψιν σου καὶ ψάλε νὰ ἀκούσω τὴν φωνήν σου. Διότι ἡ φωνή σοῦ εἶναι γλυκειὰ καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία. Μίλησέ μου ἐλεύθερα καὶ μὴ φοβῆσαι περιφρόνησιν ἀπὸ ἐμέ. Ἡ προσευχὴ καὶ ἱκεσία σου φθάνει ὡς ἐξαίρετος ἁρμονία εἰς τὰ ὧτα μου.
15 πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας, καὶ αἱ ἄμπελοι ἡμῶν κυπρίζουσιν. 15 Πιάστε μας τα μικρά αλεπουδάκια, που καταστρέφουν τους αμπελώνας μας, τώρα που είναι αυτοί επάνω στο άνθος των. 15 Πιάσατέ μας τὶς ἀλεποῦδες μικρές, ποὺ ἀφανίζουν, ὅταν μεγαλώσουν, τὰ ἀμπέλια τρώγοντας τὰ σταφύλια των. Καὶ τὰ ἀμπέλια μας ἀνθίζουν τώρα. Προτοῦ λοιπὸν δέσῃ ὁ καρπός των, ἀπαλλάξατέ τα ἀπὸ τοὺς καταστροφεῖς των. Ἐνεργήσατε ἐγκαίρως νὰ ἀπαλλαγῇ ὁ πνευματικὸς ἀμπελὼν τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, προτοῦ αὐτοὶ μὲ τὴν ὑποκρισίαν των προκόψουν εἰς φθοροποιὸν πλάνην καὶ ἀσέβειαν.
16 ἀδελφιδός μου ἐμοί, κἀγὼ αὐτῷ, ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς κρίνοις, 16 Ο αγαπητός μου είναι για μένα και εγώ είμαι γι αυτόν. Αυτός είναι ο ποιμήν στα στολισμένα με κρίνους λειδάδια. 16 Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς εἶναι γιὰ μένα, ἒξ ὁλοκλήρου ἰδικός μου, καὶ ἐγὼ εἶμαι γι’ αὐτὸν ἀφωσιωμένη καὶ παραδομένη εἰς αὐτόν, ποὺ ποιμαίνει τὰ πρόβατά του ὄχι εἰς ἀγκάθια καὶ κοινὰ χορτάρια, ἀλλ’ εἰς τὰ εὐώδη κρίνα τῆς ἁγνῆς καὶ ἁγίας ζωῆς.
17 ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί. ἀπόστρεψον, ὁμοιώθητι σύ, ἀδελφιδέ μου, τῷ δόρκωνι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ ὄρη κοιλωμάτων. 17 Εως ότου σβήση η ημέρα και αρχίσουν να πέφτουν οι σκιές της νυκτός γύρισε, αγαπημένε μου, κοντά μου. Μοιάσε με το ζαρκάδι και το νεαρό ελάφι, που τρέχει στις χαράδρες των ορέων. 17 Φεῦγε τώρα· ἀλλὰ προτοῦ ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ἑσπέραν δροσίσῃ καὶ μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου κινηθοὺν αἱ σκιαὶ τῆς νυκτός, γύρισε πίσω. Γενοῦ ὅμοιος, ἀγαπημένε μου ἀδελφέ, πρὸς δορκάδα καὶ νεαρὰν ἔλαφον τρέχοντας εἰς τὰς χαράδρας τῶν βουνῶν. Ἐπάνελθε γρήγορα, Κύριε Ἰησοῦ, καὶ μὴ ἀφήνῃς μόνας τὰς ἀφωσιωμένας εἰς σὲ ψυχὰς κατὰ τὴν νύκτα τῆς παρούσης καὶ πλήρους πειρασμῶν ἐπιγείου ζωῆς.