Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Γ' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ δέ τις ἀνὴρ ἐπίσημος τῶν ἀπὸ τῆς χώρας ἱερέων, ἐν πρεσβείῳ τὴν ἡλικίαν ἤδη λελογχὼς καὶ πάσῃ τῇ κατὰ τὸν βίον ἀρετῇ κεκοσμημένος, τοὺς περὶ αὐτὸν καταστείλας πρεσβυτέρους ἐπικαλεῖσθαι τὸν ἅγιον Θεὸν προσηύξατο τάδε· 1 Ενας δε ανήρ, επίσημος μεταξύ των ιερέων, των από της Αιγύπτου, Ελεάζαρος ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν ήδη προχωρήσει εις την γεροντικήν ηλικίαν και ήτο στολισμένος καθ' όλον του τον βίον με κάθε αρετήν, συνέστησεν στους πρεσβυτέρους να σταματήσουν δεόμενοι προς τον άγιον Θεόν και αυτός προοηυχήθη ως εξής· 1 Τότε ὅμως κάποιος ὀνομαζόμενος Ἐλεάζαρος, ἄνδρας ἐπίσημος μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἱερέων τῆς Αἰγυπτιακῆς ὑπαίθρου, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἤδη φθάσει εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν καὶ ἐστολίζετο μὲ κάθε ἀρετὴν καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ συνέστησεν εἰς τοὺς περὶ αὐτὸν πρεσβυτέρους νὰ σταματήσουν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸν ἅγιον Θεόν, προσηυχήθη ὡς ἀκολούθως:
2 βασιλεῦ μεγαλοκράτωρ, ὕψιστε, παντοκράτωρ Θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ἐν οἰκτιρμοῖς κτίσιν, 2 “Βασιλεύ παντοδύναμε, Υψιστε Θεέ παντοκράτωρ, συ που με το έλεός σου κυβερνάς όλην την δημιουργίαν, 2 Βασιλεῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχεις μεγάλην ἰσχὺν καὶ δύναμιν, Ὕψιστε, Σὺ ὁ Ὁποῖος εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, Σύ, Θεέ, ὁ Ὁποῖος κυβερνᾷς ὅλην τὴν δημιουργίαν μὲ συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν,
3 ἔπιδε ἐπὶ ῾Αβραὰμ σπέρμα, ἐπὶ ἡγιασμένου τέκνα ᾿Ιακώβ, μερίδος ἡγιασμένης σου λαὸν ἐν ξένῃ γῇ ξένον ἀδίκως ἀπολλύμενον, πάτερ. 3 ρίξε σπλαγχνικόν βλέμμα εις ημάς τους απογόνους του Αβραάμ, εις τα παιδιά του εκλεκτού σου Ιακώβ, εις την ηγιασμένην υπό σου αυτήν μερίδα του λαού, που ξένος ευρίσκεται εις ξένην γην, και η οποία αποθνήσκει αδίκως, ω πάτερ. 3 κύτταξε μὲ προσοχὴν καὶ ρίψε τὸ πλῆρες οἰκτιρμῶν καὶ συμπαθείας βλέμμα Σου εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τὰ παιδιὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ καὶ ἁγιασμένου Ἰακώβ, εἰς τὸν λαὸν τῆς ἐκλεκτῆς καὶ ἁγιασμένης μερίδος Σου, ὁ ὁποῖος χάνεται καὶ ἀφανίζεται ἀδίκως ὡς ξένος εἰς ξένην χώραν.Ὤ, Πάτερ,
4 σὺ Φαραὼ πληθύνοντα ἅρμασι, τὸν πρὶν Αἰγύπτου ταύτης δυνάστην, ἐπαρθέντα ἀνόμῳ θράσει καὶ γλώσσῃ μεγαλορρήμονι, σὺν τῇ ὑπερηφάνῳ στρατιᾷ ποντοβρόχους ἀπώλεσας, φέγγος ἐπιφάνας ἐλέους ᾿Ισραὴλ γένει. 4 Συ, τον Φαραώ με τα πλήθη των πολεμικών αρμάτων του, ο οποίος ήτο πριν βασιλεύς αυτής της Αιγύπτου και υπερηφανεύθη με παράνομον θράσος και με μεγαλορρήμονα γλώσσαν, τον κατέστρεψες μαζή με την αλαζονικήν στρατιάν του, τους έπνιξες εις την θάλασσαν, ενώ εξ αντιθέτου ανέτειλες και εδώρισες φως του ελέους σου στο γένος των Ισραηλιτών. 4 Σὺ τὸν Φαραώ, τὸν πρώην ἐξουσιαστὴν καὶ κυβερνήτην αὐτῆς τῆς Αἰγύπτου, μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν πολεμικῶν του ἁρμάτων, ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθη διὰ τῆς παρανόμου αὐθαδείας καὶ προπετείας του καὶ τῆς γλώσσης, ἡ ὁποία λαλεῖ μεγάλα καὶ ἀλαζονικὰ λόγια, τὸν κατέστρεψες μαζὶ μὲ τὸ ὑπερήφανον στράτευμά του, μὲ τὸ νὰ τοὺς καταποντίσῃς καὶ τοὺς πνίξῃς εἰς τὸ πέλαγος (τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν).Καὶ ἔτσι ἔκαμες ὥστε νὰ φανερωθῇ καὶ νὰ ἀνατείλῃ τὸ φῶς τοῦ ἐλέους Σου εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος.
