Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΣΑΡΑ δὲ γυνὴ ῞Αβραμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ. ἦν δὲ αὐτῇ παιδίσκη Αἰγυπτία, ᾗ ὄνομα ῎Αγαρ. 1 Η Σαρα, η σύζυγος του Αβραμ, δεν εγεννοσε τέκνα. Εις την υπηρεσίαν αυτής ευρίσκετο μία δούλη από την Αίγυπτον, η οποία ωνομάζετο Αγαρ. 1 Η δὲ Σάρα, ἡ γυναῖκα του Ἅβραμ, δὲν τοῦ ἐγεννοῦσε παιδιά. Εἶχε δὲ ἡ Σάρα μίαν Αἰγυπτίαν δούλην, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Ἄγαρ.
2 εἶπε δὲ Σάρα πρὸς ῞Αβραμ· ἰδοὺ συνέκλεισέ με Κύριος τοῦ μὴ τίκτειν· εἴσελθε οὖν πρὸς τὴν παιδίσκην μου, ἵνα τεκνοποιήσωμαι ἐξ αὐτῆς. ὑπήκουσε δὲ ῞Αβραμ τῆς φωνῆς Σάρας. 2 Είπε η Σαρα προς τον Αβραμ· “ιδού, ο Κυριος με έχει εμποδίσει να συλλάβω και γεννήσω τέκνον. Λοιπόν, πήγαινε εις την δούλην μου, δια να αποκτήσω, έστω και από αυτήν, ένα τέκνον”. Υπήκουσεν ο Αβραμ στον λόγον αυτόν της Σαρας. 2 Ἡ Σάρα κυριευμένη ἀπὸ λύπην διὰ τὴν ἀτεκνίαν της εἶπε πρὸς τὸν σύζυγόν της τὸν Ἅβραμ: «Νά· ὁ Θεὸς μὲ ἔκαμε ἀνίκανον πρὸς ἀπόκτησιν παιδιῶν· ἔλα λοιπὸν εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν δούλην μου, ὥστε νὰ ἀποκτήσω παιδὶ διὰ μέσου αὐτῆς». Καὶ ὁ Ἅβραμ ἐπειθάρχησεν εἰς τὴν συμβουλὴν καὶ τὴν πρότασιν τῆς Σάρας.
3 καὶ λαβοῦσα Σάρα ἡ γυνὴ ῞Αβραμ ῎Αγαρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν ἑαυτῆς παιδίσκην, μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι ῞Αβραμ ἐν γῇ Χαναάν, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ ῞Αβραμ ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα. 3 Η Σαρα, η γυνή του Αβραμ, έλαβε την Αγαρ την Αιγυπτίαν δούλην της, δέκα έτη μετά την έλευσιν του Αβραμ εις την Χαναάν και έδωσεν εκείνην εις αυτόν ως γυναίκα. 3 Καὶ ἡ Σάρα, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἅβραμ, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν Ἄγαρ, τὴν Αἰγυπτίαν δούλην της, δέκα χρόνια μετὰ τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ Ἅβραμ εἰς τὴν Χαναάν, τὴν ἔδωκεν ὡς γυναῖκα εἰς τὸν Ἅβραμ, τὸν σύζυγόν της.
4 καὶ εἰσῆλθε πρὸς ῎Αγαρ, καὶ συνέλαβε. καὶ εἶδεν ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον αὐτῆς. 4 Ο Αβραμ έλαβε την Αγαρ, η οποία και κατέστη κατόπιν έγκυος. Οταν η Αγαρ είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη, πράγμα το οποίον απετέλεσε περιφρόνησιν δια την κυρίαν της την Σαραν. 4 Καὶ ὁ Ἅβραμ ἦλθεν εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ τὴν Ἄγαρ, ἡ ὁποῖα καὶ συνέλαβεν. Ὅταν ἡ δούλη Ἄγαρ διεπίστωσεν, ὅτι εἶναι ἔγκυος, ὑπερηφανεύθη καὶ ἔβλεπε μὲ περιφρονήσιν τὴν Σάραν, τὴν κυρίαν της.
5 εἶπε δὲ Σάρα πρὸς ῞Αβραμ· ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ· ἐγὼ δέδωκα τὴν παιδίσκην μου εἰς τὸν κόλπον σου, ἰδοῦσα δὲ ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, ἠτιμάσθην ἐναντίον αὐτῆς· κρίναι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ. 5 Είπε τότε η Σαρα προς τον Αβραμ· “αδικούμαι από σέ· εγώ σου έδωσα την δούλην μου εις την αγκάλην σου. Εκείνη δέ, όταν είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη εναντίον μου και με περιεφρόνησε. Ο Θεός ας κρίνη μεταξύ εμού και σου, διότι φαίνεται ότι συ ανέχεσαι αυτήν την διαγωγήν της”. 5 Ὅταν ἡ Σάρα εἶδε τὴν συμπεριφορὰν αὐτὴν τῆς Ἄγαρ, εἶπε πρὸς τὸν Ἅβραμ: «Ἀδικοῦμαι ἐξ ἀφορμῆς ἰδικῆς σου» (σὺ εἶσαι ὑπεύθυνος διὰ τὴν αὐθάδειάν της· ἐφάνης ἀπέναντί της ἐλαστικὸς καὶ αὐτὴ τὸ 'πῆρε ἐπάνω της). «Ἐγὼ σοῦ ἔδωκα τὴν δούλην μου εἰς τὴν ἀγκάλην σου· αὐτὴ ὅμως, ὅταν διεπίστωσε ὅτι εἶναι ἔγκυος, ὑπερηφανεύθη καὶ μὲ ἐπεριφρόνησε· ἂς κρίνῃ ὁ Θεὸς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ ποῖος ἔχει τὸ δίκαιον. Τὸ ἀδίκημα, ποὺ μοῦ ἔκαμες, ἀνεχόμενος τὴν ὑβριστικὴν συμπεριφορὰν τῆς Ἄγαρ πρὸς ἑμέ, ἀπὸ τὸν Θεὸν να τὸ εὕρῃς».
6 εἶπε δὲ ῞Αβραμ πρὸς Σάραν· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη σου ἐν ταῖς χερσί σου· χρῶ αὐτῇ ὡς ἄν σοι ἀρεστόν ᾖ. καὶ ἐκάκωσεν αὐτὴν Σάρα, καὶ ἀπέδρα ἀπὸ προσώπου αὐτῆς. 6 Ο Αβραμ είπε τότε προς την Σαραν “η δούλη σου είναι εις τα χέρια σου. Την αφήνω εις την διάθεσίν σου. Μεταχειρίσου την, όπως σου αρέσει”. Η Σαρα εταλαιπώρησε τότε και εβασάνισε την Αγαρ, η οποία και εδραπέτευσεν από την σκληράν κυρίαν της. 6 Ἀλλ’ ὁ Ἅβραμ ἀπάντησε μὲ πραότητα καὶ συγκατάβασην πρὸς τὴν παραπονουμένη Σάραν καὶ τῆς εἶπε· «νά, ἡ δούλη σου εἶναι εἰς τὰ χέρια σου· κανεὶς δὲν σοῦ ἐστέρησε τὴν ἐξουσίαν, ποὺ ἔχεις ἐπάνω της· μεταχειρίσου την ὅπως σοῦ ἀρέσει· δεν ἐπεμβαίνω εἰς τὸ νοικοκυριὸ καὶ εἰς τὸ σπίτι σου». Καὶ ἡ Σάρα ἐκακομεταχειρίσθη τὴν Ἄγαρ καὶ τῆς ἐφέρθη μὲ αὐστηρότητα. Αὐτὴ δέ, ἐπειδὴ ἐτιμωρήθη διὰ τὴν αὐθάδειάν της, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Σάραν καὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Ἅβραμ.
7 Εὗρε δὲ αὐτὴν ἄγγελος Κυρίου ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν τῇ ὁδῷ Σούρ. 7 Αγγελος όμως Κυρίου εύρε την Αγαρ περιπλανωμένην εις την έρημον, πλησίον κάποιας πηγής που ευρίσκετο εις την οδόν την οδηγούσαν προς την έρημον Σούρ, 7 Ἕνας ἄγγελος δὲ τοῦ Κυρίου εὑρῆκε τὴν Ἄγαρ νὰ πλανᾶται εἰς τὴν ἔρημον κοντὰ εἰς κάποιαν πηγήν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὴν ἔρημον Σούρ (βορειοανατολικὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου).
8 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου. ῎Αγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπεν· ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω. 8 και είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “Αγαρ, δούλη της Σαρας, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησε· “εδραπέτευσα από την κυρίαν μου την Σαραν”. 8 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου· «Ἄγαρ, δούλη τῆς Σάρας, ἀπὸ ποὺ ἔφυγες, ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι καὶ ποὺ πηγαίνεις;» Ἡ Ἄγαρ ταπεινωμένη ἀπάντησε· Ἔφυγα κρυφά, ἐδραπέτευσα ἀπὸ τὴν Σάραν, τὴν κυρίαν μου».
9 εἶπε δὲ αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἀποστράφηθι πρὸς τὴν κυρίαν σου καὶ ταπεινώθητι ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῆς. 9 Είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “να επιστρέψης εις την κυρίαν σου, να ταπεινωθής και να υποταχθής εις την εξουσίαν της”. 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου· «γύρισε πίσω κοντὰ εἰς τὴν κυρίαν σου καὶ ταπεινώσου κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν της· νὰ ὑποταχθῇς μὲ εὐγνωμοσύνην εἰς αὐτήν, διὰ τὴν τιμὴν ποὺ σοῦ ἔκαμε, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον σου».
10 καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ὑπὸ τοῦ πλήθους. 10 Και προσέθεσεν ο άγγελος· “θα πληθύνω πολύ τους απογόνους σου, τόσον πολύ ώστε λόγω του πλήθους των να μη είναι δυνατόν να καταμετρηθούν. 10 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τῆς ἐπρόσθεσεν ἀκόμη· «θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου τόσον, ὥστε λόγῳ τοῦ πλήθους νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἀριθμηθοῦν».
11 καί εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἰδού, σὺ ἐν γαστρί ἔχεις καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ισμαήλ, ὅτι ἐπήκουσε Κύριος τῇ ταπεινώσει σου. 11 Συ είσαι τώρα έγκυος, θα γεννήσης τέκνον και θα το ονομάσης Ισμαήλ, διότι Κυριος ο Θεός ήκουσε την δέησίν σου και διετέθη ευμενώς δια σε εξ αιτίας της θλίψεώς σου αυτής. 11 Καὶ συνεπλήρωσεν ἀκόμη ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου· «νά, τώρα εἶσαι ἔγκυος· θὰ γεννήσῃς υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσῃς Ἰσμαήλ (ποὺ σημαίνει, ὁ Θεὸς ἀκούει), διότι ὁ Κύριος σὲ ἄκουσε καὶ διετέθη μὲ εὐμένειαν ἀπέναντί σου ἕνεκα τῆς συμφορᾶς, τῆς θλίψεως καὶ τῆς ταλαιπωρίας σου.
12 οὗτος ἔσται ἄγροικος ἄνθρωπος αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ πάντας, καὶ αἱ χεῖρες πάντων ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατοικήσει. 12 Αυτός δε ο υιός σου θα είναι άνθρωπος της υπαίθρου, τραχύς· θα στρέφεται εναντίον όλων και όλοι θα στρέφωνται εναντίον αυτού. Αυτός και οι απόγονοί του θα κατοικήσουν απέναντι όλων των συγγενών των”. 12 Ὁ υἱός σου αὐτός, τὸν ὁποῖον θὰ γεννήσῃς, θὰ εἶναι ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου, τραχύς, φιλόνεικος, τόσον δυνατός, ὥστε ἔνεκα καὶ τοῦ ἀνυποτάκτου χαρακτῆρος του θὰ στρέφεται συνεχῶς ἐναντίον ὅλων καὶ θὰ τοὺς ἐνοχλῇ καὶ ὅλοι θὰ στρέφωνται ἐναντίον του καὶ θὰ τὸν ἐνοχλοῦν. Οἱ ἀπόγονοί του θὰ κατοικήσουν εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῶν ἀδελφῶν τοὺς Ἰσραηλιτῶν (ἀπογόνων τοῦ Ἅβραμ ἀπὸ τὸν γνήσιον υἱόν του, τὸν Ἰσαάκ)».
