Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΕΤΑ δὲ τριετῆ χρόνον προσέπεσε τοῖς περὶ τὸν ᾿Ιούδαν Δημήτριον τὸν τοῦ Σελεύκου διὰ τοῦ κατὰ Τρίπολιν λιμένος εἰσπλεύσαντα μετὰ πλήθους ἰσχυροῦ καὶ στόλου 1 Μετά την πάροδον τριών ετών, ήλθεν εις γνώσιν του Ιούδα και των ανδρών του, ότι ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, κατέπλευσεν στον λιμένα της Τριπόλεως με πολυάριθμον στρατόν και στόλον, 1 Μετὰ δὲ ἀπὸ τρία ἔτη ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἄνδρες του ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ Δημήτριος, ὁ υἱὸς τοῦ βασιλιᾶ Σελεύκου Δ', κατέπλευσεν εἰς τὸ λιμάνι τῆς Τριπόλεως μὲ πολυάριθμον ἰσχυρὸν στρατὸν καὶ στόλον
2 κεκρατηκέναι τῆς χώρας ἐπανελόμενον ᾿Αντίοχον καὶ τὸν τούτου ἐπίτροπον Λυσίαν. 2 ότι έγινε κύριος της χώρας, αφού εφόνευσε τον Αντίοχον και τον επίτροπον αυτού Λυσίαν. 2 καὶ ὅτι εἶχε καταλάβει τὴν χώραν καὶ εἶχε φονεύσει τὸν Ἀντίοχον Ε' Εὐπάτορα καὶ τὸν ἐπίτροπόν του Λυσίαν.
3 ῎Αλκιμος δέ τις προγενόμενος ἀρχιερεύς, ἑκουσίως δὲ μεμολυμμένος ἐν τοῖς τῆς ἐπιμειξίας χρόνοις, συννοήσας ὅτι καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία, οὐδὲ πρὸς ἅγιον θυσιαστήριον ἔτι πρόσοδος, 3 Τοτε κάποιος, Αλκιμος ονόματι, ο οποίος είχε προηγουμένως χρηματίσει αρχιερεύς, είχε δε θεληματικά μολυνθή κατά τους χρόνους της επιμιξίας των Ιουδαίων προς τους ειδωλολάτρας, κατανοήσας ότι δεν είχεν απομείνει εις αυτόν καμμία ελπίς σωτηρίας και κανείς τρόπος να πλησάση προς το άγιον θυσιαστήριον, 3 Κάποιος δὲ ὀνόματι Ἄλκιμος, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει προηγουμένως ἀρχιερεύς, ἀλλ’ εἶχε θεληματικῶς μολυνθῆ μὲ θρησκευτικὲς ἑλληνικὲς τελετὲς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς διεισδύσεως τῶν ἑλληνιστικῶν ἠθῶν μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ ἐνόησεν ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον δι’ αὐτὸν οὐδὲ ἡ παραμικρὴ ἐλπίδα σωτηρίας, οὔτε καμμία ἐπὶ πλέον δυνατότης νὰ πλησιάσῃ τὸ ἅγιον θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ, ἐπροχώρησε ὡς ἑξῆς:
4 ἧκε πρὸς τὸν βασιλέα Δημήτριον πρώτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει προσάγων αὐτῷ στέφανον χρυσοῦν καὶ φοίνικα, πρὸς δὲ τούτοις τῶν νομιζομένων θαλλῶν τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡσυχίαν ἔσχε. 4 ήλθε προς τον βασιλέα Δημήτριον, κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος, και προσέφερεν εις αυτόν χρυσούν στέφανον με κλάδον φοίνικος, επί πλέον δε και μερικούς κλάδους ελαίας, τους οποίους εσυνήθιζαν να χρησιμοποιούν στον ναόν. Κατά την ημέραν εκείνην δεν έκαμε τίποτε άλλο, ησύχασε. 4 Ἦλθε πρὸς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον A' Σωτῆρα τὸ ἑκατοστὸν πεντηκοστὸν πρῶτον (151ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 161 π.Χ.) καὶ τοῦ προσέφερε χρυσὸ στεφάνι καὶ κλάδον φοινικιᾶς, καθὼς ἐπίσης καὶ μερικὰ κλαδιὰ ἐλιᾶς, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ συνήθιζαν νὰ προσφέρουν εἰς τὸν Ναόν.Τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην δὲν ἔκαμε τίποτε ἄλλο· ἡσύχασε, διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἤθελε νὰ κερδίσῃ τὴν εὔνοιαν τοῦ βασιλιᾶ μὲ τὰ δῶρα του.
5 καιρὸν δὲ λαβὼν τῆς ἰδίας ἀνοίας συνεργόν, προσκληθεὶς εἰς συνέδριον ὑπὸ τοῦ Δημητρίου καὶ ἐπερωτηθεὶς ἐν τίνι διαθέσει καὶ βουλῇ καθεστήκασιν οἱ ᾿Ιουδαῖοι, πρὸς ταῦτα ἔφη· 5 Οταν όμως ευρήκε κατάλληλον καιρόν, εξυπηρετικόν της διεφθαρμένης του διαθέσεως, και συγκεκριμένως, όταν προσεκλήθη από τον Δημήτριον εις ένα συνέδριον και ηρωτήθη από αυτόν δια τας διαθέσεις και τα σχέδια των Ιουδαίων, εκείνος απήντησε· 5 Εὑρῆκε ὅμως γρήγορα κατάλληλον εὐκαιρίαν διὰ νὰ προωθήσῃ τὸ ἀνήθικον σχέδιόν του, ὅταν ὁ Δημήτριος τὸν προσεκάλεσεν εἰς κάποιο συνέδριον καὶ τὸν ἐρώτησε διὰ τὶς διαθέσεις καὶ τὰ σχέδια τῶν Ἰουδαίων.Τότε ὁ Ἄλκιμος ἀπάντησε:
6 οἱ λεγόμενοι τῶν ᾿Ιουδαίων ᾿Ασιδαῖοι, ὧν ἀφηγεῖται ᾿Ιούδας ὁ Μακκαβαῖος, πολεμοτροφοῦσι καὶ στασιάζουσιν, οὐκ ἐῶντες τὴν βασιλείαν εὐσταθείας τυχεῖν. 6 “Μερικοί από τους Ιουδαίους, που λέγονται Ασιδαίοι και των οποίων αρχηγός είναι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, υποθάλπουν τον πόλεμον και τας επαναστάσεις και δεν αφήνουν την βασιλείαν σου σταθεράν και ειρηνικήν. 6 Οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ὀνομάζονται Ἁσιδαῖοι καὶ τῶν ὁποίων ἡγεῖται ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, συντηροῦν καὶ ὑποθάλπουν τὸν πόλεμον, ὑποδαυλίζουν τὴν ἀνταρσίαν καὶ δὲν ἀφήνουν τὴν βασιλείαν σου εἰρηνικὴν καὶ σταθεράν.
7 ὅθεν ἀφελόμενος τὴν προγονικὴν δόξαν, λέγω δὴ τὴν ἀρχιερωσύνην, δεῦρο νῦν ἐλήλυθα, 7 Επειδή λοιπόν αυτός ο Ιούδας ο Μακκαβαίος αφήρεσεν από εμέ την προγονικήν μου δόξαν, δηλαδή την αρχιερωσύνην μου, ήλθα τώρα εδώ, 7 Ἕνεκα τούτου, ἂν καὶ μοῦ ἀφήρεσαν τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν δόξαν, ποὺ μοῦ ἐκληροδότησαν οἱ πρόγονοί μου - ἐννοῶ τὸ ἀρχιερατικὸν ἀξίωμα - ἦλθα τώρα ἐδῶ
8 πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῶν ἀνηκόντων τῷ βασιλεῖ γνησίως φρονῶν, δεύτερον δὲ καὶ τῶν ἰδίων πολιτῶν στοχαζόμενος· τῇ μὲν γὰρ τῶν προειρημένων ἀλογιστίᾳ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος οὐ μικρῶς ἀκληρεῖ. 8 πρώτον μεν δια να διαβεβαιώσω τον βασιλέα περί των ειλικρινών μου φρονημάτων δια τα πράγματα της βασιλείας του, δεύτερον δε διότι στοχάζομαι κάτι καλόν δια τους συμπατριώτας μου. Διότι εξ αιτίας της απερίσκεπτου συμπεριφοράς των προαναφερθέντων ανθρώπων, ολόκληρον το ιουδαϊκόν ημών γένος έχει περιπέσει εις όχι ολίγα κακά. 8 κινούμενος ἀπὸ δύο ἐλατήρια: ΙΙρῶτον μὲν ἀπὸ γνήσιον ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τῶν συμφερόντων τοῦ βασιλιᾶ· δεύτερον δὲ ἀπὸ σεβασμὸν καὶ ἀγάπην πρὸς τοὺς συμπολίτας μου.Διότι ἕνεκα τῆς ἀνοησίας καὶ ἀπερισκεψίας τῶν προσώπων, ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως, βασανίζεται καὶ δυστυχεῖ πάρα πολὺ ὁλόκληρον τὸ γένος μας.
9 ἕκαστα δὲ τούτων ἐπεγνωκώς σύ, βασιλεῦ, καὶ τῆς χώρας καὶ τοῦ περιϊσταμένου γένους ἡμῶν προνοήθητι, καθ᾿ ἣν ἔχεις πρὸς ἅπαντας εὐαπάντητον φιλανθρωπίαν. 9 Συ λοιπόν, βασιλεύ, όταν πεισθής δι' ένα έκαστον από όλα αυτά τα πράγματα, λάβε πρόνοιαν δια την σωτηρίαν της χώρας μας και δια το θλιβόμενον έθνος μας, σύμφωνα με την πρόθυμον καλωσύνην και την φιλανθρωπίαν, την οποίαν δεικνύεις προς όλους. 9 Ὅταν λοιπὸν σύ, βασιλιᾶ, γνωρίσῃς καλὰ καὶ πεισθῇς ἀπολύτως διὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ζητήματα αὐτά, λάβε, σὲ παρακαλῶ, πρόνοιαν διὰ τὴν εὐημερίαν τῆς χώρας μας καὶ τοῦ σκληρῶς καταπιεζομένου καὶ πολιορκουμένου γένους μας, σύμφωνα μὲ τὴν εὐπροσήγορον καὶ εὐπρόσιτον καλωσύνην καὶ φιλανθρωπίαν, τὴν ὁποίαν δεικνύεις πρὸς ὅλους.
10 ἄχρι γὰρ ᾿Ιούδας περίεστιν, ἀδύνατον εἰρήνης τυχεῖν τὰ πράγματα. 10 Διότι, εφ' όσον ζη και υπάρχει ο Ιούδας, είναι αδύνατον να ειρηνεύσουν τα πράγματα”. 10 Διότι, ὅσον χρόνον παραμένει ζωντανὸς ὁ Ἰούδας, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπολαύσῃ εἰρήνην ἡ πολιτεία καὶ ἡ βασιλεία.
11 τοιούτων δὲ ρηθέντων ὑπὸ τούτου, θᾶττον οἱ λοιποὶ φίλοι δυσμενῶς ἔχοντες τὰ πρὸς τὸν ᾿Ιούδαν προσεπύρωσαν τὸν Δημήτριον. 11 Οταν αυτός ετελείωσε την εισήγησίν του, αμέσως οι άλλοι φίλοι του βασιλέως, οι οποίοι ήσαν δυσμενώς διατεθειμένοι ενάντιον του Ιούδα, εξηρέθισαν ακόμη περισσότερον τον Δημήτριον. 11 Ὅταν ὁ Ἄλκιμος εἶπεν ὅλα αὐτά, οἱ ὑπόλοιποι Φίλοι τοῦ βασιλιᾶ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐχθρικοὶ πρὸς τὶς δραστηριότητες τοῦ Ἰούδα, πολὺ γρήγορα ἐξηρέθισαν τὸν θυμὸν τοῦ Δημητρίου ἀκόμη περισσότερον.
12 προσκαλεσάμενος δὲ εὐθέως Νικάνορα τὸν γενόμενον ἐλεφαντάρχην, καὶ στρατηγὸν ἀναδείξας τῆς ᾿Ιουδαίας, ἐξαπέστειλε 12 Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμέσως τον Νικάνορα, αρχηγόν της ίλης των ελεφάντων, και αφού τον ανεκήρυξε στρατηγόν του στρατού εναντίον της Ιουδαίας, τον διέταξε να αναχωρήση. 12 Τότε ὁ βασιλιᾶς ἐκάλεσεν ἀμέσως τὸν Νικάνορα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχηγὸς τῆς ἴλης τῶν ἐλεφάντων καὶ τῶν ἀνδρῶν, ποὺ ἐπολεμοῦσαν ἀπὸ τοὺς πύργους, τοὺς στημένους εἰς τὴν ράχην τῶν ἐλεφάντων, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνεκήρυξε στρατηγὸν τῆς Ἰουδαίας, τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
13 δοὺς ἐντολὰς αὐτὸν μὲν τὸν ᾿Ιούδαν ἐπαναλέσθαι, τοὺς δὲ σὺν αὐτῷ σκορπίσαι, καταστῆσαι δὲ ῎Αλκιμον ἀρχιερέα τοῦ μεγίστου ἱεροῦ. 13 Του έδωσε δε εντολήν, τον μεν Ιούδαν να εκτελέση, αυτούς δέ, οι οποίοι τον ακολουθούσαν, να τους διασκορπίση, και να αποκαταστήση τον Αλκιμον αρχιερέα στον ιερώτατον ναόν. 13 Τοῦ ἔδωσε δὲ ἐντολήν, τὸν μὲν Ἰούδαν νὰ τὸν φονεύσῃ, τοὺς δὲ ἄνδρας, ποὺ ἦσαν μαζί του, νὰ τοὺς διασκορπίσῃ, καὶ νὰ ἐγκαταστήσῃ τὸν Ἄλκιμον ὡς ἀρχιερέα τοῦ μεγίστου Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων.
14 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας πεφυγαδευκότες τὸν ᾿Ιούδαν ἔθνη συνέμισγον ἀγεληδὸν τῷ Νικάνορι, τὰς τῶν ᾿Ιουδαίων ἀτυχίας καὶ συμφορὰς ἰδίας εὐημερίας δοκοῦντες ἔσεσθαι. 14 Οι εθνικοί, οι οποίοι είχον φύγει από την Ιουδαίαν καταδιωκόμενοι από τον Ιούδαν, συνεκεντρώθησαν αγεληδόν και προσετέθησαν στον στρατόν του Νικάνορος, διότι επίστευαν ότι αι ατυχίαι και αι συμφοραί των Ιουδαίων θα είναι ιδική των ευημερία. 14 Ὁ δὲ εἰδωλολατρικὸς πληθυσμὸς τῆς Ἰουδαίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν χώραν ἕνεκα τῶν ἐπιθέσεων τοῦ Ἰούδα, τώρα συνέρρεαν καθ’ ὁμάδες, ὅπως ἡ ἀγέλη, καὶ ἠνώνοντο μὲ τὸν στρατὸν τοῦ Νικάνορος, διότι ἐνόμιζον ὅτι οἱ ἦττες καὶ οἱ συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων θὰ ἀπέβαιναν εἰς εὐτυχίαν ἰδικήν των.
15 ᾿Ακούσαντες δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος ἔφοδον καὶ τὴν ἐπίθεσιν τῶν ἐθνῶν, καταπασάμενοι γῆν ἐλιτάνευον τὸν ἄχρι αἰῶνος συστήσαντα τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀεὶ δὲ μετ᾿ ἐπιφανείας ἀντιλαμβανόμενον τῆς ἑαυτοῦ μερίδος. 15 Οταν οι Ιουδαίοι επληροφορήθησαν την προσέγγισιν του Νικάνορος και την βοήθειαν αυτού από τους εθνικούς, έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος είχεν ανακηρύξει τον ισραηλιτικόν λαόν ως παντοτεινόν λαόν του, και ο οποίος με φανεράς επεμβάσστου είχεν υπερασπίσει την κληρονομίαν του. 15 Ὅταν οἰ Ἰουδαῖοι ἐπληροφορήθησαν τὴν ἐκστρατείαν τοῦ Νικάνορος καὶ τὴν ἐπικειμένην ἐπίθεσιν τῶν ἐθνῶν, ἀφοῦ ἔρριξαν χῶμα εἰς τὴν κεφαλήν των εἰς ἔνδειξιν πένθους, ἰκέτευαν μὲ θερμὴν ἱκεσίαν Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος κατέστησε καὶ ἀνεκήρυξε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, λαὸν ἰδικόν του αἰωνίως, καὶ μὲ θαυματουργικὲς ἐκδηλώσεις εἶχε βοηθήσει καὶ προστατεύσει πάντοτε φανερὰ ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης τὸ μερίδιόν του, τὸ ὁποῖον ἐξεχώρισε καὶ ἐδιάλεξε μεταξὺ ὅλων τῶν λαῶν.
16 προτάξαντος δὲ τοῦ ἡγουμένου ἐκεῖθεν εὐθέως ἀνέζευξαν καὶ συμμίσγουσιν αὐτοῖς ἐπὶ κώμην Δεσσαού. 16 Αμέσως δε μόλις εδόθη η διαταγή του αρχηγού, οι Ιουδαίοι ανεχώρησαν και ήλθαν εις συμπλοκήν με τον εχθρόν εις την κωμόπολιν Δεσσαού. 16 Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ἔπειτα ἀπὸ διαταγὴν τοῦ ἀρχηγοῦ των, εὐθὺς ἀμέσως ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκοντο, καὶ συνεπλάκησαν μὲ τὸν ἐχθρὸν εἰς τὸ χωριὸ Δεσσαού.
17 Σίμων δὲ ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιούδα συμβεβληκὼς ἦν τῷ Νικάνορι, βραχέως δὲ διὰ τὴν αἰφνίδιον τῶν ἀντιπάλων ἀφασίαν ἐπταικώς. 17 Ο Σιμων, ο αδελφός του Ιούδα, ήλθεν εις συμπλοκήν εναντίον του στρατύ του Νικάνορος. Εξ αιτίας όμως της αιφνιδίας καταπλήξεως των ανδρών του από την εμφάνισιν μεγάλων εχθρικών δυνάμεων, έπαθε κάποιον κλονισμόν. 17 Ὁ δὲ Σίμων, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα, συνεκρούσθη μὲ τὸν στρατὸν τοῦ Νικάνορος, ἀλλ’ ἕνεκα τῆς ταραχῆς, τῆς φρίκης καὶ τῆς καταπλήξεως, ποὺ ἔπαθαν οἱ ἄνδρες του λόγῳ τῆς αἰφνιδιαστικῆς ἐμφανίσεως τῆς μεγάλης δυνάμεως τοῦ ἐχθροῦ, ἐκλονίσθη καὶ δὲν ἄντεξε πολύ.
