Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ιὼβ λέγει· 1 Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
2 ἕως τίνος ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν μου καὶ καθαιρεῖτέ με λόγοις; γνῶτε μόνον ὅτι ὁ Κύριος ἐποίησέ με οὕτως· 2 “έως πότε θα καταπονήτε την καρδίαν μου και θα με συντρίβετε με τα σκληρά σας λόγια; Μαθετε μόνον ότι ο Κυριος, και οχι αι πολλαί αμαρτίαι, με έφεραν εις αυτήν την κατάστασιν. 2 «Ἕως πότε θὰ κατακουράζετε καὶ θὰ καταθλίβετε τὴν ψυχήν μου καὶ ἕως πότε θὰ μὲ σκοτώνετε μὲ λόγια σκληρὰ καὶ ἀσυμπαθῆ; Τοῦτο μόνον μάθετε, ὅτι, ἐὰν πάσχω, ὁ Κύριος ἔκαμε νὰ ὑποφέρω ἔτσι.
3 καταλαλεῖτέ μου, οὐκ αἰσχυνόμενοί με ἐπίκεισθέ μοι. 3 Σεις με κατηγορείτε και καταφέρεσθε εναντίον μου, και χωρίς να εντρέπεσθε και να λυπήσθε δια την κατάστασίν μου, μου επιτίθεσθε. 3 Μὲ κατηγορεῖτε, καὶ δὲν ἐντρέπεσθε νὰ μὲ κατακρίνετε ἔτσι· ἀντὶ νὰ μὲ παρηγορῆτε, μὲ στενοχωρεῖτε καὶ μὲ πειράζετε.
4 ναὶ δὴ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐγὼ ἐπλανήθην, παρ᾿ ἐμοὶ δὲ αὐλίζεται πλάνος λαλῆσαι ρήματα, ἃ οὐκ ἔδει, τὰ δὲ ρήματά μου πλανᾶται καὶ οὐκ ἐπὶ καιροῦ. 4 Παραδέχομαι, έστω, και ομολογώ ότι εγώ επλανήθην. Κοντά μου μένει και συγκατοικεί αυτός, που με πλανά. Αυτός που με παρασύρει να λέγω λόγια, τα οποία δεν έπρεπε. Πλανημένα είναι τα λόγια μου, άκαιρα και απρεπή. 4 Ναὶ λοιπὸν ἔστω ὅτι ἐγὼ πράγματι ἐπλανήθην ἔχω δὲ πάντοτε πλησίον μου κατοικοῦντα αὐτὸν ποὺ μὲ πλανᾷ, καὶ μὲ παρασύρει νὰ εἴπω λόγια, ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἴπω, τὰ λόγιά μου δὲ πλανῶνται καὶ εἶναι ἀπρεπῆ καὶ ἄκαιρα.
5 ἔα δὲ ὅτι ἐπ᾿ ἐμοὶ μεγαλύνεσθε, ἐνάλλεσθε δέ μοι ὀνείδει. 5 Αλλά εδώ είναι και το ιδικόν σας σφάλμα. Διότι σεις υψώνεσθε και μεγαλύνετε τον εαυτόν σας εναντίον μου. Εφορμάτε κατ' εμού με τους ονειδισμούς σας. 5 Μπά! Τόσο μεγάλο εἶναι αὐτό! Διότι ὑψώνεσθε καὶ μεγαλώνετε τοὺς ἑαυτούς σας ἐναντίον μου, ἐφορμᾶτε δὲ κατ’ ἐμοῦ μὲ ὄνειδος καὶ κατηγορίαν.
6 γνῶτε οὖν ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ ταράξας, ὀχύρωμα δὲ αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμὲ ὕψωσεν. 6 Μαθετε, λοιπόν, ότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος με συνετάραξε με αυτάς τας θλίψεις. Υψωσε ολόγυρά μου οχυρωματικόν έργον, ώστε να μη μπορώ να εξέλθω από αυτό. 6 Μάθετε λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι αὐτός, ποὺ μὲ ἐτάραξεν, ὕψωσε δὲ αὐτὸς ὀχύρωμα ἀκατάβλητον ἐπ’ ἐμοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὰ βάσανά μου.
7 ἰδοὺ γελῶ ὀνείδει καὶ οὐ λαλήσω· κεκράξομαι, καὶ οὐδαμοῦ κρίμα. 7 Ιδού, λοιπόν, ότι και εγώ τώρα γελώ με τους ονειδισμούς σας και θα σιωπήσω. Δεν θα ομιλήσω. Αλλἀ και αν φωνάξω με όλην μου την δύναμιν, πουθενά δεν θα εύρω την δικαίωσίν μου. 7 Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ ἐγὼ γελῶ διὰ τὸ ὄνειδος, τὸ ὁποῖον μοῦ ἐπιρρίπτετε, μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι τοῦτο δὲν δικαιολογεῖται ἀπὸ τὰ πράγματα· δὲν θὰ ὁμιλήσω, διότι, καὶ ἂν φωνάξω, δὲν θὰ εὕρω πουθενὰ δικαίαν κρίσιν.
8 κύκλῳ περιῳκοδόμημαι, καὶ οὐ μὴ διαβῶ, ἐπὶ πρόσωπόν μου σκότος ἔθετο. 8 Ολόγυρά μου έχει υψωθή τείχος, το οποίον δεν ημπορύ να υπερβώ. Εμπρός εις τα μάτια μου έβαλεν ο Κυριος το σκοτάδι της δυστυχίας. 8 Εὑρίσκομαι τριγύρω κλεισμένος σὰν μέσα εἰς οἰκοδόμημα καὶ δὲν δύναμαι νὰ διαβῶ καὶ νὰ ἐξέλθω ἐξ αὐτοῦ· ἐμπρός μου ἔρριψεν ὁ Θεὸς σκότος, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῶ νὰ διακρίνω τίποτε μέσα στὴν φυλακήν μου.
9 τὴν δὲ δόξαν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐξέδυσεν, ἀφεῖλε δὲ στέφανον ἀπὸ κεφαλῆς μου. 9 Με απεγύμνωσεν από την δόξαν και το κύρος μου. Αφήρεσε από το κεφάλι μου τον στέφανον της υπολήψεώς μου. 9 Τὰ πλούτη μου καὶ τὰ τέκνα μου καὶ ὅλα, ὅσα ἀπετελοῦν τὴν δόξαν μου, μοῦ τὰ ἐπῆρε καὶ κυριολεκτικῶς μὲ ἔγδυσεν, ἀφήρεσε δὲ καὶ τὸ στέμμα, ποὺ ἐστόλιζε τὴν κεφαλήν μου.
10 διέσπασέ με κύκλῳ καὶ ᾠχόμην· ἐξέκοψε δὲ ὥσπερ δένδρον τὴν ἐλπίδα μου. 10 Εκοψεν ολόγυρά μου από όλας τας πλευράς κάθε σύνδεσμόν μου με τους άλλους ανθρώπους και ηναγκάσθην να φύγω, από εκεί που έμένα. Εκοψε δε και έρριξε κάτω ωσάν δένδρον την ελπίδα μου, δηλαδή τα παιδιά μου. 10 Μὲ κατέστρεψε δὲ ἀπὸ ὅλας τὰς πλευρὰς κυκλοτερῶς καὶ ἠναγκάσθην νὰ φύγω ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἔμενα ἔκοψε δὲ σύρριζα σὰν δένδρον τὰ παιδιά μου καὶ κάθε τι, ποὺ εἶχα μιὰ ἐλπίδα.
11 δεινῶς δέ μοι ὀργῇ ἐχρήσατο, ἡγήσατο δέ με ὥσπερ ἐχθρόν. 11 Επάνω εις την οργήν και τον θυμόν του με μετεχειρίσθη σκληρά. Με εθεώρησεν ως εχθρόν του. 11 Μὲ μετεχειρίσθη δὲ σκληρὰ μὲ ὀργὴν καὶ θυμόν, μὲ ἐθεώρησε δὲ σὰν ἐχθρόν του.
12 ὁμοθυμαδὸν δὲ ἦλθον τὰ πειρατήρια αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμοί, ταῖς ὁδοῖς μου ἐκύκλωσαν ἐγκάθετοι. 12 Ολαι μαζή αι δοκιμασίαι του έπεσαν επάνω μου. Οι επίβουλοι και οι εχθροί μου ευρήκαν ευκαιρίαν και περιεκύκλωσαν τους δρόμους της ζωής μου. 12 Ὅλα δὲ τὰ δοκιμαστήριά του καὶ τὰ τρομακτικὰ στρατεύματά του ἔπεσαν μαζὶ κατ’ ἐπάνω μου, τοὺς δρόμους δέ, εἰς τοὺς ὁποίους ἐβάδιζα, τοὺς ἐκύκλωσαν ἐπίβουλοι καὶ ἐνεδρευταί.
13 ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀδελφοί μου ἀπέστησαν, ἔγνωσαν ἀλλοτρίους ἢ ἐμέ· φίλοι δέ μου ἀνελεήμονες γεγόνασιν. 13 Οι αδελφοί μου και οι συγγενείς μου έφυγαν μακράν από εμέ. Εγνώρισαν και συνήψαν σχέσεις με ξένους και όχι με εμέ. Οι δε φίλοι μου έγιναν άσπλαγχνοι απέναντί μου. 13 Ἀπεμακρύνθησαν ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἀδελφοί μου καὶ συγγενεῖς μου· συνῆψαν γνωριμίας μὲ ξένους μᾶλλον παρά μὲ ἐμέ, οἱ δὲ φίλοι μου ἔγιναν ἀσυμπαθεῖς καὶ χωρὶς ἔλεος πρὸς ἐμέ.
14 οὐ προσεποιήσαντό με οἱ ἐγγύτατοί μου, καὶ οἱ εἰδότες μου τὸ ὄνομα ἐπελάθοντό μου. 14 Ανθρωποι που ήσαν πολύ κοντά μου και με θεωρούσαν ιδικόν των, δεν με προσοικειώθησαν πλέον και δεν με επλησίασαν. Και εκείνοι, οποίοι εγνώριζαν πολύ καλά το όνομά μου, με ελησμόνησαν. 14 Δὲν μὲ προσοικειώθησαν ὡς ἰδικόν των οἱ πάρα πολὺ πλησίον πρὸς ἐμέ, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐγνώριζαν τὸ ὄνομά μου, τὸ ἐξέχασαν.
15 γείτονες οἰκίας θεράπαιναί τέ μου, ἀλλογενὴς ἤμην ἐναντίον αὐτῶν. 15 Ξένος, αλλοεθνής έγινα στους γείτονάς μου και εις αυτάς ακόμη τας υπηρετρίας, που ειργάζοντο μέσα στο σπίτι μου. 15 Εἰς πρόσωπα γειτονικά, ποὺ ἐφιλοξενοῦντο στὸ σπίτι μου, καὶ εἰς ὑπηρετρίας μου ἤμην εἰς αὐτὰ καὶ ἀπέναντι αὐτῶν σὰν ξένος καὶ ἀλλόφυλος.
16 θεράποντά μου ἐκάλεσα, καὶ οὐχ ὑπήκουσε· στόμα δέ μου ἐδέετο. 16 Προσεκάλεσα τον άλλοτε υπηρέτην μου και δεν έδωσε σημασίαν εις την πρόσκλησίν μου. Δεν υπήκουσε. Ματαίως το στόμα μου τον παρακαλούσε προς κάποιαν βοήθειαν. 16 Ἐκάλεσα ὑπηρέτην μου να μὲ βοηθήσῃ καὶ δὲν ὑπήκουσε· τὸ στόμα μου δὲ τὸν παρεκάλει καὶ ἐκεῖνος δὲν ἤκουε.
17 καὶ ἱκέτευον τὴν γυναῖκά μου, προσεκαλούμην δὲ κολακεύων υἱοὺς παλλακίδων μου· 17 Ματαίως παρακαλούσα θερμώς τη γυναίκα μου. Προσκαλούσα με κολακευτικούς λόγους τα παιδιά των παλλακίδων μου και δεν μου έδιναν σημασίαν. 17 Καὶ παρεκάλουν ματαίως τὴν γυναῖκα μου, προσεκάλουν δὲ μὲ λόγους κολακευτικοὺς τὰ παιδιὰ τῶν δούλων μου·
18 οἱ δὲ εἰς τὸν αἰῶνά με ἀπεποιήσαντο· ὅταν ἀναστῶ, κατ᾿ ἐμοῦ λαλοῦσιν. 18 Ολοι αυτοί με απηρνήθησαν παντοτεινά. Οταν σηκωθώ δια να ζητήσω κάτι, η δια να τους ομιλήσω απλώς, αυτοί καταφέρονται εναντίον μου. 18 αὐτοὶ ὅμως μὲ ἠρνήθησαν ὁριστικῶς καὶ αἰωνίως· ὅταν δὲ σηκωθῶ διὰ νὰ τοὺς ὁμιλήσω μὲ καλοσύνην, αὐτοὶ λέγουν ἐναντίον μου.
19 ἐβδελύξαντό με οἱ ἰδόντες με· οὓς δὴ ἠγαπήκειν, ἐπανέστησάν μοι. 19 Με εσιχάθηκαν εξ αιτίας των δοκιμασιών μου και μάλιστα αυτής της ασθενείας μου, όλοι όσοι με είδαν. Εκείνοι δέ, τους οποίους είχα αγαπήσει, εξηγέρθησαν και εστράφησαν εναντίον μου. 19 Μὲ ἐσιχάθησαν λόγῳ τῶν πληγῶν μου, ὅσοι μὲ εἶδαν· ἐκεῖνοι δέ, τοὺς ὁποίους εἶχα ἀγαπήσει, ἐστράφησαν καὶ αὐτοὶ ἐναντίον μου.
20 ἐν δέρματί μου ἐσάπησαν αἱ σάρκες μου, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἐν ὀδοῦσιν ἔχεται. 20 Αι σάρκες μου στο δέρμα και κάτω από το δέρμα εσάπησαν. Τα ούλα μου διεβρώθησαν και τα δόντια μου συνδέονται αμέσως με τα κόκκαλά μου. 20 Μέσα εἰς τὸ δέρμα μου ἐσάπησαν αἱ σάρκες μου, εἰς τρόπον ὥστε τὸ δέρμα μου ἐκόλλησεν εἰς τὰ ὀστᾶ μου, εἰς τὸ στόμα μου δὲ τὰ ὀστᾶ μου συνδέονται ἀμέσως μὲ τοὺς ὀδόντάς μου, διότι καὶ αὐτὰ τὰ οὖλα μου ἠφανίσθησαν.
21 ἐλεήσατέ με, ἐλεήσατέ με, ὦ φίλοι, χεὶρ γὰρ Κυρίου ἡ ἁψαμένη μού ἐστι. 21 Λυπηθήτε με, λυπηθήτε με και σπλαγχνισθήτε με σεις, οι φίλοι μου. Το χέρι του Κυρίου είναι αυτό, το οποίον έπεσε βαρύ επάνω μου και με εκτύπησε. 21 Λυπηθῆτε με, λυπηθῆτε με καὶ δείξατε συμπάθειαν, ὡ φίλοι.Διότι ἡ παντοδύναμος χεὶρ τοῦ Κυρίου, αὐτὴ μὲ ἐγγίζει καὶ μὲ τιμωρεῖ.
22 διατί με διώκετε ὥσπερ καὶ ὁ Κύριος; ἀπὸ δὲ σαρκῶν μου οὐκ ἐμπίπλασθε; 22 Διατί και σεις με καταδιώκετε, όπως και ο Κυριος; Δεν χορταίνετε από το θέαμα των σαπισμένων μου σαρκών; 22 Διατὶ μὲ καταδιώκετε καὶ σεῖς, ὅπως καὶ ὁ Κύριος; Δὲν χορταίνετε ἀπὸ τὰς σαπισμένς σάρκας μου, ἀλλὰ θέλετε νὰ καταπληγώνετε καὶ τὴν ψυχήν μου;
23 τίς γὰρ ἂν δοίη γραφῆναι τὰ ρήματά μου, τεθῆναι δὲ αὐτὰ ἐν βιβλίῳ εἰς τὸν αἰῶνα; 23 Ποιός, τάχα, θα ευρεθή να γράψη τα λόγια μου αυτά, να τα θέση μέσα στο βιβλίον και να διαφυλαχθούν εκεί αιωνίως; 23 Ἀλλα σεῖς σιωπᾶτε.Καὶ ὅσα θὰ εἴπω, θὰ τὰ πάρῃ ὁ ἀέρας.Διότι, ποῖος θὰ μοῦ ἔδιδε τὸ μέσον νὰ γραφοῦν τὰ λόγια μου αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω, νὰ τεθοῦν δὲ ταῦτα ἐντὸς βιβλίου καὶ νὰ διαφυλαχθοῦν ἐκεῖ αἰωνίως;
24 ἐν γραφείῳ σιδηρῷ καὶ μολίβῳ ἢ ἐν πέτραις ἐγγλυφῆναι; 24 Να γραφούν με σιδερένια η μολύβδινη γραφίδα, να χαραχθούν επάνω εις τας πέτρας; 24 Ἢ διὰ γραφίδος σιδηρᾶς καὶ μολυβδίνης νὰ γραφοῦν ἢ νὰ ἐγγλυφοῦν καὶ ἐγχαραχθοῦν εἰς πέτρας;
25 οἶδα γὰρ ὅτι ἀένναός ἐστιν ὁ ἐκλύειν με μέλλων ἐπὶ γῆς, 25 Θέλω να γραφούν και να μείνουν αυτά, διότι αιώνιος είναι εκείνος, ο οποίος μέλλει να με ελευθερώση από τα δείνα της επιγείου μου αυτής ζωής. 25 Θέλω νὰ γραφοῦν, διότι ἠξεύρω καλά, ὅτι εἶναι αἰώνιος Ἐκεῖνος, ποὺ μέλλει νὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτά, καὶ θὰ ἤθελα ὅλαι αἱ γενεαὶ νὰ μάθουν τὴν ἀπολύτρωσίν μου αὐτήν.
26 ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη, 26 Θα αναστήση το σώμα μου, το οποίον γεύεται εξαντλητικώς όλα αυτά τα δεινά. Διότι από τον Κυριον και παντοδύναμον Θεόν θα συντελεσθή αυτή η ανάστασις. 26 Ἠξεύρω, ὅτι θὰ ἀναστήσῃ τὸ δέρμα μου, ποὺ τραβᾷ καὶ βαστάζει ταῦτα, διότι παρὰ τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου δυνατοῦ, ἡ ἀνάστασις αὐτὴ θὰ συντελεσθῇ.
27 ἃ ἐγὼ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι, ἃ ὁ ὀφθαλμός μου ἑώρακε καὶ οὐκ ἄλλος, πάντα δέ μοι συντετέλεσθαι ἐν κόλπῳ. 27 Αυτά τα οποία εγώ μέσα μου γνωρίζω πολύ καλά, τα γνωρίζω με το μάτι της ψυχής. Τα βλέπει ο οφθαλμός της πίστεως και κανείς άλλος. Ολα δε αυτά τα θεωρώ ήδη πραγματοποιηθέντα με την ελπίδα, που μου δίδει η πίστις μου, η οποία αναπαύεται εις την καρδίαν μου. 27 Ταῦτα δέ, ποὺ ἐλπίζω, ἐγὼ μὲ μόνον τὸν ἑαυτόν μου τὰ γνωρίζω, τὰ ὁποῖα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος ἔχω ἴδει, καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν τὰ εἶδεν, ὅλα δὲ αὐτὰ ἔχουν δι’ ἐμὲ συντελεσθῇ διὰ τῆς ἐλπίδος, ἡ ὁποία τρέφεται εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μου.
28 εἰ δὲ καὶ ἐρεῖτε· τί ἐροῦμεν ἔναντι αὐτοῦ; καὶ ρίζαν λόγου εὑρήσομεν ἐν αὐτῷ· 28 Εάν όμως και κατόπιν αυτών, που σας απεκάλυψα, μου πήτε· Τι θα είπωμεν τώρα εναντίον του και ποίαν αιτίαν κατηγορίας θα εύρωμεν εις αυτόν; 28 Ἐὰν δὲ καὶ μεθ’ ὅλα, ὅσα σᾶς εἶπα στηρίζων τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, εἴπητε σεῖς; Τί θὰ εἴπωμεν τώρα κατ’ αὐτοῦ; Καὶ ποίαν αἰτίαν κατηγορίας θὰ εὕρωμεν εἰς αὐτόν;
29 εὐλαβήθητε δὴ καὶ ὑμεῖς ἀπὸ ἐπικαλύμματος, θυμὸς γὰρ ἐπ᾿ ἀνόμους ἐπελεύσεται, καὶ τότε γνώσονται ποῦ ἐστιν αὐτῶν ἡ ὕλη. 29 Εγώ σας λέγω, φοβηθήτε, λοιπόν, και σεις κάτι το άγνωστον και αποκεκρυμμένον, διότι ο θυμός του Κυρίου επέρχεται εναντίον των ασεβών και των παρανόμων και τότε αυτοί θα μάθουν καλά, που είναι τα υλικά αγαθά, επί των οποίων εστήριξαν την ευτιχίαν των. 29 Φοβήθητε λοιπὸν καὶ σεῖς ἀπὸ τῆς προστασίας, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς καλύπτει καὶ σκεπάζει τοὺς ἀδικουμένους.Φοβήθητε, διότι θυμὸς θὰ ἐπέλθῃ κατὰ τῶν ἀνόμων καὶ τότε θὰ μάθουν αὐτοὶ ποὺ εἶναι τὰ ὑλικά των ἀγαθὰ καὶ ἡ ὑλική των εὐτυχία».