Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΕ, μὴ ζηλώσῃς κακοὺς ἄνδρας μηδὲ ἐπιθυμήσῃς εἶναι μετ᾿ αὐτῶν· 1 Παιδί μου, μη ζηλέψης ποτέ τους κακούς ανθρώπους και την παραστρατημένην ζωήν των. Μη επιθυμήσης συναναστροφήν με αυτούς. 1 Παιδί μου, μὴ ζηλεύσῃς ποτὲ τὴν ζωὴν τῶν κακῶν ἀνθρώπων, οὔτε νὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν συντροφιὰν καὶ συναναστροφήν των·
2 ψευδῆ γὰρ μελετᾷ ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ πόνους τὰ χείλη αὐτῶν λαλεῖ. 2 Διότι το ψεύδος και την αμαρτίαν έχουν ως θησαυρόν και μελέτην της καρδίας των. Τα δε χείλη των εκστομίζουν λόγια, που προξενούν θλίψεις και στενοχωρίας. 2 διότι αὐτοὶ σχεδιάζουν μὲ τὸν νοῦν των μάταια καὶ βλαβερὰ καὶ τὰ χείλη τῶν ἐκστομίζουν ὕβρεις, ποὺ προξενοῦν λύπην εἰς τοὺς ἄλλους.
3 μετὰ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος καὶ μετὰ συνέσεως ἀνορθοῦται. 3 Με την αληθινήν σοφίαν, με την ευλάβειαν και τον φόβον δηλαδή του Θεού, θεμελιώνεται και κτίζεται ένα σπίτι· με την σύνεσιν δε ανορθώνεται και προοδεύει η οικογένεια. 3 Μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ κτίζεται στερεὸν καὶ καλὰ θεμελιωμένον σπίτι καὶ μὲ τὴν σύνεσιν καὶ φρονιμάδα ἀνορθώνεται καὶ προκύπτει.
4 μετὰ αἰσθήσεως ἐμπίπλανται ταμιεῖα ἐκ παντὸς πλούτου τιμίου καὶ καλοῦ. 4 Με την ορθήν και δικαίαν γνώσιν γεμίζουν αι αποθήκαι του σπιτιού από κάθε τίμιον και καλόν πλούτον. 4 Μὲ τὴν εὐσυνειδησίαν καὶ σύνεσιν γεμίζουν αἱ ἀποθῆκαι καὶ τὰ ταμεῖα ἀπὸ κάθε δίκαιον καὶ τίμιον πλοῦτον.
5 κρείσσων σοφὸς ἰσχυροῦ καὶ ἀνὴρ φρόνησιν ἔχων γεωργίου μεγάλου. 5 Είναι καλύτερος και προτιμότερος ο σοφός από τον ισχυρόν, και ο άνθρωπος ο οποίος έχει σύνεσιν από εκείνον που έχει μεγάλο αγρόκτημα. 5 Εἶναι προτιμότερος καὶ δυνατώτερος ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν παλληκαράν, καὶ ὁ συνετὸς καὶ μυαλωμένος ἀπὸ χωράφι ἐκτεταμένον καὶ ἀπὸ μεγάλην περιουσίαν
6 μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος, βοήθεια δὲ μετὰ καρδίας βουλευτικῆς. 6 Με καλήν στρατηγικήν και διακυβέρνησιν διεξάγεται ο επιτυχής πόλεμος. Αποτελεσματική δε βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης έρχεται από νουν συνετόν. 6 Ἂν ὑπάρχῃ καλὴ διακυβέρνησις, τότε ὁ πόλεμος διεξάγεται καλῶς καὶ φθάνει εἰς αἴσιον πέρας, ὅπου δὲ ὑπάρχει ἄνθρωπος συνετὸς καὶ μετρημένος, ἀπατελεῖ πολύτιμον βοήθειαν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς νίκης.
7 σοφία καὶ ἔννοια ἀγαθὴ ἐν πύλαις σοφῶν· σοφοὶ οὐκ ἐκκλίνουσιν ἐκ στόματος Κυρίου, 7 Η σοφία, η αληθής γνώσις και η ορθοφροσύνη υπάρχουν εις τας πύλας των πόλεων, που κατοικούν οι σοφοί. Οι αληθινά σοφοί δεν εκτρέπονται και δεν παρεκκλίνουν από όσα έχει λαλήσει το στόμα του Κυρίου. 7 Σοφία καὶ εὐθυκρισία κυριαρχοὺν εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν σοφοὶ καὶ συνετοί. Οἱ πραγματικῶς σοφοὶ δὲν παρεκκλίνουν ἀπὸ ὅσα τὸ σοφὸν στόμα τοῦ Κυρίου παραγγέλλει καὶ ἐντέλλεται
8 ἀλλὰ λογίζονται ἐν συνεδρίοις. ἀπαιδεύτοις συναντᾷ θάνατος, 8 Καίτοι ο καθένας από αυτούς είναι σοφός, εν τούτοις συσκέπτονται εις κοινάς συνεδριάσεις. Τους αμορφώτους κατά Θεόν και αδιορθώτους θα τους συναντήση ασφαλώς ο πρόωρος θάνατος. 8 ἀλλὰ συζητοῦν καὶ συσκέπτονται εἰς συνεδριάσεις, διὰ νὰ εὔρουν τὸ ὀρθὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν. Τοὺς ψυχικῶς ἀδιαπαιδαγωγήτους καὶ ἀδιορθώτους, τοὺς μὴ ἔχοντας τὴν κατὰ Θεὸν σοφίαν, θὰ συναντήσῃ ὁριστικῶς θάνατος αἰώνιος.
9 ἀποθνήσκει δὲ ἄφρων ἐν ἁμαρτίαις. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ 9 Ο ασύνετος και αμετανόητος αποθνήσκει με τας αμαρτίας αυτού. Μεγάλη ακαθαρσία υπάρχει στον ψυχικώς διεφθαρμένον άνθρωπον. 9 Ὁ ἀνόητος δὲ καὶ ἀσύνετος καὶ ἀδιαπαιδαγώγητος, ἐπειδὴ δὲν μετανοεῖ οὔτε κατὰ τὸ γῆρας, ἀποθνήσκει ἁμαρτωλός. Ἀκαθαρσία δὲ καὶ δυσωδία ὑπάρχει εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἁμαρτωλοῦ λυμεῶνος.
10 ἐμμολυνθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ καὶ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ἕως ἂν ἐκλίπῃ. 10 Αμετανόητος καθώς είναι θα μολύνεται ολοέν και περισσότερον και θα διαφθείρεται, θα περιπίπτη συνεχώς εις ημέρας κακάς, εις ημέρας θλίψεως και οδύνης, έως ότου λείψη από την γην. 10 Ὁ ἀκάθαρτος αὐτὸς ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ μετανοήσῃ καὶ καθαρισθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, θὰ μολυνθῇ περισότερον καὶ θὰ διαφθαρῇ βλασφημῶν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν δοκιμασιῶν του, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ χαθῇ τελείως.
11 ρῦσαι ἀγομένους εἰς θάνατον καὶ ἐκπρίου κτεινομένους, μὴ φείσῃ· 11 Μη διστασης να σώσης ανθρώπους, που οδηγούνται εις εκτέλεσιν, και μη τσιγκουνευθής τα χρήματα, δια να εξαγοράσης εκείνους, που πρόκειται να φονευθούν. 11 Γλύτωσε, σῶσε τοὺς ἀθώους, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦνται ἀδίκως εἰς θάνατον, καὶ ἐξαγόραζε μὲ τὰ χρήματά σου ἐκείνους, ποὺ πρόκειται νὰ φονευθοῦν. Μὴ τσιγγουνευθῇς καὶ μὴ λυπηθῇς τὰ χρήματά σου εἰς τοιαύτας περιστάσεις.
12 ἐὰν δὲ εἴπῃς, οὐκ οἶδα τοῦτον, γίνωσκε ὅτι Κύριος καρδίας πάντων γινώσκει, καὶ ὁ πλάσας πνοὴν πᾶσιν, αὐτὸς οἶδε πάντα, ὃς ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. 12 Εάν, προκειμένου να δικαιολογήσης την σκληροκαρδίαν σου, πης δεν ξέρω αυτόν τον αθώον που οδηγείται εις την εκτέλεσιν, μάθε ότι ο Κυριος, που έπλασε καρδίας και έδωσε πνοήν εις πάντα, γνωρίζει πολύ καλά τας καρδίας όλων των ανθρώπων, άρα δε και την ιδικήν σου. Γνωρίζει τα πάντα και αυτός ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. 12 Ἐὰν ὅμως εἴπῃς· δὲν ἠξεύρω αὐτόν, ποὺ πρόκειται νὰ φονευθῇ ἀδίκως, τότε γνώριζε καλὰ ὅτι ὁ Κύριος ἠξεύρει λεπτομερῶς τὰς καρδίας ὅλων, ἄρα καὶ τὴν ἰδικήν σου ἀπονιὰ καὶ τὰς ψευδεῖς δικαιολογίας σου, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὰς καρδίας καὶ ἔδωκε πνοὴν ζωῆς εἰς ὅλα τὰ πλάσματά του, αὐτὸς τὰ γνωρίζει ὅλα καὶ θὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸν καθένα, ἄρα δὲ καὶ εἰς σέ, κατὰ τὰ ἔργα του.
13 φάγε μέλι, υἱέ, ἀγαθὸν γὰρ κηρίον, ἵνα γλυκανθῇ σου ὁ φάρυγξ· 13 Παιδί μου, φάγε μέλι, διότι η κηρήθρα είναι καλή και ωφέλιμος. Φαγε μέλι, δια να γλυκανθή ο φάρυγξ σου. 13 Φάγε μέλι, παιδί μου, διότι ἡ κηρήθρα εἶναι ὡραία, καλὴ καὶ ὠφέλιμος, φάγε διὰ νὰ γλυκανθῇ ὁ φάρυγξ σου. Δηλαδὴ ἄκουε, μελέτα καὶ ἐφάρμοζε τὴν θείαν διδασκαλίαν, ἡ ὁποία εἶναι γλυκεῖα, ὅπως τὸ μέλι, διὰ νὰ εὐφρανθῇ, νὰ ἰατρευθῇ καὶ νὰ χορτάσῃ ἡ ψυχή σου.
14 οὕτως αἰσθήσῃ σοφίαν τῇ σῇ ψυχῇ· ἐὰν γὰρ εὕρῃς, ἔσται καλὴ ἡ τελευτή σου, καὶ ἐλπίς σε οὐκ ἐγκαταλείψει. 14 Οπως όμως γλυκαίνεται ο φάρυγξ με το μέλι, έτσι θα αισθανθής γλυκύτητα μέσα εις την καρδίαν σου από την αληθινήν σοφίαν. Διότι εάν την αναζητήσης και την αποκτήσης, θα ευτυχήσης. Και αυτός ακόμη ο θάνατός σου θα είναι ωραίος. Δεν θα σε εγκαταλείψη δέ ποτέ η ελπίς της αιωνίου σωτηρίας. 14 Ἔτσι ὅπως γλυκαίνεται τὸ στόμα καὶ ὁ φάρυγξ σου μὲ τὸ μέλι, ἔτσι θὰ αἰσθανθῇς καὶ εἰς τὴν ψυχήν σου τὴν γλυκύτητα τῆς θείας σοφίας. Διότι ἐὰν τὴν ἀποκτήσῃς, τότε τὸ τέλος καὶ ὁ θάνατός σου θὰ εἶναι καλὸς καὶ ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ ποτέ.
15 μὴ προσαγάγῃς ἀσεβῆ νομῇ δικαίων μηδὲ ἀπατηθῇς χορτασίᾳ κοιλίας· 15 Μη φέρης τον ασεβή στον τόπον, όπου κατοικούν και διαιτώνται οι δίκαιοι. Μη απατηθής δε εκ του γεγονότος, ότι σε εχόρτασε με καλά φαγητά. 15 Μὴ φέρῃς κοντὰ στὶς πτωχικὲς κατοικίες τῶν δικαίων τὸν ἀσεβῆ, ποὺ σχεδιάζει τὴν ἑξαφάνισίν των, καὶ μὴ ἀπατηθῇς ἀπὸ τὸ ὅτι ἐχόρτασες τὴν κοιλίαν σου εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τὸ ὁποῖον ὑστεροβούλως σὲ ἐκάλεσε, διὰ νὰ σὲ χρησιμοποιήσῃ ὡς ὄργανον τῶν κακῶν σκοπῶν του.
16 ἑπτάκις γὰρ πεσεῖται δίκαιος καὶ ἀναστήσεται, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν ἐν κακοῖς. 16 Πολλές φορές είναι δυνατόν να πέση και να ατυχήση ο δίκαιος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού θα ανορθωθή πάλιν. Οι ασεβείς όμως θα εξασθενήσουν και θα εξαντληθούν μέσα εις τα κακά και εις την κακότητά των, θα πέσουν και δεν θα ημπορέσουν να ανορθωθούν. 16 Διότι, ἂν καὶ ὁ δίκαιος ἠμπορεῖ νὰ ἀτυχήσῃ πολλάκις καὶ νὰ τὸν εὕρουν γεγονότα δυσάρεστα, ἐν τούτοις οὐδέποτε θὰ καμφθῇ καὶ οὐδέποτε θὰ συντριβῇ. Τὸν προστατεύει ὁ Θεός. Ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς, καὶ ὅταν ἀκόμη φαίνεται ὅτι προκύπτουν, θὰ ἔλθῃ καιρὸς ποὺ θὰ καταπέσουν καὶ δὲν θὰ ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ σηκωθοῦν ἐξ αἰτίας τῶν κακῶν ἔργων των.
17 ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός σου, μὴ ἐπιχαρῇς αὐτῷ, ἐν δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ μὴ ἐπαίρου· 17 Εάν πέση ο εχθρός σου, μη χαιρεκακήσης δια το πέσιμό του. Και αν με τριχλοποδιάν ανατροπή, συ να μη αλαζονευθής απέναντί του. 17 Ἐὰν σκοντάψῃ καὶ πέσῃ ὁ ἐχθρός σου, νὰ μὴ χαρῇς διὰ τὸ πέσιμό του, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπαθήσῃς, καὶ ὅταν πεδικλωθῇ καὶ γίνῃ ὑποπόδιον τῶν ἄλλων, σὺ μὴ ἐπαίρεσαι καὶ μὴ τὸ παίρνῃς ἐπάνω σου·
18 ὅτι ὄψεται Κύριος καὶ οὐκ ἀρέσει αὐτῷ, καὶ ἀποστρέψει τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ. 18 Διότι ο παντεπόπτης Κυριος θα ίδη αυτό και δεν θα ευχαριστηθή από την διαγωγήν σου και θα απομακρύνη τον θυμόν του από τον εχθρόν σου. 18 διότι θὰ ἴδῃ ὁ καρδιογνώστης Κύριος τὰ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα αἰσθήματά σου, καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ δὲν τοῦ ἀρέσουν, θὰ σηκώσῃ τὴν ὀργήν του ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ θὰ τὴν στρέψῃ ἐναντίον σου.
19 μὴ χαῖρε ἐπὶ κακοποιοῖς, μηδὲ ζήλου ἁμαρτωλούς· 19 Μη χαίρης και μη ζηλεύης ανθρώπους, οι οποίοι διαπράττουν το κακόν. Μη ζηλεύης τους αμαρτωλούς και την ζωήν των. 19 Μὴ χαίρῃς διὰ τοὺς κακοποιοὺς καὶ τὴν εὐημερίαν των καὶ μὴ ζηλεύῃς τὴν πρόοδον καὶ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν ἁμαρτωλῶν
20 οὐ γὰρ μὴ γένηται ἔκγονα πονηρῷ, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν σβεσθήσεται. 20 Διότι ο αμετανόητος αμαρτωλός δεν θα αφήση απογόνους, η δε φλόγα της ζωής και η λάμψις της δόξης των ασεβών θα σβήση πολύ σύντομα. 20 διότι ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν θὰ ἀποκτήσῃ ἀπογόνους. Τὸ γένος του θὰ ἐκλείψῃ καὶ ἡ λαμπάδα καὶ ἡ λάμψις τῶν ἀσεβῶν γρήγορα θὰ σβήσῃ.
