Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς. 1 Οταν ήρχισαν να πληθύνωνται οι άνθρωποι επί της γης, επληθύνοντο αναλόγως και αι γυναίκες των αμαρτωλών ανθρώπων, των απογόνων του Καϊν. 1 Καὶ ὅταν ἄρχισαν να πληθύνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ἐπληθύνθησαν καὶ οἱ θυγατέρες ποὺ ἀπέκτησαν.
2 ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο. 2 Οι άνθρωποι του Θεού, ιδόντες ότι αι γυναίκες του διεφθαρμένου κόσμου ήσαν ωραίαι, κατά τρόπον δε σαρκικόν σκεπτόμενοι και από την εξωτερικήν ωραιότητα ελκυόμενοι εξέλεξαν και έλαβον συζύγους από τας θυγατέρας των διεφθαρμένων ανθρώπων. 2 2 Καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ ἀπόγονοι τῆς εὐσεβοῦς γενεᾶς τοῦ Σὴθ ἀπὸ τὸν Ἐνώς, ὅταν εἶδαν ὅτι οἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ ὅσες κατήγοντο ἀπὸ τὴν διεφθαρμένην γενεὰν τοῦ Κάϊν, ἦσαν ὡραῖες, παρεσύρθησαν ἀπὸ τὸ κάλλος των καὶ ἐνυμφεύθησαν ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τὶς γυναῖκες, ὅσες ἐδιάλεξαν διὰ τὴν ὀμορφιάν των.
3 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη. 3 Είδεν ο Θεός την σαρκικότητα αυτήν των ανθρώπων και είπε· “δεν θα παραμείνη πλέον το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, διότι κυριαρχούνται εξ ολοκλήρου από σαρκικά φρονήματα. Ολαι δε αι υπολειπόμεναι ημέραι της ζωής των θα περιορισθούν μόνον εις εκατόν είκοσιν έτη”. 3 3 Καὶ ἐπειδὴ οἱ εὐσεβεῖς ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ καὶ τοῦ Ἐνὼς παρεσύρθησαν ἀπὸ τὴν ἄτακτον ἐπιθυμίαν καὶ ἐδελεάσθησαν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τῶν γυναικῶν τῆς ἁμαρτωλῆς γενεᾶς τοῦ Κάϊν, ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶπεν· «δὲν θὰ παραμείνῃ πλέον εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀγαθὴ προνοητικὴ δύναμίς μου, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ τὰ πάθη, ἔγιναν δοῦλοι τῆς σαρκὸς καὶ κατασπαταλοῦν τὴν ζωήν των ὡσὰν νὰ εἶναι πλασμένοι μόνον ἀπὸ σάρκα καὶ ὡσὰν να μὴ ἔχουν ψυχήν. Ἐλπίδα διὰ να διορθωθοῦν δεν ὑπάρχει πλέον. Ἀλλὰ δὲν τοὺς τιμωρῶ ἀμέσως, διότι θέλω νὰ σωθοῦν καὶ αὐτοί· ὁρίζω ὅμως ὡς ἡλικίαν τῶν ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια ζωῆς».
4 οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς· ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί. 4 Την εποχήν εκείνην υπήρχον οι γίγαντες εις την γην. Αλλά και κατόπιν, όταν οι άνθρωποι του Θεού ελάμβανον ως συζύγους γυναίκας του αμαρτωλού κόσμου, εγεννούσαν γίγαντας. Οι δε γίγαντες εκείνοι και διαβόητοι άνθρωποι επί της γης. 4 4 Τὶς ἡμέρες δὲ ἐκεῖνες ἐζοῦσαν εἰς τὴν γῆν οἱ γίγαντες, ἄνθρωποι μὲ μεγάλο ἀνάστημα καὶ τεραστίαν δύναμιν. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε ὁ φόβος τῆς ποινῆς οὔτε ὁ χρόνος τῆς θείας μακροθυμίας ἀπεμάκρυναν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σὴθ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τοῦτο καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ, μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν, συνευρίσκοντο μὲ τὶς θυγατέρες τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάϊν καὶ ἀποκτοΰσαν παιδιά. Τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ἦσαν οἱ παλαιοὶ γίγαντες, οἱ ἰσχυροὶ κατὰ τὸ σῶμα, οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί.