13 καὶ ἐκάλεσεν ῎Αγαρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν· σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπε· καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι. 13 Η Αγαρ επεκαλέσθη τότε με σεβασμόν και ευγνομοσύνην το όνομα του Κυρίου, ο οποίος ωμίλει προς αυτήν, και είπε· “συ είσαι ο Θεός, ο οποίος έρριψες βλέμμα στοργής προς εμέ την ταλαίπωρον”. Και ωμολόγησεν η Αγαρ· “πράγματι είδον ενώπιόν μου να φανερώνεται ο Θεός” ! 13 Ἡ Ἄγαρ γεμάτη εὐγνωμοσύνην διὰ τὰ ὅσα ἄκουσεν, ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τῆς ἐμιλοῦσε, καὶ εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔρριψες εὐσπλαγχνικὸν βλέμμα πρὸς ἐμὲ τὴν δυστυχιαμένην». Καὶ ἡ Ἄγαρ ὡμολόγησε καὶ εἶπε· «πράγματι, εἶδα ἐμπρός μου τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθη εἰς ἐμέ».
14 ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσε τὸ φρέαρ Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον· ἰδοὺ ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Βαράδ. 14 Εξ αιτίας του μεγάλου τούτου γεγονότος ωνόμασε το φρέαρ εκείνο “φρέαρ όπου είδον ενώπιόν μου τον Θεόν”. Τούτο ευρίσκεται μεταξύ Καδης και Βαράδ. 14 Διὰ τοῦτο, εὐχαριστοῦσα τὸν εὐεργέτην της Θεόν, ὠνόμασε τὸ πηγάδι, εἰς τὸ ὁποῖον συνήντησε τὸν ἄγγελον, «πηγάδι ὅπου εἶδα τὸν Κύριον». Τὸ πηγάδι τοῦτο εὑρίσκεται μεταξὺ Κάδης καὶ Βαράδ (εἰς τὰ βορειοανατολικὰ τοῦ Σινᾶ).
15 Καὶ ἔτεκεν ῎Αγαρ τῷ ῞Αβραμ υἱόν, καὶ ἐκάλεσεν ῞Αβραμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ ῎Αγαρ, ᾿Ισμαήλ. 15 Η Αγαρ εγέννησε πράγματι, υστέρα από ολίγον, τέκνον στον Αβραμ. Ο δε Αβραμ ωνόμασε το παιδί του, το οποίον του εγέννησεν η Αγαρ, με το όνομα Ισμαήλ. 15 Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ ὡρισμένος καιρός, ἡ Ἄγαρ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἅβραμ υἱὸν καὶ ὁ Ἅβραμ ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν του, τὸν ὁποῖον τοῦ ἐγέννησεν ἡ Ἄγαρ, τὸ ὄνομα Ἰσμαήλ.
16 ῞Αβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοηκονταέξ, ἡνίκα ἔτεκεν ῎Αγαρ τῷ ῞Αβραμ τὸν ᾿Ισμαήλ. 16 Ητο δε τότε ο Αβραμ, όταν εγέννησεν εις αυτόν η Αγαρ τον Ισμαήλ, ετών ογδοήκοντα εξ. 16 Ὁ δὲ Ἅβραμ ἦταν ὄγδοντα ἕξι ἔτων, ὅταν ἡ Ἄγαρ ἐγέννησεν εἰς αὐτὸν τὸν Ἰσμαήλ.