Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐκίνησεν ἐκεῖθεν ῾Αβραὰμ εἰ γῆν πρὸς λίβα καὶ ᾤκησεν ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Σούρ. καὶ παρῴκησεν ἐν Γεράροις. 1 Από την Βαιθήλ εξεκίνησεν ο Αβραάμ προς, Νοτον και κατεσκήνωσε μεταξύ Καδης και της ερήμου Σούρ. Από εκεί εγκατεστάθη προσωρινώς εις Γέραρα. 1 Ο Ἀβραὰμ ἔφυγε ἀπὸ τὴν βελανιδιὰν τοῦ Μαμβρῆ (κοντὰ εἰς τὴν Χεβρῶν), ὅπου ἔφιλοξένησε τὸν Κύριον μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἐπροχώρησε πρὸς νότον καὶ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς εὔφορον ὄασιν, ποῦ εὐρίσκετο μεταξὺ τῶν ἐρήμων Κάδης καὶ Σούρ, ἀπεναντί τῆς Ἀραβίας καὶ τῆς Αἰγύπτου. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγε καὶ ἐκατοίκησε προσωρινῶς εἰς τὰ Γέραρα.
2 εἶπε δὲ ῾Αβραὰμ περὶ Σάρρας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι ἀδελφή μου ἐστίν· ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι γυνή μου ἐστί, μή ποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως δι᾿ αὐτήν. ἀπέστειλε δὲ ᾿Αβιμέλεχ, βασιλεὺς Γεράρων, καὶ ἔλαβε τὴν Σάρραν. 2 Είπε δε ο Αβραάμ περί της γυναικός του της Σαρρας προς τους κατοίκους της περιοχής ότι είναι αδελφή του. Εφοβήθη να είπη ότι είναι σύζυγός του, μήπως τυχόν και εξ αιτίας της τον φονεύσουν οι άνδρες της πόλεως εκείνης. Ο δε βασιλεύς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, έστειλεν ανθρώπους και έλαβε την Σαρραν, δια να την έχη ως συζυγόν του. 2 Ὅταν ὁ Ἀβραὰμ ἔφθασεν εἰς τὰ Γέραρα, εἶπε διὰ τὴν γυναῖκα του Σάρραν, «εἶναι ἄδελφή μου»· διότι ἐφοβήθη νὰ εἶπη «εἶναι σύζυγός μου», μὴ τυχὸν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἐκείνης τὸν φονεύσουν ἐξ αἰτίας της. Καὶ ὁ βασιλιᾶς τῶν Γεράρων Ἀβιμέλεχ ἔστειλε τοὺς ἀνθρώπους του διὰ νὰ λάβουν τὴν Σάρραν καὶ νὰ τοῦ τὴν φέρουν, ὥστε νὰ τὴν ἔχῃ σύζυγόν του.
3 καὶ εἰσῆλθεν ὁ Θεὸς πρὸς ᾿Αβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι συνῳκηυῖα ἀνδρί. 3 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στο όνειρόν του και του είπε· “ιδού συ αποθνήσκεις εξ αιτίας της γυναικός, την οποίαν έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του Αβραάμ”. 3 Ἀλλὰ ὁ Θεὸς παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἄβιμέλεχ κατὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ ὄνειρόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Νά· σὺ ἀποθνήσκεις ἐξ αἰτίας τῆς γυναικὸς Σάρρας, τὴν ὁποίαν ἔλαβες διὰ νὰ τὴν ἔχης ὡς σύζυγόν σου. Διότι αὐτὴ εἶναι ἤδη ἔγγαμος· εἶναι σύζυγος ἄλλου ἀνδρός».
4 ᾿Αβιμέλεχ δὲ οὐχ ἥψατο αὐτῆς καὶ εἶπε· Κύριε, ἔθνος ἀγνοοῦν καὶ δίκαιον ἀπολεῖς; 4 Ο Αβιμέλεχ δεν ήγγισεν αυτήν και είπε· “Κυριε, θα τιμωρήσης με θάνατον δικαίους ανθρώπους εξ αιτίας της αγνοίας των; 4 Ὁ Ἄβιμέλεχ ὅμως δὲν ἄγγισε καθόλου τὴν Σάρραν. Ἀπολογούμενος δὲ διὰ τὴν πράξιν του εἶπε: Κύριε, εἶμαι ἀθῶος· δὲν ἐγνώριζα, ὅτι εἶναι γυναῖκα του οὔτε ἤθελα νὰ ἀδικήσω τὸν ξένον, θὰ τιμωρήσῃς λοιπὸν μὲ θάνατον τὸν δίκαιον λαὸν ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοιάς του;
5 οὐκ αὐτός μοι εἶπεν, ἀδελφή μου ἐστί; καὶ αὕτη μοι εἶπεν, ἀδελφός μου ἐστίν; ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ ἐν δικαιοσύνῃ χειρῶν ἐποίησα τοῦτο. 5 Δεν μου είπεν ο ίδιος ο Αβραάμ ότι η Σαρρα είναι αδελφή του; Και αυτή δεν μου είπεν ότι εκείνος είναι αδελφός της; Επομένως εγώ με καθαράν καρδίαν και με δικαίας τας χείρας ηθέλησα να λάβω αυτήν ως σύζυγον”. 5 Μήπως ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραὰμ δὲν μοῦ εἶπεν «εἶναι ἀδελφή μου»; Καὶ μήπως αὐτὴ ἡ ἴδια δὲν μοῦ εἶπεν, «εἶναι ἀδελφός μου»; Ἑπομένως ὅ,τι ἔκαμα τὸ ἔκαμα μὲ ἁγνὴν καρδιὰν καὶ ἀγαθὴν συνείδηση· ἐνήργησα μὲ καθαρὰ χέρια. Τὸ ἔκαμα μὲ τὴν πεποίθηση, ὅτι ἐνεργῶ νόμιμα καὶ ὄχι παράνομα».
6 λίγο εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς καθ᾿ ὕπνον· κἀγὼ ἔγνων ὅτι ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ἐποίησας τοῦτο, καὶ ἐφεισάμην σου τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν σε εἰς ἐμέ· ἕνεκα τούτου οὐκ ἀφῆκά σε ἅψασθαι αὐτῆς. 6 Είπε δε ο Θεός προς αυτόν κατά τον ύπνον του· “και εγώ κατενόησα ότι με καθαράν καρδίαν έκαμες αυτό, σε ελυπήθηκα και σε επρόλαβα, ώστε να μη αμαρτήσης ενώπιόν μου. Δια τούτο και δεν σε αφήκα να εγγίσης την Σαρραν. 6 Ὁ Θεὸς συγκαταβαίνων καὶ ἀποδεικνύων τὴν ἀγαθότητά του εἶπε πρὸς τὸν Ἀβιμέλεχ κατὰ τὴν νύκτα εἰς τὸ ὅνειρόν του: «Καὶ ἐγὼ ἐκατάλαβα ὅτι τὸ ἔκαμες μὲ ἀγαθὴν συνείδησιν. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐνήργησες ἔτσι, σὲ ἐλυπήθηκα καὶ σὲ ἐμπόδισα, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτήσῃς ἐνώπιόν μου. Διὰ τοῦτο δὲν σὲ ἀφῆκα οὔτε καὶ νὰ ἐγγίσῃς τὴν Σάρραν.
7 νῦν δὲ ἀπόδος τὴν γυναῖκα τῷ ἀνθρώπῳ, ὅτι προφήτης ἐστὶ καὶ προσεύξεται περὶ σοῦ καὶ ζήσῃ· εἰ δὲ μὴ ἀποδίδως, γνώσῃ ὅτι ἀποθανῇ σὺ καὶ πάντα τὰ σά. 7 Και τώρα απόδωσε την γυναίκα στον σύζυγόν της τον Αβραάμ, διότι είναι προφήτης και θα προσευχηθή υπέρ σου και θα σου χαρισθή η ζωη. Εάν δε τυχόν και δεν την επιστρέψης εις αυτόν, μάθε ότι θα αποθάνης και συ και όλοι οι ιδικοί σου”. 7 Τώρα ὅμως δῶσε πίσω τὴν γυναῖκα εἰς τὸν ἄνδρα της, τὸν Ἀβραάμ, διότι εἶναι προφήτης, Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον εὐσεβεῖς καὶ ἀγαπητοὺς εἰς ἐμὲ ἀνθρώπους· αὐτὸς δὲ θὰ προσευχηθῃ διὰ σὲ καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῆς μὲ θάνατον. Ἐὰν ὅμως δὲν ἐπιστρέψῃς πίσω τὴν Σάρραν, μάθε ὅτι θὰ τιμωρηθῆς ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον σὺ καὶ ὅλοι οἱ ἰδικοί σου».
8 καὶ ὤρθρισεν ᾿Αβιμέλεχ τῷ πρωΐ καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πάντα τὰ ρήματα ταῦτα εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν, ἐφοβήθησαν δὲ πάντες οἱ ἄνθρωποι σφόδρα. 8 Ταραγμένος ο Αβιμέλεχ εσηκώθη πολύ πρωϊ, εκάλεσεν όλους τους δούλους του, ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα όσα του είπεν ο Θεός και όλοι οι άνθρωποι κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον. 8 Καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ χωρὶς νὰ βραδύνῃ ἐσηκώθη πρωῒ - πρωΐ, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς δούλους του καὶ τοὺς εἶπεν διά, ὅσα τοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός, ὥστε νὰ τὰ ἀκούσουν καὶ τὰ γνωρίσουν ὅλοι. Ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιᾶ, ὅταν τὰ ἄκουσαν, ἐφοβήθησαν πάρα πολύ.
9 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Αβιμέλεχ τὸν ῾Αβραάμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μήτι ἡμάρτομεν εἰς σέ, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐπὶ τὴν βασιλείαν μου ἁμαρτίαν μεγάλην; ἔργον, ὃ οὐδεὶς ποιήσει, πεποίηκάς μοι. 9 Εκάλεσε δε τον Αβραάμ και του είπε· “τι είναι αυτό που μας έκαμες; Μηπως επταίσαμεν εις κάτι απέναντί σου και ηθέλησες να φέρης επάνω εις την κεφαλήν μου και εις την βασιλείαν μου αμαρτίαν και ενοχήν μεγάλην; Εκαμες απέναντί μου έργον, το οποίον κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να κάμη”. 9 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἀβιμέλεχ ἐκάλεσε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: «Διατὶ μᾶς τὸ ἔκαμες αὐτό; Μήπως σοῦ ἐπταίσαμεν εἰς τίποτε, ὥστε νὰ καταλογισθῇ εἰς ἐμὲ καὶ ὅλους τοὺς ὑπηκόους μου τόσον μεγάλη ἁμαρτία καὶ ἐνοχή; Πράγμα τὸ ὁποῖον κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάμῃ, τὸ τὸ ἔχεις κάμει σὺ εἰς ἐμέ».
10 εἶπε δὲ ᾿Αβιμέλεχ τῷ ῾Αβραάμ· τί ἐνιδὼν ἐποίησας τοῦτο; 10 Είπε δε ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “εις τι αποβλέπων έκαμες τούτο;” 10 Ὁ Ἀβιμέλεχ εἶπεν ἐπίσης εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Διὰ ποῖον λόγον ἐσκέφθης καὶ τὸ ἔκαμες αὐτό; Ποιὸς ἦταν ὁ σκοπός σου;»
11 εἶπε δὲ ῾Αβραάμ· εἶπα γάρ, ἄρα οὐκ ἔστι θεοσέβεια ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐμέ τε ἀποκτενοῦσιν ἕνεκεν τῆς γυναικός μου. 11 Απήντησεν ο Αβραάμ· “το έκαμα, διότι είπα· Δεν υπάρχει ευσέβεια και φόβος Θεού στον τόπον αυτόν. Θα με φονεύσουν ένεκα της γυναικός δια να πάρουν αυτήν ως σύζυγόν των. 11 Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησεν εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ: «Αὐτὸ τὸ ἔκαμα, διότι ἐσκέφθηκα καὶ εἶπα· «δέν ὑπάρχει εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεὸν εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Καὶ ἐπειδὴ λείπει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, θὰ μὲ φονεύσουν ἕνεκα τῆς γυναικός μου, ὥστε νὰ τὴν πάρουν ὡς σύζυγόν των.
12 καὶ γὰρ ἀληθῶς ἀδελφή μου ἐστὶν ἐκ πατρός, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ μητρός· ἐγενήθη δέ μοι εἰς γυναῖκα. 12 Αλλωστε είναι πράγματι αδελφή μου εκ πατρός αλλ' όχι εκ μητρός. Δι' αυτό και την επήρα ως σύζυγόν μου. 12 Μὴ νομίσετε ὅμως, ὅτι εἶπα ψέματα· διότι πράγματι ἡ Σάρρα εἶναι ἀδελφή μου, δηλαδὴ ἀνεψιᾶ μου ἀπὸ τὸν πατέρα μου, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μου. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα μου, δι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ σύζυγός μου.
13 ἐγένετο δέ, ἡνίκα ἐξήγαγέ με ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου, καὶ εἶπα αὐτῇ· ταύτην τὴν δικαιοσύνην ποιήσεις εἰς ἐμέ, εἰς πάντα τόπον οὗ ἐὰν εἰσέλθωμεν ἐκεῖ, εἰπὸν ἐμέ, ὅτι ἀδελφός μου ἐστίν. 13 Οταν δε ο Θεός με διέταξε να φύγω από τον πατρικόν μου οίκον, είπα εις αυτήν· Αυτήν την δικαίαν αξίωσα έχω από σέ· εις κάθε τόπον, όπου θα εισερχώμεθα να λέγης δι' εμέ ότι είμαι αδελφός σου”. 13 Ὅταν δὲ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ ἐγκαταλείψω τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου καὶ ἐγὼ τὸ ἐγκατέλειψα, τῆς εἶπα: Ἀπὸ σὲ θέλω νὰ μοῦ κάμεις αὐτὴν τὴν χάριν εἰς κάθε τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ εἰσερχώμεθα ὡς ξένοι, νὰ λέγῃς δι’ ἐμέ· « αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου» Τοῦτο ἔκαμε καὶ τώρα».
14 ἔλαβε δὲ ᾿Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα καὶ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ παῖδας καὶ παιδίσκας καὶ ἔδωκε τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ἀπέδωκεν αὐτῷ Σάρραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ. 14 Επήρεν ο Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και μοσχάρια και δούλους και δούλας και έδωσεν αυτά ως δώρα στον Αβραάμ. Επέστρεψε δε εις αυτόν και την Σαρραν την σύζυγόν του. 14 Ὁ Ἀβιμέλεχ ἤθελησε νὰ ἀμείψῃ τὸν Ἀβραὰμ ἠθικῶς μὲ μεγαλοδωρίαν. Ἐπῆρε χίλια δίδραχμα καὶ πρόβατα καὶ μοσχάρια καὶ δούλους καὶ δοῦλες καὶ ἔδωκεν ὅλα αὐτὰ ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀβραάμ, διὰ νὰ ἐξιλεωθῇ ἀπέναντί του· τοῦ ἐπέστρεψε δὲ καὶ τὴν γυναῖκα του τὴν Σάρραν.
15 καὶ εἶπεν ᾿Αβιμέλεχ τῷ ῾Αβραάμ· ἰδοὺ ἡ γῆ μου ἐναντίον σου· οὗ ἐάν σοι ἀρέσκῃ, κατοίκει. 15 Είπεν ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “ιδού η χώρα μου είναι ενώπιόν σου. Οπου σου αρέσει, είσαι ελεύθερος να κατοικής”. 15 Καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ εἶπεν ἐπίσης εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Νά· ἡ χώρα μου ἀπλώνεται ἐμπρός σου, εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν σου· ἠμπορεῖς νὰ κατοίκησῃς ὅποῦ σοῦ ἀρέσει».
16 τῇ δὲ Σάρρᾳ εἶπεν· ἰδοὺ δέδωκα χίλια δίδραχμα τῷ ἀδελφῷ σου· ταῦτα ἔσται σοι εἰς τὴν τιμὴ τοῦ προσώπου σου καὶ πάσαις ταῖς μετὰ σοῦ· καὶ πάντα ἀλήθευσον. 16 Εις δε την Σαρραν είπεν· “ιδού έδωσα χίλια δίδραχμα στον αδελφόν σου. Αυτά είναι το αντίτιμον δια την εντροπήν, την οποίαν εδοκίμασες συ και αι ακόλουθοί σου εξ αιτίας μου. Αλλά στο εξής να λέγης την αλήθειαν πάντοτε”. 16 Εἰς δὲ τὴν Σάρραν εἶπε: «Νά· ἔδωκα εἰς τὸν « Ἀδελφὸν « καὶ σύζυγον σου χίλια δίδραχμα. Αὐτὰ εἶναι ὡς ἀτίτιμον τοῦ προσώπου σου, τὸ ὁποῖον ἐθίγη, διότι σὲ ἔφερα εἰς τὸ σπίτι μου ὡς σύζυγον· ὡς ἀντίτιμον τῆς ἐντροπῆς, ποῦ ἐδοκίμασες σὺ καὶ ὅλες, ὅσες εἶναι μαζί σου, ἐξ αἰτίας μου. Εἰς τὸ ἑξῆς λέγε πάντοτε τὴν ἀλήθειαν. Λέγε ἐπίσης ὅτι εἶμαι ἀθῶος, ὅτι δὲν ἔκαμα τίποτε τὸ παράνομον, καὶ ὅτι δὲν σὲ ἐπείραξα καθόλου, ὅσον χρόνον ἤσουν εἰς το σπίτι μου».
17 προσηύξατο δὲ ῾Αβραὰμ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν ᾿Αβιμέλεχ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰς παιδίσκας αὐτοῦ, καὶ ἔτεκον· 17 Επειδή δε η οικογένεια του Αβιμέλεχ είχε προσβληθή από δυστοκίαν, προσηυχήθη ο Αβραάμ προς τον Θεόν, και εθεράπευσεν ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας δούλας αυτού από την δυστοκίαν και εγεννούσαν χωρίς δυσκολίαν. 17 Προσηυχήθη δὲ ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς ἐθεράπευσε τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ τὴν γυναῖκα του καὶ τὶς δοῦλες του, ποῦ εἶχαν τιμωρηθῆ μὲ ἀτοκίαν (ἀδυναμίαν νὰ γεννοῦν)· Ἔτσι ἠμποροῦσαν πλέον νὰ γεννοῦν.
18 ὅτι συγκλείων συνέκλεισε Κύριος ἔξωθεν πᾶσαν μήτραν ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Αβιμέλεχ, ἕνεκεν Σάρρας τῆς γυναικὸς ῾Αβραάμ. 18 Διότι ο Θεός είχε κλείσει απολύτως πάσαν μήτραν προς τοκετόν στον οίκον του Αβιμέλεχ εξ αιτίας της Σαρρας της γυναικός Αβραάμ, την οποίαν εκείνος ηθέλησεν ως σύζυγόν του. 18 Διότι ὁ Κύριος εἶχεν ἀποκλείσει τελείως κάθε μήτραν ἀπὸ τοῦ νὰ γεννᾷ εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἀβιμέλεχ, ἐξ αἰτίας τῆς Σάρρας, τῆς γυναικὸς τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποῖαν ὁ Ἀβιμέλεχ ἔλαβε διὰ νὰ τὴν ἔχῃ ὡς σύζυγον.