5 ᾿Ιδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας, 5 Ο Θεός ιδών ότι επληθύνθησαν και επληθύνοντο συνεχώς αι αμαρτίαι των ανθρώπων επί της γης και ότι η καρδία παντός ανθρώπου ήτο δοσμένη εις την αμαρτίαν, και τα πονηρά πάντοτε έργα είχεν ως αντικείμενον των επιθυμιών και σκέψεών της, 5 Καὶ ὁ Θεὸς ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐπέμεναν εἰς τὰ ἴδια καὶ χειρότερα ἁμαρτήματα καὶ ὅτι αὐξήθηκαν οἱ κακίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν γήν· ὅταν ὡς καρδιογνώστης εἶδεν αὐτό, ποὺ δεν βλέπουν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὅτι δηλαδὴ ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς των μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον μελετοῦν τὸ κακὸν καθ' ὅλες τὶς ἡμέρες καὶ σπαταλοΰν συνεχῶς τὴν ζωήν των εἰς τὴν ἁμαρτίαν,
6 καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ διενοήθη. 6 εσκέφθη ότι αυτός εδημιούργησεν εις την γην τον άνθρωπον να ζη κατά το θείον θέλημα και ελυπήθη δια το κατάντημα των ανθρώπων. 6 ἐσκέφθη ὁ Θεός, ὅτι ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἐπροίκισε μὲ τόσα θεία καὶ ἔξοχα χαρίσματα. Καὶ ὁ Θεὸς ἐλυπήθη μέχρι βάθους καρδίας διὰ τὴν ἀποστασίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπεφάσισε
7 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἀπό ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς. 7 Απεφάσισε δε ο Θεός και είπε· “θα εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησα, και μαζή με αυτόν κάθε άλλο ζωντανόν ον από ανθρώπου μέχρι κτήνους, από τα ερπετά της γης έως τα πτηνά του ουρανού, διότι μετεμελήθην που τους εδημιούργησα”. 7 καὶ εἶπε: «Θὰ ξεπαστρέψω ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησα· μαζὶ μὲ αὐτὸν θὰ ἑξαφανίσω καὶ κάθε ἄλλο ζωντανὸν δημιούργημα, διότι δὲν θὰ ἔχῃ πλέον λόγον ὑπάρξεως, ἐφ’ ὅσον δεν θὰ ὑπάρχῃ ὁ ἄνθρωπος. Θὰ ἑξαφανίσω ὅλα, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἕως τὰ κτήνη, ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ ἕως τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, διότι μετενόησα, ποὺ τοὺς ἐδημιούργησα».
8 Νῶε δὲ εὗρε χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 8 Ο Νώε όμως δια την αρετήν αυτού απελάμβανε την ευμένειαν και προστασίαν του Θεού. 8 Ὁ Νῶε ὅμως διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς του ἀποτελοῦσε ἐξαίρεσιν καὶ διὰ τοῦτο εἶχε τὴν χάριν, τὴν εὔνοιαν καὶ προστασίαν τοῦ Θεοῦ.
9 Αὗται δὲ αἱ γενέσεις Νῶε· Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε. 9 Αυτή δε είναι η ιστορία και τα γεγονότα της εποχής του Νώε. Ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος εις την εποχήν του. Δια την πίστιν και την αρετήν αυτού ήτο ευάρεστος ενώπιον του Θεού. 9 Ἰδοὺ δὲ ἡ ἱστορία καὶ ἡ γενεαλογία τοῦ Νῶε. Μόνον ὁ Νῶε ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώριζε καὶ ἐφύλαττε τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις του ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ὁμοίων του· μόνον αὐτὸς ἦταν τέλειος κατὰ τὴν ἐρετὴν μεταξὺ τῆς διεφθαρμένης γενεᾶς τῶν συγχρόνων το· ὁ Νῶε μὲ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς του εἶχε γίνει πολὺ ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν.
10 ἐγέννησε δὲ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν ᾿Ιάφεθ. 10 Απέκτησε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ. 10 Ἀπέκτησε δὲ ὁ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χὰμ καὶ τὸν Ἰάφεθ.
11 ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας. 11 Οι άνθρωποι όμως της εποχής εκείνης είχον παρεκτραπή και διαφθαρή ενώπιον του Θεού και επλημμύρησεν η γη από κάθε αδικίαν. 11 Καὶ ἡ γῆ ἦταν διεφθαρμένη ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ καὶ γεμάτη ἀδικίαν. Ὅλοι δηλαδή οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν γῆν, εἶχαν ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐκυλίοντο εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκός· εἶχαν βυθισθῆ εἰς βάθος ἀσεβείας, βαρβαρότητος, βιαιότητος καὶ ἐγκληματικότητος.
12 καὶ εἶδε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. 12 Είδε Κυριος ο Θεός την γην, όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι, ότι ήτο αθεραπεύτως διεφθαρμένη, διότι κάθε άνθρωπος είχε παρεκκλίνει από την ευθείαν οδόν και επορεύετο τον δρόμον της διαφθοράς. 12 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐκύτταξεν εἰς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σαρκολάτρες· διότι ὅλοι οἱ σαρκολάτρες αὐτοὶ ἄνθρωποι εἶχαν ἐκτραπῆ ἀπὸ τὸν ἅγιον δρόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐβάδιζαν σταθερά, χωρὶς διάθεσιν μετανοίας, τὸν δρὸμον τῆς διαφθορᾶς.
13 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν. 13 Είπε τότε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “το τέλος όλων των ανθρώπων έφθασε, διότι εγέμισεν η γη από τας αμαρτίας των. Και ιδού ότι εγώ θα καταστρέψω αυτούς και την γην, εις την οποίαν κατοικούν. 13 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Νῶε· ἔδειξα πολλὴν μακροθυμίαν, τώρα ὅμως πρέπει να ἀποκοπῇ ἡ κακία διὰ νὰ μὴ προχωρήσῃ περισσοτερον· «ἔφθασεν ὁ καιρὸς τοῦ τέλους, τοῦ θανάτου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ γῆ ἐγέμισε καὶ ἐξεχείλισεν ἀπὸ τὶς ἀδικίες των· πρέπει νὰ σταματήσῃ τὸ ἀπόστημα καὶ διὰ τοῦτο, νά· ἐγὼ θὰ ἐξοντώσω καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλα τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς».
14 ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιὰς ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ. 14 Συ όμως να κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου μίαν κιβωτόν από ξύλα πλανισμένα τετράγωνα· να την χωρίσης εις μικρά δωμάτια και να την αλείψης με πίσσαν από μέσα και απ' έξω. 14 Ὅλοι ἐκεῖνοι θὰ καταστραφοῦν ὁλοσχερῶς, «σὺ ὅμως, ἐπειδὴ ἔζησες ὅλην τὴν ζωήν σου μὲ ἀρετήν, κατασκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν σου μίαν κιβωτὸν ἀπὸ δοκάρια τετράγωνα, πλανισμένα, ὥστε νὰ προσαρμόζωνται μὲ ἀκρίβειαν καὶ νὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς στερεά· χώρισε τὴν κιβωτὸν εἰς μικρὰ διαμερίσματα καὶ ἄλειψέ την ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ’ ἔξω μὲ ἀσφαλτόπισσαν»· ἔτσι δεν θὰ εἰσχωροῦν μέσα τὰ νερὰ καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν θὰ ἐξουδετερώνεται ἡ κακοσμία ἀπὸ τὰ ζῶα.
15 καὶ οὕτω ποιήσεις τὴν κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς κιβωτοῦ καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς· 15 Ως εξής θα κατασκεύασης την κιβωτόν. Το μήκος αυτής θα είναι τριακόσιοι πήχεις (156 μέτρα) το πλάτος της πεντήκοντα πήχεις και το ύψος της τριάκοντα πήχεις. 15 «Ἔτσι νὰ κατασκευάσῃς τὴν κιβωτόν· τὸ μῆκος της νὰ εἶναι τριακόσιοι (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 137-170 μέτρα), τὸ πλάτος της πενήντα (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 23-29 μέτρα) καὶ τὸ ὕψος τῆς τριάντα (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 14-17 μέτρα).
16 ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν. 16 Θα συγκλείσης δε τας πλευράς της κιβωτού στο ύψος, ώστε η επάνω σκέπη αυτής θα έχη το πλάτος ενός μόνον πήχεως. Την θύραν της κιβωτού θα την κατασκευάσης εις τα πλάγια αυτής. Θα διαιρέσης την κιβωτόν εις τρεις ορόφους, στο ισόγειον, τον πρώτον όροφον και τον δεύτερον. 16 Θὰ κατασκευάσῃς δὲ τὴν κιβωτὸν ἔτσι, ὥστε νὰ συνταιριάσῃς καὶ συγκλίσῃς τὶς πλευρές της διὰ νὰ ἔχῃ ἡ σκέπη της εἰς τὸ ἐπάνω μέρος κλίσιν ἐνὸς (ἑβραϊκοῦ) πήχεως (46-57 ἑκατοστὰ τοῦ μέτρου)· τὴν εἴσοδον δὲ τῆς κιβωτοῦ νὰ κατασκευάσῃς εἰς τὰ πλάγια· τὴν κιβωτὸν θὰ κατασκευάσῃς τριώροφον, ὥστε νὰ ἔχῃ πρῶτον (ἰσόγειον), δεύτερον καὶ τρίτον πάτωμα».
17 ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς, τελευτήσει. 17 Εγώ δε θα εξαπολύσω τον κατακλυσμόν, ύδατα πολλά επάνω εις την επιφάνειαν της γης, ώστε να καταστραφή κάθε σαρξ, κάθε τι το οποίον κάτω από τον ουρανόν έχει ζωήν όλα όσα υπάρχουν επάνω εις την γην, άνθρωποι και πτηνά και τετράποδα και ερπετά θα αποθάνουν. 17 Ἐσὺ μὲν νὰ κατασκευάσῃς τὴν κιβωτόν, ὅπως σὲ διέταξα· «Ἐγὼ δέ, ὁ ἄπειρος εἰς δύναμιν καὶ τέλειος εἰς δικαιοσύνην Θεός, νά· θὰ προκαλέσω ὁπωσδήποτε τὸν μοναδικὸν εἰς τὸ εἶδος του κατακλυσμόν· θὰ ἑξαπολύσω ὕδατα πολλὰ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἐξολοθρεύσω κάθε ἔμψυχον ὀργανισμόν, ποὺ εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν· κάθε ζωντανὸς ὀργανισμός, ποὺ ζῇ εἰς τὴν γῆν (ἄνθρωποι, τετράποδα ζῶα, ἑρπετά, πτηνά), θὰ ἀποθάνῃ».
18 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ· εἰσελεύσῃ δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ. 18 Συ όμως δια την αρετήν σου θα σωθής θα εισέλθης εις την κιβωτόν, συ και τα παιδιά σου και η γυναίκα σου και αι γυναίκες των παιδιών σου μαζή με σέ. 18 Ἐὰν ὅμως θὰ ἐπιβληθῇ εἰς ἐκείνους τιμωρία ἀξία τῶν ἁμαρτιῶν των, «μαζί σου θὰ συνάψω τὴν συνθήκην καὶ συμφωνίαν μου»· ἐγὼ θὰ εἶμαι Θεός σου καὶ προστάτης σου, σὺ δὲ ἄνθρωπος ἰδικός μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ φροντίσω καὶ θὰ μεριμνῶ. Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν «θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου, ἡ γυναῖκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μαζί σου»· διότι ἂν καὶ εἶναι κατώτεροί σου ὡς πρὸς τὴν ἀρετήν, εἶναι ὅμως μακρυὰ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν κακίαν τῶν ἄλλων.
19 καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ· ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔσονται. 19 Και θα πάρης μαζή σου από όλα τα κτήνη και από όλα τα ερπετά και από όλα τα θηρία και από κάθε είδος που ζη εις την γην κατά ζεύγη, θα τα εισαγάγης εις την κιβωτόν, ώστε μαζή με σε να σωθούν, και συ θα έχης την φροντίδα της διατροφής των. Καθε ζεύγος ζώων θα αποτελήται από αρσενικόν και θηλυκόν. 19 «Καὶ θὰ εἰσαγάγῃς μαζί σου εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν κατοικιδίων ζώων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη ὅλων τῶν ἄλλων ζῳων, διὰ να τὰ τρέφῃς· κάθε ζευγάρι θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν.
20 ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ. 20 Θα πάρης μαζή σου από όλα τα είδη των κτηνών, των μικρών και των μεγάλων, και από όλα τα ερπετά που έρπουν εις την γην κατά το γένος αυτών. Ζεύγος άρσεν και θήλυ από όλα αυτά θα εισέλθουν εις την κιβωτόν, δια να διασωθούν και τραφούν μαζή σου. 20 Θὰ εἰσαγάγῃς μαζί σου εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν πτηνῶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν κατοικιδίων ζώων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν ἑρπετῶν, ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν. Θὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν κιβωτὸν μόνα των, ἐνστικτωδῶς, μὲ νεῦσιν ἰδικήν μου, κατὰ ζεύγη, δύο - δύο ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (γένη) καὶ θὰ τρέφονται μαζί σου· τὸ ἕνα θὰ εἶναι ἀρσενικὸν καὶ τὸ ἄλλο θηλυκόν.
21 σὺ δὲ λήψῃ σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε, καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι καὶ ἐκείνοις φαγεῖν. 21 Συ δε θα πάρης ακόμη μαζή σου από όλα τα είδη των τροφών, τας οποίας τρώγετε, και θα τας συγκεντρώσης δια τον εαυτόν σου. Ακόμη δε θα μεριμνήσης και δια την διατροφήν των ζώων, ώστε και συ και εκείνα να έχουν τροφάς κατά το διάστημα του κατακλυσμού. 21 Σὺ δὲ θὰ παραλάβῃς μαζί σου ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν τροφῶν, τὶς ὁποῖες τρώγετε καὶ θὰ τὶς ἀποθηκεύσῃς κοντά σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὥστε να χρησιμεύσουν ὡς τροφὴ διὰ σὲ καὶ δι’ ἐκεῖνα κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ κατακλυσμοῦ».
22 καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός, οὕτως ἐποίησε. 22 Ο Νώε εξετέλεσε με ακρίβειαν όλα όσα διέταξε Κυριος ο Θεός· έπραξεν, όπως εκείνος είχε διατάξει. 22 Καὶ ὁ Νῶε συνεμορφώθη πλήρως πρὸς ὅσα τοῦ παρήγγειλεν ὁ Θεός· τὰ ἔκαμεν ὅλα μὲ προθυμίαν, χωρὶς ἀναβολήν· ἐπροχώρησε μὲ πίστιν ἀκριβῶς ὅπως τὸν διέταξεν. Ἔτσι ἔδειξε μὲ τὴν πίστιν καὶ τὰ ἔργα του, ὅτι δικαίως ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ τὴν εὔνοιαν τοῦ παντοκράτορος Κυρίου.