Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΣΤΙ πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ πολλή ἐστιν ἐπὶ τὸ ἄνθρωπον· 1 Υπάρχει ένα κακόν, που είδα εγώ εις την γην κάτω από τον ήλιον, και αυτό είναι, πολύ μεγάλο και καταθλίβει τους ανθρώπους· 1 Υπάρχει ἕνα κακόν, ποὺ εἶδα κάω ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
2 ἀνήρ, ᾧ δώσει αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντα καὶ δόξαν, καὶ οὐκ ἔστιν ὑστερῶν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀπὸ πάντων, ὧν ἐπιθυμήσει, καὶ οὐκ ἐξουσιάσει αὐτῷ ὁ Θεὸς τοῦ φαγεῖν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἀνὴρ ξένος φάγεται αὐτόν· τοῦτο ματαιότης καὶ ἀρρωστία πονηρά ἐστι. 2 να υπάρξη δηλαδή ενας άνθρωπος, στον οποίον ο Θεός να δώση πλούτον, υλικά αγαθά και δόξαν, να μη στερήται από τίποτε, όσα επιθυμεί η ψυχή του, και όμως να μη επιτρέψη ο Θεός εις αυτόν να απολαύση τα αγαθά του, να φάγη και να χορτάση από αυτά· αλλά να παραχωρήση ο Θεός να του τα φάγη άλλος άνθρωπος, ξένος. Αυτό είναι ματαιότης, αρρώστια κακή δια τον άνθρωπον. 2 Νὰ εὑρεθῇ δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς πλοῦτον, ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ δόξαν καὶ νὰ μὴ στερῆται τίποτε, ἀπὸ ὅσα ἐπιθυμεῖ, καὶ ὅμως ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὸν νὰ ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθά του καὶ νὰ φάγῃ ἐξ αὐτῶν, ἀλλὰ νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ τοῦ τὰ φάγῃ ἄλλος ἄνθρωπος ξένος· αὐτὸ εἶναι ματαιότης καὶ ἀσθένεια ἄσχημη.
3 ἐὰν γεννήσῃ ἀνὴρ ἑκατὸν καὶ ἔτη πολλὰ ζήσεται, καὶ πλῆθος ὅ,τι ἔσονται αἱ ἡμέραι ἐτῶν αὐτοῦ, καὶ ψυχὴ αὐτοῦ οὐ πλησθήσεται ἀπὸ τῆς ἀγαθωσύνης, καί γε ταφὴ οὐκ ἐγένετο αὐτῷ, εἶπα· ἀγαθὸν ὑπὲρ αὐτὸν τὸ ἔκτρωμα, 3 Εάν ένας πλούσιος άνθρωπος αποκτήση έστω και εκατόν παιδιά και ζήση πολλά έτη και αι ημέραι της ζωής του είναι πάρα πολλαί, αλλά δεν θα η μπορέση να χορτάση και απολαύση η ψυχή του τα αγαθά του, εις δε το τέλος ούτε κηδείαν και ταφήν δεν θα του κάμουν, τότε εγώ είπα προτιμότερον από αυτόν είναι το έκτρωμα, 3 Ἐὰν ὑποθέσωμεν ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος καὶ πλεονέκτης γεννήσῃ ἑκατὸ παιδιὰ καὶ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς του εἶναι πολλαί, δὲν χορτάσῃ ὅμως ἀπὸ τὰ ἀγαθά του καὶ δὲν ἀξιωθῇ κηδείας καὶ ταφῆς, τότε συμπεραίνω ὅτι τὸ ἔκτρωμα εἶναι πιὸ εὐτυχισμένον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
4 ὅτι ἐν ματαιότητι ἦλθε καὶ ἐν σκότει πορεύεται, καὶ ἐν σκότει ὄνομα αὐτοῦ καλυφθήσεται. 4 το οποίον εγεννήθη παράκαιρα, μετέβη αμέσως στο σκότος του θανάτου και η ύπαρξίς του θα καλυφθή από το σκότος του άδου. 4 Διότι τὸ ἔκτρωμα ἦλθεν ὡς μηδαμινὸν καὶ χωρὶς κανένα σκοπὸν καὶ βαδίζει εἰς τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ὕπαρξίς του θὰ σκεπασθῇ μὲ τὸ σκότος.
5 καί γε ἥλιον οὐκ εἶδε καὶ οὐκ ἔγνω, ἀνάπαυσις τούτῳ ὑπὲρ τοῦτον. 5 Αυτό το έκτρωμα δεν είδε τον ήλιον, δεν εγνώρισε τον εαυτόν του και τον κόσμον, και όμως ανεπαύθη καλύτερον από τον άνθρωπον εκείνον. 5 Τοσούτον μᾶλλον, καθ’ ὅσον δὲν ἀντίκρυσε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, οὔτε ἔλαβε συνείδησιν τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ γύρω τοῦ κόσμου, ἀνεπαύθη δὲ εἰς τὸν τάφον, παρὰ ὁ πλεονέκτης πλούσιος.
6 καὶ εἰ ἔζησε χιλίων ἐτῶν καθόδους καὶ ἀγαθωσύνην οὐκ εἶδε, μὴ οὐκ εἰς τόπον ἕνα πορεύεται τὰ πάντα; 6 Και αν ακόμη ο πολύτεκνος πλούσιος έζησε χίλια έτη, δεν απήλαυσεν όμώς τα αγαθά του, τι το όφελος; Μηπως στον ίδιον τόπον του θανάτου δεν πηγαίνουν όλοι, και ο χιλιόχρονος πλούσιος και το έκτρωμα; 6 Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πλούσιος μὲ τὰ πολλὰ παιδιὰ ἔζησε περιόδους χιλίων ἐτῶν καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὰ ἀγαθά του, τί τὸ ὄφελος; Μήπως ὅλοι δὲν πηγαίνουν εἰς τὸν ἴδιον τόπον, καὶ ὁ χιλιόχρονος φιλάργυρος καὶ τὸ ἔκτρωμα;
7 Πᾶς μόχθος ἀνθρώπου εἰς στόμα αὐτοῦ, καί γε ἡ ψυχὴ οὐ πληρωθήσεται. 7 Καθε άπληστος άνθρωπος κοπιάζει και μοχθεί δι' ένα σκοπόν· να φάγη και να πίη. Και όμως η ψυχή του ποτέ δεν χορταίνει. 7 Κάθε κοπιώδης προσπάθεια τοῦ φιλαργύρου ἀνθρώπου ἀποβλέπει εἰς τὸ στόμα του, τί θὰ φάγῃ καὶ τί θὰ πίῃ καὶ πῶς θὰ ἀπολαύσῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἡ ἐπιθυμία ὅμως τῆς ψυχῆς μένει ἀνικανοποίητος.
8 ὅτι τίς περισσεία τῷ σοφῷ ὑπὲρ τὸν ἄφρονα; διότι ὁ πένης οἶδε πορευθῆναι κατέναντι τῆς ζωῆς. 8 Ποία όμως είναι η υπεροχή του σοφού απέναντι του ασυνέτου; Ο σοφός, και αν ακόμη είναι πτωχός, γνωρίζει πως να πορεύεται τον δρόμον της ζωής του· ενώ ο ασύνετος το αγνοεί. 8 Καμμίαν λοιπὸν ὠφέλειαν δὲν ἔχει ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἄφρονα; Ὄχι. Διότι ὁ σοφὸς καὶ εὐσεβής, καὶ ἂν εἶναι πτωχός, γνωρίζει νὰ ζῇ εὐτυχισμένος.
9 ἀγαθὸν ὅραμα ὀφθαλμῶν ὑπὲρ πορευόμενον ψυχῇ· καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 9 Προτιμότερον είναι το αγαθόν, το οποίον έχει κανείς τώρα ενώπιον των οφθαλμών του και το απολαμβάνει, παρά το μελλοντικόν, το οποίον φαντάζεται και προσμένει η ψυχή του. Αυτό είναι ματαιότης και κυνήγημα ανέμου. 9 Εἶναι προτιμοτέρα ἡ ἄμεσος ἀπόλαυσις ἐνὸς ἀγαθοῦ, ποὺ ἔχει κανεὶς ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια του, ἀπὸ τοῦ νὰ περιπλανᾶται καὶ νὰ ἐπιθυμῇ μὲ τὴν φαντασίαν του χωρὶς νὰ ἰκανοποιήσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα μάταιον καὶ ἀεροκυνήγημα.
10 Εἴ τι ἐγένετο, ἤδη κέκληται ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐγνώσθη ὅ ἐστιν ἄνθρωπος, καὶ οὐ δυνήσεται κριθῆναι μετὰ τοῦ ἰσχυροτέρου ὑπὲρ αὐτόν· 10 Εκείνο που αποτελεί γεγονός και έχει λάβει ύπαρξιν, επήρεν επίσης και το όνομά του. Είναι γνωστή η ασθενής φύσις του ανθρώπου και δεν θα η μπορέση αυτός να αντιμετρηθή με τον ισχυρότερόν του, δηλαδή με τον Θεόν. 10 Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔγινε καὶ ὑπάρχει, ἔχει τὸ ὄνομά του. Εἶναι γνωστὴ ἐκ τῶν προτέρων ἡ ἀσθενὴς φύσις τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὸν ἰσχυρότερόν του, τὸν Θεόν.
11 ὅτι εἰσὶ λόγοι πολλοὶ πληθύνοντες ματαιότητα. τί περισσὸν τῷ ἀνθρώπῳ; 11 Επομένως κάθε συζήτησις και αντιλογία των ανθρώπων προς τον Θεόν είναι ανωφελής και επιβλαβής. Ποία, λοιπόν, η ωφέλεια του ανθρώπου, ώστε να ομιλή έτσι προς τον Θεόν; Καμμία. 11 Ἑπομένως εἶναι πολλοὶ οἱ λόγοι, διὰ τοὺς ὁποίους ἀποδεικνύεται ἡ ματαιότης. Ποία λοιπὸν ἡ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὅλον τὸν ἀγῶνα διὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀντιδικίαν του μὲ τὸν Θεόν;
12 ὅτι τίς οἶδεν ἀγαθὸν τῷ ἀνθρώπῳ ἐν τῇ ζωῇ ἀριθμὸν ζωῆς ἡμερῶν ματαιότητος αὐτοῦ; καὶ ἐποίησεν αὐτὰ ἐν σκιᾷ· ὅτι τίς ἀπαγγελεῖ τῷ ἀνθρώπῳ, τί ἔσται ὀπίσω αὐτοῦ ὑπὸ τὸν ἥλιον; 12 Διότι ποιός γνωρίζει ακριβώς, τι είναι αγαθόν και συμφέρον στον άνθρωπον κατά τας ημέρας της ματαίας αυτού επιγείου ζωής; Αι ημέραι του παρέρχονται ωσάν σκια και ποιός θα αναγγείλη στον άνθρωπον, τι θα συμβή έπειτα από αυτόν εδώ εις την γην κάτω από τον ήλιον; 12 Διότι ποῖος γνωρίζει τί εἶναι καλὸν καὶ ὠφέλιμον εἰς τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ματαίας ζωῆς του; Αὐτὰς τὰς διέρχεται ὡσὰν τὴν σκιάν. Καὶ ποῖος θὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον τί θὰ συμβῇ ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν;