Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ Κύριος ἐπεσκέψατο τὴν Σάρραν, καθὰ εἶπε, καὶ ἐποίησε Κύριος τῇ Σάρρᾳ καθὰ ἐλάλησε, 1 Ο πανάγαθος Κυριος επεσκέφθη εν τη αγαθότητι αυτού την Σαρραν, καθώς είχεν είπει, και εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του προς αυτήν. 1 Ο Κύριος ἐπεσκέφθη κατὰ τὸ ἔλεός του τὴν Σάρραν, συμφώνως πρὸς ὅσα εἶχεν εἴπει δι' αὐτὴν καὶ ἐπραγματοποίησεν εἰς αὐτήν, ὅπως ἀκριβῶς εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν ἐφιλοξενήθη εἰς τὴν βελανιδιὰν τοῦ Μαμβρῆ·
2 καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τῷ ῾Αβραὰμ υἱὸν εἰς τὸ γῆρας, εἰς τὸν καιρόν, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος. 2 Και η Σαρρα κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον Αβραάμ υιόν κατά τον καιρόν, που είχεν υποσχεθή εις αυτόν ο Θεός. 2 ἠ δὲ Σάρρα, ἀφοῦ ἔγινεν ἔγκυος, ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ υἱὸν εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν ἀκριβῶς ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος, ὅτι θὰ ἀποκτήσῃ υἱόν.
3 καὶ ἐκάλεσεν ῾Αβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ τοῦ γενομένου αὐτῷ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Σάρρα, ᾿Ισαάκ. 3 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον υιόν του αυτόν, τον οποίον του εγέννησεν η Σαρρα, Ισαάκ. 3 Ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν υἱόν του, ποὺ ἐγεννήθη καὶ τὸν ὁποῖον τοῦ ἐχάρισεν ἡ στεῖρα, ἄγονος καὶ γηρασμένη Σάρρα, ἔδωκε τὸ ὄνομα Ἰσαὰκ (ποὺ σημαίνει αὐτός, ὁ ὁποῖος γελᾷ).
4 περιέτεμε δὲ ῾Αβραὰμ τὸν ᾿Ισαὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός. 4 Τον περιέταμε δε κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του σύμφωνα με την εντολήν, που είχε δώσει εις αυτόν ο Θεός. 4 Ὁ Ἀβραὰμ δὲ περιέτεμε τὸν Ἰσαὰκ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἀπὸ τῆς γεννήσεώς του, συμφώνως πρὸς τὴν ἐντολὴν τῆς περιτομῆς, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός.
5 καὶ ῾Αβραὰμ ἦν ἑκατὸν ἐτῶν, ἡνίκα ἐγένετο αὐτῷ ᾿Ισαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ. 5 Οταν δε απέκτησεν ο Αβραάμ τον υιόν του τον Ισαάκ, ήτο ηλικίας εκατόν ετών. 5 Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἑκατὸν ἐτῶν, ὅταν ἐγεννήθη εἰς αὐτὸν ὁ υἱός του Ἰσαάκ.
6 εἶπε δὲ Σάρρα· γέλωτά μοι ἐποίησε Κύριος· ὃς γὰρ ἂν ἀκούσῃ, συγχαρεῖταί μοι. 6 Γεμάτη δε χαράν η Σαρρα είπε· “χαρά και γέλοιο μου έδωσεν ο Κυριος. Και όποιος ακόμη ακούση το γεγονός αυτό, ασφαλώς θα χαρή μαζή με εμέ. 6 Ἡ Σάρρα ὅταν ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, εἶπε: «Χαρὰν μοῦ ἐπροξένησεν ὁ Κύριος· ἡ γέννησις τοῦ παιδιοῦ ἔγινε δι' ἐμὲ ἀφορμὴ χαράς. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀκούσῃ τὸ γεγονὸς τοῦτο, θὰ χαρῇ καὶ αὐτὸς μαζί μου, ὄχι ἐπειδὴ ἐγεννησα ἁπλῶς, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγέννησα κάτω ἀπὸ θαυμαστὲς συνθῆκες».
7 καὶ εἶπε· τίς ἀναγγελεῖ τῷ ῾Αβραάμ, ὅτι θηλάζει παιδίον Σάρρα; ὅτι ἔτεκον υἱὸν ἐν τῷ γήρᾳ μου. 7 Ποιός τώρα θα αναγγείλη στον Αβραάμ, ότι θηλάζει η Σαρρα παιδίον; Οτι εγέννησα τέκνον εις τα γεράματά μου;” 7 Καὶ ἡ Σάρρα γεμάτη χαράν, θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν διὰ τὸ γεγονὸς ἐπρόσθεσε: «Ποιὸς θὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει τώρα καὶ τρέφει παιδὶ μὲ ἄφθονον γάλα; Ὅτι ἐγὼ ποὺ ἤμουν στεῖρα ἠμπόρεσα νὰ γεννήσω υἱὸν εἰς τὰ γηρατειά μου!»
8 Καὶ ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἐποίησεν ῾Αβραὰμ δοχὴν μεγάλην, ᾗ ἡμέρᾳ ἀπεγαλακτίσθη ᾿Ισαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ. 8 Το παιδίον εμεγάλωσε και εις ηλικίαν δύο περίπου ετών απεγαλακτίσθη. Κατά δε την ημέραν του απογαλακτισμού του ωργάνωσεν ο Αβραάμ εορτήν και παρέθεσε συμπάσιον, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής εκείνης. 8 Καὶ τὸ παιδὶ ἀνεπτύχθη καὶ ἀπεγαλακτίσθη. Ὁ δὲ Ἀβραάμ, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε, ὠργάνωσε μεγάλην ὑποδοχὴν καὶ ἔκαμε τραπέζι τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός του Ἰσαάκ.
9 ἰδοῦσα δὲ Σάρρα τὸν υἱὸν ῎Αγαρ τῆς Αἰγυπτίας, ὃς ἐγένετο τῷ ῾Αβραάμ, παίζοντα μετὰ ᾿Ισαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς· 9 Η Σαρρα όμως, όταν είδε το παιδί της τον Ισαάκ να παίζη με τον Ισμαήλ, το παιδί του Αβραάμ και της Αγαρ της Αιγυπτίας, εστενοχωρήθη. Εθεώρησε το γεγονός υποτιμητικόν δια το παιδί της, τον “υιόν της επαγγελίας”. 9 Ὅταν δὲ ἡ Σάρρα εἶδε τὸν υἱὸν τῆς Αἰγυπτίας δούλης Ἄγαρ, τὸν Ἰσμαήλ, ποὺ αὐτὴ ἀπέκτησεν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, νὰ εἰρωνεύεται (ἢ νὰ περιφρονῇ ἢ νὰ καταδιώκῃ) τὸν υἱόν της Ἰσαάκ, ἐθεώρησε τὸ πρᾶγμα προσβλητικὸν
10 καὶ εἶπε τῷ ῾Αβραάμ· ἔκβαλε τὴν παιδίσκην ταύτην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ γὰρ μὴ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης ταύτης μετὰ τοῦ υἱοῦ μου ᾿Ισαάκ. 10 Και είπεν στον Αβραάμ· “διώξε αυτήν την δούλην και το παιδί της μαζή με αυτήν. Διότι κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει ο υιός αυτής της δούλης να κληρονομήση μαζή με το παιδί μου τον Ισαάκ”. 10 καὶ εἶπεν εἶς τὸν Ἀβραάμ· «διῶξε γρήγορα τὴν δούλην αὐτὴν καὶ τὸν υἱόν της ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν μας· διότι δὲν πρέπει νὰ κληρονομήσῃ ὁ υἱὸς τῆς δούλης αὐτῆς μαζὶ μὲ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ· δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ τίποτε τὸ κοινὸν ὁ υἱὸς τῆς δούλης μὲ τὸν υἱόν μου Ἰσαάκ».
11 σκληρὸν δὲ ἐφάνη τὸ ρῆμα σφόδρα ἐναντίον ῾Αβραὰμ περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. 11 Βαρύς πολύ και οδυνηρός εφάνη στον Αβραάμ ο λόγος αυτός της Σαρρας δια τον υιόν του τον Ισμαήλ. 11 Ἡ πρότασις ὅμως αὐτὴ τῆς Σάρρας διὰ τὸν υἱόν του Ἰσμαὴλ ἐφάνη πολὺ σκληρή, βαρειὰ καὶ ἀπάνθρωπος εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν φιλόστοργος καὶ ἀγαποῦσε τὸν Ἰσμαήλ.
12 εἶπε δὲ ὁ Θεὸς τῷ ῾Αβραάμ· μὴ σκληρὸν ἔστω ἐναντίον σου περὶ τοῦ παιδίου καὶ περὶ τῆς παιδίσκης· πάντα ἂν ὅσα εἴπῃ σοι Σάρρα, ἄκουε τῆς φωνῆς αὐτῆς, ὅτι ἐν ᾿Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. 12 Είπεν όμως ο Θεός στον Αβραάμ· “μη θεωρής τον λόγον αυτόν της Σαρρας εναντίον του παιδιού σου και της δούλης σου ως σκληρόν. Τουναντίον όσα θα σου είπη η Σαρρα να τα ακούσης, διότι σύμφωνα με την ιδικήν μου δούλην οι απόγονοι του Ισαάκ θα αναγνωρισθούν κυρίως ως απόγονοι ιδικοί σου. 12 Ἀλλ’ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς διὰ νὰ συσφίγξῃ τὸν συνδεσμὸν τῆς ὁμονοίας τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τῆς Σάρρας, εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Ἂς μὴ εἶναι βαρὺς καὶ σκληρὸς ὁ λόγος αὐτὸς τῆς Σάρρας διὰ τὸ παιδί σου Ἰσμαὴλ καὶ τὴν μητέρα του, τὴν δούλην Ἄγαρ. Ἀλλὰ δῶσε προσοχὴν εἰς ὅσα θὰ σοῦ εἴπῃ ἡ Σάρρα, διότι οἱ ἀπόγονοι ποὺ θὰ ἀποκτήσῃς ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ, αὐτοὶ θὰ λάβουν τὴν ὀνομασίαν καὶ τὰ δικαιώματα τῶν γνησίων ἀπογόνων σου, καὶ ὁ Ἰσαὰκ θὰ εἶναι κληρονόμος σου.
13 καὶ τὸν υἱὸν δὲ τῆς παιδίσκης ταύτης εἰς ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτόν, ὅτι σπέρμα σόν ἐστιν. 13 Ως προς δε τον υιόν της δούλης σου θα φροντίσω εγώ. Θα τον αναδείξω γενάρχην μεγάλου λαού, διότι είναι και αυτός ιδικόν σου τέκνον”. 13 Θὰ προστατεύσω δὲ καὶ θὰ αὐξήσω καὶ τὸν υἱὸν τῆς δούλης σου αὐτῆς καὶ θὰ τὸν πολλαπλασιάσω, ὥστε νὰ ἀποβῇ εἰς ἔθνος μεγάλο, διότι εἶναι καὶ αὐτὸς ἀπόγονος ἰδικός σου».
14 ἀνέστη δὲ ῾Αβραὰμ τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβεν ἄρτους καὶ ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἔδωκε τῇ ῎Αγαρ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς τὸ παιδίον καὶ ἀπέστειλεν αὐτήν. ἀπελθοῦσα δὲ ἐπλανᾶτο κατὰ τὴν ἔρημον, κατὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου. 14 Επειτα από την εντολήν αυτήν του Θεού ηγέρθη ο Αβραάμ το πρωϊ, επήρεν άρτους και ένα ασκόν γεμάτον νερό, έδωκεν αυτά εις την Αγαρ, έβαλε το παιδί της στους ώμους της και την απεμάκρυνεν από την κατασκήνωσιν εκείνην. Η δε Αγαρ αναχωρήσασα περιεπλανάτο εις την έρημον περιοχήν, νοτίως της Χαναάν, εκεί όπου υπήρχε το φρέαρ του όρκου. 14 Ὁ Ἀβραὰμ συνεμορφώθη ἀμέσως πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ· ἐσηκώθη πρωΐ-πρωΐ καὶ ἐπῆρε ψωμία καὶ ἀσκὶ γεμᾶτο νερὸν καὶ τὰ ἐφόρτωσεν εἰς τὸν ὦμον τῆς Ἄγαρ καὶ τὸ παιδί, τὸν Ἰσμαὴλ καὶ τὴν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἡ Ἄγαρ, ἀφοῦ ἔφυγεν, ἐπλανᾶτο μέσα εἰς τὴν ἔρημον, ποὺ εἶναι εἰς τὸ νότιον μέρος τῆς γῆς Χαναάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ ὅρκου, δηλαδὴ κοντὰ εἰς τὴν Βηρσαβεέ.
15 ἐξέλιπε δὲ τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, καὶ ἔρριψε τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾶς ἐλάτης. 15 Κατά την πολύωρον πεζοπορίαν της εξηντλήθη το ύδωρ του ασκού, τους εβασάνιζεν η δίψα και αυτή έρριψε το παιδίον κάτω από ένα ελάτον, δια να αποθάνη εκεί. 15 Καὶ τὸ νερὸν ἀπὸ τὸ ἀσκὶ ἐσώθη καὶ ἡ Ἄγαρ δὲν εὕρισκε βοήθειαν ἀπὸ κανένα· καὶ ἔρριψε τὸ διψασμένον παιδὶ κάτω ἀπὸ μίαν ἐλάτην διὰ νὰ ἀποθάνῃ.
16 ἀπελθοῦσα δὲ ἐκάθητο ἀπέναντι αὐτοῦ μακρόθεν ὡσεὶ τόξου βολήν· εἶπε γάρ, οὐ μὴ ἴδω τὸν θάνατον τοῦ παιδίου μου. καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι αὐτοῦ, ἀναβοῆσαν δὲ τὸ παιδίον ἔκλαυσεν. 16 Απομακρυνθείσα δε από εκεί εκάθησαν απέναντι αυτού μακράν, όσον ημπορεί να ρίψη κανείς με το τόξον του ένα βέλος· διότι είπε· “δεν αντέχω να ίδω τον θάνατον του παιδιού μου”. Εκάθησε λοιπόν απέναντί του. Το δε παιδίον εφώναξε και έκλαυσε. 16 Καὶ κυριευμένη ἀπὸ ὑπερβολικὴν λύπην διὰ τὸ παιδί της ἐκάθησεν ἀπέναντί του εἰς ἀπόστασιν ρίψεως ἐνὸς βέλους ἀπὸ τόξον (περίπου ἑκατὸν μέτρα μακρυά), διότι εἶπε· «δεν ἀντέχω νὰ βλέπω τὸ παιδί μου, τὸ ὁποῖον πολὺ ἀγαπῶ, νὰ ἀποθνῄσκῃ ἀπὸ τὴν δίψαν». Ἡ Ἄγαρ ἐκάθησεν ἀπέναντί του, τὸ δὲ παιδὶ ἐφώναξε καὶ ἔκλαυσεν.
17 εἰσήκουσε δὲ ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἦν, καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Θεοῦ τὴν ῎Αγαρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ· τί ἐστιν ῎Αγαρ; μὴ φοβοῦ· ἐπακήκοε γὰρ ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἐστιν. 17 Ο Θεός ήκουσε το γοερόν κλάμα του παιδιού από τον τόπον, όπου αυτό ευρίσκετο, και άγγελος από τον ουρανόν εκάλεσε την Αγαρ και της είπε· “Αγαρ, τι συμβαίνει; Μη φοβήσαι· εισήκουσεν ο Θεός την φωνήν του παιδιού, το οποίον ευρίσκεται σαν πεταμένο στον τόπον αυτόν. 17 Ὁ δὲ ἐλεήμων Θεός, Ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾷ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας, ἄκουσε τὴν δυνατὴν φωνὴν τοῦ παιδιοῦ, ἀπὸ τὸν τόπον ὅπου ἦταν ριγμένον. Καὶ ἀφοῦ παρεχώρησεν ὥστε ἡ δούλη νὰ αἰσθανθῇ τὴν φρίκην τῆς ἐρημίας καὶ τῆς ἐγκαταλείψεως, ἔσπευσεν εἰς βοήθείαν της. Ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκάλεσε τὴν Ἄγαρ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τῆς εἶπε: «Τί συμβαίνει, Ἄγαρ; Μὴ φοβῆσαν διότι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν φωνὴν καὶ τὸ γοερὸν κλάμα τοῦ παιδιοῦ σου ἐκεῖ εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν κατάστάσιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται πεταγμένον.
18 ἀνάστηθι καὶ λαβὲ τὸ παιδίον καὶ κράτησον τῇ χειρί σου αὐτό· εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτό. 18 Σηκω, πάρε το παιδί σου και κράτησέ το με στοργήν και εμπιστοσύνην από το χέρι, διότι εγώ θα το αναδείξω γενάρχην έθνους”. 18 Σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ παιδί σου καὶ κράτησέ το ἀπὸ τὸ χέρι. Μὴ λυπῆσαι ἐπειδὴ σὲ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἀβραάμ, διότι τὸ παιδί σου δεν θὰ μείνῃ ἀπροστάτευτον θὰ τὸ ἀναδείξω εἰς πρόγονον καὶ γενάρχην μεγάλου ἔθνους».
19 καὶ ἀνέῳξεν ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ εἶδε φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔπλησε τὸν ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἐπότισε τὸ παιδίον. 19 Και αμέσως ο Θεός ήνοιξε τα μάτια της Αγαρ και είδεν αυτή εκεί πλησίον πηγήν, που ανέβλυζε δροσερόν ύδωρ. Επήγεν εκεί, εγέμισε τον ασκόν με νερό και επότισε το παιδί της. 19 Καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἐφώτισε τὸν νοῦν καὶ μὲ θείαν ἐπενέργειαν ἄνοιξαν τὰ μάτια της. Καὶ τότε ἡ Ἄγαρ εἶδεν ἐκεῖ κοντὰ μίαν πηγὴν (ἢ ἕνα πηγάδι), ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔτρέχε δροσερὸ νερό· καὶ ἡ δούλη ἐπῆγεν ἐκεῖ, ἐγέμισε τὸ ἀσκί της νερὸ καὶ ἐπότισε τὸ διψασμένον παιδί της.
20 καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετὰ τοῦ παιδίου, καὶ ηὐξήθη. καὶ κατῴκησεν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐγένετο δὲ τοξότης. 20 Ο δε Θεός ήτο συμπαραστάτης και βοηθός του παιδιού, το οποίον εμεγάλωσεν, εγκατεστάθη εις την έρημον αυτήν και έγινε τοξότης. 20 Καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ καὶ ὁ Ἰσμαὴλ ἐμεγάλωσε κάτω ἀπὸ τὴν θείαν προστασίαν καὶ βοήθειαν. Καὶ ἑκατοίκησεν εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἔμαθε νὰ χειρίζεται πολὺ καλὰ τόξον, ὥστε ἔγινε ἱκανὸς κυνηγός.
21 καὶ κατῴκησεν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Φαράν, καὶ ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ γυναῖκα ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 21 Εγκατεστάθη εις την έρημον, η οποία λέγεται Φαράν. Η δε μητέρα του εδιάλεξε δι' αυτόν γυναίκα από την Αίγυπτον, την οποίαν και του έδωσεν ως σύζυγον. 21 Καὶ ὁ Ἰσμαὴλ ἑκατοίκησεν εἰς τὴν ἔρημον Φαράν, καὶ ὅταν ἐνηλικιώθη, ἡ μητέρα του τὸν ἐνύμφευσε μὲ γυναῖκα Αἰγυπτίαν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ κατήγετο ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
22 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ εἶπεν ᾿Αβιμέλεχ καὶ ῾Οχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ πρὸς ῾Αβραὰμ λέγων· ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν ποιῇς· 22 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αβιμέλεχ συνοδευόμενος από τον νυμφαγωγόν του Οχοζάθ και τον αρχιστράτηγον της στρατιάς του Φιχόλ, επεσκέφθη τον Αβραάμ και του είπε· “γνωρίζω ότι ο Θεός είναι μαζή σου και ευλογεί κάθε τι που κάμνεις. 22 Κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ὁ βασιλιᾶς Ἀβιμελεχ καὶ ὁ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγός του καὶ ὁ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ του ἦλθαν εἰς τὸν Ἀβραάμ, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Ἀβιμελεχ: «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί σου, εἰς ὅλα τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα κάμνεις.
23 νῦν οὖν ὄμοσόν μοι τὸν Θεόν, μὴ ἀδικήσειν με μηδὲ τὸ σπέρμα μου, μηδὲ τὸ ὄνομά μου· ἀλλὰ κατὰ τὴν δικαιοσύνην, ἣν ἐποίησα μετὰ σοῦ, ποιήσεις μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ τῇ γῇ, ᾗ σὺ παρῴκησας ἐν αὐτῇ. 23 Τωρα λοιπόν ορκίσου μου στον Θεόν, ότι δεν θα κάμης ποτέ τίποτε κακόν και άδικον ούτε εναντίον μου ούτε εναντίον των απογόνων μου ούτε εις βάρος του καλού ονόματός μου. Αλλά, όπως εγώ εφάνηκα δίκαιος και καλός απέναντί σου, κατά παρόμοιον τρόπον και συ θα φανής καλός προς εμέ και προς την χώραν αυτήν, όπου προσωρινώς έμεινες”. 23 Τώρα λοιπὸν ὁρκίσου μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ φανῇς κακὸς οὔτε νὰ διαβάλῃς ἐμὲ οὔτε τοὺς ἀπογόνους μου, οὔτε θὰ βλάψῃς τὸ καλὸν ὄνομά μου. Ἄλλ' ὅπως ἐγὼ ἔδειξα πρὸς σὲ καλωσύνην, εὐμένειαν καὶ δικαιοσύνην, δῶσε μου καὶ σὺ ὑπόσχεσιν, ὅτι ἔτσι θὰ συμπεριφερθῇς καὶ σὺ ἀπέναντί μου καὶ ἀπέναντι τῆς χώρας, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχεις ἐγκατασταθῇ ὡς ξένος, ὡς προσωρινὸς κάτοικος».
24 καὶ εἶπεν ῾Αβραάμ· ἐγὼ ὀμοῦμαι. 24 Ο δε Αβραάμ είπε· “ναι, εγώ ορκίζομαι ότι δέχομαι την πρότασίν σου και θα φερθώ, όπως μου ζητείς”. 24 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησεν εἰς τὸν βασιλιᾶ: «Συμφωνῶ μὲ τὴν πρότασίν σου· ὁρκίζομαι ὅτι θὰ τὸ κάμω».
25 καὶ ἤλεγξεν ῾Αβραὰμ τὸν ᾿Αβιμέλεχ περὶ τῶν φρεάτων τοῦ ὕδατος, ὧν ἀφείλοντο οἱ παῖδες τοῦ ᾿Αβιμέλεχ. 25 Με την ευκαιρίαν δε της συναντήσεως αυτής ο Αβραάμ παρεπονέθη προς τον Αβιμέλεχ δια τα φρέατα, τα οποία, ενώ τα είχεν ανοίξει ο Αβραάμ, τα ήρπασαν οι υπηρέται του Αβιμέλεχ. 25 Ὁ Ἀβραάμ με τὴν εὐκαιρίαν αὐτὴν παρεπονέθη εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ διὰ τὰ πηγάδια, τὰ ὁποῖα οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ἀβιμελεχ ἅρπαξαν αὐθαίρετα καί μὲ βίαν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ τὰ εἶχεν ἀνοίξει, καὶ τὰ ἔκαμαν ἰδικά των.
26 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Αβιμέλεχ· οὐκ ἔγνων τίς ἐποίησέ σοι τὸ ρῆμα τοῦτο, οὐδὲ σύ μοι ἀπήγγειλας, οὐδὲ ἐγὼ ἤκουσα, ἀλλ᾿ ἢ σήμερον. 26 Απήντησεν ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ και είπε· “δεν επληροφορήθην ποιός έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν· ούτε συ μου έκαμες λόγον δι' αυτήν ούτε εγώ από κανένα άλλον ήκουσα. Πρώτην φοράν την πληροφορούμαι σήμερον”. Και διέταξε να αποδοθούν τα φρέατα στον Αβραάμ. 26 Ὁ Ἀβιμέλεχ ἀπάντησεν εἰς τὰ παράπονα τοῦ Ἀβραάμ: «Δὲν ἔμαθα ποῖος ἔκαμε αὐτὴν τὴν πρᾶξιν εἰς σέ, οὔτε καὶ σὺ μοῦ τὸ ἐγνωστοποίησες, οὔτε καὶ ἐγὼ ἐπληροφορήθην διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό· τὸ ἀκούω σήμερα διὰ πρώτην φοράν».
27 καὶ ἔλαβεν ῾Αβραὰμ πρόβατα καὶ μόσχους, καὶ ἔδωκε τῷ ᾿Αβιμέλεχ, καὶ διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην. 27 Επήρε τότε ο Αβραάμ από τα ποίμνιά του πρόβατα και μοσχάρια και τα έδωσεν ως δώρον αγάπης στον Αβιμέλεχ. Οι δύο των δε κατά την ημέραν εκείνην συνήψαν σύμφωνον αμοιβαίας φιλίας. 27 Κατόπιν ὁ Ἀβραὰμ ἐπῆρε πρόβατα καὶ μοσχάρια καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ ὡς δῶρα ἀγάπης καὶ ἔκαμαν μεταξύ των συμφωνίαν φιλίας.
28 καὶ ἔστησεν ῾Αβραὰμ ἑπτὰ ἀμνάδας προβάτων μόνας. 28 Ο Αβραάμ εν συνεχεία εξεχώρισεν επτά αμνάδας ιδιαιτέρως δια τον Αβιμέλεχ. 28 Ὁ Ἀβραὰμ ἐξεχώρισε ἑπτὰ θηλυκὰ ἀρνιά (ἀρνάδες) ἀπὸ τὸ κοπάδι του.
29 καὶ εἶπεν ᾿Αβιμέλεχ τῷ ῾Αβραάμ· τί εἰσιν αἱ ἑπτὰ ἀμνάδες τῶν προβάτων τούτων, ἃς ἔστησας μόνας; 29 Ο Αβιμέλεχ τον ηρώτησε· “τι σημαίνουν τα επτά αυτά θηλυκά αρνιά τα οποία εξεχώρισες ιδιαιτέρως;” 29 Καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ, ὅταν εἶδε τὴν ἐνέργειάν του Ἀβραάμ, τὸν ἐρωτησε: «Τὶ σημαίνουν τὰ ἑπτὰ θηλυκὰ ἀρνιά, ποὺ ἐξεχώρισες ἀπὸ τὸ κοπάδι σου;»
30 καὶ εἶπεν ῾Αβραάμ, ὅτι τὰς ἑπτὰ ἀμνάδας λήψῃ παρ᾿ ἐμοῦ, ἵνα ὦσί μοι εἰς μαρτύριον, ὅτι ἐγὼ ὤρυξα τὸ φρέαρ τοῦτο. 30 Ο Αβραάμ τότε του είπε· “τας επτά αυτάς αμνάδας θα τας πάρης εκ μέρους μου, δια να είναι μάρτυρες και να σου υπενθυμίζουν ότι εγώ ήνοιξα τούτο το φρέαρ”. 30 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «Τὰ ἑπτὰ θηλυκὰ ἀρνιὰ θὰ τὰ δεχθῇς ἀπὸ τὰ χέρια μου, διὰ νὰ εἶναι ὡς μαρτυρία καὶ βεβαίωσις, ὅτι ἐγὼ ἄνοιξα τὸ πηγάδι αὐτό».
31 διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Φρέαρ ὁρκισμοῦ, ὅτι ἐκεῖ ὤμοσαν ἀμφότεροι. 31 Εξ αιτίας δε αυτού του γεγονότος ωνόμασεν ο Αβραάμ τον τόπον εκείνον Βηρσαβεέ δηλαδή “Φρέαρ του όρκου”, επειδή εκεί ωρκίσθησαν οι δύο των. 31 Διὰ τοῦτο ὁ Ἀβραὰμ ἔδωκεν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸ ὄνομα πηγάδι τοῦ ὅρκου (Βηρσαβεὲ ἢ πηγάδι τῶν ἑπτά), ἐπειδὴ ἐκεῖ ὡρκίσθησαν καὶ οἱ δύο, ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ.
32 καὶ διέθεντο διαθήκην ἐν τῷ φρέατι τοῦ ὁρκισμοῦ. ἀνέστη δὲ ᾿Αβιμέλεχ καὶ ῾Οχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτητος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν γῆν τῶν Φυλιστιείμ. 32 Εκλεισαν συμφωνίαν μεταξύ των εκεί στο φρέαρ του όρκου. Επειτα από αυτά ηγέρθησαν ο Αβιμέλεχ, ο νυμφαγωγός του Οχοζάθ, ο αρχιστράτηγος των δυνάμεών του Φιχόλ και επανήλθον εις την χώραν των Φιλισταίων. 32 Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἔκαμαν μεταξύ των συμφωνίαν φιλίας εἰς τὸ πηγάδι τοῦ ὅρκου (τὴν Βηρσαβεέ). Μετὰ τὴν συμφωνίαν αὐτὴν ἐσηκώθησαν ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ ὁ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγός του καὶ ὁ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ στρατοῦ του καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων.
33 καὶ ἐφύτευσεν· ῾Αβραὰμ ἄρουραν ἐπὶ τῷ φρέατι τοῦ ὅρκου καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ τὸ ὄνομα Κυρίου, Θεὸς αἰώνιος. 33 Ο Αβραάμ, εις πιστοποίησιν και ανάμνησιν, εφύτευσε δένδρα στον αγρόν πλησίον του φρέατος του όρκου και επεκαλέσθη εκεί το όνομα Κυρίου, “Θεός αιώνιος”. 33 Ὅταν ἔφυγαν, ὁ Ἀβραὰμ ἐφύτευσεν εἰς τὸν χῶρον ποὺ εὑρίσκετο τὸ πηγάδι τοῦ ὅρκου, κῆπον μὲ δένδρα καὶ εἰς θυσιαστήριον ποὺ ἔκτισεν ἐκεῖ ἐλάτρευσε τὸν Κύριον, τὸν αἰώνιον Θεόν.
34 παρῴκησε δὲ ῾Αβραὰμ ἐν τῇ γῇ τῶν Φυλιστιεὶμ ἡμέρας πολλάς. 34 Κατώκησε δε εις την χώραν αυτήν των Φιλισταίων ο Αβραάμ επί αρκετόν χρόνον. 34 Ἑκατοίκησε δὲ ὁ Ἀβραὰμ ὡς ξένος (προσωρινὸς κάτοικος) εἰς τὴν γῆν τῶν Φιλισταίων ἐπὶ πολὺν καιρόν.