21 φοβοῦ τὸν Θεόν, υἱέ, καὶ βασιλέα καὶ μηθετέρῳ αὐτῶν ἀπειθήσῃς· 21 Παιδί μου, να σέβεσαι τον Θεόν και τον βασιλέα, εις κανένα δε από αυτούς να μη δείξης παρακοήν και απείθειαν. 21 Παιδί μου, νὰ φοβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ νὰ τιμᾷς τὸν βασιλέα, ποὺ διαχειρίζεται κατὰ πρόνοιαν Θεοῦ τὴν κοσμικὴν ἐξουσίαν, καὶ εἰς κανένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο νὰ μὴ φανῇς ἀπειθής·
22 ἐξαίφνης γὰρ τίσονται τοὺς ἀσεβεῖς, τὰς δὲ τιμωρίας ἀμφοτέρων τίς γνώσεται; (Μασ. ΚΘ´, 27). 22α λόγον φυλασσόμενος υἱὸς ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται, δεχόμενος δὲ ἐδέξατο αὐτόν. 22β μηδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης βασιλεῖ λεγέσθω, καὶ οὐδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης αὐτοῦ οὐ μὴ ἐξέλθῃ. 22γ μάχαιρα γλῶσσα βασιλέως καὶ οὐ σαρκίνη, ὃς δ᾿ ἂν παραδοθῇ, συντριβήσεται· 22δ ἐὰν γὰρ ὀξυνθῇ ὁ θυμὸς αὐτοῦ, σὺν νεύροις ἀνθρώπους ἀναλίσκει, καὶ ὀστᾶ ἀνθρώπων κατατρώγει, καὶ συγκαίει ὥσπερ φλόξ, ὥστε ἄβρωτα εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν. 22 Διότι αιφνιδίως και εις ώραν, που οι ασεβείς δεν περιμένουν, θα τους τιμωρήσουν. Ποιός δε ξέρει, ποίου είδους τιμωρίας θα επιβάλουν και οι δύο εις αυτούς; (Μασορ. κθ' 27) 22α Ο τηρών την εντολήν του Θεού θα είναι μακράν και απηλλαγμένος από κάθε τιμωρίαν. Διότι με όλην του την προθυμίαν και την καρδίαν εδέχθη τον λόγον αυτόν. 22β Κανένα ψέμα ας μη λεχθή από το στόμα σου προς τον βασιλέα η τον άρχοντα. Και αυτός έτσι θα είναι ειλικρινής απέναντί σου και ποτέ δεν θα σου είπη ψεύδη. 22γ Η γλώσσα του βασιλέως είναι μαχαίρι σκληρό και οχι μαλακό και σαρκώδες. Εκείνος ο οποίος θα παραδοθή εις αυτήν, θα εξολοθρευθή. 22δ Οταν ανάψη ο θυμός του βασιλέως, καταναλίσκει και εξαφανίζει το σώμα μαζή και τα νεύρα των ανθρώπων. Κατατρώγει τα κόκκαλα των ανθρώπων και σαν παμφάγος φλόγα κατακαίει το παν και δεν αφήνει ούτε ίχνος κρέατος, τροφήν δια τους νεοσσούς των αετών. 22 διότι αὐτοὶ ξαφνικὰ θὰ τιμωρήσουν τοὺς ἀσεβεῖς, τὰς τιμωρίας δέ, ποὺ θὰ ἐπιβάλουν καὶ οἱ δύο, ποῖος ἠμπορεῖ νὰ γνωρίζῃ ἐκ τῶν προτέρων; 22αΤὸ παιδὶ ποὺ προσέχει καὶ φυλάσσει τὰς πατρικὰς συμβουλὰς καὶ διατελεῖ ὑπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τιμᾷ δὲ καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς βασιλεῖς, οὔτε θὰ καταστραφῇ οὔτε θὰ ὑποδουλωθῇ, διότι ἀκριβῶς ἐδέχθη ὁλοψύχως τὰς πατρικὰς συμβουλάς 22βΚανένα ψεῦδος μὲ τὴν γλῶσσαν νὰ μὴ λέγεται εἰς τὸν βασιλέα, καὶ τότε κανένα ψεῦδος δὲν θὰ βγῇ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν του γλῶσσαν. Ὅπως θὰ εἶσαι σὺ φιλαλήθης ἀπέναντί του, ἔτσι καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι εἰλικρινὴς ἀπέναντί σου 22γἩ γλῶσσα τοῦ βασιλέως εἶναι ἀληθινὴ μάχαιρα, ὄχι ὅμως ἀπὸ σάρκα, ἀλλὰ μάχαιρα σιδηρᾶ, ὅποιος δὲ παραδοθῇ εἰς αὐτὴν διὰ τὴν ἀνειλικρίνειάν του, θὰ κομματιασθῇ 22δΔιότι ἐὰν ἀνάψῃ καὶ ἐκσπάσῃ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, ἐξαφανίζει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ νεῦρα των, κατατρώγει τὰ κόκκαλά των καὶ τὰ κατακαίει ὅλα, ὅπως ἡ φωτιά, καὶ τὰ κάμνει τέτοια, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ τὰ φάγουν οὐδὲ αὐτὰ τὰ ἀετόπουλα, οἱ νεοσσοὶ τῶν ἀετῶν, ποὺ εἶναι τόσον λαίμαργα.
(Μασ. Λ´, 1). 22ε Τοὺς ἐμοὺς λόγους, υἱέ, φοβήθητι, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς μετανόει· τάδε λέγει ὁ ἀνὴρ τοῖς πιστεύουσι Θεῷ, καὶ παύομαι· (Μασ. Λ´, 1). 22ε Παιδί μου, να ευλαβηθής τα λόγια μου και αφού τα δεχθής, να μετανοήσης δια σφάλματα, τα οποία ενδεχομένως διέπραξες. Αυτά τα λέγω εγώ ο διδάσκαλος εις εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεόν και αφού τα είπω, θα παύσω να ομιλώ. (Μασ. Λ´, 1). 22εΝὰ εὐλαβηθῇς καὶ νὰ σεβασθῇς, παιδί μου, τὰ λόγια μου, καὶ ἀφοῦ τὰ κάμῃς κτῆμα σου, μετανόει διὰ πᾶσαν παράβασιν αὐτῶν. Αὐτὰ τὰ λέγω ἐγὼ εἰς ὅσους πιστεύουν εἰς τὸν Θεόν, καὶ παύω ἀμέσως νὰ ὁμιλῶ·
2 ἀφρονέστατος γάρ εἰμι ἁπάντων ἀνθρώπων, καὶ φρόνησις ἀνθρώπων οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί· 2 Εγώ το αντιλαμβάνομαι και το φρονώ, ότι από απόψεως ανθρωπίνης γνώσεως είμαι ο περισσότερον αμόρφωτος μεταξύ όλων των ανθρώπων. Καμμία γνώσις ανθρωπίνη δεν υπήρχεν εις εμέ. 2 διότι ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς ἐμὲ σοφία καὶ σύνεσις ἀνθρωπίνη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους.
3 Θεὸς δεδίδαχέ με σοφίαν, καὶ γνῶσιν ἁγίων ἔγνωκα. 3 Αλλά ο Θεός με εδίδαξε την αληθινήν σοφίαν. Και ετσι εγώ εγνώρισα και κατενόησα την γνώσιν και σοφίαν των αγίων. 3 Ὁ Θεὸς μὲ ἔχει διδάξει σοφίαν, καὶ ἔχω γνῶσιν περὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ ἀληθειῶν.
4 τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη; τίς συνήγαγεν ἀνέμους ἐν κόλπῳ; τίς συνέστρεψεν ὕδωρ ἐν ἱματίῳ; τίς ἐκράτησε πάντων τῶν ἄκρων τῆς γῆς; τί ὄνομα αὐτῷ, ἢ τί ὄνομα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ; 4 Ποιός ανέβηκεν στον ουρανόν; Και ποιός κατέβηκεν από εκεί εις την γην; Μονον ο Θεός ο πανταχού παρών. Ποιός ημπορεί να συμμαζεύση τους ανέμους εις τυν κόλπον του; Ποιός έχει την δύναμιν να συμμαζέψη και να τύλιξη το νερό μέσα εις ιμάτιον; Ποιός εκυριάρχησε και κυριαρχεί στον ουρανόν και την γην από το ένα άκρον έως στο άλλο; Ποιό είναι το όνομά του, με το οποίον να τον καλέσω; Η πως ονομάζονται τα τέκνα του, τα δημιουργήματά του; Αυτός και μόνος τα γνωρίζει. 4 Ποῖος ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη ἀπὸ ἐκεῖ; Ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών. Ποῖος ἐμάζευσε τοὺς ἀνέμους εἰς τὴν ἀγκάλην του; Ποῖος ἐμάζευσε τὸ ἔνδυμά του καὶ εἰς αὐτὸ περιέλαβεν ὅλα τὰ ὕδατα σὰν σὲ ἀσκί; Ποῖος κυριαρχεῖ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς; Ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος. Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά του; Ἄγνωστον καὶ ἀπρόσιτον εἰς τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ποῖον εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ του καὶ τῶν κατὰ χάριν τέκνων του;
5 πάντες γὰρ λόγοι Θεοῦ πεπυρωμένοι, ὑπερασπίζει δὲ αὐτὸς τῶν εὐλαβουμένων αὐτόν. 5 Διότι όλοι οι λόγοι του Θεού είναι ολοκάθαροι σαν το χρυσάφι, που βγαίνει από το καμίνι της φωτιάς. Ο Κυριος υπερασπίζει και προστατεύει πάντοτε εκείνους, οι οποίοι τον ευλαβούνται. 5 Διότι ὅλα τὰ λόγια καὶ αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ἔχουν περασθῇ ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας καὶ εὑρέθησαν ἀπὸ τὴν πεῖραν τῶν γενεῶν πάντοτε ἀληθινὰ καὶ γνήσια, ὁ δὲ Θεὸς ὑπερασπίζει ὅσους τὸν σέβονται.
6 μὴ προσθῇς τοῖς λόγοις αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἐλέγξῃ σε καὶ ψευδὴς γένῃ. 6 Πρόσεξε να μη προσθέσης τίποτε εις τας εντολάς του Κυρίου, δια να μη σε ελέγξη και σε αποδείξη ότι είσαι ψευδολόγος. 6 Νὰ μὴ προσθέσῃς τίποτε εἰς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μὴ τὰ νοθεύσῃς, διὰ νὰ μὴ σὲ ἐλέγξῃ καὶ ἀποδειχθῇς ἀνάξιος τοῦ Θεοῦ καὶ ψεύστης, ἀποδοκιμασμένος ἀπὸ αὐτόν.
7 δύο αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀφέλῃς μου χάριν πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με· 7 Κυριε, δύο πράγματα έχω να ζητήσω από σέ. Πρώτον να μη αφαιρέσης από εμέ την χάριν σου, πριν αποθάνω, αλλά να την αφήσης παντοτεινά μαζή μου. 7 Θεέ μου, δύο πράγματα ζητῶ ἀπὸ Σέ· Σὲ παρακαλῶ μὴ ἀφαιρέσῃς καὶ μὴ ἀποστερήσῃς τὴν χάριν σου καὶ τὴν εὔνοιάν σου ἀπ’ ἐμοῦ, ἐφ’ ὅσον ζῶ καὶ προτοῦ ἀποθάνω.
8 μάταιον λόγον καὶ ψευδῆ μακράν μου ποίησον, πλοῦτον δὲ καὶ πενίαν μή μοι δῷς, σύνταξόν δέ μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη, 8 Δεύτερον να απομακρύνης από εμέ ματαιολογίας, απάτας και ψευδολογίας. Δεν θέλω δε να μου δώσης ούτε πολύν πλούτον, ούτε πτωχείαν. Δος μου τα απαραίτητα, όσα είναι αρκετά και όσα μου χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. 8 Διῶξε μακριὰ ἀπὸ ἐμὲ τὴν ματαιολογίαν τῆς ψεύτικης φιλοσοφίας καὶ τοὺς πλανεμένους λόγους τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ αἱρετικῶν. Μὴ μοῦ δώσῃς οὔτε πλοῦτον, ἀλλ' οὔτε καὶ ἀνέχειαν· χάρισέ μου δὲ τὰ ἀπαραίτητα καὶ ὅσα μοῦ χρειάζονται διὰ νὰ συντηροῦμαι, χωρὶς νὰ ἔχω τὴν ἀνάγκην ἄλλων,
9 ἵνα μὴ πλησθεὶς ψευδὴς γένωμαι καὶ εἴπω· τίς με ὁρᾶ; ἢ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. 9 Δεν θέλω να έχω πολύν πλούτον, διότι φοβούμαι, μήπως μέσα εις τα άφθονα αυτά αγαθά αποδειχθώ ψευδής απέναντι των ανθρώπων και είπω· ποιός με βλέπει; Δεν θέλω πάλιν πτωχείαν, διότι φοβούμαι, μήπως επάνω εις την στέρησιν και την πείναν κλέψω και ορκισθώ ψευδώς στο όνομα του Κυρίου. 9 διὰ νὰ μὴ χορτάσω καὶ ὑπερηφανευθῶ ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ εἴπω· ποῖος μὲ βλέπει; Ἡ μήπως λόγῳ τῆς πτωχείας πεινάσω καὶ γίνω κλέπτῃς καὶ ὁρκισθῶ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καταντήσω δὲ οὕτως εἰς ἀσέβειαν.
10 μὴ παραδῷς οἰκέτην εἰς χεῖρας δεσπότου, μήποτε καταράσηταί σε καὶ ἀφανισθῇς. 10 Μη παραδώσης δούλον, που ζητεί την προστασίαν σου, εις τα χέρια του κυρίου του, δια να μη σε καταρασθή ο ταλαίπωρος αυτός δούλος και καταστραφής. 10 Δοῦλον, ὁ ὁποῖος ἐδραπέτευσε λόγῳ τῆς κακομεταχειρίσεως ποὺ ὑφίστατο, μὴ τὸν παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια τοῦ ἀγρίου καὶ τυραννικοῦ κυρίου του, διὰ νὰ μὴ σὲ καταρασθῇ ὁ δυστυχὴς αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀφανίσῃ διὰ τὴν ἀπανθρωπίαν καὶ ἀσπλαγχνίαν σου.
11 ἔκγονον κακὸν πατέρα καταρᾶται, τὴν δὲ μητέρα οὐκ εὐλογεῖ. 11 Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί καταράται τον πατέρα του, δεν επαινεί δε και δεν τιμά την μητέρα του. 11 Τὸ κακὸ παιδὶ εἰναι ἀστοργον· καταρᾶται καὶ ὑβρίζει τὸν πατέρα του, εἰς δὲ τὴν μητέρα του δὲν λέγει καλὸν καὶ εὐγνώμονα λόγον.
12 ἔκγονον κακὸν δίκαιον ἑαυτὸν κρίνει. τὴν δ᾿ ἔξοδον αὐτοῦ οὐκ ἀπένιψεν. 12 Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί θεωρεί τον εαυτόν του δίκαιον και καθαρόν, ενώ δεν έχει πλύνει ούτε τον αφεδρώνα του. 12 Τὸ κακὸ παιδὶ εἶναι ἕνας ὑποκριτής, ἕνας φαρισαῖος, ποὺ δικαιὼνει τὸν ἑαυτόν του. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του καΟαρὸν καὶ δίκαιον δὲν ἐκαθαρίσθη ὅμως, ἀλλα παραμένει γεμάτον ἀκαθαρσίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἀπέβαλεν ἀπὸ τὸ ἔντερον του.
13 ἔκγονον κακὸν ὑψηλοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχει, τοῖς δὲ βλεφάροις αὐτοῦ ἐπαίρεται. 13 Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει αλαζονικά τα μάτια του, σηκώνει υψηλά τα βλέφαρά του και υπερηφανεύεται. 13 Τὸ κακὸ παιδὶ εἶναι ἐπηρμένον καὶ ἀλαζονικὀν' ἔχει μάτια, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ὑπερηφανειαν, καὶ. μὲ τὰ βλέφαρα του δείχνει τὴν ἔπαρσίν του.
14 ἔκγονον κακὸν μαχαίρας τοὺς ὀδόντας ἔχει καὶ τὰς μύλας τομίδας, ὥστε ἀναλίσκειν καὶ κατεσθίειν τοὺς ταπεινοὺς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοὺς πένητας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων. 14 Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει τα δόντια του σαν μαχαίρια και τας οδοντοστοιχίας του στόματός του σαν κοπίδια, ώστε ασυνειδήτως να καταναλίσκη και να κατατρώγη από τους ανθρώπους της γης τους αδυνάτους, τους ασήμους και τους πτωχούς. 14 Τὸ κακὸ παιδὶ εἶναι ἅρπαξ καὶ πλεονέκτης· ἔχει τὰ δόντια του σὰν μαχαίρια καὶ τὰς σιαγόνας του σὰν λεπίδια, ὥστε νὰ κόβη, νὰ κατατρώγῃ τὰς σάρκας καὶ νὰ ἀπομυζᾷ τὸ αἷμα τῶν ἀδυνάτων, τῶν ἀπροστατεύτων καὶ τῶν πτωχῶν τῆς γῆς.
(Μασ. ΚΔ´, 23). Ταῦτα δὲ λέγω ὑμῖν τοῖς σοφοῖς ἐπιγινώσκειν· αἰδεῖσθαι πρόσωπον ἐν κρίσει οὐ καλόν. (Μασ. ΚΔ' 23). Αυτά τα λέγω προς γνώσιν εις σας τους συνετούς δικαστάς. Δεν είναι δίκαιον και ορθόν να υποστέλλεσθε από πρόσωπα κατά την διεξαγωγήν της δίκης. (Μασ. ΚΔ' 23) Αὐτὰ δὲ λέγω διὰ νὰ τὰ ἔχετε ὑπ’ ὄψει σας σεῖς, ποὺ μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καλεῖσθε νὰ δικάζετε· τὸ νὰ ἐντρέπεσθε καὶ να ὑπολογίζετε πρόσωπα κατὰ τὴν ἔκδοσιν τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως καὶ να προσωποληπτῆτε, αὐτὸ δὲν εἶναι καλόν.
24 ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ· δίκαιός ἐστιν, ἐπικατάρατος λαοῖς ἔσται καὶ μισητὸς εἰς ἔθνη· 24 Ο δικαστής, που θα εκδώση απόφασιν ότι ο άδικος είναι δίκαιος, αυτός θα είναι κατηραμένος μεταξύ των λαών και μισητός εις τα έθνη. 24 Ὁ δικαστὴς ποὺ θὰ εἴπῃ ὅτι ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ παράνομος εἶναι δίκαιος καὶ ἀθῶος, θὰ γίνῃ κατηραμένος εἰς κάθε λαὸν καὶ μισητὸς εἰς ὅλον τὸν κοσμον·
25 οἱ δὲ ἐλέγχοντες βελτίους φανοῦνται, ἐπ᾿ αὐτοὺς δὲ ἥξει εὐλογία· 25 Οσοι όμως κρίνουν και δικάζουν ανεπηρέαστα και με δικαιοσύνην, θα αναδεικνύωνται ως δικασταί ολονέν και καλύτεροι, και εις αυτούς θα έρχεται η ευλογία του Θεού. 25 οἱ δὲ δικασταὶ ποὺ δικάζουν μὲ δικαιοσύνην καὶ ἐλέγχουν μὲ θάρρος τὴν παρανομίαν, θὰ ἀποδειχθοῦν καλύτεροι καὶ εἰς αὐτοὺς θὰ ἔλθῃ ὁ ἔπαινος καὶ ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ οὐρανοῦ.
26 χείλη δὲ φιλήσουσιν ἀποκρινόμενα λόγους ἀγαθούς. 26 Και οι άνθρωποι θα εκτιμήσουν και θα αγαπήσουν τον δικαστήν, του οποίου το στόμα βγάζει δικαίας αποφάσεις. 26 Οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ἀγαπήσουν καὶ θὰ ἐκτιμήσουν τὰ χείλη τοῦ δικαστοῦ, ποὺ κρίνουν ὀρθὰ καὶ ἐκδίδουν ἀποφάσεις δικαίας.
27 ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδον τὰ ἔργα σου καὶ παρασκευάζου εἰς τὸν ἀγρὸν καὶ πορεύου κατόπισθέν μου καὶ ἀνοικοδομήσεις τὸν οἶκον σου. 27 Φρόντίζε πάντοτε να αποπερατώνης τα έργα σου, να ετοιμάζεσαι πάντοτε προκειμένου να πορευθής εις καλλιέργειαν του αγρού σου. Ελᾷ κοντά από εμέ, ακολούθησε τον δρόμον, τον οποίον εγώ σου χαράσσω, και έτσι θα ημπορέσης να κτίσης το σπίτι σου και να αναδείξης την οικογένειάν σου. 27 Φρόντιζε νὰ ἀποπερατώνῃς τὶς δουλειές σου· μὴ τὶς ἀφήνῃς ἡμιτελεῖς. Ἑτοιμάζου διὰ τὸ χωράφι ἢ διὰ τὸ ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμά σου καὶ ἔλα κοντά μου, ἄφησε τὸν Θεὸν νὰ σὲ ὁδηγῇ καὶ ἔσο συνετός· ἔτσι θὰ ἠμπορέσῃς νὰ νοικοκυρευθῇς καὶ νὰ κτίσῃς τὸ σπίτι σου.
28 μή ἴσθι ψευδὴς μάρτυς ἐπὶ σὸν πολίτην, μηδὲ πλατύνου σοῖς χείλεσι. 28 Ποτέ να μη γίνης ψευδομάρτυς υπέρ η κατά του συμπολίτου σου, ούτε να μεγαλοποιής τα γεγονότα, που καταθέτεις. 28 Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς κατὰ τοῦ συμπολίτου σου καὶ μὴ ἀνοίγῃς τὰ χείλη σου καὶ μεγαλοποιῇς τὸ πταῖσμα του.
29 μὴ εἴπῃς· ὃν τρόπον ἐχρήσατό μοι, χρήσομαι αὐτῷ, τίσομαι δὲ αὐτὸν ἅ με ἠδίκησεν. 29 Ποτέ, ούτε προκειμένου περί του εχθρού σου, να μη είπης· Κατά τον τρόπον, που μου εφέρθη, θα του φερθώ και εγώ. Θα τον εκδικηθώ δι' όσα με έχει αδικήσει! 29 Οὔτε νὰ σκεφθῇς καὶ νὰ εἴπῃς· ὅπως μου ἐφέρθη αὐτός, ἔτσι θὰ τοῦ φερθῶ καὶ ἐγώ, καὶ θὰ πληρώσῃ ὅσα μὲ ἠδίκησεν ἕως τώρα.
30 ὥσπερ γεώργιον ἀνὴρ ἄφρων, καὶ ὥσπερ ἀμπελὼν ἄνθρωπος ἐνδεὴς φρενῶν· 30 Ο ασύνετος άνθρωπος ομοιάζει με ένα χωράφι και ο φτωχός από μυαλό με ένα αμπελώνα. 30 Ὁ ἀσύνετος καὶ ἀνόητος εἶναι ὅπως τὸ χωράφι, καὶ ὁ ὀκνηρὸς καὶ ὁ τεμπέλης ὅπως τὸ ἀμπέλι.
31 ἐὰν ἀφῇς αὐτόν, χερσωθήσεται καὶ χορτομανήσει ὅλος καὶ γίνεται ἐκλελειμμένος, οἱ δὲ φραγμοὶ τῶν λίθων αὐτοῦ κατασκάπτονται. 31 Εάν αφήσης αυτόν ακαλλιέργητον και απεριποίητον θα μεταβληθή εις χέρσον έκτασιν, θα γεμίση ολόκληρος από άγρια χόρτα, θα μένη έρημος και εγκαταλελειμμένος, οι δε ξηρότοιχοι, που του εχρησίμευαν ως φράχτες, θα πέσουν και θα κατασκαφούν. 31 Ἐὰν ἀφήσῃς τὸ χωράφι καὶ τὸ ἀμπέλι ἀκαλλιέργητον καὶ ἄφρακτον, θὰ γίνῃ χέρσον καὶ θὰ γεμίσῃ ἀπὸ ἀγριόχορτα, θὰ μείνῃ ἔρημον καὶ ἐγκαταλελειμμένον, οἱ δὲ λίθινοι φράχτες του θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ πέσουν.
32 ὕστερον ἐγὼ μετενόησα, ἐπέβλεψα τοῦ ἐκλέξασθαι παιδείαν, 32 Υστερα από αυτά εγώ μετενόησα, και απεφάσισα να εκλέξω την πραγματικήν παιδαγωνίαν και μόρφωσιν. 32 Ἔπειτα ὅμως ἐγώ, ὅταν βλέπω τὸν ὀκνηρὸν εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν, μετανοῶ καὶ δὲν τὸν μιμοῦμαι. Προτιμῶ τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν φιλοπονίαν.
33 ὀλίγον νυστάζω, ὀλίγον δὲ καθυπνῶ, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζομαι χερσὶ στήθη· 33 Ο οκνηρός λέγει· Νυστάζω ολίγον, ας κοιμηθώ ολίγον. Σταυρώνω τα χέρια μου εις τα στήθη, κυριαρχούμενος από υπνηλίαν και νωθρότητα. 33 Ὁ ὀκνηρὸς λέγει· ὀλίγον νυστάζω, ὀλίγον κοιμοῦμαι, ὀλίγον σταυρώνω τὰ χέρια μου καὶ ἀγκαλιάζω τὰ στήθη μου.
34 ἐὰν δὲ τοῦτο ποιῇς, ἥξει προπορευομένη ἡ πενία σου καὶ ἡ ἔνδειά σου ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς. 34 Εάν και συ πράξης ο,τι και ο οκνηρός, θα σε προφθάση και θα σε καταλάβη η φτώχεια, η δε ανάγκη θα έλθη σαν ταχύς δρομεύς. 34 Ἐὰν δὲ κάμνῃς αὐτὸ καὶ σύ, θὰ σὲ προφθάσῃ καὶ θὰ σὲ προσπεράσῃ ἡ φτώχεια, ἡ δυστυχία θὰ σὲ προλάβῃ σὰν γρήγορος δρομεὺς καὶ αὐτὴ θὰ κατακυριεύσῃ ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ζωήν σου.
(Μασ. Λ´, 15). Τῇ βδέλλῃ τρεῖς θυγατέρες ἦσαν ἀγαπήσει ἀγαπώμεναι, καὶ αἱ τρεῖς αὗται οὐκ ἐνεπίμπλασαν αὐτήν, καὶ ἡ τετάρτη οὐκ ἠρκέσθη εἰπεῖν· ἱκανόν. (Μασορ. Λ' 15). Η βδέλλα είχε τρεις πολυαγαπημένος θυγατέρας. Αλλά και αι τρεις δεν ημπορούσαν να την χορτάσουν και η τετάρτη επίσης θυγάτηρ της δεν κατώρθωσε να κάμη την μητέρα της να πη· Είναι αρκετόν, φθάνει. (Μασορ. Λ' 15). Ἡ βδέλλα εἶχε τρεῖς θυγατέρας, τὰς ὁποίας ἠγάπα ὑπερβολικά· καὶ αἱ τρεῖς αὐταὶ δὲν ἐχόρταιναν τὴν ἄπληστον μητέρα των μὲ τὸ νὰ ροφοῦν συνεχῶς αἷμα, καὶ ἡ τετάρτη λόγῳ τῆς ἀπληστίας της δὲν ἠμπόρεσε νὰ εἴπῃ· φθάνει, ἀρκετὸν εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἐρρούφηξα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄπληστος, ἐκδηλουμένη τοιαύτη ὡς πρὸς τὸ χρῆμα, ὡς πρὸς τὴν κοιλίαν, ὡς πρὸς τὴν ματαίαν κοσμικὴν δόξαν, ὡς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.
16 ᾅδης καὶ ἔρως γυναικὸς καὶ γῆ οὐκ ἐμπιπλαμένη ὕδατος καὶ ὕδωρ καὶ πῦρ οὐ μὴ εἴπωσιν· ἀρκεῖ· 16 Ετσι αχόρταστος είναι ο άδης, ο έρως της γυναικός και η ξηρά γη, η οποία δεν χορταίνει από το νερό της βροχής. Οπως επίσης η θάλασσα και η φωτιά ποτέ δεν θα πουν· Φθάνει, η μεν δια το νερό, η δε δια την καύσιμον ύλην. 16 Μὲ ἀχορτάστους βδέλλας ὁμοιάζουν ὁ παμφάγος Ἅδης, ὁ ἔρως τῆς γυναικὸς καὶ ἡ γῆ, ἡ ὁποία οὐδέποτε χορταίνει ἀπὸ τὸ νερὸν τῆς βροχῆς· ἡ θάλασσα δὲ καὶ ἡ φωτιὰ δὲν θὰ εἴπουν ποτέ· ἀρκετὸν εἶναι τὸ νερὸν τῶν ποταμῶν, ποὺ ἐκβάλλουν συνεχῶς εἰς ἐμέ· ἀρκετὰ τὰ εὔφλεκτα ὑλικά, τὰ ὁποῖα ρίπτουν ἀδιακόπως εἰς τὰς φλόγας μου.
17 ὀφθαλμὸν καταγελῶντα πατρὸς καὶ ἀτιμάζοντα γῆρας μητρός, ἐκκόψαισαν αὐτὸν κόρακες ἐκ τῶν φαράγγων καὶ καταφάγοισαν αὐτὸν νεοσσοὶ ἀετῶν. 17 Τα μάτια των υιών εκείνων, που περιγελούν τον πατέρα και κατεξευτελίζουν τα γηρατεία της μητρός των, οι κόρακες από τα φαράγγια θα τα βγάλουν, θα τα καταφάγουν τα νέα πουλιά των αετών. 17 Τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ, ποὺ περιγελᾷ τὸν πατέρα του καὶ περιφρονεῖ τὴν γηρασμένην μητέρα του, εἴθε νὰ τὸ ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν κόγχην του οἱ κόρακες, ὅταν θὰ εὔρουν τὸ πτῶμα του ἄταφον εἰς τὰς χαράδρας, καὶ εἴθε νὰ τὸ κατεβρόχθιζαν τὰ ἀετόπουλα.
18 τρία δέ ἐστι ἀδύνατά μοι νοῆσαι, καὶ τὸ τέταρτον οὐκ ἐπιγινώσκω· 18 Τρία πράγματα μου είναι αδύνατον να τα εννοήσω. Το δε τέταρτον ακόμη περισσότερον μου μένει ακατάληπτον. 18 Ὑπάρχουν τρία πράγματα, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ διακρίνω καὶ νὰ σημαδεύσω, καὶ τὸ τέταρτον δὲν τὸ ἐννοῶ·
19 ἴχνη ἀετοῦ πετομένου καὶ ὁδοὺς ὄφεως ἐπὶ πέτρας καὶ τρίβους νηὸς ποντοπορούσης καὶ ὁδοὺς ἀνδρὸς ἐν νεότητι. 19 Πρώτον τα ίχνη του αετού, που πετά στον αέρα, τον δρόμον του φιδιού που σέρνεται εις τις πέτρες, τους δρόμους του πλοίου που πλέει εις την θάλασσαν, και το περισσότερον ακατάληπτον τας εκτροπάς του νέου ανθρώπου. 19 τὸ πρῶτον εἶναι τὰ ἴχνη τοῦ ἀετοῦ, ὅταν πετᾷ· τὸ δεύτερον ὁ δρόμος τοῦ φιδιοῦ ἐπάνω εἰς τὴν λείαν καὶ γυαλιστερην πέτραν· τὸ τρίτον ἡ πορεία τοῦ πλοίου, ποῦ διασχίζει τὸ πέλαγος· καὶ τὸ τέταρτον οἱ δρόμοι τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν καὶ ὁ ὁποῖος καταλείπει τοὺς γονεῖς του καὶ ἔρχεται εἰς σχέσιν πρὸς τὴν τέως ἄγνωστόν του παρθένον καὶ συνδέεται ίσοβίως μαζί της διά τοῦ νομίμου γάμου.
20 τοιαύτη ὁδὸς γυναικὸς μοιχαλίδος, ἥ, ὅταν πράξῃ, ἀπονιψαμένη, οὐδέν φησι πεπραχέναι ἄτοπον. 20 Τέτοιος είναι ο δρόμος και ο τρόπος της μοιχαλίδος γυναικός, η οποία, όταν διαπράξη το αμάρτημα, νίπτεται και διαλαλεί, ότι τίποτε το άτοπον δεν έχει διαπράξει. 20 Τοιοῦτον μυστήριον ἁμαρτίας κρύπτεται εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ τῆς μοιχαλίδος γυναικός, ἡ ὁποία, ὅταν προδώση τὸν νόμιμον σύζυγόν της καὶ ἁμαρτήσῃ μὲ ἄλλους͵ ἀφοῦ πλυθῇ, παρουσιάζεται ὡς καθαρὰ καὶ λέγει ὅτι δὲν ἔκαμε τίποτε τὸ κακὸν καὶ ἔνοχον!
21 διὰ τριῶν σείεται ἡ γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν· 21 Τρία γεγονότα είναι που συγκλονίζουν την γην, το τέταρτον όμως δεν είναι δυνατόν να το υποφέρη κανείς. 21 Μὲ τρία πράγματα ἠμπορεῖ νὰ σεισθῇ καὶ νὰ ἀναστατωθῇ ἡ γῆ, καὶ τὸ τέταρτον δὲν ἡ μπορεῖ νὰ τὸ σηκώσῃ. Τἀ τέσσαρα δὲ αὐτὰ, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν σεισμὸν καὶ κοινωνικὴν ἀναστάτωσιν, είναι τά ἑξῆς:
22 ἐὰν οἰκέτης βασιλεύσῃ καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων 22 Πρώτον· εάν ένας κακός δούλος ανέλθη στον βασιλικόν θρόνον. Δεύτερον· εάν ενας ασύνετος άνθρωπος χορτάση από υλικά αγαθά. 22 Πρῶτον, ἐὰν ἕνας ἀνάξιος δοῦλος άρπάοη τἀ ἠνία τοῦ κράτους καὶ γίνη βασιλεύς, ὁπότε αὐτὸς καθίσταται ἀγέρωχοι; καὶ τυραννικὸς δεύτερον, ἐὰν ὁ ἀμυαλος χορτάση ἀπὸ φαγητά, ὁπότε, ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κυβερνηση τὸν ἑαυτόν του, θὰ σπάση λόγῳ τῆς λαιμαργίας καὶ τοῦ φόρτου τοῦ στομάχου·
23 καὶ οἰκέτις ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ. 23 Τρίτον· εάν μία δούλη διώξη την κυρίαν της από την οικίαν του συζύγου. Και τέταρτον εάν μία γυναίκα αξιομίσητος δια την διαγωγήν και τον χαρακτήρα της, πάρη σύζυγον εναρετον. 23 τρίτον͵ ἐὰν μία δούλη διώξη τὴν κυρίαν της ἀπὸ τὴν περιουσίαν της, ὁπότε γίνεται αὐθάδης καὶ ἀσυνείδητος- καὶ τέταρτον, ὅταν μία γυναῖκα δύστροπος καὶ μισητὴ διὰ τὴν κακίαν της τύχη νὰ πάρῃ καλὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον θὰ βασανίζῃ καὶ θὰ κατατυραννῇ.
24 τέσσαρα δὲ ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς, ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· 24 Τέσσερα είναι τα πιο μικρά από απόψεως σώματος επάνω εις την γην. Αυτά όμως είναι σοφώτερα και από τους σοφούς. 24 Τέσσαρα δὲ εἶναι τὰ πιὸ μικρά εἰς τὴν γῆν͵ αὐτά ὅμως εἶναι σοφώτερα καὶ συνετώτερα ἀπὸ τοῦς άνθριίιπους, ποῦ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των σοφούς. Εἶναι δὲ αὐτά:
25 οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ ἔστιν ἰσχὺς καὶ ἑτοιμάζονται θέρους τὴν τροφήν· 25 Πρώτον οι μύρμηκες, στους οποίους δεν υπάρχει αξιόλογος σωματική δύναμις, και όμως αυτοί σοφώτατα ετοιμάζουν κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν των δι' όλον το έτος. 25 Πρῶτον οἱ μύρμηκες, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ δὲν διαθέτουν μεγάλην μυϊκὴν δύναμιν, ἔχουν προβλεπτικότητα καὶ ἑτοιμάζουν κατὰ τὸ θέρος τὴν τροφήν των.
26 καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους· 26 Δεύτερον· οι ακανθόχοιροι, οι οποίοι δεν αποτελούν ομάδας ισχυράς, με όπλα αμύνης και επιθέσεως, και οι οποίοι εν τούτοις, έχουν κατά ένα τρόπον σοφόν εκλέξει ως κατοικίαν των τους βράχους, όπου ζουν ασφαλείς. 26 Δεύτερον οἱ χοιρογρύλλιοι, ὁμὰς ἀδυνάτων ζώων, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς ἐχθροὺς κατοικοῦν εἰς ἀποκρήμνους βράχους, ὅπου τρυπώνουν ἐν ὥρᾳ κινδύνου καὶ σώζονται.
27 ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς καὶ στρατεύει ἀφ᾿ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως· 27 Τρίτον· αι ακρίδες αι οποίαι δεν είναι ωργανωμέναι εις βασίλειον, δεν έχουν βασιλέα. Και όμως εκστρατεύουν με τάξιν εις τας επιδρομάς, που κάνουν, ώστε να νομίζη κανείς, ότι έχουν επικεφαλής ένα, που τους διατάσσει. 27 Τρίτον ή ἀκρίς, ἡ ὁποία δὲν ἔχει οὔτε βασιλέα οὔτε ἀρχηγὸν καὶ ἐν τούτοις ἐκστρατεύει μὲ τόσην τάξιν καὶ πειθαρχίαν, ὡσὰν νὰ κινῆται μὲ ἕνα γενικὸν παράγγελμα·
28 καὶ καλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέως. 28 Τέταρτον· η οικιακή σαύρα, το μολυντήρι, που στηρίζεται μόνον εις τας χείρας του είναι άοπλον και ευκολότατα καταβάλλεται και εν τούτοις κατοικεί εις τα ωχυρωμένα ανάκτορα του βασιλέως. 28 καὶ τέταρτον ὁ καλαβώτης (εἶδος ἀράχνης ἡ κατ’ ἄλλους εἶδος σαύρας), ὁ ὁποῖος στηρίζεται καὶ ἀναρριχᾶται μὲ τὰ πόδια του, ποὺ τὰ ͵χρησιμοποιεῖ σάν χέρια, καὶ ὁ ὁποῖος, ἐνῷ εἶναι τόσον εὔκολον νὰ ἑξοντωθῇ, ἐν τούτοις κατοικεῖ εἰς τὰ ώχυρωμένα ἀνάκτορα τῶν βασιλέων.
29 τρία δέ ἐστιν, ἃ εὐόδως πορεύεται, καὶ τέταρτον, ὃ καλῶς διαβαίνει· 29 Τρία ζώα υπάρχουν, τα οποία βαδίζουν με ασφάλειαν και μεγαλοπρέπειαν και τέταρτον, το οποίον επίσης κατά ωραίον τρόπον διαβαίνει. 29 Τρία δὲ ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον, τὰ ὁποῖα βαδίζουν εὔκολα καὶ ἀνεμπόδιστα. Ὑπάρχει καὶ τέταρτον, τὸ ὁποῖον πηγαινοέρχεται ἀρχοντικὰ καὶ ὡραῖα. Εἶναι δὲ αὐτά:
30 σκύμνος λέοντος ἰσχυρότερος κτηνῶν, ὃς οὐκ ἀποστρέφεται οὐδὲ καταπτήσσει κτῆνος, 30 Το μικρό ληοντάρι, το οποίον είναι ισχυρότερον από όλα τα ζώα και δεν γυρίζει πίσω προ ουδενός άλλου ζώου ούτε και φοβείται κανένα άλλο ζώον. 30 πρῶτον τὸ μικρὸ λεοντάράκι, τὸ δυνατώτερον καὶ ήγεμονικώτερον ζῶον μεταξύ τῶν θηρίων, τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ὸπισθοχωρεῖ, οὔτε φοβεῖται κανένα ἀπὸ τὰ ζῷα
31 καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος καὶ τράγος ἡγούμενος αἰπολίου καὶ βασιλεὺς δημηγορῶν ἐν ἔθνει. 31 Δεύτερον· ο πετεινός, όταν μάλιστα περιπατή γενναίος και μεγαλοπρεπής μεταξύ των ορνίθων. Τρίτον· ο τράγος όταν προπορεύεται του ποιμνίου. Τέταρτον και ωραιότερον· ο βασιλεύς όταν δημηγορή προς τον λαόν. 31 δεύτερον ὁ πετεινὸς, ποὺ βαδίζει ὑπερήφανα ἀνάμεσα εἰς τὰς ὄρνιθας καὶ εἶναι ἔτοιμος νὰ τὰς ὑπερασπίσῃ μὲ γενναιότητα ἀπὸ κάθε ἐπιδρομέα’ τρίτον ὁ τράγος, ὁ ὁποῖος, ὡς ἄλλος ἡγέτης μὲ πανοπλίαν τὰ κέρατα, βαδίζει ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ποιμνίου τῶν αἰγῶν κατὰ τρόπον ἐπιβλητικὸν καὶ ἐξουσιαστικὁν καὶ τέταρτον ὁ λαοφίλητος βασιλεύς, ποῦ ὁμιλεῖ καὶ καθοδηγεῖ τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος εἰναι συνηθροισμένος γύρω του.
32 ἐὰν πρόῃ σεαυτὸν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου μετὰ μάχης, ἀτιμασθήσῃ. 32 Εάν αφεθής εις διασκέδασιν τρώγων και πίνων και απλώσης απειλητικόν το χέρι σου προς συμπλοκήν με κάποιον άλλον, θα εξευτελισθής. 32 ᾽Εὰν ἀφήσης τὸν ἑαυτόν σου ἀσυγκράτητον κατὰ τὴν διάρκειαν κάποιας διασκεδάσεως καὶ πίῃς περισσότερον τοῦ κανονικοῦ καί ἂν άπλώσης τὸ χέρι σου κατὰ τῶν άλλων ἀπειλητικά, θὰ ἀτιμασθῇς καὶ θά δοκιμάσης πικρίαν.
33 ἄμελγε γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον· ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται αἷμα· ἐὰν δὲ ἐξέλκῃς λόγους, ἐξελεύσονται κρίσεις καὶ μάχαι. 33 Αρμεξε και κτύπησε το γάλα και θα βγάλης βούτυρον. Εάν πιέσης πολύ τον ρώθωνά σου, θα βγάλη αίμα. Ετσι, εάν αφήνης να βγαίνουν οπό το στόμα σου λόγοι απρεπείς και προκλητικοί, θα προέλθουν από αυτούς φιλονεικίαι, συμπλοκαί και δικαστικαί περιπέτειαι. 33 Ἄμελγε γάλα καὶ θὰ κάμης βούτυρον ἐὰν δὲ πιέζης τοὺς ρώθωνάς σου, θὰ βγῇ αἷμα καὶ ἐὰν βγἀζῃς ἀπὸ τὸ στόμα σου κακούς λόγους, θά γίνῃς προκλητικὸς καὶ θά γίνῃς αἰτία νἀ ἀρχίσουν ἀμέσως φιλονικίαι καί συμπλοκαί.
(Μασ. ΛΑ´, 1). Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ Θεοῦ, βασιλέως χρηματισμός, ὃν ἐπαίδευσεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. (Μασορ. ΛΑ' 1). Τα λόγιά μου αυτά έχουν λεχθή από τον Θεόν. Είναι αποκαλυπτικόν κήρυγμα ενός βασιλέως, τον οποίον επαιδαγώγησε κατά Θεόν η μητέρα του. (Μασορ. ΛΑ' 1). Τὰ λόγια μου αὐτὰ ἔχουν λεχθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὡς θεόπνευστα εἶναι ἀλάνθαστα. Εἶναι προφητικὴ ἀποκάλυψις, ἡ ὁποία ἔγινε εἰς βασιλέα, τὸν ὁποῖον διεπαιδαγώγησε κατὰ Θεὸν ἡ μητέρα του.
2 τί, τέκνον, τηρήσεις; τί; ρήσεις Θεοῦ. πρωτογενές, σοὶ λέγω, υἱέ· τί τέκνον ἐμῆς κοιλίας; τί τέκνον ἐμῶν εὐχῶν; 2 Τέκνον μου, τι πρέπει οπωσδήποτε να τηρήσης; Τι; Λογια Θεού. Πρωτοτόκόν μου τέκνον, εις σε απευθύνομαι και λέγω αυτά. Τι πρέπει να τηρήσης, παιδί των σπλάγχνων μου; Τι πρέπει να προσέχης εις την ζωήν σου, παιδί των προσευχών μου και των ταμάτων, που έχω κάμει προς τον Θεόν; Ακουσέ με. 2 Τί, παιδί μου ἀγαπημένο, τί θὰ φυλάξῃς; Τί; Λόγια Θεοῦ. Εἰς σέ, τὸ πρωτογέννητο παιδί μου, τὰ λέγω αὐτά. Τί, παιδί μου, ποὺ σὲ ἐβάστασα εἰς τὴν κοιλίαν μου, θὰ προσέξῃς; Τί, παιδί μου, διὰ τὸ ὁποῖον τόσας προσευχὰς καὶ ταξίματα ἔκαμα, θὰ φυλάξῃς; Ἄκουσε λοιπόν· θὰ φυλάξῃς τὰ ἀκόλουθα.
3 μὴ δῷς γυναιξὶ σὸν πλοῦτον, καὶ τὸν σὸν νοῦν καὶ βίον εἰς ὑστεροβουλίαν. 3 Μη παραδώσης και μη εμπιστευθής τον πλούτον σου εις γυναίκας, διότι ύστερα θα μεταμεληθής πικρά δια την κατασώτευσιν του νου και της περιουσίας σου. 3 Πρόσεχε ἀπὸ τὰς γυναῖκας- μἡ δίδῃς εἰς αὐτάς τὸν πλοῦτον καὶ τὸν νοῦν σου. Ἔσο ἐγκρατὴς καὶ μὴ παραδιίισῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς σκέψεις καὶ εἰς πράξεις, διὰ τὰς ὁποίας ὕστερα θὰ μετανοήσης.
4 μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ βουλῆς οἰνοπότει· οἱ δυνάσται θυμώδεις εἰσίν, οἶνον δὲ μὴ πινέτωσαν, 4 Κατόπιν πολλής ερεύνης και περισκέψεως να προχωρής εις την πραγματοποίησιν των έργων σου. Πινε οίνον, αλλά μετά συνέσεως. Πολλοί άρχοντες είναι ευερέθιστοι και θυμώδεις, δια τούτο ας μη πίνουν οίνον, 4 Ἀφοῦ σκεφθῇς καλά, κάμε κάθε τι, ποὺ πρόκειται νὰ ἐνεργήοης. Μὲ περίσκεψιν καὶ μὲ μέτρον νἀ πίνῃς οῖνον. Οἱ δυνάσται λόγῳ τῆς αὐταρχικότητός των είναι εὺέξαπτοι καί θυμώδεις· ἂς μὴ πίνουν λοιπὸν κρασί.
5 ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται τῆς σοφίας καὶ ὀρθὰ κρῖναι οὐ μὴ δύνωνται τοὺς ἀσθενεῖς. 5 ίνα μη πίνοντες και εις μέθην ερχόμενοι χάσουν την σύνεσιν και την ευθυκρισίαν και δεν είναι εις θέσιν να κρίνουν και να δικάσουν ορθώς και να αποδώσουν το δίκαιον στους αδυνάτους ανθρώπους. 5 Μήπως, ἀφοῦ πίουν καὶ μεθύσουν, λησμονήσουν τάς ὑποχρεώσεις των καὶ τὰς ἀπαιτήσεις, ποὺ ἔχει ἀπὸ αὐτοὺς ἡ θεία σοφία, καὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν νἀ κρίνουν ὀρθῶς καὶ νὰ ἀθωῶσουν τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀνυπερασπίστους.
6 δίδοτε μέθην τοῖς ἐν λύπαις καὶ οἶνον πίνειν τοῖς ἐν ὀδύναις, 6 Δώστε όμως ολίγον οίνον εις εκείνους, οι οποίοι ευρίσκονται υπό το κράτος πολλών θλίψεων και ας πίνουν ολίγον οίνον, όσοι κατέχονται από πόνους και οδύνας, 6 Δίδετε ὀλίγον κρασί εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν κυριευθῇ ἀπὸ μεγάλην λύπην καὶ πένθος, καὶ ἂς πίνουν ὀλίγον οἶνον ὅσοι βασανίζονται, διὰ νὰ καταπραϋνθοῦν οἱ πόνοι των,
7 ἵνα ἐπιλάθωνται τῆς πενίας καὶ τῶν πόνων μὴ μνησθῶσιν ἔτι. 7 δια να λησμονήσουν την πτωχείαν των και να μη ενθυμούνται πλέον τους πόνους των. 7 διὰ νὰ ξεχάσουν τὴν πτωχείαν των καὶ νὰ μὴ ἐνθυμοῦνται πλέον τοὺς πόνους των.
8 ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ, καὶ κρῖνε πάντας ὑγιῶς. 8 Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως. 8 Ἄνοιγε τὸ στόμα σου μὲ λόγον ἐκ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ δικάζῃς δικαίως, καὶ κρίνε ὅλους ὄχι αὐθαιρέτως, ἀλλὰ μὲ δικαιοσύνην καὶ ὀρθὴν ἀντίληψιν.
9 ἄνοιγε σὸν στόμα καὶ κρῖνε δικαίως, διάκρινε δὲ πένητα καὶ ἀσθενῆ. 9 Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως. 9 Ἄνοιγε τὸ στόμα σου καὶ βγάλε δικαίαν ἀπόφασιν καὶ κρίσιν ὀρθὴν καὶ κάμε διάκρισιν τοῦ πτωχοῦ καὶ τοῦ ἀδυνάτου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην προστάτου.