5 σὺ τὸν ἀναριθμήτοις δυνάμεσι γαυρωθέντα Σενναχηρείμ, βαρὺν ᾿Ασσυρίων βασιλέα, δόρατι τὴν πᾶσαν ὑποχείριον ἤδη λαβόντα γῆν καὶ μετεωρισθέντα ἐπὶ τὴν ἁγίαν σου πόλιν, βαρέα λαλοῦντα κόμπῳ καὶ θράσει σύ, Δέσποτα, ἔθραυσας, ἔκδηλον δεικνὺς ἔθνεσι πολλοῖς τὸ σὸν κράτος. 5 Συ, τον φοβερόν βασιλέα των Ασσυρίων, τον Σενναχηρείμ, ο οποίος είχεν υπερηφανευθή δια τας αναριθμήτους του στρατιωτικάς δυνάμεις και είχεν ήδη υποτάξει δια του δόρατός του όλην την γην εις τα χέρια του, επειδή αλαζονεύθηκε εναντίον της αγίας σου πόλεως, της Ιερουσαλήμ, εκστομίζων λόγους ασεβείς κατ' αυτής με θράσος και αλαζονείαν, συ, Δέσποτα, συνέτριψες και αυτόν δείξας έτσι ολοφάνερον την δύναμίν σου εις πολλά έθνη. 5 τὸν Σενναχηρείμ, τὸν σκληρόν, φοβερὸν καὶ τυραννικὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπερηφανευθῆ καὶ ἐκαυχᾶτο φουσκωμένος διὰ τὶς ἀναρίθμητες στρατιωτικές του δυνάμεις· ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὑπέταξεν ἤδη καὶ ὑπεδούλωσεν ὅλην τὴν γῆν μὲ τὸ δόρυ του, εἶχεν ἐπαρθῆ καὶ ὑπερηφανευθῆ ἐναντίον τῆς ἁγίας Σου πόλεως, τῆς Ἱερουσαλήμ, μὲ τὸ νὰ ἐκστομίζῃ σκληροὺς καὶ ἀσεβεῖς λόγους μὲ ἀλαζονείαν καὶ κομπασμὸν καὶ μὲ αὐθάδειαν καὶ προπέτειαν, Σύ, Δέσποτα, τὸν συνέτριψες καὶ τὸν ἐτσάκισες.Ἔτσι δι' ὅλων αὐτῶν κατέστησες γνωστὴν καὶ ὁλοφάνερον μὲ τρόπον ἐπίσημον τὴν δύναμίν Σου εἰς πολλὰ ἔθνη.
6 σὺ τοὺς κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν τρεῖς ἑταίρους, πυρὶ τὴν ψυχὴν αὐθαιρέτως δεδωκότας εἰς τὸ μὴ λατρεῦσαι τοῖς κενοῖς, διάπυρον δροσίσας κάμινον ἐρρύσω μέχρι τριχὸς ἀπημάντους, φλόγα πᾶσιν ἐπιπέμψας τοῖς ὑπεναντίοις. 6 Συ, δια τους τρεις φίλους παίδας, που ευρίσκοντο εις την Βαβυλωνίαν, οι οποίοι εκουσίως παρέδωσαν την ζωήν των στο πυρ, δια να μη λατρεύσουν τα μάταια είδωλα, εδρόσισες την κατακαιομένην κάμινον και τους απήλλαξες και τους διεφύλαξες αβλαβείς μέχρι και της τριχός της κεφαλής των, απέστειλες δε την φλόγα σου εναντίον όλων εκείνων, που ήσαν εχθροί των και ευρίσκοντο πλησίον της καμίνου. 6 Σὺ τοὺς τρεῖς συντρόφους (τοὺς τρεῖς Παῖδας), ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Βαβυλῶνα, οἱ ὁποῖοι ἐλεύθερα καὶ μὲ τὴν θέλησίν των παρέδωσαν τὴν ζωήν των εἰς τὴν φωτιά, διὰ νὰ μὴ προσκυνήσουν καὶ λατρεύσουν τὰ μάταια καὶ κούφια εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα, ἀφοῦ ἐδρόσισες τὸ πολὺ πυρωμένον καμίνι, τοὺς διέσωσες ἀβλαβεῖς καὶ ἀκεραίους μέχρι καὶ τῆς τριχὸς καὶ ἔστειλες τὴν φλόγα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν των, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸ καμίνι.
7 σὺ τὸν διαβολαῖς φθόνου λέουσι κατὰ γῆς ριφέντα θηρσὶ βορὰν Δανιὴλ εἰς φῶς ἀνήγαγες ἀσινῆ, 7 Συ έσωσες και έβγαλες αβλαβή στο φως της ημέρας τον Δανιήλ, ο οποίος εξ αιτίας συκοφαντιών από φθόνον προερχομένων, ερρίφθη στους λέοντας εντός σκοτεινού λάκκου, δια να χρησιμεύση ως τροφή αυτών. 7 Σὺ τὸν προφήτην Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ συκοφαντίες, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ φθόνον, ἐρρίφθη κάτω εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων ὡς τροφὴ τῶν ἀγρίων θηρίων (τῶν λεόντων), τὸν ἔσωσες καὶ τὸν ἀνέβασες ἀπὸ τὸν σκοτεινὸν λάκκον εἰς τὸ φῶς ἀβλαβῆ καὶ ἀνέπαφον.
8 τόν τε βυθοτρεφοῦς ἐν γαστρὶ κήτους ᾿Ιωνᾶν τηκόμενον ἀφειδῶς ἀπήμαντον πᾶσιν οἰκείοις ἀνέδειξας, πάτερ. 8 Συ, Πατερ, τον Ιωνάν, ο οποίος ερρίφθη εις την κοιλίαν του στους βυθούς των θαλασσών ζώντος και τρεφομένου κήτους, ενώ είχε καταβροχθισθή χωρίς οίκτον, τον ανέσυρες αβλαβή προς χάριν όλων των οικείων του. 8 Καὶ τὸν Ἰωνᾶν, ὁ ὁποῖος ἔλειωνε ἀφειδῶς, χωρὶς νὰ τὸν λυπᾶται κανείς, εἰς τὴν κοιλία τοῦ μεγάλου κήτους, τὸ ὁποῖον τὸν ἐκατάπιε καὶ τὸ ὁποῖον ἐτρέφετο εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, Σύ, Πάτερ, τὸν ἔσωσες καὶ τὸν ἐφανέρωσες εἰς ὅλους τοὺς οἰκείους του ἀβλαβῆ καὶ ἀκέραιον.
9 καὶ νῦν μίσυβρι, πολυέλεε, τῶν ὅλων σκεπαστά, τὸ τάχος ἐπιφάνηθι τοῖς ἀπὸ ᾿Ισραὴλ γένους, ὑπὸ δὲ ἐβδελυγμένων ἀνόμων ἐθνῶν ὑβριζομένοις. 9 Και τώρα συ, Κυριε, ο οποίος μισείς την υπερηφάνειαν, πολυέλεε, προστάτα όλων, ταχέως κάμε την εμφάνισίν σου στους ανθρώπους, οι οποίοι κατάγονται από το γένος του Ισραήλ και οι οποίοι από βδελυρούς και ανόμους ειδωλολάτρας υβρίζονται. 9 Καὶ τώρα Σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος μισεῖς τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἔπαρσιν, Πολυέλεε, Ὑπερασπιστὰ καὶ Προστάτα ὅλων, κάμε τὸ ταχύτερον φανερὸν τὸν ἑαυτόν Σου εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οἱ ὁποῖοι περιφρονοῦνται καὶ περιϋβρίζονται ἀπὸ σιχαμερὰ καὶ παράνομα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.
10 εἰ δὲ ἀσεβείαις κατὰ τὴν ἀποικίαν ὁ βίος ἡμῶν ἐνέσχηται, ρυσάμενος ἡμᾶς ἀπὸ ἐχθρῶν χειρός, ὡς προαιρῇ, Δέσποτα, ἀπόλεσον ἡμᾶς μόρῳ. 10 Εάν όμως ο βίος μας κατά το διάστημα της απομακρύνσεώς μας από την Ιερουσαλήμ είναι πλήρης ασεβειών, απάλλαξέ μας από τας χείρας των εχθρών μας και συ, Δέσποτα, θανάτωσέ μας όπως προτιμάς. 10 Ἐὰν δὲ ἡ ζωή μας, κατὰ τὴν περίοδον τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔχῃ περιπλεχθῆ καὶ ζυμωθῆ μὲ ἀσέβειαν καὶ ἀνευλάβειαν, γλίτωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν καὶ κατάστρεψέ μας Σύ, Δέσποτα, μὲ ὁποῖον κλῆρον (θάνατον) προτιμᾷς.
11 μὴ τοῖς ματαίοις οἱ ματαιόφρονες εὐλογησάτωσαν ἐπὶ τῇ τῶν ἠγαπημένων σου ἀπωλείᾳ λέγοντες· οὐδὲ ὁ Θεὸς αὐτῶν ἐρρύσατο αὐτούς. 11 Και τούτο, δια να μη δοξολογήσουν οι ματαιόφρονες αυτοί ειδωλολάτραι τα είδωλά των, εις τα οποία θα θελήσουν να αποδώσουν την καταστροφήν των ηγαπημένων από σε ανθρώπων. Δια να μη λέγουν, ότι ούτε ο Θεός των δεν τους εγλύτωσε. 11 Μὴ ἐπιτρέψῃς, ὥστε οἱ ἀνόητοι εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν μάταια, νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξάσουν τὰ ψευδῆ καὶ ἄχρηστα εἴδωλα διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ ἀγαπημένου λαοῦ Σου, λέγοντες: (Οὔτε καὶ αὐτὸς ὁ Θεός των δὲν τοὺς ἔσωσεν!
12 σὺ δὲ ὁ πᾶσαν ἀλκὴν καὶ δυναστείαν ἔχων ἅπασαν, αἰώνιε, νῦν ἔπιδε· ἐλέησον ἡμᾶς τοὺς καθ᾿ ὕβριν ἀνόμων ἀλόγιστον ἐκ τοῦ ζῆν μεθιστανομένους ἐν ἐπιβούλων τρόπῳ. 12 Συ, αιώνιε Θεέ, που έχεις πάσαν δύναμιν και πάσαν ισχύν ρίψε τώρα το βλέμμα σου εις ημάς. Ελέησε ημάς, οι οποίοι πρόκειται να θανατωθώμεν, όπως θανατώνονται οι κακούργοι, από ανθρώπους, που είναι υπερήφανοι, παράνομοι και απερίσκεπτοι. 12 Ἀλλὰ Σύ, ὁ Ὁποῖος ἔχεις ὅλην τὴν δύναμιν καὶ ὅλην τὴν ἀπόλυτον καὶ δυναστικὴν ἐξουσίαν Σύ, αἰώνιε Θεέ, ρίψε τώρα προσεκτικὰ τὸ βλέμμα Σου ἐπάνω μας.Ἐλέησε ἠμᾶς, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύομεν πλέον νὰ μετατεθῶμεν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν εἰς τὴν ἄλλην, ἀπὸ τὴν ἀστόχαστον, παράφρονα καὶ ἀναίσθητον αὐθάδειαν καὶ θρασύτητα ἀνθρώπων παρανόμων, καὶ να ἀποθάνωμεν, ὅπως ἀποθνήσκουν οἱ κακοῦργοι καὶ οἱ προδόται.
13 πτηξάτω δὲ ἔθνη σὴν δύναμιν ἀνίκητον σήμερον, ἔντιμε, δύναμιν ἔχων ἐπί σωτηρίᾳ ᾿Ιακὼβ γένους. 13 Ας τρομάξουν, και κατατρομαγμένα ας συμμαζευθούν σήμερον τα έθνη ενώπιον της ακατανίκητου δυνάμεώς σου, έντιμε Κυριε, Συ ο οποίος έχεις ακατανίκητον την δύναμιν, δια να σώσης το γένος του Ιακώβ. 13 Ἂς τρομάξουν καὶ ἂς ζαρώσουν ἀπὸ φόβον σήμερα οἱ ἐθνικοὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν σου, ἔνδοξε καὶ ἄξιε πάσης τιμῆς, Σύ, ὁ ὁποῖος ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ σώσῃς τὸ ἔθνος τοῦ Ἰακώβ (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Σύ, ὁ ὁποῖος εἰργάσθης μεγάλα καὶ θαυμαστὰ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἔθνους τοῦ Ἰακώβ).
14 ἱκετεύει σε τὸ πᾶν πλῆθος τῶν νηπίων καὶ οἱ τούτων γονεῖς μετὰ δακρύων. 14 Σε ικετεύει όλον τούτο το πλήθος των νηπίων και οι γονείς αυτών μετά δακρύων. 14 Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν Σὲ ἱκετεύει ὅλον αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν νηπίων καὶ οἱ γονεῖς των μὲ δάκρυα.
15 δειχθήτω πᾶσιν ἔθνεσιν, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἶ, Κύριε, καὶ οὐκ ἀπέστρεψας τὸ πρόσωπόν σου ἀφ᾿ ἡμῶν, ἀλλὰ καθὼς εἶπας ὅτι οὐδ᾿ ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν ὄντων ὑπερεῖδες αὐτούς, οὕτως ἐπιτέλεσον, Κύριε. 15 Ας φανή, Κυριε, εις όλα τα έθνη, ότι είσαι μαζή μας και δεν απέστρεψες το πρόσωπόν σου από ημάς, αλλά, όπως άλλοτε υπεσχέθης ότι δεν θα μας παραβλέψης, όταν ευρισκώμεθα εις την χώραν των εχθρών μας, πράξε τούτο και τώρα, Κυριε”. 15 Ἂς φανῇ εἰς ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς ὅτι Σύ, Κύριε, εἶσαι μαζί μας καὶ δὲν ἔστρεψες ἀλλοῦ μὲ ἀδιαφορίαν τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ ἡμᾶς· ἀλλ’ ὅπως ὑπεσχέθης, ὅτι (ἀκόμη καὶ τότε, ποὺ εὑρίσκοντο τιμωρημένοι εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των, δὲν ἔδειξα περιφρόνησιν πρὸς αὐτούς), ἔτσι πραγματοποίησε καὶ τώρα τὴν ὑπόσχεσίν Σου, Κύριε.
16 Τοῦ δὲ ᾿Ελεαζάρου λήγοντος ἄρτι τῆς προσευχῆς, ὁ βασιλεὺς σὺν τοῖς θηρίοις καὶ παντὶ τῷ τῆς δυνάμεως φρυάγματι κατὰ τὸν ἱππόδρομον παρῆγε. 16 Αμέσως, μόλις ετελείωσε την προσευχήν του ο Ελεάζαρος, εισώρμησεν ο βασιλεύς μαζή με τα θηρία και με όλον τον φρυαττόμενον στρατόν του στο ιπποδρόμιον. 16 Μόλις δὲ ὁ Ἐλεάζαρος ἐτελείωσε τὴν προσευχήν του, ὁ βασιλιᾶς μαζὶ μὲ τοὺς ἐξαγριωμένους ἐλέφαντες καὶ μὲ ὅλον τὸ γεμᾶτον αὐθάδειαν καὶ ὑπεροψίαν καὶ ἀφηνιασμένον στράτευμά του ἔφθασεν εἰς τὸν ἱππόδρομον.
17 καὶ θεωρήσαντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι μέγα εἰς οὐρανὸν ἀνέκραξαν, ὥστε καὶ τοὺς παρακειμένους αὐλῶνας συνηχήσαντας ἀκατάσχετον οἰμωγὴν ποιῆσαι παντὶ τῷ στρατοπέδῳ. 17 Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν αυτά, ανέκραξαν με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν, ώστε αντήχησαν αι πλησίον κοιλάδες και ηκούσθη εις όλον το στρατόπεδον του Πτολεμαίου ασυγκράτητος θρήνος, 17 Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν ὅλα αὐτά, ἐφώναξαν μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν πρὸς τὸν οὐρανόν, τὸν Θεόν, ὥστε καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ γειτονικὲς κοιλάδες ἀντήχησαν καὶ ἀντιλάλησαν τὸν ἴδιον ἦχον καὶ τὴν δυνατὴν κραυγήν των· τοῦτο δὲ ἐδημιούργησεν ἀκράτητον καὶ ἀσταμάτητον ὀδυρμόν, κλαυθμὸν μὲ ἀναστεναγμοὺς καὶ τρόμον εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον.
18 τότε ὀ μεγαλόδοξος παντοκράτωρ καὶ ἀληθινὸς Θεός, ἐπιφάνας τὸ ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον, ἠνέῳξε τὰς οὐρανίους πύλας, ἐξ ὧν δεδοξασμένοι δύο φοβεροειδεῖς ἄγγελοι κατέβησαν φανεροὶ πᾶσι, πλὴν τοῖς ᾿Ιουδαίοις, 18 τότε ο άπειρος κατά την δόξαν, και παντοδύναμος και αληθινός Θεός, κατέστησεν ολοφάνερον την αγίαν αυτού δύναμιν, διότι ήνοιξε τας πύλας του ουρανού και κατέβησαν από αυτούς δύο ολόλαμπροι, αλλά και φοβεροί κατά την μορφήν, άγγελοι, τους οποίους έβλεπον όλοι οι άλλοι πλην των Ιουδαίων. 18 Τότε ὁ ἀπείρως ἔνδοξος παντοκράτωρ καὶ ἀληθινὸς Θεὸς ἐπενέβη καὶ ἐφανέρωσε κατὰ τρόπον θαυμαστὸν τὸ εὐμενὲς καὶ ἅγιον πρόσωπόν του καὶ ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατέβησαν δύο ἄγγελοι ὁλόλαμπροι, φοβεροὶ εἰς τὴν ὄψιν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν φανεροὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
19 καὶ ἀντέστησαν καὶ τὴν δύναμιν τῶν ὑπεναντίων ἐπλήρωσαν ταραχῆς καὶ δειλίας καὶ ἀκινήτοις ἔδησαν πέδαις. 19 Αυτοί αντεστάθησαν εις την επιδρομήν των θηρίων και εγέμισαν από φόβον και ταραχήν την στρατιωτικήν δύναμιν των εχθρών και σαν με σιδερένια δεσμά τους έδεσαν και τους έκαμαν ακινήτους. 19 Οἱ δύο αὐτοὶ ἄγγελοι ἐστάθησαν ἀντιμέτωποι τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ, τὸν ὁποῖον ἐγέμισαν ἀπὸ σύγχυσιν καὶ τρόμον, ἔδεσαν τοὺς στρατιῶτες μὲ στερεὰ καὶ ἀτράνταχτα δεσμὰ καὶ τοὺς ἀκινητοποίησαν.
20 καὶ ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῦ βασιλέως σῶμα ἐγενήθη καὶ λήθη τὸ θράσος αὐτοῦ τὸ βαρύθυμον ἔλαβε. 20 Και αυτού του βασιλέως το σώμα, εκυριεύθη από φρίκην, ώστε αυτός ελησμόνησε τον άγριον του θυμόν. 20 Μεγάλος δὲ τρόμος, ἀνατριχίλα καὶ φρίκη ἐκυρίευσε καὶ τὸ σῶμα τοῦ βασιλιᾶ, καὶ ἡ λησμοσύνη ἐπῆρε τὴν θέσιν τοῦ θράσους καὶ τοῦ ἀγρίου θυμοῦ του.
21 καὶ ἀπέστρεψαν τὰ θηρία ἐπὶ τὰς συνεπομένας ἐνόπλους δυνάμεις καὶ κατεπάτουν αὐτὰς καὶ ὠλόθρευον. 21 Τοτε τα θηρία εστράφησαν εναντίον των στρατιωτών, που τα ακολουθούσαν, τους καταπατούσαν και τους εξωλόθρευαν. 21 Τότε δὲ τὰ θηρία, οἱ ἐξαγριωμένοι ἐλέφαντες, ἐγύρισαν καὶ ἐστράφησαν ἐναντίον τῶν ἐνόπλων στρατιωτῶν, ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσαν, καὶ ἄρχισαν νὰ καταπατοῦν τοὺς στρατιῶτες αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύουν!
22 καὶ μετεστράφη τοῦ βασιλέως ἡ ὀργὴ εἰς οἶκτον καὶ δάκρυα ὑπὲρ τῶν ἔμπροσθεν αὐτῷ μεμηχανευμένων. 22 Αμέσως η οργή του βασιλέως μετεστράφη εις θρήνους και δάκρυα, διότι αυτός προηγουμένως είχε μηχανευθή και αποφασίσει την με αυτόν τον τρόπον καταστροφήν των Εβραίων. 22 Τότε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐκδίκησις τοῦ Φιλοπάτορος μετεστράφησαν εἰς συμπάθειαν καὶ δάκρυα δι’ ὅσα εἶχεν ἐπινοήσει καὶ μεθοδεύσει προηγουμένως διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν Ἰουδαίων.
23 ἀκούσας γὰρ τῆς κραυγῆς καὶ συνιδῶν πρηνεῖς ἅπαντας εἰς τὴν ἀπώλειαν, δακρύσας μετὰ ὀργῆς τοῖς φίλοις διηπειλεῖτο λέγων· 23 Διότι, όταν ο βασιλεύς ήκουσε την κραυγήν και είδεν ότι όλοι ευρίσκονται κατά γης παράλυτοι προς καταστροφήν, εδάκρυσε και απηύθυνε βαρείας απειλάς εναντίον των φίλων του λέγων· 23 Διότι ὅταν ἄκουσε τὴν μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν φωνὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ ὅταν εἶδε συγχρόνως ὅλους μαζὶ νὰ εἶναι πεσμένοι κατὰ γῆς μπρούμυτα καὶ κατενόησεν ὅτι ὅλοι ἦσαν ἕτοιμοι πρὸς καταστροφήν, ἀφοῦ ἐδάκρυσεν, ἀπείλησε ἔντονα καὶ μὲ θυμὸν τοὺς φίλους του καὶ τοὺς εἶπε:
24 παραβασιλεύετε καὶ τυράννους ὑπερβεβήκατε ὠμότητι καὶ ἐμὲ αὐτὸν τὸν ὑμῶν εὐεργέτην ἐπιχειρεῖτε τῆς ἀρχῆς ἤδη καὶ τοῦ πνεύματος μεθιστᾶν, λάθρα μηχανώμενοι τὰ μὴ συμ‘φεροντα τῇ βασιλείᾳ. 24 “σεις έχετε κάμει ιδικήν σας παραβασιλείαν και εξεπεράσατε κατά την σκληρότητα τους τυράννους. Διότι εμέ, τον ευεργέτην σας, επιχειρείτε να με αποξενώσετε από την εξουσίαν και να μου αφαιρέσετε την ζωήν μου και συνωμοτείτε κρυφίως εναντίον των συμφερόντων της βασιλείας μου. 24 Σφετερίζεσθε παράνομα τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, ἔχετε ὑπερβῆ εἰς σκληρότητα καὶ θηριωδίαν καὶ αὐτοὺς τοὺς τυράννους.Ἐπὶ πλέον ἐμέ, τὸν εὐεργέτην σας, ἐπιχειρεῖτε νὰ μὲ ἀπομακρύνετε ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν ἡγεμονίαν, νὰ μοῦ ἀφαιρέσετε δὲ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν, μὲ τὸ νὰ ἐπινοῆτε καὶ νὰ μεθοδεύετε κρυφὰ ἐνέργειες, ποὺ εἶναι ἀντίθετες εἰς τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλείου μου.
25 τίς τοὺς κρατήσαντας ἡμῶν ἐν πίστει τὰ τῆς χώρας ὀχυρώματα, τῆς οἰκίας ἀποστήσας ἕκαστον ἀλόγως ἤθροισεν ἐνθάδε; 25 Ποιός χωρίς κανένα λόγον και αφορμήν συνεκέντρωσεν εδώ αυτούς τους Ιουδαίους και τους απεμάκρυνεν από τα σπίτια των, αυτούς οι οποίοι δια την μεγάλην των προς ημάς πίστιν ηγωνίσθησαν και εκράτησαν αδούλωτα τα οχυρώματα της χώρας μας; 25 Ποιὸς ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὰ σπίτια τους κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι μὲ πιστότητα καὶ ἀφοσίωσιν ἐκράτησαν καὶ διετήρησαν ἐλεύθερα τὰ φρούρια τῆς χώρας καὶ τοὺς συνεκέντρωσεν ἐδῶ χωρὶς κανένα λόγον, ἀστόχαστα καὶ ἀνόητα;
26 τίς τοὺς ἐξ ἀρχῆς εὐνοίᾳ πρὸς ἡμᾶς κατὰ πάντα διαφέροντας πάντων ἐθνῶν καὶ τοὺς χειρίστους πλεονάκις ἀνθρώπων ἐπιδεδεγμένους κινδύνους, οὕτως ἀθέσμοις περιέβαλεν αἰκίαις; 26 Ποιός με τέτοια παράνομα βασανιστήρια εταλαιπώρησεν αυτούς τους Ιουδαίους, οι οποίοι απ' αρχής διέκειντο ευμενώς προς ημάς και ενδιεφέροντο δια τα ιδικά μας πράγματα περισσότερον από όλα τα άλλα έθνη και οι οποίοι προς χάριν ημών είχαν εκτεθή και στους χειροτέρους, πολλές φορές, κινδύνους; 26 Ποιὸς ἔχει κυριολεκτικὰ κατασυντρίψει μὲ παράνομες πληγὲς καὶ κακομεταχείρισιν αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἐφέροντο ἀπέναντί μας μὲ εὐμένειαν, καὶ κατὰ τοῦτο διέφεραν ἐμφανῶς ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς ὑπέστησαν χάριν ἠμῶν μὲ προθυμίαν τοὺς χειροτέρους κινδύνους, τοὺς ὁποίους ἠμποροῦν νὰ συναντήσουν οἱ ἄνθρωποι;
27 λύσατε, ἐκλύσατε ἄδικα δεσμά· εἰς τὰ ἴδια μετ᾿ εἰρήνης ἐξαποστείλατε, τὰ προπεπραγμένα παραιτησάμενοι. 27 Λυσατε, λύσατε τελείως τα άδικα δεσμά και αποστείλατέ τους με ειρήνην εις την πατρίδα των, αποκηρύσσοντες όσα εναντίον των είχατε πράξει προηγουμένως. 27 Λύστε, ἀπαλλάξετε καὶ ἐλευθερῶστε τους ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ἄδικα δεσμά! Στείλετέ τους πίσω εἰς τὰ σπίτια τους μὲ εἰρήνην, ἀφοῦ ζητήσετε συγγνώμην δι’ ὅσα ἔχετε κάμει (ἢ δι' ὅσα ἔχουν γίνει) εἰς βάρος των· (ἄλλοι ἐρμηνεύουν: Ἀφοῦ ἀνακαλέσετε τὶς προηγούμενες διαταγές σας).
28 ἀπολύσατε τοὺς υἱοὺς τοῦ παντοκράτορος ἐπουρανίου Θεοῦ ζῶντος, ὃς ἀφ᾿ ἡμετέρων μέχρι τοῦ νῦν προγόνων ἀπαραπόδιστον μετὰ δόξης εὐστάθειαν παρέχει τοῖς ἡμετέροις πράγμασιν. 28 Ελευθερώσατε τους υιούς του παντοκράτορος και επουρανίου και ζώντος Θεού, ο οποίος από τους προγόνους μας μέχρι της σημερινής ημέρας δίδει εις τα ιδικά μας πράγματα ανεμπόδιστον μετά δόξης σταθερότητα”. 28 Ἐλευθερῶστε τοὺς υἱοὺς τοῦ Παντοκράτορος καὶ Ἐπουρανίου ζωντανοῦ καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῶν προγόνων μας μέχρι σήμερα χορηγεῖ εἰς τὸ κράτος μας ἀπαρεμπόδιστον σταθερότητα καὶ ἀδιάσειστον στερέωσιν μὲ φήμην καὶ ὑπόληψιν.
29 ὁ μὲν οὖν ταῦτα ἔλεξεν· οἱ δὲ ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ λυθέντες τὸν ἅγιον σωτῆρα Θεὸν αὐτῶν εὐλόγουν, ἄρτι τὸν θάνατον ἐκπεφευγότες. 29 Ο μέν, λοιπόν, βασιλεύς αυτά είπε· οι δε Ιουδαίοι αμέσως, χωρίς καμμίαν χρονοτριβήν ελύθησαν από τα δεσμά των, εδοξολογούσαν τον άγιον σωτήρα των, τον Θεόν, διότι διέφυγον τον προ ολίγου φοβερόν θάνατον. 29 Ὁ μὲν βασιλιᾶς λοιπὸν αὐτὰ εἶπεν οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκαν εὐθὺς ἀμέσως, ἐντὸς στιγμῆς, ἀπὸ τὰ δεσμά των, αἰνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν ἅγιον Θεόν, τὸν Σωτῆρα των, διότι εἶχαν διαφύγει μόλις, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τὸν θάνατον.
30 Εἶτα ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν πόλιν ἀπαλλαγείς, τὸν ἐπὶ τῶν προσόδων προσκαλεσάμενος, ἐκέλευσεν οἴνους τε καὶ τὰ λοιπὰ πρὸς εὐωχίαν ἐπιτήδεια τοῖς ᾿Ιουδαίοις χορηγεῖν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά, κρίνας αὐτοὺς ἐν ᾧ τόπῳ ἔδοξαν τὸν ὄλεθρον ἀναλαμβάνειν, ἐν τούτῳ ἐν εὐφροσύνῃ πάσῃ σωτήρια ἄγειν. 30 Επειτα ο βασιλεύς, όταν επανήλθεν εις την πόλιν, προσεκάλεσε τον εισπράκτορα των προσόδων του και του έδωσεν εντολήν να χορηγήση στους Ιουδαίους επτά ημέρας οίνον και όσα άλλα εχρειάζοντο δια συμπόσια ευωχίας· κρίνας ότι έπρεπεν οι Ιουδαίοι στον τόπον εκείνον, όπου επίστευσαν ότι θα έβρισκαν τον όλεθρόν των, εις αυτόν να εορτάσουν με κάθε ευφροσύνην και χαράν την σωτηρίαν των. 30 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν, ἐπροσκάλεσε τὸν ἀξιωματοῦχον, τὸν ὑπεύθυνον διὰ τὶς εἰσπράξεις τῶν ἐσόδων του, καὶ τὸν διέταξε νὰ χορηγήσῃ εἰς τοὺς Ἰουδαίους κρασί καὶ ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητον διὰ συμπόσιον διαρκείας ἑπτὰ ἡμερῶν διότι ὁ βασιλιᾶς ἔκρινε καὶ ἀπεφάσισεν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔπρεπε νὰ ἐορτάσουν καὶ νὰ πανηγυρίσουν τὴν σωτηρίαν των μὲ πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ χαρὰν εἰς τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τόπον (δηλαδὴ τὸν ἱππόδρομον), εἰς τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν καὶ ἐνόμιζαν ὅτι θὰ κατεστρέφοντο.
31 τότε οἱ πρὶν ἐπονείδιστοι καὶ πλησίον τοῦ ᾅδου, μᾶλλον δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ βεβηκότες, ἀντὶ πικροῦ καὶ δυσαιάκτου μόρου, κώθωνα σωτήριον συστησάμενοι, τὸν εἰς πτῶσιν αὐτοῖς καὶ τάφον ἡτοιμασμένον τόπον κλισίαις κατεμέρισαν πλήρεις χαρμονῆς. 31 Και τότε οι μέχρι προ ολίγου σκληρώς εμπαιζόμενοι και βασανιζόμενοι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχαν ευρεθή πλησίον του άδου, μάλλον δε και είχαν εισέλθει στον άδην, αντί του πικρού και αξιοθρηνήτου θανάτου, οργάνωσαν συμπόσιον σωτηρίας, ώστε ο τόπος εκείνος, που είχε προορισθή ως τόπος σφαγής των και θανάτου, έγινε τόπος χαράς, καταμερισμένος εις τμήματα, όπου καθ' ομάδας εκάθηντο οι Ιουδαίοι και εώρταζαν το συμπόσιον της χαράς. 31 Τότε οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἐθεωροῦντο ἄξιοι λοιδοριῶν, κατηγοριῶν καὶ ὀνειδισμῶν καὶ εἶχαν φθάσει μέχρι τὸν θάνατον, ἢ μᾶλλον εὑρίσκοντο ἐμπρὸς εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ στόμα τοῦ ἅδου, ἀντὶ τοῦ πικροῦ καὶ κατὰ πολλὰ ἀξιοθρηνήτου θανάτου συνεκρότησαν καὶ ὠργάνωσαν συμπόσιον οἰνοποσίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.Καὶ γεμᾶτοι χαρμοσύνην διεμέρισαν εἰς τὶς ὁμάδες τῶν πανηγυριστῶν τὸν χῶρον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶχε προετοιμασθῆ προηγουμένως διὰ τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν ταφήν των.
32 καταλήξαντες δὲ θρήνου πανόδυρτον μέλος ἀνέλαβον ᾠδὴν πάτριον, τὸν σωτῆρα καὶ τερατοποιὸν αἰνοῦντες Θεόν· οἰμωγήν τε πᾶσαν καὶ κωκυτὸν ἀπωσάμενοι χοροὺς συνίσταντο εὐφροσύνης εἰρηνικῆς σημεῖον. 32 Αφού δε έπαυσαν πλέον τα πλήρη οδυρμών πένθιμα άσματά των, ήρχισαν να ψάλλουν τους πατροπαραδότους ύμνους, δοξολογούντες τον θαυματουργόν και σωτήρα των Θεόν. Αφού δε απέβαλον πλέον κάθε στεναγμόν και θρήνον, έστησαν χορούς χαράς εις έκφρασιν της ειρηνικής και χαρουμένης ζωής των. 32 Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν τὸ κατὰ πάντα ἄξιον θρήνων καὶ πολλῶν ὀδυρμῶν ἆσμα των, ἄρχισαν νὰ ψάλλουν τὸν ὕμνον τῶν πατέρων των, ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα των καὶ θαυματουργόν.Ἀφοῦ δὲ ἀπεμάκρυναν κάθε κλαυθμὸν μὲ ἀναστεναγμούς, τὰ ξεφωνητὰ καὶ τὰ μυρολόγια, ἐσχημάτισαν χορωδίες χαρᾶς (κατ’ ἄλλους: Ὠργάνωσαν χορούς) εἰς ἀπόδειξιν τῆς εἰρηνικῆς καὶ χαρούμενης πλέον ζωῆς των.
33 ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς περὶ τούτων συμπόσιον βαρὺ συναγαγών, ἀδιαλείπτως εἰς οὐρανὸν ἀνθωμολογεῖτο μεγαλοπρεπῶς ἐπὶ τῇ παραδόξῳ γενηθείσῃ αὐτῷ σωτηρίᾳ. 33 Επίσης και ο βασιλεύς δια τα αυτά γεγονότα ωργάνωσε πλούσιον συμπόσιον, αδιαλείπτως δε και μεγαλοπρεπώς εδόξαζε τον Θεόν δια την σωτηρίαν του, η οποία κατά τόσον θαυμαστόν και παράδοξον τρόπον έγινε δι' αυτόν. 33 Κατὰ τὸν ἴδιον ἐπίσης τρόπον καὶ ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ συνεκάλεσε καὶ ὠργάνωσε πλούσιον συμπόσιον διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ γεγονότα αὐτά, εὐχαριστοῦσε καὶ ἐδοξολογοῦσε τὸν οὐρανόν (τὸν Θεόν) ἀκατάπαυστα καὶ μεγαλοπρεπῶς διὰ τὴν σωτηρίαν, ποὺ ἀπήλαυσε κατὰ τρόπον ἀναπάντεχον καὶ θαυμαστόν.
34 οἵ τε πρὶν εἰς ὄλεθρον καὶ οἰωνοβρώτους αὐτοὺς ἔσεσθαι τιθέμενοι, μετὰ χαρᾶς ἀπογραψάμενοι κατεστέναξαν, αἰσχύνην ἐφ᾿ ἑαυτοῖς περιβαλλόμενοι καὶ τὴν πυρίπνουν τόλμαν ἀκλεῶς ἐσβεσμένοι. 34 Οι δε εχθροί των Ιουδαίων, οι οποίοι ολίγον προηγουμένως είχαν ακλόνητον την πεποίθησιν ότι οι Ιουδαίοι θα εξολοθρευθούν και θα γίνουν βορά των σαρκοφάγων πτηνών του ουρανού, και οι οποίοι με χαράν τους κατέγραφαν, τώρα ανεστέναζαν, διότι είχαν κατεντροπιασθή. Η δε πύρινη των θρασύτης εναντίον των Ιουδαίων είχε σβήσει τόσον αδόξως. 34 Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἐφρονοῦσαν καὶ ἐπίστευαν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι θὰ κατεστρέφοντο καὶ θὰ ἐγίνοντο τροφὴ τῶν σαρκοφάγων ὀρνέων καὶ εἶχαν καταγράψει μὲ χαρὰν τοὺς Ἰουδαίους, τώρα ἐστέναξαν πικρῶς, διότι εἶχαν περιβληθῆ ὡς ἄλλο ἔνδυμα αἰσχύνην καὶ ἐντροπήν.Ἡ δὲ αὐθάδεια καὶ τὸ θράσος των, ποὺ ἀπέπνεαν φωτιά, εἶχαν σβησθῇ κατὰ τρόπον ἄδοξον.
35 οἵ τε ᾿Ιουδαῖοι, καθὼς προειρήκαμεν, συστησάμενοι τὸν προειρημένον χορόν, μετ᾿ εὐωχίας ἐν ἐξομολογήσεσιν ἱλαραῖς καὶ ψαλμοῖς διῆγον, 35 Οι Ιουδαίοι, όπως προηγουμένως ανεφέραμεν, έστησαν χορούς, μετείχαν εις χαρμόσυνα συμπόσια και εδόξαζον με ύμνους ευχαριστίας τον Κυριον. 35 Ἀλλ' οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἀφοῦ συνέστησαν τὶς χορωδίες χαρᾶς (κατ' ἄλλους: Ὠργάνωσαν τοὺς χορούς), περὶ τῶν ὁποίων ἐκάμαμεν λόγον προηγουμένως, ἐπερνοῦσαν τὸν χρόνον των μὲ συμπόσια καὶ ξεφαντώματα μὲ δοξολογίες καὶ αἴνους φαιδροὺς καὶ χαρούμενους καὶ μὲ ὕμνους εἰς τὸν Θεόν.
36 καὶ κοινὸν ὁρισάμενοι περὶ τούτων θεσμὸν ἐπὶ πᾶσαν τὴν παροικίαν αὐτῶν εἰς γενεάς, τὰς προειρημένας ἡμέρας ἄγειν ἔστησαν εὐφροσύνους, οὐ πότου χάριν καὶ λιχνείας, σωτηρίας δὲ τῆς διὰ Θεὸν γενομένης αὐτοῖς. 36 Ελαβον δε ομόφωνον απόφασιν και ώρισαν, όπως εις όλην την παροικίαν των και εις όλας τας επερχομένας γενεάς εορτάζωνται με ευφροσύνην αι προμνημονευθείσαι ημέραι της σωτηρίας των, όχι δια να πίνουν και τρώγουν καλομαγειρευμένα φαγητά, αλλά δια την σωτηρίαν των, η οποία εδόθη εις αυτούς από τον Θεόν. 36 Ἀπεφάσισαν δὲ καὶ ὥρισαν γενικὸν νόμον, σχετικὸν μὲ τὰ γεγονότα αὐτά, δι’ ὅλην τὴν κοινότητά των, ὁ ὁποῖος θὰ ἴσχυε δι’ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες γενεὲς τῶν ἀπογόνων των· ἀπεφάσισαν δηλαδὴ ὅπως οἱ ἡμέρες, ποὺ ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, πανηγυρίζωνται ὡς ἑόρτιες εὐφρόσυνες ἡμέρες, ὄχι χάριν φαγοποτιοῦ καὶ λαιμαργίας πρὸς τὰ καλομαγειρευμένα φαγητά, ἀλλὰ χάριν τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία τοὺς ἐδόθη (τοὺς ἐστάλη) ἀπὸ τὸν Θεόν.
37 ἐνέτυχον δὲ τῷ βασιλεῖ τὴν ἀπόλυσιν αὐτῶν εἰς τὰ ἴδια αἰτούμενοι. 37 Παρεκάλεσαν δε τον βασιλέα να τους αφήση να επανέλθουν εις τα σπίτια των. 37 Κατόπιν οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέβαλαν παράκλησιν εἰς τὸν βασιλιᾶ, διὰ τῆς ὁποίας ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἀναχωρήσουν διὰ τὰ σπίτια των.
38 ἀπογράφονται δὲ αὐτοὺς ἀπὸ πέμπτης καὶ εἰκάδος τοῦ Παχὼν ἕως τῆς τετάρτης τοῦ ᾿Επιφί, ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα, συνίστανται δὲ αὐτῶν τὴν ἀπώλειαν ἀπὸ πέμπτης τοῦ ᾿Επιφὶ ἕως ἑβδόμης, ἡμέραις τρισίν, 38 Η δια το έργον της εξοντώσεώς των απογραφή των Ιουδαίων υπό των εθνικών έγινεν από της εικοστής πέμπτης του μηνός Παχών μέχρι της τετάρτης του μηνός Επιφί, επί τεσσαράκοντα ημέρας. Αι δε εναντίον αυτών εν Αλεξανδρείᾳ ταλαιπωρίαι και βασανισμοί διήρκεσαν από της πέμπτης του μηνός Επιφί μέχρι και της εβδόμης του ιδίου μηνός, δηλαδή τρεις ημέρας. 38 Ἡ καταγραφὴ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, διήρκεσεν ἀπὸ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ αἰγυπτιακοῦ μηνὸς Παχών (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Ἀπρίλιον /Μάϊον) μέχρι τὴν τετάρτην τοῦ αἰγυπτιακοῦ μηνὸς Ἐπιφί (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Ἰούνιον / Ἰούλιον)· δηλαδὴ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες.Τὰ δὲ βάσανα καὶ οἱ κακώσεις εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ τὴν καταστροφήν των διήρκεσαν ἀπὸ τὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἐπιφὶ μέχρι τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τοῦ ἰδίου μηνός, δηλαδὴ τρεῖς ἡμέρες (μὲ τὸ ἰδικόν μας ἡμερολόγιον ἀπὸ 29ης Ἰουνίου ἕως 1ης Ἰουλίου).
39 ἐν αἷς καὶ μεγαλοδόξως ἐπιφάνας τὸ ἔλεος αὐτοῦ ὁ τῶν ὅλων δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς ἐρρύσατο ὁμοθυμαδόν. 39 Επειτα από τας ημέρας αυτάς, ο Θεός ο παντοκράτωρ έδειξε κατά ένα μεγαλόδοξον τρόπον το έλεός του και εγλύτωσεν αυτούς από τους διωγμούς σώους και αβλαβείς. 39 Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες ὁ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων Θεός, ἀφοῦ ἐφανέρωσε διὰ τῆς μεγάλης δόξης του τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὸ ἔλεός του, ἔσωσε τελικῶς ὅλους μαζὶ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς διεφύλαξεν ἀβλαβεῖς.
40 εὐωχοῦντο δὲ πάνθ᾿ ὑπὸ τοῦ βασιλέως χορηγούμενοι μέχρι τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης, ἐν ᾗ καὶ τὴν ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν. 40 Με τας χορηγηθείσας δε από τον βασιλέα τροφάς οι Ιουδαίοι ευωχούντο εις συμπόσια από της ογδόης έως της δεκάτης τετάρτης του Επιφί, κατά την οποίαν παρεκάλεσαν τον βασιλέα να τους αφήση ελευθέρους. 40 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι πανηγύριζαν καὶ ἐξεφάντωναν, μὲ τὶς χορηγίες καὶ τὶς προμήθειες ὅλων τῶν ἀναγκαίων, ποὺ τοὺς προσέφερεν ὁ βασιλιᾶς, μέχρι τῆς δεκάτης τετάρτης ἡμέρας τοῦ μηνὸς Ἐπιφί, κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ ὑπέβαλαν εἱς τὸν βασιλιᾶ τὴν παράκλησιν νὰ τοὺς ἀπολύσῃ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσουν.
41 συναινέσας τε αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς ἔγραψεν αὐτοῖς τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς κατὰ πόλιν στρατηγοὺς μεγαλοψύχως τὴν ἐκτενίαν ἔχουσαν. 41 Εκείνος απεδέχθη την αίτησίν των και έγραψε προς τους ανά τας διαφόρους πόλεις στρατηγούς, κατά τρύπον έντονον, τας καλυτέρας συστάσεις δια τους Ιουδαίους, την κατωτέρω επιστολήν. 41 Ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ συγκατένευσε καὶ ἀπεδέχθη τὸ αἴτημά των, ἔγραψε πρὸς χάριν των τὴν ἐπιστολήν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὴν συνέχειαν, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς στρατηγούς των κατὰ τόπους πόλεων.Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐκφράζει καὶ διακηρύσσει τὸ συνεχὲς καὶ θερμὸν ἐνδιαφέρον τοῦ Φιλοπάτορος διὰ τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τρόπον μεγαλόψυχον.