Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ εἶδον σὺν πάσας τὰς συκοφαντίας τὰς γενομένας ὑπὸ τὸν ἥλιον· καὶ ἰδοὺ δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν, καὶ ἀπὸ χειρὸς συκοφαντούντων αὐτοῖς ἰσχύς, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν. 1 Περιήλθον με τον νουν την οικουμένην και είδα όλας τας καταδυναστεύσεις, αι οποίαι έγιναν και γίνονται κάτω από τον ήλιον. Είδα τα δάκρυα των καταδυναστευομένων και δεν υπήρχε κανείς να τους βοηθήση και να τους παρηγορήση. Ο εκβιασμός και η καταδυνάστευσις αυτών προέρχεται εκ μέρους ισχυρών, αλλά αδίκων, ανθρώπων. Και δεν ευρίσκεται κανείς, ο οποίος να τους ενισχύση και παρηγορήση. 1 Καὶ ἐγύρισα μὲ τὸν νοῦν μου καὶ εἶδα ὅλας τὰς καταδυναστεύσεις τῆς βίας, ὅσαι γίνονται κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Καὶ νὰ τὰ δάκρυα τῶν ἀδικουμένων καὶ δὲν ὑπάρχει δι’ αὐτοὺς ὁ παρηγορητής. Ὁ ἐκβιασμός των προέρχεται ἀπὸ τὸ χέρι τῶν ἰσχυρῶν ἀδίκων καὶ δὲν εὑρίσκεται κανείς, ποὺ νὰ τοὺς στηρίξῃ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσῃ.
2 καὶ ἐπῄνεσα ἐγὼ σὺν πάντας τοὺς τεθνηκότας τοὺς ἤδη ἀποθανόντας ὑπὲρ τοὺς ζῶντας, ὅτι αὐτοὶ ζῶσιν ἕως τοῦ νῦν· 2 Και εμακάρισα εγώ τότε όλους τους νεκρούς, αυτούς οι οποίοι έχουν ήδη αποθάνει, περισσότερον από τους ζωντανούς, διότι αυτοί ζουν ακόμη μέχρι τώρα. 2 Καὶ ἐμακάρισα τότε ἐγὼ ὅλους τοὺς νεκρούς. Τοὺς ἐμακάρισα περισσότερον ἀπὸ τοὺς ζωντανούς, γιατὶ αὐτοὶ ζοῦν ἀκόμα ἕως τώρα, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἔχουν ἀποθάνει.
3 καὶ ἀγαθὸς ὑπὲρ τοὺς δύο τούτους ὅστις οὔπω ἐγένετο, ὃς οὐκ εἶδε σὺν τὸ ποίημα τὸ πονηρὸν τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον. 3 Και εκ των δύο τούτων ευτυχέστερος είναι εκείνος, που δεν εγεννήθη ακόμη και δεν έλαβε πείραν των αδικιών, αι οποίαι γίνονται ανά την υφήλιον. 3 Καὶ πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἐγεννήθη κἄν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε πεῖραν τῶν ἀδικιῶν, ποὺ ἔχουν γίνει κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
4 Καὶ εἶδον ἐγὼ σὺν πάντα τὸν μόχθον καὶ σὺν πᾶσαν ἀνδρείαν τοῦ ποιήματος, ὅτι αὐτὸ ζῆλος ἀνδρὸς ἀπὸ τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 4 Είδα επίσης εγώ όλον τον μόχθον και όλην την δραστηριότητα των ανθρώπων δια τα έργα των. Και διεπίστωσα, ότι η δραστηριότης αυτή προκαλεί ζηλοφθονίαν και ανταγωνισμόν του ενός ανθρώπου εναντίον του άλλου. Και αυτό ακριβώς είναι ματαιότης· πνοή ανέμου που φεύγει. 4 Εἶδα ἐγὼ ἀκόμη ὅλον τὸν μόχθον καὶ τὴν ἱκανότητα δι’ ἐκτέλεσιν ἔργων· αὐτὸ ὅμως γίνεται αἰτία ζηλοτυπίας καὶ ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τοῦ ἅλλου. Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης καὶ ματαιοπονία.
5 ὁ ἄφρων περιέβαλε τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἔφαγε τὰς σάρκας αὐτοῦ. 5 Ο άμυαλος και τεμπέλης εσταύρωσε τα χέρια του και από την πείναν έλυωσαν αι σάρκες του. 5 Ὁ ἄμυαλος καὶ τεμπέλης ἐσταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ δὲν δουλεύει, θὰ φάγῃ ὅμως τὰς σάρκας του ἀπὸ τὴν πεῖναν.
6 ἀγαθὸν πλήρωμα δρακὸς ἀναπαύσεως ὑπὲρ πληρώματα δύο δρακῶν μόχθου καὶ προαιρέσεως πνεύματος. 6 Προτιμότερον εγώ θεωρώ μία χούφταν γεμάτην με αγαθά, αλλά με κάποιαν άνεσιν αποκτηθέντα, παρά δύο χούφτες αγαθών, που απεκτήθησαν με μόχθον και απληστίαν ψυχής. 6 Εἶναι προτιμοτέρα μία χούφτα γεμάτη, ποὺ συνοδεύεται μὲ κανονικὴν ἀνάπαυσιν καὶ εἰρήνην, παρὰ δύο χοῦφτες, ποὺ συνοδεύονται μὲ μόχθον καὶ μὲ ἀπληστίαν ψυχῆς.
7 Καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ εἶδον ματαιότητα ὑπὸ τὸν ἥλιον. 7 Περιήλθον εγώ τας κοινωνίας και είδα άλλας ματαιότητας ανά την υφηλιον. 7 Καὶ ἐγύρισα ἀλλοῦ ἐγὼ καὶ εἶδα ἄλλην ματαιότητα κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
8 ἔστιν εἷς, καὶ οὐκ ἔστι δεύτερος, καί γε υἱὸς καί γε ἀδελφὸς οὐκ ἔστιν αὐτῷ· καὶ οὐκ ἔστι πειρασμὸς τῷ παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, καί γε ὀφθαλμὸς αὐτοῦ οὐκ ἐμπίπλαται πλούτου. καί τίνι ἐγὼ μοχθῶ καὶ στερίσκω τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης; καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ περισπασμὸς πονηρός ἐστι. 8 Ευρίσκεται ένας και μόνος άνθρωπος, δεν έχει δεύτερον από την αυτήν στέγην, δεν υπάρχει εις αυτόν ούτε παιδί ούτε αδελφός· και εν τούτοις οι μόχθοι του είναι απεριόριστοι. Το μάτι του δεν χορταίνει από πλούτον και υλικά αγαθά. Ποτέ δεν εσκέφθη και δεν είπε· “δια ποίον, λοιπόν, εγώ κοπιάζω και στερώ την ζωήν μου από τα υλικά αγαθά;” Η άσβεστος αυτή επιθυμία των υλικών αγαθών είναι ματαία και καταθλιπτική προσπάθεια. 8 Εἶναι ἕνας μόνος του. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος κοντά του. Οὔτε παιδὶ οὔτε ἀδελφὸς ὑπάρχει εἰς αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τελειωμὸς εἰς τὸν πολὺν μόχθον του καὶ τὸ μάτι του δὲν χορταίνει ἀπὸ τὸν πλοῦτον. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ φιλάργυρος. Καὶ μονολογεῖ καὶ λέγει: Διὰ ποῖον ἐγὼ κοπιάζω τόσον πολὺ καὶ στερῶ τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τὰ ἀγαθά; Καὶ αὖτο εἶναι ματαιότης καὶ ἐνασχόλησις βασανιστική.
9 ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα, οἷς ἐστιν αὐτοῖς μισθὸς ἀγαθὸς ἐν μόχθῳ αὐτῶν· 9 Ευτυχέστεροι και εξυπηρετικώτεροι, δια τον εαυτόν των είναι οι δύο από τον ένα. Διότι εις αυτούς, λόγω της συνεργασίας των, υπάρχει ο μισθός και η ανταμοιβή των κόπων των. 9 Εὐτυχέστεροι εἶναι οἱ δύο ἀπὸ τὸν ἕνα. Διότι εἰς αὐτοὺς λόγῳ τῆς συνεργασίας ὑπάρχει καλὴ ἀμοιβὴ τῶν κόπων των.
10 ὅτι ἐὰν πέσωσιν, ὁ εἷς ἐγερεῖ τὸν μέτοχον αὐτοῦ, καὶ οὐαὶ αὐτῷ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ καὶ μὴ ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν. 10 Εάν δε πέσουν, ο ένας θα τρέξη να σηκώση τον σύντροφόν του. Αλλοίμονον όμως στον ένα, όταν πέση και δεν θα είναι κανείς άλλος να τον σηκώση. 10 Διότι ἐὰν πέσουν ὁ καθένας μὲ τὴν σειράν του, ὁ ἄλλος θὰ τρέξῃ νὰ σηκώσῃ τὸν σύντροφόν του. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἕνα, τὸν μεμονωμένον, ὅταν πέσῃ καὶ δὲν θὰ εἶναι ἄλλος κανεὶς νὰ τὸν σηκώσῃ.
11 καί γε ἐὰν κοιμηθῶσι δύο, καὶ θέρμη αὐτοῖς· καὶ ὁ εἷς πῶς θερμανθῇ; 11 Εάν κοιμηθούν και οι δυό μαζή, θα ζεσταθούν· ο ενας μόνος του πως θα ζεσταθή; 11 Καὶ ἐὰν δύο κοιμηθοῦν μαζί, θὰ ζεσταθοῦν. Ὁ ἕνας ὅμως πῶς θὰ θερμανθῇ;
12 καὶ ἐὰν ἐπικραταιωθῇ ὁ εἷς, οἱ δύο στήσονται κατέναντι αὐτοῦ, καὶ τὸ σπαρτίον τὸ ἔντριτον οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται. 12 Και εάν παρουσιασθή εχθρός ικανός να επικρατήση εναντίον του ενός εξ αυτών, οι δύο μαζή θα αντιπαραταχθούν εναντίον του. Τριπλά στριμμένον σχοινίον δεν σπάζει εύκολα. 12 Καὶ ἐὰν ἕνας ἐχθρὸς ἐπικρατήσῃ εἰς τὸν ἕνα ἐξ αὐτῶν, οἱ δύο μαζὶ θὰ ἀντιπαραταχθοῦν ἐναντίον του. Τὸ τρίκλωνο σχοινὶ δὲν σπάζει εὔκολα.
13 ᾿Αγαθὸς παῖς πένης καὶ σοφὸς ὑπὲρ βασιλέα πρεσβύτερον καὶ ἄφρονα, ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ προσέχειν ἔτι· 13 Είναι ανώτερος ενας νεαρός και πτωχός, αλλά συνετός, άνθρωπος από βασιλέα γέροντα αλλά άμυαλον, ο οποίος δεν έμαθε να δίδη προσοχήν εις τας ορθάς υποδείξεις. 13 Εἶναι ἀνώτερον ἕνα παιδὶ πτωχὸ καὶ μυαλωμένο, ἀπὸ ἕνα βασιλέα γέροντα καὶ ἄμυαλον, ὁ ὁποῖος δὲν ἔμαθεν ἀκόμη νὰ προσέχῃ τὰς συμβυυλὰς τῶν ἄλλων.
14 ὅτι ἐξ οἴκου τῶν δεσμίων ἐξελεύσεται τοῦ βασιλεῦσαι, ὅτι καί γε ἐν βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐγενήθη πένης. 14 Ο νεαρός αλλά συνετός άνθρωπος, έστω και αν εγεννήθη εις τα δεσμά της δουλείας, δύναται να εξέλθη από αυτήν και να γίνη βασιλεύς, καίτοι κατά τα διάστημα της βασιλείας του ασυνέτου βασιλέως αυτός είχε γεννηθή πτωχός. 14 Ὁ πτωχὸς καὶ μυαλωμένος νέος θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν διὰ νὰ βασιλεύσῃ, καίτοι κατὰ τὸν χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ γέροντος βασιλέως ἐγεννήθη πτωχός.
15 εἶδον σὺν πάντας τοὺς ζῶντας τοὺς περιπατοῦντας ὑπὸ τὸν ἥλιον μετὰ τοῦ νεανίσκου τοῦ δευτέρου, ὃς στήσεται ἀντ᾿ αὐτοῦ· 15 Είδα εγώ όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν εις την περιοχήν εκείνην να συντάσσωνται και να περικυκλώνουν τον δεύτερον, δηλαδή τον νεαρόν συνετόν άνθρωπον, ο οποίος έγινε βασιλεύς αντί του πρώτου. 15 Καὶ εἶδα ὅλους τοὺς ζωντανούς, ποὺ βαδίζουν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ συντάσσωνται μὲ τὸν δεύτερον, τὸν νεαρὸν καὶ συνετὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος θὰ βασιλεύσῃ ἀντὶ τοῦ πρώτου βασιλέως.
16 οὐκ ἔστι περασμὸς τῷ παντὶ λαῷ, τοῖς πᾶσιν, ὅσοι ἐγένοντο ἔμπροσθεν αὐτῶν· καί γε οἱ ἔσχατοι οὐκ εὐφρανθήσονται ἐν αὐτῷ· ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 16 Αναρίθμητα ήσαν τα πλήθη του λαού, που επροπορεύοντο έμπροσθεν από αυτόν και τον επευφημούσαν. Κατόπιν όμως οι μεταγενέστεροι δεν θα είναι ευχαριστημένοι με αυτόν. Θα έχη σβήσει ο ενθουσιασμός των· και τούτο είναι ματαιότης και κυνήγημα κενού αέρος. 16 Ἦτο ἄπειρον, ἀμέτρητον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐπροπορεύετο αὐτοῦ τοῦ νεανίσκου. Κατόπιν ὅμως δὲν θὰ εἶναι εὐχαριστημένοι καὶ μὲ αὐτόν, διότι θὰ ἐξατμισθῇ ὁ ζῆλος των. Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης καὶ ἀεροκυνήγημα.
17 Φύλαξον τὸν πόδα σου, ἐν ᾧ ἐὰν πορεύῃ εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγγὺς τοῦ ἀκούειν· ὑπὲρ δόμα τῶν ἀφρόνων θυσία σου, ὅτι οὐκ εἰσὶν εἰδότες τοῦ ποιῆσαι κακόν. 17 Πρόσεξε καλά, όταν βαδίζης προς τον ναόν του Θεού πλησίαζε να ακούης και να υπακούης στον νόμον του Κυρίου. Η θυσία σου ας είναι ανωτέρα από τα δώρα των αμαρτωλών, οι οποίοι δεν έχουν συναίσθησιν, όταν πράττουν το κακόν. 17 Πρόσεχε τὸ πόδι σου πῶς βαδίζεις, ὅταν πηγαίνῃς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ· νὰ εἶσαι πρόθυμος νὰ ἀκούσῃς τὴν θείαν διδασκαλίαν, ποὺ διδάσκεται ἐκεῖ. Ἡ θυσία σου, ποὺ θὰ προσφέρῃς ἐκεῖ, ἂς εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ τὰ δῶρα τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι αὐτοὶ εἶναι ἀναίσθητοι, ὅταν αμαρτάνουν.