Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΔΑΜ δὲ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν· ἐκτησάμην ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ. 1 Ο Αδάμ εγνώρισεν ως σύζυγον την γυναίκα αυτού την Εύαν, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Καϊν. Γεμάτη δε χαράν ανεφώνησε· “με την δύναμιν του Θεού εγέννησα άνθρωπον” ! 1 Καὶ ὁ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησε τὸν Κάϊν, ὄνομα ποὺ σημαίνει ἀπόκτημα· καὶ ἡ Εὔα γεμάτη χαρὰν καὶ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε μὲ φρόνημα ταπεινόν· «ἀπέκτησα ἄνθρωπον, υἱὸν ὅμοιον μὲ ἑμὲ καὶ τὸν πατέρα του, μὲ τὴν δύναμιν καὶ εὐλογίαν του Θεοῦ».
2 καὶ προσέθηκε τεκεῖν τὸ ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν ῎Αβελ. καὶ ἐγένετο ῎Αβελ ποιμὴν προβάτων, Κάϊν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν. 2 Επειτα δε από τον Καϊν εγέννησεν η Εύα τον αδελφόν του Αβελ. Ο Αβελ ήτο ποιμήν προβάτων, ο δε Καϊν ήτο γεωργός, καλλιεργών την γην. 2 Ἡ Εὔα, ἐπειδὴ ἐφάνη εὐγνώμων διὰ τὸ παιδί, ποὺ ἐγεννήθη καὶ ἀνεγνώρισε τὴν πρώτην εὐεργεσίαν, ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δευτέραν εὐεργεσιαν· ἐγέννησε τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κάϊν, τὸν Ἄβελ, ποὺ σημαίνει ματαιότης. Καὶ τὰ δύο παιδιά, ἂν καὶ τὰ εἶχαν ὅλα πλούσια, δὲν ἔμειναν χωρὶς ἐργασίαν· ὁ μὲν Ἄβελ ἔγινε κτηνοτρόφος, βοσκὸς αἰγοπροβάτων, ὁ δὲ Κάϊν γεωργός, καλλιεργητὴς τῆς γῆς.
3 καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας ἤνεγκε Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ, 3 Μετά τινα χρόνον ο Καϊν προσέφερε θυσίαν στον Θεόν από τους καρπούς των αγρών του. 3 Καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες ὁ Κάϊν ἐπῆρε ἀπὸ τὴν σειράν, ὅπως - ὅπως, καρποὺς ἀπὸ τὰ γεννήματα τῆς γῆς καὶ τὰ ἐπρόσφερε τυπικά, πρόχειρα, μὲ τρόπον ὄχι ἀνάλογον πρὸς τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
4 καὶ ῎Αβελ ἤνεγκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν. καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπί ῎Αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, 4 Ο δε Αβελ προσέφερε και αυτός θυσίαν από τα πρωτότοκα των προβάτων του και μάλιστα από τα πλέον ευτραφή και παχέα. Ο δε Θεός είδε με ευμένειαν τον Αβελ και τα δώρα του. 4 Ὁ Ἀβελ ὅμως ἐδιάλεξε ἀπὸ τὰ πρωτότοκα τῶν προβάτων του καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πιὸ παχειὰ καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα, δηλαδὴ τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων εἰς ποιότητα, καὶ ἐπρόσφερε καὶ αὐτὸς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ὁ Θεὸς ἔδειξεν εὔνοιαν καὶ ἔκαμε δεκτὴν τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ καὶ τὰ δῶρα τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἐπῄνεσε τὴν φιλόθεον διάθεσίν του καὶ ἰκανοποιήθη διὰ τὴν ἐκλεκτὴν προσφοράν,
5 ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. 5 Εις τον Καϊν όμως και την θυσίαν του δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν. Ενεκα τούτου ο Καϊν εδυσφόρησε πάρα πολύ και εσκυθρώπασε το πρόσωπον αυτού. 5 ἐνῷ εἰς τὸν Κάϊν καὶ τὶς θυσίες του δὲν ἔδωκε σημασίαν καὶ ἀπέρριψεν ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐπρόσφερε μὲ προχειρότητα, μὲ τυπικότητα καὶ μὲ τρόπον ὄχι ἀντάξιον τῆς μεγαλειότητός του. Καὶ ἐλυπήθη πάρα πολὺ ὁ Κάϊν, ἐδυσφόρησε, ἐσκυθρώπασε καὶ «ἔρριξε τὰ μούτρα του», διότι ὁ Κύριος δὲν ἐδέχθη τὴν θυσίαν του, ἐνῷ ἐδέχθη εὐχαρίστως τὸ δῶρον τοῦ ἀδελφοῦ του.
6 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν· ἵνα τί περίλυπος ἐγένου, καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου; 6 Ηρώτησε Κυριος ο Θεός τον Καιν· “διατί έγινες περίλυπος και κατέβασες οργισμένος τα μούτρα σου; 6 Καὶ ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶδε τὸν Κάϊν νὰ λυπῆται ὑπερβολικὰ καὶ ἕτοιμον νὰ καταποντισθῇ εἰς τὸ πέλαγος τῶν θλίψεων, δὲν τὸν παρέβλεψε, ἀλλὰ τοῦ εἶπε· «διατὶ ἐκυριεύθης ἀπὸ λύπην, ἐδυσφόρησες, «ἔρριξες τὰ μούτρα σου» καὶ ἐσκοτείνιασε τὸ πρόσωπόν σου;»
7 οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες; ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ. 7 Δεν γνωρίζεις ότι εάν προσφέρης δώρα ως θυσίαν στον αληθινόν Θεόν, δεν εκλέξης όμως τα καλά δώρα εις ένδειξιν ευλαβείας, αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού; Αλλά ησύχασε· το κακόν είναι εις την εξουσίαν σου και δύνασαι αν θέλης να το νικήσης”. 7 Δὲv ἔχεις δίκαιον νὰ ἁμαρτάνῃς εἰς ἑμέ, ἐπειδὴ δὲν ἔκαμα δεκτὴν τὴν θυσίαν σου. Διότι σὲ ἐρωτῶ· «δἐν ἁμαρτάνεις ὅταν προσφέρῃς μὲν σωστὰ τὴν θυσίαν σου, δὲν ξεχωρίζῃς ὅμως προηγουμένως σωστὰ μὲ εἰλικρινῆ διάθεσιν ἀληθινῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐσεβείας ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεις ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν;» Καὶ ἐπειδὴ ὁ παντογνώστης Θεὸς προεῖδε τὸν φόνον, ποὺ θὰ ἔκαμνε ὁ Κάϊν, διὰ να καταπραΰνῃ τὸν Κάϊν ἐπρόσθεσεν· «ὅ,τι ἔγινε ἔγινε· ἁμάρτησες, τώρα ὅμως ἡσύχασε!» Δὲν ἔχεις λόγον νὰ εἶσαι ὠργισμένος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, διότι δὲν σοῦ πταίει· «δὲν σοῦ ἀφαιρῶ τὰ προνόμια τῶν πρωτοτοκιῶν· αὐτὸς θὰ εἶναι πάντοτε ἀφωσιωμένος εἰς σέ, θὰ σὲ σέβεται καὶ θὰ σὲ τιμᾷ ὡς μεγαλύτερόν του· καὶ σὺ θὰ εἶσαι ὁ ἄρχοντας καὶ ὁ ἀφέντης ποὺ θὰ τὸν ἐζουσιάζῃς».
8 καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ, ἀνέστη Κάϊν ἐπὶ ῎Αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν. 8 Σκυθρωπός και φθονερός ο Καϊν είπε στον αδελφόν του τον Αβελ “ας περάσωμεν εις την πεδιάδα”. Οταν δε έφθασαν εις την πεδιάδα, ο Καϊν επετέθη αιφνιδίως και με ορμήν εναντίον του Αβελ, του αδελφού του, και τον εφόνευσεν. 8 Ὁ Κάιν ὅμως ὡσὰν μεθυσμένος πσθέτει εἰς τὸ πάθημα καὶ τὸ τραῦμα του καὶ ἄλλην πληγήν· δὲν ἐδέχθη τὴν ἰατρικὴν βοήθειαν ποὺ τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ σπεύδει να πραγματοποιήσει τὸν φόνον, ποὺ ἐσχεδίασε μὲ τὸν νοῦν του. Ἀπάτησε μὲ δόλον τὸν ἀδελφόν του καὶ τοῦ εἶπεν· «ἂς περάσωμεν εἰς τὴν πεδιάδα». Ὅταν εὑρέθησαν εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ Κάϊν ἐσηκώθη καὶ ἐπετέθη ἔξαφνα κατὰ τοῦ ἀνυπόπτου καὶ ἀθώου ἀδελφοῦ του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε.
9 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· ποῦ ἔστιν ῎Αβελ ὁ ἀδελφός σου; καὶ εἶπεν· οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ; 9 Ο Κυριος και Θεός ηρώτησε τον Καϊν· “που είναι ο αδελφός σου ο Αβελ;” Και εκείνος απήντησε· “δεν γνωρίζω· μήπως εγώ είμαι φύλακας του αδελφού μου;” 9 Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεός, φερόμενος μὲ ἀγαθότητα καὶ μακροθυμίαν πρὸς τὸν ἀδελφοκτόνον Κάϊν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὸ σφάλμα του τὸν ἐρωτησε: «Ποῦ εὑρίσκεται ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός σου;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ ἀναίδειαν· «δὲν γνωρίζω, δὲν ἔχω ἰδέαν»· καὶ ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἐτόλμησε νὰ προσθέσῃ μὲ αὐθάδειαν· «μήπως ἐγὼ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;»
10 καί εἶπε Κύριος· τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς. 10 Είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που έκαμες; Η φωνή του αίματος του φονευθέντος αδελφού σου υψώνεται από την γην στον ουρανόν προς εμέ και βοά ζητούσα την τιμωρίαν σου. 10 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «διὰ ποίαν αἰτίαν ἔκαμες τὸν φοβερὸν τοῦτον φόνον; Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν γῆν, μοῦ φωνάζει καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν ἀπὸ ἑμέ, ποὺ εἶμαι ὁ ἐκδικητὴς τῶν ἀδικουμένων».
11 καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανε τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου· 11 Και τώρα θα είσαι συ κατηραμένος και σαν ξένος από την γην αυτήν, η οποία ήνοιξε το στόμα της και κατέπιε το αίμα του αδελφού σου, τον οποίον συ με το εγκληματικόν σου χέρι εφόνευσες. 11 Διὰ τοῦτο σὲ τιμωρῶ μὲ ποινήν, ποὺ θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος καὶ θὰ εἶναι παράδειγμα εἰς ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους. «Τώρα, ἐπειδὴ ἐπετέθης ἀπὸ φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ τὸν ἐσκότωσες, θὰ εἶσαι καταραμένος καὶ ὡσὰν ξένος ἀπὸ τὴν γῆν, ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα της διὰ νὰ δεχθῇ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσες μὲ τὸ χέρι σου»· θὰ εἶσαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἐδέχθη νὰ ποτισθῇ ἀπὸ αἷμα ἀθώου, ποὺ ἐχύθη ἐξ αἰτίας τόσον μεγάλης ἔχθρας καὶ μὲ τὸ χέρι ἑνὸς τόσον ἀσεβοῦς, ὅπως εἶσαι σύ.
12 ὅτε ἐργᾷ τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς. 12 Οταν εργάζεσαι και καλλιεργής την γην αυτήν, δεν θα παρέχη την δύναμίν της να αποδώση εις σε τους καρπούς της. Συ δε θα ευρίσκεσαι συνεχώς εις κατάστασιν στεναγμών και τρόμων, και σαν καταδιωκόμενος θα περιπλανάσαι επάνω εις την γην αυτήν”. 12 «Ὅταν θὰ καλλιεργῇς τὴν γῆν, ποὺ ἐμολύνθη μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου, αὐτὴ δὲν θὰ σοῦ δίδῃ τοὺς καρπούς της· ὅλος ὁ κόπος, ποὺ θὰ καταβάλλῃς, θὰ σοῦ εἶναι ἀνώφελος· αὐτὴ δὲν θὰ δίδῃ γεννήματα». Δὲν θὰ σταματήσουν ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο οἱ τιμωρίες σου· ἐπειδὴ δὲν ἐχρησιμοποίησες διὰ καλὸν σκοπόν τὶς δυνάμεις τοῦ σώματος καὶ τῶν μελῶν σου, «θὰ στενάζῃς καὶ θὰ τρέμῃς ὅσον θὰ ζῇς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἂν εὐρίσκεσαι· θὰ περιπλανᾶσαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡσὰν ξένος, φυγὰς καὶ ἀλήτης». Ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος θὰ σοῦ ὑπενθυμίζουν πάντοτε τὸν ἀνόσιον φόνον· ὅσοι σὲ βλέπουν θὰ παραδειγματίζονται, ὥστε νὰ μὴ ἀποτολμοῦν φόνον ἀδελφικόν. Σὲ ἀφήνω δὲ νὰ ζήσῃς διὰ νὰ διδαχθῇς πόσον ὀλέθριον ἔγκλημα ἔκαμες.
13 καὶ εἶπε Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν· μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με· 13 Εκραξε τότε ο Καϊν απηλπισμένος και αναστατωμένος προς τον Θεόν· “το έγκλημα και η ενόχη μου είναι μεγαλυτέρα από την θείαν συγγνώμην. 13 Καὶ ὁ Κάϊν ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν του, πολὺ ἀργὰ ὅμως, διότι ἐτιμωρήθη πλέον, εἶπε πρὸς τὸν παντοδύναμον καὶ ἀπειροτέλειον Θεὸν ἀπελπισμένος: « Τὸ ἔγκλημα διὰ τὸ ὁποῖον κατηγοροῦμαι καὶ ἡ τιμωρία, ποὺ μοῦ ἐπιβάλλεις δι' αὐτό, εἶναι πολὺ βαρειά. Δεν ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ τιμωρίαν τόσον μεγάλην καὶ τόσον ἀσυγχώρητον.
14 εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με, ἀποκτενεῖ με. 14 Εάν όμως με διώξης από την περιοχήν αυτήν, όπου σήμερον ευρίσκομαι, και αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ και θα είμαι σαν κρυμμένος από την θείαν σου παρουσίαν, θα περιφέρωμαι στενάζων και τρέμων εις την γην, και τότε ο πρώτος τυχών, που θα με συναντήση, θα με φονεύση”. 14 Ἐὰν σήμερον μὲ διώχνῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ ὁρίζῃς νὰ μὴ ἔχω πουθενὰ καταφύγιον· ἐὰν ὥρισες νὰ εἶμαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀπέστρεψες τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἑμέ, θὰ κρύπτωμαι ἀπὸ τὴν θείαν παρουσίαν σου καὶ θὰ στενάζω καὶ θὰ τρέμω ἐπάνω εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ εἶμαι ἀπροστάτευτος, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ μὲ συναντήσῃ θὰ μὲ σκοτώσῃ, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου ἔχουν παραλύσει καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτόν μου».
15 καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός· οὐχ οὕτως, πᾶς ὁ ἀποκτείνας Κάϊν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. καὶ ἔθετο Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον τῷ Κάϊν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν. 15 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “δεν θα συμβή κάτι τέτοιο· διότι εκείνος ο οποίος θα φονεύση τον Καιν, θα επισύρη εναντίον του πολύ περισσοτέρας τιμωρίας και θα παραλύση κάτω από το βάρος αυτών”. Εθεσε δε ο Θεός κάποιο σημάδι στον Καϊν, ώστε κανείς από όσους θα τον συναντούσαν, να μη τον φονεύση. 15 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «δὲν εἶναι ἔτσι· αὐτὰ δὲν θὰ γίνουν ὅπως φαντάζεσαι· δὲν θὰ συμβῇ ἐκεῖνο ποὺ φοβεῖσαι, διότι ἑγὼ ὁρίζω τοῦτο: Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάϊν γίνεται ἔνοχος ἑπταπλασίας τιμωρίας καὶ θὰ δεχθῇ ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν· θὰ ὑποστῇ τελείαν καὶ σκληρὰν τιμωρίαν ἀπὸ ἐμὲ καὶ θὰ παραλύσῃ ἐντελῶς». Καὶ ὁ Θεὸς ἔβαλε κάποιο σημάδι ἀνεξίτηλον εἰς τὸν Κάϊν, ὥστε ὅσοι τὸν βλέπουν νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως ὡς ἀδελφοκτόνον. Τὸ σημάδι ἐκεῖνο θὰ τὸν ἐπροφύλασσε, διότι ὁποιοσδήποτε τὸν συναντοῦσε θὰ τὸν ἀπέφευγε καὶ δὲν θὰ τὸν ἐσκότωνε· θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ζῇ τὴν ἀθλίαν καὶ βασανισμένην ζωήν του, διὰ νὰ εἶναι τὸ παράδειγμά του διδασκαλία σωφρονισμοῦ.
16 ἐξῆλθε δὲ Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι ᾿Εδέμ. 16 Εφυγε δε τότε ο Καϊν από την περιοχήν, εις την οποίαν μέχρι τότε ευρίσκετο και είχε την ευλογίαν του Θεού, και κατώκησεν εις την χώραν Ναίδ, η οποία ευρίσκετο απέναντι από την Εδέμ. 16 Ἀφοῦ ὁ Κάϊν ἐδέχθη τὴν ἀπόφασιν τοῦ θείου Δικαστοῦ, ἀπεμακρύνθη ὁλοτελῶς καὶ ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀδελφοκτονίας ἐστερήθη τῆς θείας προστασίας, ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἑκατοίκησεν εἰς τὴν χώραν Ναὶδ (ἢ Νώδ), ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐδέμ. Τὸ ἑβραϊκὸν ὄνομα Ναίδ, τὸ ὁποῖον σημαίνει τόπον ποὺ τρέμει καὶ σείεται, ἐφανέρωνε τὴν συνεχῆ ταραχὴν καὶ τὸν τρόμον, ποὺ ἐδοκίμαζε ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ὁ ἀδελφοκτόνος Κάϊν.
17 Καὶ ἔγνω Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν ᾿Ενώχ. καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ᾿Ενώχ. 17 Ο Καϊν εγνώρισε τότε την σύζυγόν του, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Ενώχ. Εκτισε δε ο Καϊν μίαν πόλιν και ωνόμασεν αυτήν με το όνομα του υιού του, Ενώχ. 17 Ὁ Κάϊν συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν του καὶ αὐτή, ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος, ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ. Καὶ διὰ νὰ μὴ πλανᾶται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε πόλιν, τὴν ὁποίαν ὠνόμασεν Ἐνώχ, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ του.
18 ἐγεννήθη δὲ τῷ ᾿Ενὼχ Γαϊδάδ, καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ, καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ. 18 Από δε τον Ενώχ εγεννήθη ο Γαϊδάδ. Ο Γαϊδάδ εγέννησε τον Μαλελεήλ, ο δε Μαλελεήλ εγέννησε τον Μαθουσάλα, και ο Μαθουσάλα εγέννησε τον Λαμεχ. 18 Ἐγεννήθη δὲ ἀπὸ τὸν Ἐνὼχ ὁ Γαϊδάδ, καὶ ὁ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ, καὶ ὁ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ ὁ Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
19 καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ ᾿Αδά, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά. 19 Ελαβε δε ο Λαμεχ δύο συγχρόνως συζύγους. Η μία ωνομάζετο Αδά και η δευτέρα Σελλά. 19 Καὶ ὁ Λάμεχ, ἕβδομος ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν υἱόν του Κάϊν, κατήργησε πρῶτος τὴν μονογαμίαν καὶ ἐνυμφεύθη ταυτοχρόνως δύο γυναίκες· τὸ ὄνομα τῆς μιᾶς ἦταν Ἀδά, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἦταν Σελλά.
20 καὶ ἔτεκεν ᾿Αδὰ τὸν ᾿Ιωβήλ· οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρο‘φων. 20 Η Αδά εγέννησε τον Ιωβήλ. Αυτός η το γενάρχης των κτηνοτρόφων, οι οποίοι περιφερόμενοι ανά τας διαφόρους βοσκησίμους περιοχάς δεν είχον μόνιμον οικίαν, αλλά εζούσαν εις σκηνάς. 20 Ἡ Ἀδὰ ἐγέννησε τὸν Ἰωβήλ· αὐτὸς ἦταν ὁ πρόγονος καὶ ὁ διδάσκαλος τῶν ποιμένων καὶ γενικῶς τῶν κτηνοτρόφων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν μόνιμον κατοικίαν, ἀλλὰ ἐκατοικοῦσαν εἰς σκηνές.
21 καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ᾿Ιουβάλ· οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν. 21 Αδελφός του Ιωβήλ ήτο ο Ιουβάλ. Αυτός ήτο συνθέτης ύμνων και διδάσκαλος της μουσικής. 21 Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωβὴλ ἦταν Ἰουβάλ· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε πρῶτος τὴν χρῆσιν (τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς κιθάρας ἤ) τῆς λύρας (τῶν ἐγχόρδων μουσικῶν ὀργάνων) καὶ τῆς φλογέρας (τῶν πνευστῶν μουσικῶν ὀργάνων)· ἔτσι ἔγινεν ὁ πατέρας τῆς μουσικῆς.
22 Σελλὰ δὲ καὶ αὐτὴ ἔτεκε τὸν Θόβελ, καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ δὲ Θόβελ Νοεμά. 22 Η Σελλά εγέννησε και αυτή τον Θοβελ, ο οποίος κατειργάζετο τον χαλκόν και τον σίδηρον και κατεσκεύαζεν εργαλεία. Αδελφή δε του Θοβελ ήτο η Νοεμά. 22 Ἡ Σελλὰ δὲ ἐγέννησε καὶ αὐτὴ τὸν Θόβελ· αὐτὸς ἦταν χαλκουργὸς καὶ σιδηρουργός, κατασκευαστὴς χαλκίνων καὶ σιδηρῶν ἐργαλείων· ἐδίδαξε τὴν μεταλλουργίαν διὰ σκοποὺς γεωργικοὺς καὶ πολεμικούς. Ἀδελφὴ δὲ τοῦ Θόβελ ἦταν ἡ Νοεμά.
23 εἶπε δὲ Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν· ᾿Αδὰ καὶ Σελλά, ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες Λάμεχ, ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους, ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί· 23 Ο δε Λαμεχ καυχώμενος δια την αγριότητά του, είπεν εις τας γυναίκας του· “Αδά και Σελλά, ακούσατε την φωνήν μου· γυναίκες Λαμεχ ανοίξατε τα αυτιά σας δια να ακούσετε τους λόγους μου· εφόνευσα ένα άνδρα, διότι με επλήγωσε, και ένα νεανίαν διότι με ετραυμάτισε. 23 Ἐκάλεσε δὲ ὁ Λάμεχ τὶς δύο γυναῖκες του καὶ τοὺς εἶπεν ἐξομολογούμενος (ἢ κατ’ ἄλλους ἑρμηνευτὰς καυχώμενος ἐγωϊστικῶς διὰ τὴν σκληρότητά του): «Ἀδὰ καὶ Σελλά, ἀκοῦστε τὴν φωνήν μου· σύζυγοι τοῦ Λάμεχ, ἀφουγκρασθῆτε τὰ λόγια μου, δῶστε πολλὴν προσοχὴν εἰς ὅ,τι θὰ σᾶς εἰπῶ καὶ θὰ σᾶς ἀποκαλύψω· ἐσκότωσα ἕνα ἄνδρα, διότι μὲ ἐπλήγωσε, καὶ ἕνα νέον, διότι μὲ ἐμωλώπισε».
24 ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. 24 Επτά φοράς ετιμωρήθη ο Καϊν δια τον φόνον του αδελφού του, εβδομήκοντα φοράς επτά θα τιμωρώ εγώ ο Λαμεχ εκείνον, που θα τολμήση να με θίξη”. 24 Καὶ ὁ Λάμεχ, ἐπειδὴ ἐπιέζετο ἀπὸ τὴν συνείδησίν του, τιμωρεῖ τὸν ἑαυτόν του διὰ τοὺς δύο φόνους, προσθέτων: «Ἐὰν διὰ τὸν προπάτορά μου τὸν Κάϊν ἐξ αἰτίας ἐνὸς φόνου ἔχει ληφθῆ ἑπταπλασία ἐκδίκησις, τότε δι’ ἐμὲ τὸν Λάμεχ εἶναι δίκαιον να ληφθῇ σκληροτέρα ἐκδίκησις· ἐγὼ πρέπει νὰ καταστῶ ἔνοχος τιμωρίας ἑβδομήκοντα φορὲς ἑπτὰ αὐστηροτέρας· δηλαδὴ νὰ τιμωρηθῶ 490 φορές». (Ἢ κατ' ἄλλους ἑρμηνευτάς: Καὶ ὁ Λάμεχ καυχώμενος ἐγωϊστικῶς διὰ τὴν δύναμίν του καὶ διὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ, εἶπεν· ἐὰν ὅποιος ἐφόνευε τὸν Κάϊν θὰ ὑφίστατο ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν, τότε ἐκεῖνος ποὺ θὰ τολμήσῃ νὰ σκοτώσῃ ἐμὲ τὸν Λάμεχ θὰ τιμωρηθῇ μὲ ἐκδίκησιν πολὺ αὐστηροτέραν καὶ σκληροτέραν· θὰ τιμωρηθῇ ἑβδομήκοντα φορὲς ἑπτά· δηλαδὴ 490 φορές).
25 ῎Εγνω δὲ ᾿Αδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ, λέγουσα· ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἕτερον ἀντὶ ῎Αβελ, ὃν ἀπέκτεινε Κάϊν. 25 Ο δε Αδάμ εγνώρισε πάλιν την γυναίκα αυτού, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασε Σηθ λέγουσα· “ο Θεός μου έδωσε άλλο παιδί αντί του Αβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Καϊν”. 25 Ὁ δὲ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν γυναῖκα του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία άφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησεν υἱὸν καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Σήθ, λέγουσα μὲ πόνον ψυχῆς: «Τὸν ὠνόμασα Σήθ (τὸ ὁποῖον εἰς τὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀντικατάστασις), διότι ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκεν ἄλλο παιδὶ ἀντὶ τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσεν ὁ Κάϊν». Ἔτσι οἱ μεταγενέστεροι ἀπὸ τὸ ὄνομα Σὴθ θὰ ἐνθυμοῦνται πάντοτε τὸ ἔγκλημα τοῦ Κάϊν.
26 καὶ τῷ Σὴθ ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ενώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθα τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 26 Ο δε Σηθ απέκτησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασεν Ενώς. Αυτός δε ο Ενώς επίστευεν και ήλπιζεν στον Θεόν, ελάτρευε και επεκαλείτο πάντοτε το όνομα Κυρίου του Θεού. 26 Καὶ ἀπὸ τὸν Σὴθ ἐγεννήθη υἱὸς καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Ἐνώς· αὐτὸς ἐπίστευσε καὶ ἐστήριξε τὶς ἐλπίδες του εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐλάτρευσε τὸ ὄνομά του. Μὲ τὸν Ἐνὼς ἄρχισεν ἡ δημοσία ἐπίκλησις τοῦ θείου ὀνόματος καὶ ἡ ὁμαδικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.