Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΠΟΝ ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης. 1 Είπα εγώ τότε από μέσα μου στον εαυτόν μου· “αφού εις την σοφίαν και την επιστήμην δεν υπάρχει ικανοποίησις, έλα λοιπόν, θα σε κάμω να δοκιμάσης την ηδονήν και την ευχαρίστησιν. Να απολαύσης κάθε υλικόν αγαθόν”. Αυτό και έγινε. Ιδού όμως ότι η υλική αυτή απόλαυσις ήτο καθαρά ματαιότης. 1 Ακόμη ἐγὼ ἔκαμα τὴν ἑξῆς σκέψιν· ἔλα, εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, νὰ δοκιμάσῃς τὰς ἡδονὰς καὶ νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ ἀπολαύσῃς κάθε ὑλικὸν ἀγαθόν· ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι ματαιότης.
2 τῷ γέλωτι εἶπα περιφοράν, καὶ τῇ εὐφροσύνῃ· τί τοῦτο ποιεῖς; 2 Δια τα πολλά και ατελείωτα γέλια είπα ότι είναι παράφορα και ανοησία. Εις δε την αμαρτωλήν διασκέδασιν είπα· “διατί το κάνεις αυτό;” 2 Εἰς τὸ πολὺ καὶ ἀτελείωτο γέλιο εἶπα· αὐτὸ εἶναι ἀνοησία· καὶ εἰς τὴν ἔνοχον καὶ ἁμαρτωλὴν διασκέδασιν εἶπα· διατὶ τὸ κάνεις αὐτό;
3 καὶ κατεσκεψάμην εἰ ἡ καρδία μου ἑλκύσει ὡς οἶνον τὴν σάρκα μου -καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν σοφίᾳ- καὶ τοῦ κρατῆσαι ἐπ᾿ εὐφροσύνην, ἕως οὗ ἴδω ποῖον τὸ ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτῶν. 3 Επειτα εσκέφθην πολύ. Και λογικώς σκεπτόμενος επεδίωξα κατά την απόλαυσιν των υλικών αγαθών να συγκρατήσω τον εαυτόν μου εις τα όρια της λογικής και να μη παρασυρθώ από τας ηδονάς, όπως ελκύεται ο άνθρωπος από το κρασί, δια να ίδω ποίον είναι το αγαθόν, το οποίον οι άνθρωποι πρέπει να πράξουν καθ' όλας τας ημέρας της επιγείου ζωής των. 3 Κατόπιν ἐσκέφθην καλῶς καὶ ἐπεδίωξα κατὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν νὰ συγκρατήσω τὸν ἑαυτόν μου μὲ τὸ λογικὸν καὶ να μὴ παρασυρθῶ ἀπὸ τὰς ἡδονάς, ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται ἀπὸ τὸ κρασί, καὶ νὰ ἰδῶ ποῖον εἶναι τὸ ἀγαθόν, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ πράξουν ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς των.
4 ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας, 4 Επεδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Εκτισα οικοδομάς μεγαλοπρεπείς. Εφύτευσα δια τον εαυτόν μου αμπελώνας. 4 Ἔκαμα ἔργα μεγαλοπρεπῆ. Ἔκτισα οἰκοδομάς, ὅπως τὸν Ναὸν καὶ τὰ ἀνάκτορά μου· ἐφύτευσα πρὸς χάριν μου ἀμπέλια.
5 ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ· 5 Περιέκλεισα κήπους και δενδροκήπους και εφύτευσα εις αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους. 5 Ἐφύτευσα ἀκόμη διὰ τὸν ἑαυτόν μου κήπους καὶ παραδείσους μὲ πρασινάδες καὶ ἄνθη εὐωδιαστὰ καὶ ἐφύτευσα εἰς αὐτοὺς κάθε εἶδος καρποφόρου δένδρου.
6 ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα· 6 Διέταξα και εκτίσθησαν δεξαμεναί υδάτων, δια να ποτίζωνται από αυτάς όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους. 6 Ἔκτισα δεξαμενὰς νεροῦ, διὰ νὰ ποτίζεται ἀπὸ αὐτὰς τεχνητὸν δάσος, εἰς τὸ ὁποῖον βλαστάνουν παντὸς εἴδους δένδρα.
7 ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 7 Ηγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλας. Και τα παιδιά, που αυτοί εγέννησαν εις τα ανάκτορά μου, έγιναν ιδικά μου. Απέκτησα μεγάλα κοπόδια βοϊδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι, που υπήρξαν προ εμού εις την Ιερουσαλήμ. 7 Ἠγόρασα καὶ ἔκαμα κτῆμα μου δούλους καὶ δούλας, καὶ τὰ παιδιά, ποὺ ἐγέννησαν αὐτοὶ εἰς τὰ ἀνάκτορά μου, ἦσαν ἰδικά μου· ἀπέκτησα δὲ ἀκόμη ἀγέλας ἀπὸ βόδια καὶ κοπάδια ἀπὸ πρόβατα, γίδια καὶ καμῆλες πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἔζησαν προηγουμένως ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
8 συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ἆδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας· 8 Συνεκέντρωσα δια τον εαυτόν μου άργυρον και χρυσόν, θησαυρούς και περιουσίας βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασίν μου τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας. Εκαμα ιδικάς μου και εγνώρισα όλας τας διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους και οινοχόας, δια να με κερνούν κρασί. 8 Ἐμαζεψα διὰ τὸν ἑαυτόν μου ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ θησαυροὺς βασιλέων καὶ χωρῶν, ποὺ ἦσαν φόρου ὑποτελεῖς εἰς ἐμὲ ἢ ἀπὸ ἄλλους μονάρχας. Δι' εὐχαρίστησίν μου εἶχα τραγουδιστὰς καὶ τραγουδιστρίας καὶ ἀπήλαυσα κάθε εὐχαρίστησιν ἀνθρωπίνην, εἶχα δὲ ἀκόμη ἄνδρας καὶ γυναῖκας, ποὺ μὲ ἐκερνοῦσαν διὰ νὰ πίνω.
9 καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι. 9 Εφθασα εις μεγαλείον και δόξαν και εξεπέρασα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι προ έμού είχαν ζήσει εις την Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μου συμπαρεστάθη, ώστε να μη εκτραπώ ανεπανορθώτως. 9 Καὶ ἐδοξάσθην καὶ ἐξεπέρασα εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὅλους, ὅσοι ἔζησαν προτήτερα ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ σοφία μου ὅμως καὶ ἡ φρονιμάδα μου παρεστάθησαν εἰς ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ μὲ ἐγκαταλείψουν καὶ νά μὲ ἀφήσουν νὰ ἐξαχρειωθῶ τελείως.
10 καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. 10 Καθε τι, το οποίον επεθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν τους το εστέρησα και δεν ημπόδισα την καρδίαν μου να απολαύση κάθε τέρψιν και χαράν. Η καρδία μου απήλαυσεν όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου. Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου. 10 Καὶ ὅλα, ὅσα ἐζήλεψαν τὰ μάτια μου, δὲν τοὺς τὰ ἐστέρησα. Δὲν ἠμπόδισα τὴν καρδίαν μου νὰ χαρῇ κάθε εἶδος εὐφροσύνης καὶ τέρψεως. Ἡ καρδία μου, παρ' ὅλους τοὺς σκληροὺς κόπους της, εἶχεν ὡς ἀνταμοιβὴν τὴν εὐφροσύνην. Αὐτὴ ἦτο τὸ ἀντιστάθμισμα τῶν κόπων τῆς ζωῆς μου.
11 καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον. 11 Και έπειτα από όλας αυτάς τας τέρψεις και τας απολαύσεις έρριψα εγώ ένα βλέμμα εις όλα όσα έπραξα, εις όλα όσα κατεσκεύασαν τα χέριά μου, εις όλα όσα με κόπον και ταλαιπωρίαν ηγωνίσθην να αποκτήσω, και έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότης. Κούφια ορμή παρερχομένου ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμον κέρδος, καμμία ωφέλεια κάτω από τον ήλιον. 11 Καὶ εἰς τὸ τέλος ἔρριψα ἕνα βλέμμα εἰς ὅλα, ὅσα ἔπραξα, καὶ εἰς ὅσα ἔργα κατεσκεύασαν τὰ χέρια μου, καθὼς ἐπίσης καὶ εἰς ὅλους τοὺς κόπους, ποὺ κατέβαλα δι’ αὐτά, καὶ τὸ συμπέρασμα ποὺ ἔβγαλα ἀπὸ αὐτά, εἶναι ὅτι ὅλα εἶναι ματαιότης καὶ πόθος τῆς ψυχῆς κούφιος καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ μόνιμον κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
12 καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ τοῦ ἰδεῖν σοφίαν καὶ περιφορὰν καί ἀφροσύνην· ὅτι τίς ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; 12 Ερριψα εγώ το βλέμμα μου, δια να ίδω και γνωρίσω τι διαφέρει η σοφία από την παραφοράν και μωρίαν των ανθρώπων. Διότι ποιός άνθρωπος εις όλον του τον βίον ακολουθεί την σοφίαν και την σύνεσιν εις τας πράξεις, τας οποίας αυτή εμπνέει και ενεργεί; 12 Καὶ ἔρριψα ἐγὼ τὸ βλέμμα μου διὰ νὰ ἰδῶ τί διαφέρει ἡ σοφία ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν καὶ τὴν μωρίαν τῶν ἀνθρώπων. Διότι ποῖος θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ διάδοχός μου, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν φρόνησίν μου καὶ θὰ πράξῃ τὰ ἀντίθετα ὡς πρὸς τὴν ἰδικήν μου κυβέρνησιν;
13 καὶ εἶδον ἐγὼ ὅτι ἐστὶ περισσεία τῇ σοφίᾳ ὑπὲρ τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία τοῦ φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος. 13 Από την παρατήρησιν και εξέτασιν αυτήν είδον εγώ, ότι υπάρχει μεγάλη υπεροχή της σοφίας απέναντι της αφροσύνης, όση υπεροχή υπάρχει στο φως απέναντι του σκότους. 13 Καὶ συνεπέρανα ἐγὼ ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ὑπερέχει ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην καὶ τὴν μωρίαν τόσον, ὅσον ὑπερτερεῖ τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος.
14 τοῦ σοφοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ, καὶ ὁ ἄφρων ἐν σκότει πορεύεται· καὶ ἔγνων καί γε ἐγὼ ὅτι συνάντημα ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς. 14 Οι οφθαλμοί του σοφού ανθρώπου ευρίσκονται ανοικτοί πάντοτε εις την κεφαλήν του, ώστε να βλέπη που πορεύεται και τι πράττει. Ενῷ στον ασύνετον δεν υπάρχουν οφθαλμοί και βαδίζει μέσα στο σκότος. Εν τούτοις εγώ κατενόησα, ότι, παρά την διαφοράν αυτήν, ο σοφός και ο μωρός θα έχουν μίαν κοινήν συνάντησιν· θα συναντηθούν και οι δύο στον θάνατον. 14 Τὰ μάτια τοῦ σοφοῦ εἶναι εἰς τὴν θέσιν των, εἰς τὴν κεφαλήν του. Ἔχει φωτισμένον τὸν νοῦν του. Βλέπει καὶ βαδίζει. Ἐνῷ ὁ ἄμυαλος καὶ ἀμαθὴς βαδίζει εἰς τὸ σκότος. Ἐγὼ ὅμως ξεύρω, ὄτι ἕνα συναπάντημα θὰ συναντήσῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοφοὺς καὶ ἀμαθεῖς, ὁ θάνατος.
15 καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος καί γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι, καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ; τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ μου, διότι ὁ ἄφρων ἐκ περισσεύματος λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης. 15 Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ εσωτερικώς και είπα στον εαυτόν μου. “Αφού, όπως θα αποθάνη ο μωρός, θα αποθάνω και εγώ, διατί τότε εκοπίασα να αποκτήσω σοφίαν;” Εσκέφθην τότε πιο πολύ από μέσα μου και είπα· “ο άφρων ομιλεί ανοησίας από το περίσσευμα της καρδίας του και η ιδική μου σοφία είναι άραγε ματαιότης. 15 Καὶ ἐσκέφθην καὶ εἶπα μέσα μου ἀφοῦ τὸ συνάντημα τοῦ ἀνοήτου, ὁ θάνατος, θὰ συναντήσῃ καὶ ἐμέ, τότε διὰ ποῖον λόγον ἐγὼ ἔγινα σοφός; Τότε ἐσκέφθην μέσα μου πιὸ πολὺ καὶ εἶπα· καὶ ὁ ἄφρων, ποὺ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδίας του, καὶ ἡ ἰδική μου σοφία εἶναι ματαιότης.
16 ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ μετὰ τοῦ ἄφρονος εἰς τὸν αἰῶνα, καθότι ἤδη αἱ ἡμέραι ἐρχόμεναι τὰ πάντα ἐπελήσθη· καὶ πῶς ἀποθανεῖται ὁ σοφὸς μετὰ τοῦ ἄφρονος; 16 Διότι τόσον η ανάμνησις του σοφού όσον και η ανάμνησις του μωρού δεν θα μείνη αιωνία. Καθοτι αι ημέραι και οι χρόνοι, που θα ακολουθήσουν, θα κάμουν να λησμονηθούν τα πάντα. Και πως, λοιπόν, ο σοφός πεθαίνει και λησμονείται, όπως και ο ανόητος;” 16 Διότι δὲν θὰ μείνῃ ἡ ἀνάμνησις τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ ἀνοήτου αἰώνιος, καθ’ ὅσον αἱ ἡμέραι, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, θὰ κάμουν νὰ λησμονηθοῦν τὰ πάντα. Καὶ πῶς ὁ κατὰ κόσμος σοφὸς πεθαίνει ὅπως καὶ ὁ ἄφρων;
17 καὶ ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν, ὅτι πονηρὸν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 17 Αηδίασα εγώ την επίγειον ζωήν, διότι κατ' εμέ είναι ταλαιπωρία και ματαιότης κάθε έργον, που γίνεται κάτω από τον ήλιον εις την γην, διότι όλα είναι μάταια και κούφια, σαν πνοή διερχομένου ανέμου. 17 Καὶ ἀηδίασα ἐγὼ τὴν ἐπίγειον ζωήν, διότι ὅλα, ὅσα γίνονται εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, δὲν μοῦ ἤρεσαν καὶ διότι ὅλα εἶναι μάταια καὶ κούφιος πόθος τῆς ψυχῆς μόνον.
18 καὶ ἐμίσησα ἐγὼ σὺν πάντα μόχθον μου, ὃν ἐγὼ κοπιῶ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι ἀφίω αὐτὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ γινομένῳ μετ᾿ ἐμέ· 18 Και απεστράφην εγώ όλας τας ταλαιπωρίας και τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην κάτω από τον ήλιον, διότι αυτούς τους κόπους μου τους αφήνω στον άγνωστόν μου άνθρωπον, ο οποίος θα με διαδεχθή. 18 Καὶ ἐγὼ ἐσιχάθηκα ὅλους τοὺς σκληροὺς κόπους μου, ποὺ ἐκοπίασα εἰς τὴν γῆν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, διότι αὐτοὺς τοὺς κόπους μου τοὺς ἀφήνω κληρονομίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ θὰ μὲ διαδεχθῇ.
19 καὶ τίς οἶδεν εἰ σοφὸς ἔσται ἢ ἄφρων; καὶ εἰ ἐξουσιάζεται ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα καὶ ᾧ ἐσοφισάμην ὑπὸ τὸν ἥλιον; καί γε τοῦτο ματαιότης. 19 Και ποιός γνωρίζει, εάν αυτός θα είναι σοφός η ασύνετος; Και εάν αυτός θα εξουσιάζη και θα διαχειρίζεται καλώς τα αγαθά των κόπων μου, δια τα οποία εγώ σκληρά ειργάσθην και δια της σοφίας μου τα απέκτησα ζων κάτω από τον ήλιον; Και αυτό βεβαίως είναι ματαιότης. 19 Καὶ ποῖος γνωρίζει ἂν ὁ διάδοχός μου θὰ εἶναι σοφὸς ἢ ἠλίθιος; Αὐτὸς θὰ ἔχῃ κυριαρχικὰ δικαιώματα εἰς ὅλους τοὺς κόπους μου, διὰ τοὺς ὁποίους ἐγὼ εἰργάσθην σκληρὰ καὶ διὰ τῆς σοφίας μου ἀπέκτησα κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον. Ἐν τούτοις καὶ αὐτὸ εἶναι ματαιότης.
20 καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ τοῦ ἀποτάξασθαι τὴν καρδίαν μου ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα ὑπὸ τὸν ἥλιον, 20 Εγύρισα τότε και απεφάσισα να κάμω την καρδίαν μου, να απαρνηθή όλους τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην. 20 Καὶ ἀπεφάσισα νὰ δώσω τὴν καρδίαν μου εἰς τὴν ἀπογοήτευσιν διὰ κάθε μου κόπον, ποὺ ἐκοπίασα κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον.
21 ὅτι ἐστὶν ἄνθρωπος, ὅτι μόχθος αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ καὶ ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀνδρείᾳ, καὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμόχθησεν ἐν αὐτῷ, δώσει αὐτῷ μερίδα αὐτοῦ. καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ πονηρία μεγάλη· 21 Διότι εσκέφθην, ότι υπάρχει άνθρωπος, όπως εγώ, ο οποίος με κάθε σοφίαν και γνώσιν και δραστηριότητα εκοπίασε δια την απόκτησιν αγαθών, και άνθρωπος ο οποίος δεν εκοπίασε δι' αυτά. Και ο πρώτος θα αφήση στον δεύτερον τα αγαθά του ως κληρονομίαν του. Αυτό βέβαια είναι μάταιον και πολύ καταθλιπτικόν. 21 Διότι συμβαίνει νὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ὁ μόχθος νὰ ἀπεκτήθη μὲ τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν ἱκανότητά του, ἡ περιουσία του ὅμως νὰ περιέλθῃ ὡς κληρονομία εἰς ἄνθρωπον, ποὺ δὲν ἐκοπίασε δι’ αὐτήν. Καὶ τοῦτο εἶναι ματαιότης καὶ μεγάλο κακόν.
22 ὅτι γίνεται τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ καὶ ἐν προαιρέσει καρδίας αὐτοῦ, ᾧ αὐτὸς μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον. 22 Διότι τι απομένει στον άνθρωπον από όλον τον κόπον του, στον οποίον υπεβλήθη κάτω οπό τον ήλιον και από όλην την διάθεσιν της καρδίας του; 22 Διότι τί ἀπομένει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ ὅλον τὸν μόχθον του, ποὺ ἐμόχθησε κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν διάθεσιν τῆς καρδίας του;
23 ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς αὐτοῦ, καί γε ἐν νυκτὶ οὐ κοιμᾶται ἡ καρδία αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης ἐστίν. 23 Διότι όλαι αι ημέραι της ζωής του ανθρώπου είναι ταλαιπωρία και κόπος και πόνος και ανησυχία, κατά δε την νύκτα δεν ησυχάζει ο νους και η καρδία του εξ αιτίας των μεριμνών του. Αυτό είναι ματαιότης. 23 Διότι ὅλαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπασχόλησις γεμάτη ἀπὸ πόνους καὶ ἀνησυχίαν, καὶ κατὰ τὴν νύκτα δὲν κοιμᾶται, οὔτε ἡσυχάζει ὁ νοῦς του καὶ ἡ καρδία του λόγῳ τῆς ἀγωνιώδους μερίμνης. Καὶ αὐτὸ εἶναι ματαιότης.
24 οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν· 24 Και λοιπόν δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον άλλο αγαθόν, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα φάγη και θα πίη και το οποίον θα προσφέρη προς τέρψιν και ευχαρίστησιν εις την ψυχήν του· αγαθόν, το οποίον απέκτησε με τον κόπον του. Εγώ αυτό είδον και εξηκρίβωσα επάνω εις τα πράγματα, ότι αυτό το αγαθόν έχει δοθή από το χέρι του Θεού στον άνθρωπον. 24 Ὡς συμπέρασμα ὅλων, ὅσα γράφονται ἀνωτέρω, εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἀγαθὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐκτὸς ἐκείνου ποὺ θὰ φάγῃ καὶ θὰ πίῃ καὶ τὸ ὁποῖον θὰ προσφέρῃ εἰς τὴν καρδίαν του πρὸς εὐχαρίστησίν της, ἀγαθὸν ὅμως τὸ ὁποῖον ἀπέκτησε μὲ τὸν τίμιον ἱδρῶτα του καὶ εἶναι ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων του. Μάλιστα· ἐγὼ εἶδα καὶ ἐξηκρίβωσα ὅτι αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν εἶναι δοσμένο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
25 ὅτι τίς φάγεται καὶ τίς πίεται πάρεξ αὐτοῦ; 25 Διότι, πράγματι, ποιός ημπορεί να φάγη και να πίη κάτι χωρίς την θέλησιν του Θεού; 25 Διότι ποῖος ἠμπορεῖ νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ Θεόν, ἂν δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ δώσῃ φαγητὸν καὶ ποτόν;
26 ὅτι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου αὐτοῦ ἔδωκε σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ εὐφροσύνην· καί τῷ ἁμαρτάνοντι ἔδωκε περισπασμὸν τοῦ προσθεῖναι καὶ τοῦ συναγαγεῖν, τοῦ δοῦναι τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. 26 Διότι ο Θεός στον άνθρωπον, που τον βλέπει αγαθόν, έδωσε σοφίαν και γνώσιν και χαράν. Εις δε τον αμαρτωλόν έδωσεν αγωνιώδη απασχόλησιν, δια να θησαυρίζη και να συγκεντρώνη υλικά αγαθά, ώστε να αφήση αυτά στον άνθρωπον τον αγαθόν ενώπιον του Θεού. Αλλά και αυτά είναι ματαιότης. Κούφια πνοή του ανέμου, που έρχεται και παρέρχεται. 26 Διότι ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶναι ἐμπρός του καλός, ἔδωκε σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ χαράν· καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν ἔδωκεν ἀγωνιώδη ἀπασχόλησιν διὰ νὰ αὐξάνῃ τὰ ἀγαθά του καὶ νὰ ἀποθηκεύῃ, ὥστε αὐτὰ νὰ περιέλθουν ἔπειτα εἰς τὸν ἀγαθὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπου. Βεβαίως καὶ αὐτὰ εἶναι ματαιότης καὶ ἀεροκυνήγημα.