18 ὅμως δὲ ἀκούων ὁ Νικάνωρ ἣν εἶχον οἱ περὶ τὸν ᾿Ιούδαν ἀνδραγαθίαν καὶ ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀγῶσιν εὐψυχίαν, ὑπευλαβεῖτο τὴν κρίσιν δι᾿ αἱμάτων ποιήσασθαι. 18 Ο Νικάνωρ, ο οποίος είχεν ακούσει πολλά δια τας ανδραγαθίας του Ιούδα και των ανδρών του, όπως και δια το ατρόμητον θάρρος των στους αγώνας των υπέρ της πατρίδος, εφοβήθη να αφήση να κριθούν τα πράγματα δια των αιμάτων της μάχης. 18 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅταν ὁ Νικάνωρ ἔμαθε πόσον γενναῖοι καὶ ἀνδρεῖοι ἦσαν ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του καὶ μὲ πόσον ἀτρόμητον θάρρος ἐπολεμοῦσαν πάντοτε ὑπὲρ τῆς πατρίδος των, ἐμαζεύθη καὶ δὲν ἐτόλμησε να ἀφήσῃ ὅπως κριθῇ ἡ ἔκβασις τοῦ ἀγῶνος μὲ αἱματοχυσίαν.
19 διόπερ ἔπεμψε Ποσιδώνιον καὶ Θεόδοτον καὶ Ματταθίαν δοῦναι καὶ λαβεῖν δεξιάς. 19 Δια τούτο και έστειλε τον Ποσιδώνιον, τον Θεόδοτον και τον Ματταθίαν να συνάψουν συνθήκην φιλίας και ειρήνης με τους Ιουδαίους. 19 Ἕνεκα τούτου ἔστειλε τὸν Ποσιδώνιον, τὸν Θεόδοτον καὶ τὸν Ματταθίαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, διὰ νὰ διαπραγματευθοῦν μαζί των εἰρήνην καὶ φιλίαν.
20 πλείονος δὲ γενομένης περὶ τούτων ἐπισκέψεως καὶ τοῦ ἡγεμόνος τοῖς πλήθεσιν ἀνακοινωσαμένου καὶ φανείσης ὁμοψήφου γνώμης, ἐπένευσαν ταῖς συνθήκες. 20 Αφού επί μακρόν και επισταμένως εξητάσθησαν αι προτάσεις ειρήνης, ο στρατηγός ανήγγειλεν αυτάς στον στρατόν. Οταν δε εγένοντο αυταί γνωσταί και ότι όλοι συμφωνούν, συγκατετέθησαν εις τας συνθήκας. 20 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ μακρὰν καὶ προσεκτικὴν ἐξέτασιν τῶν ὅρων εἰρήνης καὶ φιλίας, ποὺ ἐπρότειναν οἱ ἐχθροί, καὶ ἀφοῦ ὁ ἀρχηγὸς (ὁ Ἰούδας) ἀνεκοίνωσε τοὺς ὄρους αὐτοὺς εἰς τὸν στρατόν του, καὶ ὅταν πλέον ὅλοι συγκατετέθησαν ὁμοφώνως, συγκατένευσαν καὶ ἐνέκριναν τὴν συνθήκην.
21 ἐτάξαντο δὲ ἡμέραν, ἐν ᾗ κατ᾿ ἰδίαν ἥξουσιν εἰς τὸ αὐτό· καὶ προῆλθε καὶ παρ᾿ ἑκάστου διαφόρους ἔθεσαν δίφρους· 21 Ωρισαν δε ημέραν, κατά την οποίαν θα συναντηθούν επί το αυτό οι δύο αρχηγοί. Ο Ιούδας παρουσιάσθη εκεί και ετοποθέτηθησαν πλησίον αυτών δύο έδραι. 21 Καθώρισαν δὲ ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποῖον θὰ συνηντῶντο ἰδιαιτέρως οἱ δύο ἀρχηγοί - στρατηγοί.Ἕνα ἅρμα ἐπροχώρησε εἰς τὸν τόπον τῆς συναντήσεως ἀπὸ κάθε στρατόπεδον καὶ ἐτοποθετήθησαν τιμητικὰ καὶ ἐπίσημα καθίσματα διὰ τοὺς δύο ἀρχηγούς.
22 διέταξεν ᾿Ιούδας ἐνόπλους ἑτοίμους ἐν τοῖς ἐπικαίροις τόποις, μή ποτε ἐκ τῶν πολεμίων αἰφνιδίως κακουργία γένηται· τὴν ἁρμόζουσαν ἐποιήσαντο κοινολογίαν. 22 Εν τούτοις ο Ιούδας έδωσε διαταγήν να είναι, έτοιμοι οι ένοπλοι άνδρες του εις τα επίκαιρα σημεία. Τούτο δέ, διότι εφοβήθη, μήπως και εκδηλωθή καμμία αιφνιδία απιστία εκ μέρους των εχθρών. Εκεί οι δύο αρχηγοί συνωμίλησαν από κοινού και συνεννοήθησαν δια το θέμα αυτό. 22 Ἀλλ’ ὁ Ἰούδας ἐτοποθέτησεν ἐνόπλους ἄνδρας εἰς στρατηγικὰ σημεῖα, ἀπὸ φόβον μήπως τυχὸν συμβῇ κάποια αἰφνίδια δολιότης καὶ ἐπιβουλὴ ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν.Οἱ δύο ἀρχηγοὶ διεξήγαγαν τὶς πρέπουσες συνομιλίες κατὰ τρόπον ἁρμονικὸν καὶ κατέληξαν εἰς συμφωνίαν.
23 διέτριβε δὲ ὁ Νικάνωρ ἐν ῾Ιεροσολύμοις, καὶ ἔπραττεν οὐθὲν ἄτοπον, τοὺς δὲ συναχθέντας ἀγελαίους ὄχλους ἀπέλυσε. 23 Ο Νικάνωρ επέρασεν ολίγον χρόνον εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να πράττη τίποτε το άτοπον. Μαλιστα δε και απέλυσε τους εχθρικούς κατά των Ιουδαίων όχλους εκείνους, που είχαν συγκεντρωθή ωσάν αγέλαι γύρω του. 23 Ὁ δὲ Νικάνωρ παρέμεινεν ὡρισμένον χρόνον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, χωρὶς ὅμως νὰ κάμῃ κάτι τὸ ἀνάρμοστον καὶ ἀπρεπές.Ἀπ' ἐναντίας μάλιστα ἀπεμάκρυνε τὸν εἰδωλολατρικὸν ὄχλον, ποὺ ἔτρεξε καθ' ὁμάδας ὡσὰν ἀγέλη γύρω του.
24 καὶ εἶχε τὸν ᾿Ιούδαν διαπαντὸς ἐν προσώπῳ, ψυχικῶς τῷ ἀνδρὶ προσεκέκλιτο. 24 Είχε πάντοτε προ οφθαλμών τον ηρωϊκόν Ιούδαν και έτρεφε προς τον άνθρωπον αυτόν μίαν ιδιαιτέραν συμπάθειαν. 24 Ἐπὶ πλέον ὁ Νικάνωρ εἶχε πάντοτε κοντά του τὸν Ἰούδαν καὶ ἐδείκνυεν εἰς τὸν ἄνδρα (τὸν Ἰούδαν) ἰδιαιτέραν ἐκτίμησιν καὶ φιλίαν.
25 παρακάλεσεν αὐτὸν γῆμαι καὶ παιδοποιήσασθαι· ἐγάμησεν, εὐστάθησεν, ἐκοινώνησε βίου. 25 Μαλιστα δε τον προέτρεψε να νυμφευθή και να αποκτήση τέκνα. Πράγματι ο Ιούδας ενυμφευθη, έζησεν εν ησυχία και απήλαυσεν ειρηνικήν ζωήν. 25 Τὸν παρεκίνησε μάλιστα καὶ τὸν ἐνεθάρρυνε νὰ νυμφευθῇ καὶ νὰ ἀποκτήσῃ παιδιά.Καὶ πράγματι ὁ Ἰούδας ἐνυμφεύθη, ἐσταθεροποιήθη καὶ ἡσύχασε καὶ ἀπήλαυσε τὰ ἀγαθὰ μιᾶς κανονικῆς ἤρεμης ζωῆς.
26 ῾Ο δὲ ῎Αλκιμος συνιδὼν τὴν πρὸς ἀλλήλους εὔνοιαν καὶ τὰς γενομένας συνθήκας, ἀναλαβὼν ἧκε πρὸς τὸν Δημήτριον καὶ ἔλεγε τὸν Νικάνορα ἀλλότρια φρονεῖν τῶν πραγμάτων· τὸν γὰρ ἐπίβουλον τῆς βασιλείας ᾿Ιούδαν διάδοχον ἀναδέδειχεν ἑαυτοῦ. 26 Ο Αλκιμος όταν είδε την φιλίαν αυτήν μεταξύ των δύο ανδρών, αφού επήρεν αντίγραφαν των γενομένων συνθηκών, ήλθε προς τον Δημήτριον και έλεγεν ότι ο Νικάνωρ έχει φρονήματα αντίθετα προς τα πράγματα του βασιλέως. Διότι τον Ιούδαν, ο οποίος είναι εχθρός και επίβουλος του βασιλείου του, τον ανέδειξε διάδοχόν του εις την αρχιερωσύνην. 26 Ὅταν ὅμως ὁ Ἄλκιμος ἔμαθε τὴν μεταξύ των φιλίαν καὶ τὶς συμφωνίες, ποὺ εἶχαν γίνει, ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον A' καὶ τοῦ ἔλεγεν ὅτι ὁ Νικάνωρ ἔχει φρονήματα ἀντίθετα πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς βασιλείας του· διότι τὸν Ἰούδαν, ποὺ ἦταν δόλιος ἐχθρὸς καὶ ἐπεβουλεύετο τὰ συμφέροντα τοῦ βασιλείου του, τὸν εἶχεν ἀναδείξει διάδοχόν του.
27 ὁ δὲ βασιλεὺς ἔκθυμος γενόμενος καὶ ταῖς τοῦ παμπονήρου ἐρεθισθεὶς διαβολαῖς, ἔγραψε Νικάνορι φάσκων ὑπὲρ μὲν τῶν συνθηκῶν βαρέως φέρειν, κελεύων δὲ τὸν Μακκαβαῖον δέσμιον ἐξαποστέλλειν ταχέως εἰς ᾿Αντιόχειαν. 27 Ο βασιλεύς έξαλλος από τον θυμόν του και εξηρεθισμένος από τας διαβολάς του παμπονήρου Αλκίμου, έγραψε προς τον Νικάνορα λέγων ότι βαρέως φέρει την συναφθείσαν συνθήκην και τον διέτασσε να αποστείλη αμέσως δεμένον εις την Αντιόχειαν Ιούδαν τυν Μακκαβαίον. 27 Ὁ δὲ βασιλιᾶς ἔγινε ἐκτὸς ἐαυτοῦ ἀπὸ τὴν μεγάλη ν ὀργήν του καί, ἀφοῦ ἐρεθίσθηκε ἀπὸ τὶς διαβολὲς καὶ συκοφαντίες τοῦ παμπονήρου Ἄλκιμου, ἔγραψε πρὸς τὸν Νικάνορα ἐπιστολήν, εἰς τὴν ὁποίαν τοῦ ἔλεγεν ὅτι δυσφορεῖ καὶ ἀγανακτεῖ βαρύτατα διά τὶς συνθῆκες καὶ ὅτι τοῦ δίδει ἐντολὴν νὰ συλλάβῃ τὸν Μακκαβαῖον καὶ νὰ τὸν ἐξαποστείλῃ ἀμέσως δέσμιον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
28 προσπεσόντων δὲ τούτων τῷ Νικάνορι συνεκέχυτο καὶ δυσφόρως ἔφερεν, εἰ τὰ διεσταλμένα ἀθετήσει μηδὲν τ᾿ ἀνδρὸς ἠδικηκότος. 28 Ο Νικάνωρ, όταν έλαβε την επιστολήν αυτήν, περιήλθεν εις σύγχυσιν και δυσφορίαν, διότι διετάσσετο να παραβή τα συμφωνηθέντα προς τον Ιούδαν, ο οποίος άλλωστε κανένα κακόν δεν είχε κάμει εναντίον του. 28 Ὅταν τὸ μήνυμα αὐτὸ ἔφθασεν εἰς τὸν Νικάνορα, ἐξεπλάγη βαθύτατα καὶ ἐδυσφοροῦσε, προκειμένου νὰ ἀθετήσῃ καὶ νὰ παραβῆ τὶς συμφωνίες, ποὺ εἶχε συνάψει μὲ τὸν Ἰούδαν, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος (ὁ Ἰούδας) δὲν ἔκαμε κανένα ἀδίκημα εἰς βάρος του.
29 ἐπεὶ δὲ τῷ βασιλεῖ ἀντιπράττειν οὐκ ἦν, εὔκαιρον ἐτήρει στρατηγήματι τοῦτ᾿ ἐπιτελέσαι. 29 Επειδή όμως δεν ήτο δυνατόν να αντιπράξη προς τον βασιλέα, επιζητούσε μίαν ευκαιρίαν να εκτελέση με δόλιόν τι στρατήγημα την εντολήν το βασιλέως. 29 Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιπράττῃ καὶ νὰ ἀντιπολιτεύεται τὸν βασιλιᾶ, ἐζητοῦσε κατάλληλον εὐκαιρίαν διὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν βασιλικὴν διαταγὴν μὲ κάποιο δόλιον τέχνασμα.
30 ὁ δὲ Μακκαβαῖος αὐστηρότερον διεξάγοντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν εἰθισμένην ἀπάντησιν ἀγροικότερον ἐσχηκότα, νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι, συστρέψας οὐκ ὀλίγους τῶν περὶ ἑαυτόν, συνεκρύπτετο τὸν Νικάνορα. 30 Ο Μακκαβαίος κατενόησεν, ότι ο Νικάνωρ εφέρετο απέναντί του με ψυχρότητα και ότι αντί της προτέρας φιλικής στάσεως ετηρούσεν απέναντί του κάποιον αγροίκον συμπεριφοράν. Εσκέφθη, λοιπόν, ότι η ψυχρότης αυτή δεν προέρχεται από ελατήρια καλά. Αφού δε συνεκέντρωσεν αρκετούς από τους άνδρας του, εκρύπτετο μαζή με αυτούς και απέφευγε την επικοινωνίαν με τον Νικάνορα. 30 Ὁ Μακκαβαῖος ὅμως, ὅταν ἀντελήφθη ὅτι ὁ Νικάνωρ τοῦ ἐφέρετο μὲ ψυχρότητα, ἐπιφυλακτικότητα καὶ ὀλιγώτεραν φιλίαν, ἡ δὲ συνηθισμένη οἰκειότης ἀντικατεστάθη ἐκ μέρους τοῦ Νικάνορος ἀπὸ ἀποτομίαν καὶ μὴ πολιτισμένους τρόπους, ἐκατάλαβε ὅτι ἡ αὐστηρότης καὶ ἡ δυσμένεια αὐτὴ δὲν προήρχοντο ἀπὸ ἀγαθὰ ἐλατήρια.Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰούδας συνεκέντρωσε μεγάλον ἀριθμὸν ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του καὶ ἐκρύπτετο μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Νικάνορα.
31 συγγνοὺς δὲ ὁ ἕτερος ὅτι γενναίως ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐστρατήγηται, παραγενόμενος ἐπὶ τὸ μέγιστον καὶ ἅγιον ἱερόν, τῶν ἱερέων τὰς καθηκούσας θυσίας προσαγόντων, ἐκέλευσε παραδιδόναι τὸν ἄνδρα. 31 Ο Νικάνωρ, όταν είδεν ότι κατά τον πλέον επιτυχή τρόπον είχε καταστρατηγηθή από τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον, ήλθεν στον μέγιστον και ιερόν ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν οι ιερείς προσέφεραν τας συνήθεις θυσίας και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Ιούδαν. 31 Ὅταν ὁ Νικάνωρ ἀντελήφθη ὅτι εἶχεν ὑπερφαλαγγισθῇ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀποφασιστικὴν κίνησιν καὶ τὴν συνετὴν ἐνέργειαν τοῦ Ἰούδα, ἐπῆγε εἰς τὸ μεγαλύτερον καὶ πλέον σεβάσμιον ἱερόν (τὸν Ναόν), τὴν ὥραν ποὺ οἱ ἱερεῖς προσέφεραν τὶς συνηθισμένες θυσίες, καὶ τοὺς διέταξε νὰ παραδώσουν εἰς αὐτὸν τὸν Ἰούδαν.
32 τῶν δὲ μεθ᾿ ὅρκων φασκόντων μὴ γινώσκειν ποῦ ποτ᾿ ἔστιν ὁ ζητούμενος, 32 Επειδή δε εκείνοι με όρκους τον εβεβαίωσαν, ότι δεν γνωρίζουν που ευρίσκεται ο καταζητούμενος Ιούδας, 32 Ἐπειδὴ ὅμως οἰ ἱερεῖς τοῦ ἔλεγαν καὶ τὸν ἐβεβαίωναν μὲ ὅρκον ὅτι δὲν ἐγνώριζαν ποὺ διαμένει ὁ καταζητούμενος Ἰούδας,
33 προτείνας τὴν δεξιὰν εἰς τὸν νεὼ ταῦτα ὤμοσε· ἐὰν μὴ δέσμιόν μοι τὸν ᾿Ιούδαν παραδῶτε, τόνδε τοῦ Θεοῦ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω καὶ τὸ θυσιαστήριον κατασκάψω καὶ ἱερὸν ἐνταῦθα τῷ Διονύσῳ ἐπιφανὲς ἀναστήσω. 33 ο Νικάνωρ ύψωσε την δεξιάν του χείρα στον ναόν και ωρκίσθη και είπε· “Εάν δεν μου παραδώσετε τον Ιούδαν δέσμιον, θα ισοπεδώσω τον ναόν τούτον του Θεού, θα κατασκάψω το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και θα ανοικοδομήσω εδώ περιφανή ναόν στον Διόνυσον. 33 ὁ Νικάνωρ ἄπλωσε τὸ δεξί του χέρι πρὸς τὸν Ναὸν καὶ ὡρκίσθη μὲ αὐτὸν τὸν ὅρκον: Ἐὰν δὲν μοῦ παραδώσετε δέσμιον τὸν Ἰούδαν, θὰ κατεδαφίσω καὶ θὰ ἰσοπεδώσω τὸν ναὸν αὐτὸν τοῦ Θεοῦ, θὰ κατασκάψω καὶ θὰ καταστρέψω τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν θὰ ὑψώσω λαμπρὸν ναὸν ἀφιερωμενον εἰς τὸν Διόνυσον.
34 τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἀπῆλθεν· οἱ δὲ ἱερεῖς προτείναντες τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπεκαλοῦντο τὸν διαπαντὸς ὑπέρμαχον τοῦ ἔθνους ἡμῶν ταῦτα λέγοντες· 34 Αυτά και τόσα άλλα αφού είπεν, απεχώρησεν. Οι δε ιερείς ύψωσαν τα χέρια των στον ουρανόν και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος υπήρξε πάντοτε υπέρμαχος του έθνους των, και έλεγαν· 34 Ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ καὶ μόνον τὰ ἐγωϊστικὰ λόγια, ἀνεχώρησεν.Ἀλλ’ οἱ ἱερεῖς, ἀφοῦ ἐξέτειναν καὶ ὕψωσαν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐπαρακαλοῦσαν Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πάντοτε ὁ πρόμαχος καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ μας ἔθνους, καὶ ἔλεγαν:
35 σὺ Κύριε, τῶν ὅλων ἀπροσδεὴς ὑπάρχων, εὐδόκησας ναὸν τῆς σῆς κατασκηνώσεως ἐν ἡμῖν γενέσθαι. 35 “Συ, Κυριε, ο οποίος δεν έχεις ανάγκην από τίποτε απολύτως, ηυδόκησας, ώστε ο ναός, στον οποίον κατοικείς, να ευρίσκεται εν μέσω ημών. 35 Σὺ Κύριε, ὁ Ὁποῖος δὲν ἔχεις ἀνάγκην κανενός, εὐηρεστήθης νὰ εὑρίσκεται μεταξὺ ἠμῶν τῶν Ἰουδαίων Ναός, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ κατοικῇς.
36 καὶ νῦν ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ Κύριε, διατήρησον εἰς αἰῶνα ἀμίαντον τόνδε τὸν προσφάτως κεκαθαρισμένον οἶκον. 36 Και τώρα, άγιε, Κυριε παντός αγιασμού, διαφύλαξε αιωνίως αμόλυντον από κάθε ακαθαρσίαν αυτόν τον ναόν, ο οποίος προ ολίγου έχει καθαρισθή”. 36 Τώρα λοιπόν, Κύριε, μόνε ἅγιε, ἡ πηγὴ πάσης ἁγιότητος, διαφύλαξε αἰωνίως καθαρὸν καὶ ἀμόλυντον αὐτὸν τὸν οἶκον (τὸν Ναόν), ὁ ὁποῖος ἐκαθαρίσθη πρὶν ἀπὸ ὀλίγον.
37 Ραζὶς δέ τις τῶν ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων πρεσβυτέρων ἐμηνύθη τῷ Νικάνορι, ἀνὴρ φιλοπολίτης καὶ σφόδρα καλῶς ἀκούων καὶ κατὰ τὴν εὔνοιαν πατὴρ τῶν ᾿Ιουδαίων προσαγορευόμενος. 37 Καποιος από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ονόματι Ραζίς, ένας από τους πρεσβυτέρους, κατηγγέλθη στον Νικάνορα ότι αγαπά τους συμπολίτας του, ότι δια την αρετήν του επαινείται από όλους και δια την καλήν του φήμην ονομάζεται πατήρ των Ιουδαίων. 37 Κάποιος δέ, ποὺ ὠνομάζετο Ραζίς, μέλος τῆς γερουσίας τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἱερουσαλήμ, κατηγγέλθη εἰς τὸν Νικάνορα ὅτι ἀγαπᾷ τὴν θρησκείαν του.Ὁ Ραζὶς ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαποῦσε τοὺς συμπολίτας του καὶ ἔχαιρε μεγάλης φήμης μεταξύ των, λόγῳ δὲ τῆς καλωσύνης, τῆς πιστότητος, τῆς εἰλικρινείας καὶ ἀγάπης του πρὸς τὸν λαόν, ὠνομάζετο πατέρας τῶν Ἰουδαίων.
38 ἦν γὰρ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς ἀμειξίας κρίσιν εἰσενηνεγμένος ᾿Ιουδαϊσμοῦ, καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ παραβεβλημένος μετὰ πάσης ἐκτενίας. 38 Απελάμβανε δε αυτήν την καλήν υπόληψιν, διότι στους προγενεστέρους χρόνους είχε κατηγορηθή επί Ιουδαϊσμῷ, ως φρονών δηλαδή και λέγων, ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε επικοινωνία με τους εθνικούς. Δια δε την ευσεβή ζωήν του και τα φρονήματά του αυτά υπέρ του ιουδαϊσμού, είχεν εκθέσει με ακλόνητον ευστάθειαν εις κίνδυνον σώμα και ζωήν. 38 Διότι πρὶν ἀπὸ τοὺς χρόνους τοῦ διωγμοῦ, κατὰ τοὺς ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο νὰ ἀναμειχθοῦν μὲ τὸν ἐθνισμὸν καὶ νὰ ἐξελληνισθοῦν, κατηγορήθη ὅτι ἐμμένει σταθερὰ εἰς τὸν Νόμον καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων καὶ ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ παραδώσῃ ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα του· ὑπεστήριζε δὲ τὰ πάτρια τοῦ γένους του μὲ ἀκλόνητον ἐπιμονὴν καὶ σταθερότητα, μὲ ὑπερβολικὸν ζῆλον καὶ ζέσιν.
39 βουλόμενος δὲ Νικάνωρ πρόδηλον ποιῆσαι, ἣν εἶχε πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους δυσμένειαν, ἀπέστειλε στρατιώτας ὑπὲρ τοὺς πεντακοσίους συλλαβεῖν αὐτόν· 39 Ο Νικάνωρ, επειδή ήθελε να δώηη ένα ολοφάνερον δείγμα της εχθρότητός του εναντίον των Ιουδαίων, έστειλε περισσοτέρους από πεντακοσίους στρατιώτας να τον συλλάβουν. 39 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Νικάνωρ ἤθελε νὰ δώσῃ φανερὸν δεῖγμα τῆς ἐχθρότητος, ποὺ ἔτρεφε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἀπέστειλεν ἐπάνω ἀπὸ πεντακοσίους (500) στρατιώτας, διὰ νὰ συλλάβουν τὸν Ραζίς.
40 ἔδοξε γὰρ ἐκεῖνον συλλαβὼν τούτοις ἐργάσασθαι συμφοράν. 40 Επίστευε δε ότι, εάν συνελάμβανεν εκείνον, θα κατέφερε μέγα πλήγμα εναντίον των Ιουδαίων. 40 Διότι ἤλπιζεν ὅτι ἡ σύλληψις τοῦ Ραζὶς θὰ ἦταν βαρὺ πλῆγμα κατὰ τῶν Ἰουδαίων.
41 τῶν δὲ πληθῶν μελλόντων τὸν πύργον καταλαβέσθαι καὶ τὴν αὐλαίαν θύραν βιαζομένων καὶ κελευόντων πῦρ προσάγειν καὶ τὰς θύρας ὑφάπτειν, περικατάληπτος γενόμενος ὑπέθηκε ἑαυτῷ ξίφος, 41 Οταν δε οι στρατιώται επρόκειτο να καταλάβουν τον πύργον, όπου ευρίσκετο ο Ραζίς και παρεβίαζαν την πύλην της εισόδου, εδόθη διαταγή να φέρουν πυρ και να καύσουν τας θύρας. Την ώραν εκείνην ο Ραζίς, περικλεισμένος από όλα τα μέρη, κατηύθυνε το ξίφος εναντίον του δια να θέση έτσι τέρμα εις την ζωήν του. 41 Ὅταν οἰ στρατιῶται ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὸν πύργον, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Ραζίς, καὶ τὴν στιγμὴν ποὺ παρεβίαζαν τὴν θύραν τῆς αὐλῆς καὶ ἐδίδετο διαταγὴ να φέρουν καὶ να βάλουν φωτιὰ εἰς τὶς θύρες, ὁ Ραζίς, ὁ ὁποῖος εὑρέθη ἔξαφνα τριγυρισμένος ἀπὸ παντοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὸ ξίφος του διὰ νὰ αὐτοκτονήσῃ.
42 εὐγενῶς θέλων ἀποθανεῖν ἤπερ τοῖς ἀλιτηρίοις ὑποχείριος γενέσθαι καὶ τῆς ἰδίας εὐγενείας ἀναξίως ὑβρισθῆναι. 42 Και τούτο, διότι επροτιμούσε να αποθάνη κατά τρόπον ευγενή, παρά να πέση εις τα χέρια των κακούργων και να υποστή από εκείνους εξευτελισμούς αναξίους της ευγενείας του. 42 Ἐπροχώρησε δὲ εἰς τὴν αὐτοκτονίαν αὐτήν, διότι ἐπροτίμησε νὰ ἀποθάνῃ μὲ εὐγένειαν καὶ γενναιότητα, παρὰ νὰ πέσῃ εἰς τὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν καὶ κακούργων εἰδωλολατρῶν καὶ νὰ ὑποστῇ ἐκ μέρους των ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμούς, ποὺ δὲν ἐταίριαζαν εἰς τὴν εὐγενῆ καταγωγὴν καὶ τὴν μεγαλοφροσύνην του.
43 τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῦ ἀγῶνος σπουδὴν καὶ τῶν ὄχλων εἴσω τῶν θυρωμάτων εἰσβαλόντων, ἀναδραμὼν γενναίως ἐπὶ τὸ τεῖχος, κατεκρήμνισεν ἑαυτὸν ἀνδρείως εἰς τοὺς ὄχλους. 43 Επειδή όμως επάνω εις την σπουδήν του δεν κατέφερε καίριον πλήγμα κατά του σώματός του, έβλεπε δε τους άλλους να εισβάλλουν δια των θυρών στον πύργον, έτρεξεν ηρωϊκώς επάνω στο τείχος και εκρημνίσθη ανδρείως ανάμεσα από τους όχλους. 43 Ἐπειδὴ ὅμως, ἕνεκα τῆς βιασύνης κατὰ τὴν ἀπόπειράν του, δὲν ἐκτυπήθη εἰς καίριον σημεῖον τοῦ σώματός του, καθὼς ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὸ ξίφος του, καὶ δὲν ἀπέθανεν ἀμέσως, τὸ δὲ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν ὠρμοῦσε ἤδη ἀπὸ τὶς θύρες τοῦ πύργου, ἔτρεξε (ὁ Ραζίς) μὲ γενναιότητα ἐπάνω εἰς τὸ τεῖχος καὶ κατεκρημνίσθη μὲ ἀνδρείαν ἐμπρὸς εἰς τὸ πλῆθος.
44 τῶν δὲ ταχέως ἀναποδισάντων γενομένου διαστήματος ἦλθε κατὰ μέσον τὸν κενεῶνα. 44 Διότι οι όχλοι βλέποντες το γεγονός απεσύρθησαν αμέσως εις κάποιαν απόστασιν και εκείνος ήλθε και έπεσεν στο μέσον του κενού διαστήματος. 44 Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ὑπεχώρησε βιαστικὰ καὶ γρήγορα καὶ ἔτσι ὁ Ραζὶς ἔπεσεν εἰς τὸ μέσον τοῦ κενοῦ χώρου, ποὺ ἐδημιουργήθη.
45 ἔτι δὲ ἔμπνους ὑπάρχων καὶ πεπυρωμένος τοῖς θυμοῖς, ἐξαναστὰς φερομένων κρουνηδὸν τῶν αἱμάτων καὶ δυσχερῶν ὄντων τῶν τραυμάτων, δρόμῳ τοὺς ὄχλους διελθὼν καὶ στὰς ἐπί τινος πέτρας ἀπορρωγάδος, 45 Ενῷ ανέπνεεν ακόμη πυρπολούμενος από θείον ζήλον, ηγέρθη και ενώ τα αίματα έτρεχαν κρουνηδόν και παρά τας τρομεράς πληγάς του, διέτρεχε το πλήθος, ήλθε και εστάθη επάνω εις ένα απότομον βράχον. 45 Ἐνῷ δὲ ἀκόμη ἀνέπνεε καὶ ἔβραζε κυριολεκτικὰ ἀπὸ θεῖον ζῆλον καὶ διατηροῦσε ἀκμαῖον τὸ φρόνημά του, ἐσηκώθη· μολονότι δὲ τὰ αἵματα ἔτρεχαν ὦσαν ἀπὸ βρύσιν (πηγήν) καὶ ἐνῷ τὰ τραύματά του ἦσαν βαρύτατα, ὥρμησε τρέχοντας μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἦλθε καὶ ἐστάθη εἰς κάποιον ἀπότομον καὶ κρημνώδη βράχον
46 παντελῶς ἔξαιμος ἤδη γενόμενος, προβαλὼν τὰ ἔντερα καὶ λαβὼν ἑκατέραις ταῖς χερσίν, ἐνέσεισε τοῖς ὄχλοις καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δεσπόζοντα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ταῦτα αὐτῷ πάλιν ἀποδοῦναι, τόνδε τὸν τρόπον μετήλλαξεν. 46 Αφού είχε χάσει όλον σχεδόν τα αίμα του, προέβαλε τα έντερά του, τα οποία τα επήρεν εις τα χέρια του και τα ανακινούσε επιδεικνύων αυτά στον λαόν. Παρεκάλεσεν έπειτα τον Κυριον της ζωής και της ψυχής να του τα αποδώση κάποτε και κατ' αυτόν τον τρόπον, εκείνος εξεδήμησεν. 46 ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ἀφοῦ ἤδη εἶχε χάσει ὅλον τὸ αἷμα του, ἔβγαλε καὶ ἐπεδείκνυε τὰ ἔντερά του μὲ τὰ δύο του χέρια καὶ τὰ ἐκινοῦσε καὶ τὰ ἐτίνασσε πρὸς τὸ μέρος τοῦ λαοῦ.Ἀφοῦ δὲ ἱκέτευσε τὸν Κύριον τῆς ζωῆς καὶ τῆς ψυχῆς νὰ τοῦ ἀποδώσῃ καὶ πάλιν αὐτὰ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐξαναστάσεως τῶν νεκρῶν, ἀπέθανε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον.