Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΕΤΑ δὲ τὰ ρήματα ταῦτα ἐγενήθη ρῆμα Κυρίου πρὸς ῞Αβραμ ἐν ὁράματι, λέγων· μὴ φοβοῦ ῞Αβραμ, ἐγὼ ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά παρουσιάσθη ο Θεός με όραμα στον Αβραμ και του είπε· “Αβραμ, μη φοβήσαι· εγώ σε υπερασπίζω πάντοτε· ο μισθός σου δια την πίστιν και δικαιοσύνην σου θα είναι πολύς, πάρα πολύς”. 1 Έπειτα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Κύριος παρουσιάσθη μὲ ὀπτασίαν εἰς τὸν Ἅβραμ, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἦταν ξύπνιος, καὶ τοῦ εἶπε· «μὴ φοβῆσαι, Ἅβραμ· ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ ὁ προστάτης σου· ἡ ἀμοιβή, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ σὲ βραβεύσω, θὰ εἶναι καταληκτικὰ μεγάλη».
2 λέγει δὲ ῞Αβραμ· δέσποτα Κύριε, τί μοι δώσεις; ἐγὼ δὲ ἀπολύομαι ἄτεκνος· ὁ δὲ υἱὸς Μασὲκ τῆς οἰκογενοῦς μου, οὗτος Δαμασκὸς ᾿Ελιέζερ. 2 Είπε δε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, τι θα μου δώσης; Εγώ έπειτα από ολίγον αποθνήσκω άτεκνος. Κληρονόμος μου θα είναι ο Ελιέζερ, ο καταγόμενος από την Δαμασκόν, ο υιός της δούλης μου Μασέκ, η οποία εγεννήθη στον οίκον μου”. 2 Εἰς τὴν βεβαίωσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅβραμ ἀπάντησε· «Δεσπότα Κύριε, τὶ θὰ μοῦ δώσης; Τί νὰ κάμω τὴν μεγάλην ἀμοιβήν; Διότι νά· ἐγὼ ἔφθασα εἰς βαθὺ γῆρας καὶ τώρα προχωρῶ διὰ νὰ ἀποθάνω ἄτεκνος· κληρονόμος μου δὲ εἶναι ὁ Ἐλιέζερ, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν Δαμασκόν, ὁ ὁποῖος εἶναι υἱὸς τῆς δούλης μου Μασέκ, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν οἰκογένειάν μου (τὸ σπίτι μου)».
3 καὶ εἶπεν ῞Αβραμ· ἐπειδὴ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκας σπέρμα, ὁ δὲ οἰκογενής μου κληρονομήσει μοι. 3 Και επαναλαμβάνει ο Αβραμ προς τον Θεόν· “ναι, Κυριε, ο δούλος μου ο γεννηθείς στον οίκον μου, αυτός θα με κληρονομήση, διότι εις εμέ δεν έδωσες τέκνον”. 3 Καὶ εἶπε πάλιν ὁ Ἅβραμ πρὸς τὸν Θεόν· «ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἔδωσες εἰς ἑμὲ ἀπόγονον, δι’ αὐτὸ θὰ μὲ κληρονομήσῃ ὁ δοῦλος μου Ἐλιέζερ, ὁ υἱὸς τῆς δούλης μου, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὸν οἶκόν μου».
4 καὶ εὐθὺς φωνὴ Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐ κληρονομήσει σε οὗτος, ἀλλ᾿ ὃς ἐξελεύσεται ἐκ σοῦ, οὗτος κληρονομήσει σε. 4 Αμέσως ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα προς αυτόν· “όχι ! Δεν θα σε κληρονομήση αυτός, αλλά θα σε κληρονομήση εκείνος που θα γεννηθή από σένα”. 4 Ἀλλ’ εὐθὺς ἀμέσως ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπηυθύνετο πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔλεγεν· «ὄχι! δὲν πρόκειται νὰ σὲ κληρονομήσῃ αὐτός, ὁ δοῦλος σου Ἐλιέζερ· ἀλλὰ θὰ σὲ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῇ ἀπὸ σὲ τὸν ἴδιον».
5 ἐξήγαγε δὲ αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ εἶπεν· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου. 5 Εβγαλε δε ο Θεός τον Αβραμ έξω από την σκηνήν και του είπε· “σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα σου στον ουρανόν και μέτρησε τα αστέρια του ουρανού, εάν ημπορής ποτέ να τα μετρήσης”. Και προσέθεσεν ο Θεός· “τόσον πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου”. 5 Ἔπειτα ὁ Θεός, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὸ μέγεθος τῆς ἐπαγγελίας, ὥστε ὁ Πατριάρχης νὰ ἀνακτήσῃ πλήρως τὸ θάρρος του, ὡδήγησε τὸν Ἅβραμ ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνήν του καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκωσε λοιπὸν ὑψηλὰ τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μέτρησε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἐὰν ἠμπορῇς ποτὲ νὰ τὰ ἀριθμήσῃς». Καὶ ἐπρόσθεσεν ὁ Κυριος· «τόσον πολλοί, τόσον ἀναρίθμητοι θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου».
6 καὶ ἐπίστευσεν ῞Αβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 6 Επίστευσεν ο Αβραμ υλοψύχως στον Θεόν και η πίστις του αυτή εθεωρήθη ως μεγάλη αρετή και σύνολον αρετών. 6 Καὶ ὁ Ἅβραμ ἐπίστευσεν ἀπολύτως, χωρὶς κανένα δισταγμὸν εἰς ὅ,τι τοῦ ὑπεσχέθη ὁ παντοδύναμος Θεὸς τῆς ἀληθείας καὶ ἡ πίστις αὐτὴ ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ὡσὰν μεγάλη ἀρετή, ὡς τὸ κεφάλαιον ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν δικαιώσῃ.
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι. 7 Είπεν ακόμη ο Θεός προς τον Αβραμ· “εγώ σε έβγαλα από την χώραν των Χαλδαίων, δια να δώσω εις σε και εις τους απογόνους σου ως κληρονομίαν την γην αυτήν”. 7 Ὁ δὲ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἅβραμ· «ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, τὴν Οὒρ τῶν Χαλδαίων· ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ δώσω ὡς κληρονομίαν τὴν χώραν αὐτήν».
8 εἶπε δέ, Δέσποτα Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν; 8 Είπε τότε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, πως εγώ θα πληροφορηθώ σαφώς και θα εννοήσω ότι θα κληρονομήσω αυτήν την χώραν;” 8 Ὁ Ἅβραμ, ὅχι διότι ἀπιστοῦσε, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐγήρασε καὶ ἀκόμη μετεκινεῖτο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἤθελε νὰ ἔχῃ κάποιο πειστικώτερον σημεΐον, ποὺ νὰ δυναμώσῃ περισσότερον τὴν πίστιν του. Διὰ τοῦτο εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε· «Δεσπότα Κύριε, πῶς θὰ γνωρίσω καὶ πῶς θὰ πληροφορηθῶ ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴν χώραν αὐτήν;».
9 εἶπε δὲ αὐτῷ· λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν καὶ αἶγα τριετίζουσαν καὶ κριὸν τριετίζοντα καὶ τρυγόνα καὶ περιστεράν. 9 Είπε προς αυτόν ο Θεός· “πάρε δι' εμέ μίαν δάμαλιν τριών ετών, αίγα επίσης τριών ετών και κριον τριών ετών, ακόμη δε μίαν τρυγόνα και μίαν περιστεράν”. 9 Τότε ὁ ἀγαθὸς Θεός, φερόμενος μὲ συγκατάβασιν πρὸς τὸν δοῦλον του, τοῦ εἶπε· «πάρε δι’ ἐμὲ καὶ φέρε μίαν δάμαλιν τριῶν ἐτῶν καὶ μίαν αἶγα (γίδα) ἐπίσης τριῶν ἐτῶν καὶ κριάρι ὁμοίως τριῶν ἐτῶν, δηλαδὴ ζῶα ἄρτια, ὥριμα καὶ τελείως ἀνεπτυγμένα, καὶ ἕνα τρυγόνι καὶ ἕνα περιστέρι».
10 ἔλαβε δὲ αὐτῷ πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα οὐ διεῖλε. 10 Επήρε ο Αβραμ όλα αυτά, τα εδιχοτόμησε και έθεσε τα τεμάχια τα μεν απέναντι των δέ. Τα πτηνά όμως δεν τα εδιχοτόμησε. 10 Ὁ Ἅβραμ ἐπῆρε τὰ τρία αὐτὰ ζῶα καὶ ἔκοψε τὸ καθένα εἰς δύο κομμάτια καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου. Τὰ δύο πτηνὰ ὅμως δὲν τὰ ἐμοίρασεν εἰς δύο κομμάτια.
11 κατέβη δὲ ὄρνεα ἐπὶ τὰ σώματα, ἐπὶ τὰ διχοτομήματα αὐτῶν, καὶ συνεκάθησεν αὐτοῖς ῞Αβραμ. 11 Εις τα διχοτομημένα αυτά σώματα των ζώων επέπεσαν με ορμήν αρπακτικά όρνεα και ο Αβραμ εκάθησε κοντά εις τα διχοτομημένα εκείνα σώματα, δια να διώχνη τα όρνεα. 11 Εἰς τὰ κομματιασμένα ζῶα ἐπέπεσαν τὰ ἁρπακτικὰ ὄρνεα, οἱ γύπες, ὁ Ἅβραμ ὅμως ἐκάθησε κοντὰ εἰς αὐτὰ διὰ νὰ διώχν·ῃ μακρυὰ τὰ ὄρνεα καὶ τοὺς γῦπες.
12 περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ ῞Αβραμ, καὶ ἰδοὺ φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ. 12 Κατά δε το ηλιοβασίλεμμα εβυθισθη ο Αβραμ εις έκστασιν και ένας σκοτεινός μεγάλος φόβος τον κατέλαβεν. 12 Καὶ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλευμα ὁ Ἅβραμ ἔπεσεν εἰς ἔκστασιν· δηλαδὴ ἐνῷ οἰ σωματικές του δυνάμεις ἀδρανοῦσαν, ἡ ψυχή του ἦταν ἐλεύθερη, διατηροῦσε πλήρη αὐτοσυνειδησίαν καὶ ὁ Ἅβραμ εἶχε συνείδησιν τῶν ὅσων συνέβαιναν καὶ ὅσων τοῦ ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός· ταυτοχρόνως τὸν ἐκυρίευσε μεγάλος καὶ σκοτεινὸς φόβος.
13 καὶ ἐρρέθη πρὸς ῞Αβραμ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς καὶ ταπεινώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη. 13 Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν ευρισκόμενος ήκουσε τον Θεόν να του λέγη· “μάθε και κατανόησε καλά ότι οι απόγονοί σου επί τετρακόσια ολόκληρα έτη θα ζήσουν ως ξένοι εις ξένην χώραν, οι κάτοικοι της οποίας θα έχουν αυτούς ως δούλους· θα τους ταλαιπωρήσουν και θα τους εξευτελίσουν επί τετρακόσια έτη. 13 Καὶ ἐνῷ ὁ Ἅβραμ ἐδοκίμασε κατάπληξιν καὶ ἐτάραξε τὴν σκέψιν του ὁ φόβος καὶ ἡ ἔκστασις, ποὺ τὸν ἐκυρίευσε, ἄκουσε φωνήν, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: Εἶπες, πῶς θὰ γνωρίσω; Καὶ ἠθέλησες να ἔχῃς κάποιαν σαφεστέραν ἀπόδειξιν διὰ τὸ πῶς πρόκειται νὰ κληρονομήσῃς τὴν χώραν αὐτήν; Νά, σοῦ δίδω τώρα ἀπόδειξιν· «μάθε λοιπὸν πολὺ καλά, ὅτι οἰ ἀπόγονοί σου θὰ ζήσουν ὡς προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς ξένην χώραν, τῆς ὁποίας οἰ μόνιμοι κάτοικοι θὰ τοὺς ἔχουν ὡς δούλους, θὰ τοὺς κακομεταχειρισθοῦν καὶ θὰ τοὺς ἐξευτελίζουν ἐπὶ τετρακόσια χρόνια.
14 τὸ δὲ ἔθνος, ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς. 14 Το δε έθνος, το οποίον θα μεταχειρισθή τους απογόνους σου ως δούλους, θα το τιμωρήσω εγώ. Μετά δε τα τετρακόσια αυτά χρόνια οι απόγονοί σου θα εξέλθουν από την χώραν εκείνην και θα έλθουν εδώ εις την Χαναάν με πολλά αγαθά, λαός πολύς. 14 Τὸ ἔθνος ὅμως, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ γίνουν οἱ ἀπόγονοί σου δοῦλοι, θὰ τὸ τιμωρήσω ἐγώ· ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴν μακρὰν αὐτὴν δοκιμασίαν καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ ξένου ἔθνους οἱ ἀπόγονοί σου θὰ φύγουν ἀπὸ τὴν χώραν ἐκείνην καὶ θὰ ἐλθουν ἐδῶ εἰς τὴν Χαναὰν μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα καὶ πολὺν πλοῦτον.
15 σὺ δὲ ἀπελεύσῃ πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶς ἐν γήρᾳ καλῷ. 15 Συ δε με ένα ειρηνικόν θάνατον, αφού πλέον θα έχεις φθάσει εις ευτυχιαμένα γεράματα, θα μεταβής στους προπάτοράς σου εις την αιωνιότητα. 15 Σὺ δέ, ὅταν ἀποθάνῃς, θὰ μεταβῇς πρὸς τοὺς προπάτορές σου μὲ θάνατον εἰρηνικόν, ἀφοῦ φθάσῃς εἰς βαθεῖα καὶ εὐτυχισμένα γεράματα.
16 τετάρτῃ δὲ γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε· οὔπω γὰρ ἀναπεπλήρωνται αἱ ἁμαρτίαι τῶν ᾿Αμορραίων ἕως τοῦ νῦν. 16 Οι απόγονοί σου θα επιστρέψουν εδώ από την ξένην χώραν κατά την τετάρτην γενεάν. Και τούτο, διότι αι κακίαι των Αμορραίων δεν θα έχουν φθάσει ενωρίτερον στο αποκορύφωμά των, δια να τιμωρηθούν αυτοί όπως τους πρέπει”. 16 Οἱ ἀπόγονοί σου ὅμως, οἱ ὁποῖοι θὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ξένην χώραν τῆς δουλείας, θὰ ἔλθουν ἐδῶ διὰ νὰ κατακτήσουν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας εἰς τὴν τετάρτην γενεάν. Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν ἐνωρίτερα, διότι ἀκόμη δὲν θὰ ἔχουν συμπληρωθῇ οἱ κακίες καὶ οἰ ἁμαρτίες τῶν Ἀμορραίων, ὥστε νὰ τιμωρηθοῦν ὅπως τοὺς ἀξίζει».
17 ἐπεὶ δὲ ὁ ἥλιος ἐγένετο πρὸς δυσμάς, φλὸξ ἐγένετο, καὶ ἰδοὺ κλίβανος καπνιζόμενος καὶ λαμπάδες πυρός, αἳ διῆλθον ἀνὰ μέσον τῶν διχοτομημάτων τούτων. 17 Οταν δε ο ήλιος έδυε, ήναψε μια φλοξ και ιδού εφάνη ένα καμίνι να καπνίζη και λαμπάδες πυρός, αι οποίαι επέρασαν ανάμεσα από τα διχοτομημένα σώματα των ζώων. 17 Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὰ ἀνεκοίνωσεν ὅλα μὲ ἀκρίβειαν εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ ὅταν πλέον ὁ ἥλιος ἐπήγαινε νὰ δύσῃ, ἄναψε μία φλόγα καὶ ἐφάνη ἕνα καμίνι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔβγαινε καπνὸς πολὺς καὶ φωτεινὲς πύρινες λαμπάδες. Οἱ πύρινες λαμπάδες ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὰ σφαγμένα καὶ κομματιασμένα ζῶα. Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς ἐδέχθη τὴν θυσίαν τοῦ Ἅβραμ, ἐπεβεβαίωσε τὴν ἐπαγγελίαν καὶ ἐπεκύρωσε τὴν διαθήκην Τοῦ πρὸς τὸν Πατριάρχην.
18 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διέθετο Κύριος τῷ ῞Αβραμ διαθήκην λέγων· τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ Εὐφράτου, 18 Κατά την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Θεός προς τον Αβραμ και του έδωσε την υπόσχεσιν λέγων· “στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν από τον ποταμόν της Αιγύπτου έως τον μεγάλον ποταμόν της Μεσοποταμίας, τον Ευφράτην. 18 Τότε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς τὸν Ἅβραμ τὴν ἀκόλουθον ὑπόσχεσιν: «Ὑπόσχομαι ὅτι εἰς τοὺς ἀπογόνους σου θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν ποταμὸν τῆς Αἰγύπτου (ἀπὸ τὰ νοτιοδυτικὰ τοῦ Νείλου) μέχρι τὸν Εὐφράτην, τὸν μεγάλον ποταμὸν τῆς Μεσοποταμίας (βορειοδυτικὰ τῆς Μεσοποταμίας).
19 τοὺς Κεναίους καὶ τοὺς Κενεζαίους καὶ τούς Κεδμωναίους 19 Θα σας δώσω επίσης υπό την εξουσίαν σας τους Κεναίους, τους Κενεζαίους, τους Κεδμωναίους, 19 Ἐπίσης θὰ δώσω εἰς τοὺς ἀπογόνους σου ὡς ὑποχειρίους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι περικλείονται κὶς τὴν χώραν αὐτήν, δηλαδὴ τοὺς Κεναίους καὶ τοὺς Κενεζαίους καὶ τοὺς Κεδμωναίους
20 καὶ τοὺς Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ Ραφαεὶν καὶ τοὺς ᾿Αμορραίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς ᾿Ιεβουσαίους. 20 τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ραφαείν, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους”. 20 καὶ τοὺς Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ τοὺς Ραφαεῖν καὶ τοὺς Ἀμορραίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους».