Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΤΟΥΣ ἑνὸς καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθε Δημήτριος ὁ τοῦ Σελεύκου ἐκ Ρώμης καὶ ἀνέβη σὺν ἀνδράσιν ὀλίγοις εἰς πόλιν παραθαλασσίαν καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ. 1 Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, διαφυγών από την Ρωμην απεβιβάσθη με μικρόν αριθμόν ανδρών εις κάποιαν παραθαλασσίαν πόλιν και εκεί επήρε τον τίτλον του βασιλέως. 1 Κατὰ τὸ ἑκατοστὸν πεντηκοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 162 ἢ 161 π.Χ.) ὁ Δημήτριος, ὁ υἱὸς τοῦ Σελεύκου Δ' Φιλοπάτορος, διέφυγεν ἀπὸ τὴν Ρώμην καὶ ἀπεβιβάσθη μὲ ὀλίγους ἄνδρας εἰς μίαν παραθαλασσίαν πόλιν καὶ ἐκεῖ ἀνεκήρυξε τὸν ἑαυτόν του βασιλιᾶ.
2 καὶ ἐγένετο ὡς εἰσεπορεύετο εἰς οἶκον βασιλείας πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνέλαβον αἱ δυνάμεις τὸν ᾿Αντίοχον καὶ τὸν Λυσίαν ἀγαγεῖν αὐτοὺς αὐτῷ. 2 Οταν εισήλθεν στο βασιλικόν ανάκτορον των πατέρων του, το στράτευμα συνέλαβε τον Αντίοχον και τον Λυσίαν, δια να τους οδηγήσουν ενώπιόν του. 2 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ἐνῷ εἰσήρχετο εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου τῶν πατέρων του, ὁ στρατὸς συνέλαβε τὸν Ἀντίοχον Ε' Εὐπάτορα καὶ τὸν Λυσίαν, μὲ τὴν πρόθεσιν νὰ τοὺς ὁδηγήσουν καὶ νὰ τοὺς παραδώσουν εἰς τὸν Δημήτριον.
3 καὶ ἐγνώσθη αὐτῷ τὸ πρᾶγμα καὶ εἶπε· μή μοι δείξητε τὰ πρόσωπα αὐτῶν. 3 Οταν όμως ο Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, είπε· “δεν θέλω να μου δείξετε τα πρόσωπά των”. 3 Ὅταν ὅμως τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀνεκοινώθη εἰς τὸν Δημήτριον, εἶπε: Μὴ μοῦ δείξετε τὰ πρόσωπά των μὴ τοὺς παρουσιάσετε μπροστά μου.
4 καὶ ἀπέκτειναν αὐτοὺς αἱ δυνάμεις, καὶ ἐκάθισε Δημήτριος ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ. 4 Οι στρατιώται τους εφόνευσαν και ο Δημήτριος εγκατεστάθη στον θρόνον του βασιλείου του. 4 Ὁ στρατὸς ἐφόνευσε τὸν Ἀντίοχον Ε' Εὐπάτορα καὶ τὸν Λυσίαν, καὶ ἔτσι ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικόν του θρόνον ὁ Δημήτριος Α' Σωτήρ.
5 καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν πάντες ἄνδρες ἄνομοι καὶ ἀσεβεῖς ἐξ ᾿Ισραήλ, καὶ ῎Αλκιμος ἡγεῖτο αὐτῶν, βουλόμενος ἱερατεύειν. 5 Τοτε όλοι οι εξωμόται, οι παράνομοι και οι ασεβείς Ισραηλίται, ήλθαν προς αυτόν. Αρχηγός των ήτο ο Αλκιμος, ο οποίος επιθυμούσε να γίνη αρχιερεύς. 5 Κατόπιν ἦλθαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον ὅλοι οἱ παράνομοι καὶ ἐξωμόται Ἰσραηλῖται· τῶν Ἰσραηλιτῶν αὐτῶν ἡγεῖτο ὁ Ἄλκιμος, ὁ ὁποῖος ἐφιλοδοξοῦσε νὰ γίνῃ ἀρχιερεύς.
6 καὶ κατηγόρησαν τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα λέγοντες· ἀπώλεσεν ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ τοὺς φίλους σου, καὶ ἡμᾶς ἐσκόρπισαν ἀπὸ τῆς γῆς ἡμῶν· 6 Αυτοί, λοιπόν, κατηγόρησαν τον Ισραηλιτικόν λαόν στον βασιλέα λέγοντες· “ο Ιούδας και οι αδελφοί του εξωλόθρευσαν όλους τους φίλους σου, ημάς δε τους ιδίους μας εξεδίωξαν από την γην των πατέρων μας και διεσκορπίσθημεν. 6 Ἡ ὁμάδα αὐτὴ ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἄλκιμου κατηγόρησαν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν: Ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐφόνευσαν ὅλους τοὺς φίλους καὶ τοὺς ὑποστηρικτάς σου, ἠμᾶς δὲ τοὺς ἰδίους μᾶς ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν χώραν μας.
7 νῦν οὖν ἀπόστειλον ἄνδρα, ᾧ πιστεύεις, καὶ πορευθεὶς ἰδέτω τὴν ἐξολόθρευσιν πᾶσαν, ἣν ἐποίησεν ἡμῖν καὶ τῇ χώρᾳ τοῦ βασιλέως, καὶ κολασάτω αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς ἐπιβοηθοῦντας αὐτοῖς. 7 Στείλε τώρα ένα άνδρα της εμπιστοσύνης σου, δια να μεταβή και ιδή με τα ίδια του τα μάτια όλην την καταστροφήν, την οποίαν αυτάς ο Ιούδας επροξένησεν εις ημάς και εις την χώραν του βασιλέως. Και ο βασιλεύς ας τιμωρήση αυτούς και όλους εκείνους, οι οποίοι τους εβοήθησαν στο έργον της καταστροφής. 7 Τώρα λοιπόν, σὲ παρακαλοῦμεν, στεῖλε κάποιον ἄνδρα, εἰς τὸν ὁποῖον ἠμπορεῖς νὰ ἐμπιστευθῇς, διὰ νὰ μεταβῇ καὶ νὰ ἰδῇ αὐτοπροσώπως τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἐρήμωσιν, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ὁ Ἰούδας εἰς ἠμᾶς καὶ εἰς ὅλην τὴν βασιλικὴν ἐπικράτειαν, καὶ ἂς τιμωρήσῃ αὐτοὺς καὶ ὅλους, ὅσοι τοὺς βοηθοῦν καὶ τοὺς ὑποστηρίζουν.
8 καὶ ἐπέλεξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βακχίδην τῶν φίλων τοῦ βασιλέως κυριεύοντα ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ μέγαν ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πιστὸν τῷ βασιλεῖ 8 Ο βασιλεύς Δημήτριος εδιάλεξεν από τους φίλους του τυν Βακχίδην, διοικητήν της περιοχής, που ευρίσκετο πέραν από τον Ευφράτην ποταμόν, άνδρα ένδοξον στο βασίλειόν του και αφωσιωμένον στον βασιλέα. 8 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος ἐξέλεξε τὸν Βακχίδην, ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν διοικητὴς τῆς πέραν τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ περιοχῆς (μεταξὺ Εὐφράτου καὶ συνόρων τῆς Αἰγύπτου)· ὁ Βακχίδης ἦταν ἐπίσημον πρόσωπον καὶ ἀπὸ τοὺς πρῶτα φέροντας εἰς τὸ βασίλειον τῶν Σελευκιδῶν, ἦταν δὲ πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν βασιλιᾶ.
9 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν καὶ ῎Αλκιμον τὸν ἀσεβῆ, καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἱερωσύνην καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. 9 Αυτόν έστειλε μαζή με τον ασεβή Αλκιμον, τον οποίον κατέστησεν αρχιερέα. Εδωσε δε διαταγήν στον Βακχίδην, να εκδικηθή τους Ισραηλίτας. 9 Ὁ Δημήτριος ἀπέστειλε τὸν Βακχίδην καὶ τὸν ἀσεβῆ Ἄλκιμον, τὸν ὁποῖον κατέστησεν ἀρχιερέα, ἔδωκε δὲ εἰς τὸν Βακχίδην διαταγὴν νὰ κάμῃ ἐκδίκησιν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, δηλαδὴ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ.
10 καὶ ἀπῇραν καὶ ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰς γῆν ᾿Ιούδα· καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λόγοις εἰρηνικοῖς μετὰ δόλου. 10 Ο Βακχίδης με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν εξεκίνησε και έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας. Απέστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του με ειρηνικάς, αλλά δολίας, προτάσεις. 10 Ὁ Βακχίδης καὶ ὁ Ἄλκιμος ἐξεκίνησαν μὲ στρατὸν πολὺν καὶ εἰσέβαλαν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας.Τότε ὁ Βακχίδης ἔστειλεν ἀγγελιοφόρους πρὸς τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του μὲ προτάσεις φιλικὲς καὶ εἰρηνικές, πλὴν ὅμως γεμᾶτες δολιότητα καὶ ἀπάτην.
11 καὶ οὐ προσέσχον τοῖς λόγοις αὐτῶν· εἶδον γὰρ ὅτι ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς. 11 Οι Ιουδαίοι όμως δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγια των, διότι είδον ότι εκείνοι είχαν έλθει με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν και άρα με διαθέσεις όχι ειρηνικάς. 11 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔδωσαν καμμίαν σημασίαν εἰς τὶς προτάσεις τῶν ἀπεσταλμένων αὐτῶν διότι εἶδαν ὅτι ὁ Βακχίδης καὶ ὁ Ἄλκιμος ἔφθασαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μαζὶ μὲ πολυάριθμον στρατὸν καὶ ἑπομένως ὄχι μὲ εἰρηνικὸν σκοπόν.
12 καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς ῎Αλκιμον καὶ Βακχίδην συναγωγὴ γραμματέων ἐκζητῆσαι δίκαια, 12 Αλλά περί τον Αλκιμον και τον Βακχίδην συνεκεντρώθη μία όμας γραμματέων, δια να ζητήσουν το δίκαιόν των. 12 Παρ’ ὅλα αὐτὰ συνεκεντρώθησαν καὶ παρουσιάσθησαν ἐνώπιον τοῦ Ἄλκιμου καὶ τοῦ Βακχίδη μία ἀντιπροσωπεία - ὁμάδα ἀπὸ Ἰουδαίους Γραμματεῖς, διὰ νὰ ζητήσουν δικαιοσύνην, δικαίους ὄρους.
13 καὶ πρῶτοι οἱ ῾Ασιδαῖοι ἦσαν ἐν υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπεζήτουν παρ᾿ αὐτῶν εἰρήνην· 13 Εκείνοι δε που εθεωρούντο πρώτοι μεταξύ των Ισραηλιτών ήσαν οι 'Ασιδαιοι, οι οποίοι και εζήτησαν από τον Βακχίδην και τον Αλκιμον ειρηνικήν διευθέτησιν των δικαιωμάτων των. 13 Οἱ Ἀσιδαῖοι δὲ ἦσαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας ἄρχισαν διαπραγματεύσεις καὶ ἐζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἄλκιμον καὶ τὸν Βακχίδην εἰρηνικὴν τακτοποίησιν τῶν ζητημάτων των.(Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ δὲ Ἀσιδαῖοι ἦσαν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὴν πρώτην σειρὰν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν αὐτοὶ ἐζητοῦσαν ἀπὸ τόν...).
14 εἶπαν γάρ· ἄνθρωπος ἱερεὺς ἐκ τοῦ σπέρματος ᾿Ααρὼν ἦλθεν ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ οὐκ ἀδικήσει ἡμᾶς. 14 Οι Ασιδαίοι έκαμαν την εξής σκέψιν και είπαν· “ένας αρχιερεύς από την οικογενειάν του Ααρών ήλθε με στρατόν, δεν είναι δυνατόν αυτός να διαπράξη αδικίας εναντίον μας”. 14 Οἱ Ἀσιδαῖοι ἐνήργησαν ἔτσι, διότι ἐσκέφθησαν καὶ εἶπαν: Ἕνας ἀρχιερεύς, ἀπὸ τὴν ἱερατικὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἀαρών, ἦλθε μαζὶ μὲ τὸν στρατόν· ὁ ἀρχιερεὺς αὐτὸς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς προξενήσῃ κακόν.
15 καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν λόγους εἰρηνικοὺς καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς λέγων· οὐκ ἐκζητήσομεν ὑμῖν κακὸν καὶ τοῖς φίλοις ὑμῶν. 15 Ο Αλκιμος ωμίλησε με αυτούς κατά ένα ειρηνικόν και φιλικόν τρόπον και ωρκίσθη προς αυτούς λέγων· “δεν επιθυμούμεν και ούτε θα επιζητήσωμεν να κάμωμεν κανένα κακόν προς σας και προς τους φίλους σας”. 15 Ὁ Ἄλκιμος ὡμίλησε μαζί τους μὲ τρόπον εἰρηνικὸν καὶ διαλλακτικόν, ὡρκίσθη δὲ εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπε: Δὲν θὰ προσπαθήσωμεν νὰ προξενήσωμεν κακὸν πρὸς σᾶς οὔτε καὶ εἰς τοὺς φίλους σας.
16 καὶ ἐνεπίστευσαν αὐτῷ, καὶ συνέλαβεν ἐξ αὐτῶν ἑξήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ κατὰ τὸν λόγον, ὃν ἔγραψε· 16 Εδωσαν πίστιν εις αυτόν, αλλά εκείνος έπιασε εξήντα άνδρας από αυτούς, τους οποίους και εφόνευσεν εις μίαν ημέραν και επραγματοποιήθη έτσι ο λόγος, που είναι γραμμένος εις την Αγίαν Γραφήν· 16 Ἐκεῖνοι ἔδωκαν ἐμπιστοσύνην εἰς τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὸν ὅρκον του, ἀλλ’ ὁ Ἄλκιμος συνέλαβεν ἑξῆντα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐθανάτωσεν ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας, καὶ ἔτσι ἐπραγματοποιήθη ὁ λόγος, ποὺ ἔγραψεν εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὁ συνθέτης τοῦ Ψαλμοῦ:
17 σάρκας ὁσίων σου καὶ αἵματα αὐτῶν ἐξέχεαν κύκλῳ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς ὁ θάπτων. 17 “Διεσκόρπισαν τας σάρκας των αγίων σου και τα αίματά των τα έχυσαν γύρω από την Ιερουσαλήμ και δεν υπήρξεν άνθρωπος να τους ενταφιάση”. 17 Ὦ Θεέ, τὶς σάρκες τῶν ἀφωσιωμένων εἰς σὲ διεσκόρπισαν καὶ ἔχυσαν ἀφθόνως τὰ αἵματά των γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὥστε δὲν ἀπέμεινε κανεὶς διὰ νὰ τοὺς ἐνταφιάσῃ.
18 καὶ ἐπέπεσεν αὐτῶν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ἐπὶ πάντα τὸν λαόν, ὅτι εἶπαν· οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια καὶ κρίσις, παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσαν. 18 Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού μέγας φόβος και τρόμος έπσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι είπαν· “εκείνοι είναι ανάξιοι πλέον εμπιστοσύνης, διότι δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια και δικαιοσύνη. Παρέβησαν την υποχρέωσίν των και τον όρκον, τον οποίον έδωσαν”. 18 Ἕνεκα τῆς φοβερῆς αὐτῆς σφαγῆς ἐκυρίευσεν ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Βακχίδη καὶ Ἀλκίμου, διότι οἱ Ἰσραηλῖται εἶπαν μεταξύ των: Δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς οὔτε φιλαλήθεια οὔτε ἀξιοπιστία εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν ὑποσχέσεων καὶ τὴν εὐθεῖαν κρίσιν καὶ δικαιοσύνην· διότι παρέβησαν τὴν συμφωνίαν, τὴν δέσμευσίν των καὶ τὸν ὅρκον ποὺ ἔδωκαν, ὅτι θὰ τηρήσουν τὴν συμφωνίαν.
19 καὶ ἀπῇρε Βακχίδης ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βηθζαὶθ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνέλαβε πολλοὺς ἀπὸ τῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ αὐτομολησάντων ἀνδρῶν καί τινας τοῦ λαοῦ καὶ ἔθυσεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ τὸ μέγα. 19 Ο Βακχίδης ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βηθζαίθ. Από εκεί έστειλε στρατιώτας και συνέλαβε πολλούς από αυτούς, που είχαν λιποτακτήσει εκ των τάξεων του στρατού του, όπως επίσης και μερικούς άλλους από τον λαόν, τους οποίους όλους εφόνευσε, τα δε πτώματά των έρριψεν στο μεγάλο φρέαρ. 19 Κατόπιν ὁ Βακχίδης ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Βηθζαίθ· ἀπὸ ἐκεῖ ἔστειλεν ἀπεσταλμένους καὶ συνέλαβε πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἐλιποτάκτησαν, καὶ ἐπίσης μερικοὺς ἀπὸ τὸν λαὸν καί, ἀφοῦ τοὺς ἐφόνευσεν, ἔρριψε τὰ πτώματά των εἰς τὸ μεγάλο πηγάδι.
20 καὶ κατέστησε τὴν χώραν τῷ ᾿Αλκίμῳ καὶ ἀφῆκε μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν τοῦ βοηθεῖν αὐτῷ· καὶ ἀπῆλθε Βακχίδης πρὸς τὸν βασιλέα. 20 Αφού δε παρέδωσε την διοίκησιν της χώρας στον Αλκιμον και αφήκεν εις βοήθειάν του στρατιωτικήν δύναμιν ανεχώρησεν ο Βακχίδης και επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον. 20 Ἀνέθεσε δὲ τὴν διοίκησιν τῆς χώρας εἰς τὸν Ἄλκιμον καὶ ἀφῆκε μαζί του στρατιωτικὴν δύναμιν διὰ να τὸν βοηθῇ.Κατόπιν ὁ Βακχίδης ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, εἰς τὸν βασιλιᾶ.
21 καὶ ἠγωνίσατο ῎Αλκιμος περὶ τῆς ἀρχιερωσύνης, 21 Ο Αλκιμος ηγωνίσθη, δια να πάρη την αρχιερωσύνην. 21 Ὁ δὲ Ἄλκιμος συνέχισε τὸν ἀγῶνα του διὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀρχιερωσύνην.
22 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ ταράσσοντες τὸν λαὸν αὐτῶν καὶ κατεκράτησαν γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἐποίησαν πληγὴν μεγάλην ἐν ᾿Ισραήλ. 22 Ολοι δε εκείνοι οι Ισραηλίται, οι παράνομοι εξωμόται, οι οποίοι έφεραν αναταραχήν στον λαόν των, συνεκεντρώθησαν γύρω από τον Αλκιμον και έγιναν μεγάλη μάστιξ δια τον ισραηλιτικόν λαόν. 22 Ὅλοι οἱ ἀποστάται καὶ ἐξωμόται Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐτάρασσαν καὶ ἐξήγειραν τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, συνεκεντρώθησαν γύρω του καί, ἀφοῦ ἔγιναν κύριοι τῆς Ἰουδαίας, ἐπροξένησαν φοβερὰν ζημίαν καὶ συμφορὰν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
23 καὶ εἶδεν ᾿Ιούδας πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν ῎Αλκιμος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ὑπὲρ τὰ ἔθνη, 23 Είδεν ο Ιούδας όλην αυτήν την συμφοράν, την οποίαν επέφερεν ο Αλκιμος και μαζή με αυτόν οι εξωμόται εναντίον των Ισραηλιτών και η οποία ήτο πολύ μεγαλύτερα από όσην είχαν προξενήσει τα ειδωλολατρικά έθνη. 23 Ὅταν ὁ Ἰούδας εἶδεν ὅλην τὴν βλάβην καὶ συμφοράν, τὴν ὁποίαν ὁ Ἄλκιμος καὶ οἱ ὁμόφρονες ὑποστηρικταί του ἐπροξένησαν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἡ ὁποία ἦταν πολὺ χειρότερη ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἐπροξένησαν οἱ εἰδωλολάτραι,
24 καὶ ἐξῆλθεν εἰς πάντα τὰ ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας κυκλόθεν καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἀνδράσι τοῖς αὐτομολήσασι, καὶ ἀνεστάλησαν τοῦ πορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν. 24 Δια να προλάβη μεγαλυτέρας συμφοράς ο Ιούδας, περιήλθεν προς όλας τας κατευθύνσεις την ιουδαίαν και ετιμώρησε τους αποστάτας εκείνους άνδρας, οι οποίοι είχαν λιποτακτήσει με το μέρος των εχθρών και τους ημπόδιζε να διατρέχουν την χώραν της Ιουδαίας. 24 ἐπροχώρησε καὶ διέτρεξεν ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περιχώρων της καὶ ἐτιμώρησεν ὅλους τοὺς ἄνδρες, ποὺ ἐλιποτάκτησαν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἔτσι τοὺς ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ εἰσέρχωνται καὶ κινοῦνται ἐλεύθεροι εἰς τὰ διάφορα τμήματα τῆς χώρας.
25 ὡς δὲ εἶδεν ῎Αλκιμος ὅτι ἐνίσχυσεν ᾿Ιούδας καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔγνω ὅτι οὐ δύναται ὑποστῆναι αὐτούς, καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ κατηγόρησεν αὐτῶν πονηρά. 25 Οταν είδεν ο Αλκιμος, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του είχαν αποκτήσει μεγάλην δύναμιν και κατενόησεν ότι δεν ήτο δυνατόν αυτός να αντισταθή εις εκείνους, επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον και διετύπωσε βαρυτάτας κατηγορίας εναντίον των Ιουδαίων. 25 Ὅταν δὲ ὁ Ἄλκιμος εἶδεν ὅτι ὁ Ἰούδας καὶ οἱ σύντροφοί του ἔγιναν ἰσχυροὶ καὶ ἀντελήφθη ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀνθέξῃ καὶ νὰ ἀντισταθῇ εἰς αὐτούς, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον, καὶ τοὺς κατηγόρησε μὲ πολὺ βαρειὲς κατηγορίες.
26 Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Νικάνορα ἕνα τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ τῶν ἐνδόξων καὶ μισοῦντα καὶ ἐχθραίνοντα τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ἐξᾶραι τὸν λαόν. 26 Ο βασιλεύς Δημήτριος έστειλε τότε τον Νικάνορα, ένα από τους ενδόξους στρατηγούς του, ο οποίος εκυριαρχείτο από μίσος και εχθρότητα εναντίον του ισραηλιτικού λαού και τον διέταξε να εξολοθρεύση τον λαόν αυτόν. 26 Τότε ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος Α' ἀπέστειλε τὸν Νικάνορα, ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐνδόξους στρατηγούς του καὶ ἀπὸ τοὺς σκληροὺς καὶ δριμεῖς ἐχθρούς, ποὺ ἐμισοῦσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸν λαὸν αὐτόν.
27 καὶ ἦλθε Νικάνωρ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ δυνάμει πολλῇ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μετὰ δόλου λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· 27 Ο Νικάνωρ ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, έστειλε δε προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του άνδρας δια να ομιλήσουν προς αυτόν δήθεν κατά τρόπον ειρηνικόν και φιλικόν και να τον εξαπατήσουν και επρότεινε τα εξής· 27 Ὁ Νικάνωρ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ πολλὴν στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν εἰς αὐτοὺς μήνυμα φιλικόν, ἀλλὰ γεμᾶτο δόλον, τὸ ὁποῖον ἔλεγεν:
28 μὴ ἔστω μάχην ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν· ἥξω ἐν ἀνδράσιν ὀλίγοις, ἵνα ὑμῶν ἴδω τὰ πρόσωπα μετ᾿ εἰρήνης. 28 “ας μη υπάρχη μάχη μεταξύ εμού και υμών. Εγώ επιθυμώ να έλθω με ολίγους μου άνδρας προς σας, δια να ίδω τα πρόσωπά σας με χαράν και ειρήνην”. 28 Ἂς μὴ ὑπάρξῃ μάχη μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὑμῶν προτείνω νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς μὲ ὀλίγους ἄνδρες, διὰ νὰ ἔχωμεν μίαν προσωπικὴν φιλικὴν καὶ εἰρηνικὴν συνάντησιν.
29 καὶ ἦλθε πρὸς ᾿Ιούδαν, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους εἰρηνικῶς· καὶ οἱ πολέμιοι ἦσαν ἕτοιμοι ἐξαρπᾶσαι τὸν ᾿Ιούδαν. 29 Ηλθε πράγματι ο Νικάνωρ προς τον Ιούδαν και οι δύο ησπάσθησαν αλλήλους κατά τρόπον φιλικόν. Οι εχθροί όμως των Ιουδαίων ήσαν έτοιμοι να συλλάβουν τον Ιούδαν. 29 Ὁ Νικάνωρ ἦλθε καὶ συνήντησε τὸν Ἰούδαν καὶ ἠσπάσθησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς φίλον ὅμως οἰ ἐχθροὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Λαοῦ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ συλλάβουν καὶ νὰ ἀπαγάγουν τὸν Ἰούδαν.
30 καὶ ἐγνώσθη ὁ λόγος τῷ ᾿Ιούδᾳ ὅτι μετὰ δόλου ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐπτοήθη ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἔτι ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. 30 Ο Ιούδας επληροφορήθη την μηχανορραφίαν αυτήν, ότι δηλαδή ο Νικάνωρ δολίως ήλθε προς αυτόν, εφοβήθη τον Νικάνορα και δεν ηθέλησε να τον ξαναϊδή. 30 Ὅταν ὁ Ἰούδας ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Νικάνωρ ἦλθε νὰ τὸν συναντήσῃ μὲ δόλιον σκοπόν, ἐφοβήθη τὸν Νικάνορα καὶ ἠρνήθη νὰ συναντηθῇ καὶ πάλι μαζί του.
31 καὶ ἔγνω Νικάνωρ, ὅτι ἀπεκαλύφθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιούδᾳ ἐν πολέμῳ κατὰ Χαφαρσαλαμά. 31 Ο Νικάνωρ αντελήφθη, ότι απεκαλύφθη πλέον το δόλιον σχέδιόν του και αμέσως εξήλθε να πολεμήση τον Ιούδαν εις την περιοχήν Χαφαρσαλαμά. 31 Μόλις ὁ Νικάνωρ ἀντελήφθη ὅτι τὸ δόλιον σχέδιόν του ἀπεκαλύφθη, ἐπροχώρησε διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ Ἰούδα κοντὰ εἰς τὴν Χαφαρσαλαμά.
32 καὶ ἔπεσον τῶν παρὰ Νικάνορος ὡσεὶ πεντακισχίλοι ἄνδρες, καὶ ἔφυγον εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ. 32 Εγινε μάχη και από τους άνδρας του Νικάνορας εφονεύθησαν πέντε περίπου χιλιάδες άνδρες, οι δε υπόλοιποι κατέφυγον εις την ακρόπολιν του λόφου Σιών (την πόλιν του Δαυίδ). 32 Εἰς τὸν πόλεμον ἐκεῖνον ἐφονεύθησαν περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Νικάνορος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι κατέφυγαν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, εἰς τὴν ἀκρόπολιν τοῦ ὄρους Σιών, ὅπου εἶχε τὴν ἕδραν της ἡ Συριακὴ φρουρά.
33 Καὶ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἀνέβη Νικάνωρ εἰς τὸ ὄρος Σιών. καὶ ἐξῆλθον ἀπὸ τῶν ἱερέων ἐκ τῶν ἁγίων καὶ ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ ἀσπάσασθαι αὐτὸν εἰρηνικῶς καὶ δεῖξαι αὐτῷ τὴν ὁλοκαύτωσιν τὴν προσφερομένην ὑπὲρ τοῦ βασιλέως. 33 Επειτα από αυτά τα γεγονότα ο Νικάνωρ ανέβηκεν στον λόφον Σιών. Μερικοί δε από τους ιερείς εβγήκαν από τους ιερούς τόπους του ναού συνοδευόμενοι και από μερικούς πρεσβυτέρους του ναού, δια να χαιρετήσουν φιλικώς τον Νικάνορα και να του δείξουν την θυσίαν των ολοκαυτωμάτων, την οποίαν προσφέρουν υπέρ του βασιλέως. 33 Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Νικάνωρ ἀνέβη εἰς τὸν λόφον τῆς Σιών, ὅπου ἦταν κτισμένος ὁ Ναός.Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ἱεροῦ τόπου τοῦ Ναοῦ μαζὶ μὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ τὸν χαιρετίσουν φιλικῶς καὶ νὰ τοῦ δείξουν τὴν θυσίαν τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ προσεφέρετο ὑπέρ του βασιλιᾶ.
34 καὶ ἐμυκτήρισεν αὐτοὺς καὶ κατεγέλασεν αὐτῶν καὶ ἐμίανεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν ὑπερηφάνως· 34 Εκείνος όμως τους εχλεύασε, τους κατεγέλασεν, έρριψεν επάνω των μιάσματα και τους εμόλυνε και ωμίλησε κατά ένα τρόπον θρασύν και αλαζονικόν. 34 Ἀλλ’ ὁ Νικάνωρ τοὺς εἰρωνεύθη καὶ τοὺς ἐπεριφρόνησε καὶ τοὺς ἐμόλυνε - τοὺς κατέστησε νομικῶς ἀκαθάρτους - καὶ τοὺς ἐμίλησε μὲ τρόπον κομπαστικὸν καὶ ὑπερήφανον.
35 καὶ ὤμοσε μετὰ θυμοῦ λέγων· ἐὰν μὴ παραδοθῇ ᾿Ιούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς χεῖράς μου τὸ νῦν, καὶ ἔσται ἐὰν ἐπιστρέψω ἐν εἰρήνῃ, ἐμπυριῶ τὸν οἶκον τοῦτον. καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ μεγάλου. 35 Γεμάτος δε οργήν ωρκίσθη και είπεν εις αυτούς· “Εάν δεν παραδοθή εις τα χέρια μου σήμερον ο Ιούδας και ο στρατός του, αμέσως μόλις επιστρέψω, αφού εγκαταστήσω πλέον την ειρήνην, θα παραδώσω στο πυρ αυτόν τον ναόν”. Και αφού είπεν αυτά, απεχώρησεν από μπροστά των με μεγάλον θυμόν. 35 Ἀκόμη ὡρκίσθη μὲ ὀργὴν καὶ τοὺς εἶπεν: Ἐὰν δὲν παραδοθῇ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του ἀμέσως εἰς τὰ χέρια μου, θὰ συμβῇ τοῦτο· μόλις ἐπιστρέψω νικητὴς καὶ ἀφοῦ θὰ ἔχω ἐγκαταστήσει τὴν εἰρήνην, θὰ πυρπολήσω τὸν οἶκον, τὸν Ναὸν αὐτόν.Καὶ ἀφοῦ διετύπωσε τὴν ἀπειλὴν αὐτήν, ἀπεχώρησε μὲ μεγάλον θυμόν.
36 καὶ εἰσῆλθον οἱ ἱερεῖς καὶ ἔστησαν κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ ναοῦ καὶ ἔκλαυσαν καὶ εἶπον· 36 Τοτε οι ιερείς εισήλθον στον ιερόν χώρον, εστάθησαν όρθιοι ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, έκλαυσαν και είπαν προς τον Θεόν· 36 Ἕνεκα τούτου οἱ ἱερεῖς εἰσῆλθαν καὶ πάλιν εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ἱεροῦ τόπου τοῦ Ναοῦ καὶ ἐστάθησαν ὄρθιοι, μὲ τὸ πρόσωπον στραμμένο πρὸς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τὸν Ναόν, καὶ ἔκλαυσαν καὶ εἶπαν:
37 σύ, Κύριε, ἐξελέξω τὸν οἶκον τοῦτον ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῷ εἶναι οἶκον προσευχῆς καὶ δεήσεως τῷ λαῷ σου· 37 “Συ, Κυριε, εξέλεξες τον ναόν αυτόν, δια να δοξάζεται εδώ τα άγιον όνομά σου και να είναι ο ναός αυτός οίκος προσευχής και δεήσεως δι' όλον τον λαόν σου. 37 Σύ, Κύριε, ἐδιάλεξες τὸν Ναὸν αὐτόν, διὰ νὰ δοξάζεται καὶ νὰ λατρεύεται εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομά σου καὶ νὰ εἶναι οἶκος προσευχῆς καὶ ἱκεσίας διὰ τὸν λαόν σου.
38 ποίησον ἐκδίκησιν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ καὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτοῦ, καὶ πεσέτωσαν ἐν ρομφαίᾳ· μνήσθητι τῶν δυσφηριῶν αὐτῶν καὶ μὴ δῷς αὐτοῖς μονήν. 38 Τιμώρησε τον αλαζονικόν αυτόν άνθρωπον και τον στρατόν του, και ας πέσουν όλοι εν στόματι ρομφαίας. Ενθυμήσου, Κυριε, τας βλασφημίας, τας οποίας εξεστόμισαν εναντίον σου και μη δώσης εις αυτούς ποτέ τόπον αναψυχής”. 38 Ἐκδικήσου λοιπὸν καὶ τιμώρησε τὸν ἄνθρωπον τοῦτον καὶ τὸν στρατόν του καὶ ἂς φονευθοῦν ὅλοι μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθί.Ἐνθυμήσου τὶς βλασφημίες των καὶ μὴ δώσῃς ἀναβολὴν τῆς εἰς θάνατον καταδίκης των οὔτε τόπον ἢ καιρὸν ἀναψυχῆς·
39 καὶ ἐξῆλθε Νικάνωρ ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βαιθωρών, καὶ συνήντησεν αὐτῷ δύναμις Συρίας. 39 Ο Νικάνωρ εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθωρών, όπου ένα τμήμα από την στρατιωτικήν δύναμιν των Συρων ήλθε και τον συνήντησε. 39 Ὁ Νικάνωρ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Βαιθωρών, ὅπου τὸν συνήντησε καὶ ἑνώθη μαζί του τμῆμα στρατοῦ ἀπὸ τὴν Συρίαν.
40 καὶ ᾿Ιούδας παρενέβαλεν ἐν ᾿Αδασὰ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· καὶ προσηύξατο ᾿Ιούδας καὶ εἶπεν· 40 Και ο Ιούδας επίσης εστρατοπέδευσε πλησίον της Αδασά με τρεις χιλιάδας άνδρας. Ο Ιούδας προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν· 40 Ὁ δὲ Ἰούδας ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Ἀδασὰ μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες· ἐκεῖ ὁ Ἰούδας προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε:
41 οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως ᾿Ασσυρίων ὅτε ἐδυσφήμησαν, ἐξῆλθεν ἄγγελός σου, Κύριε, καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας· 41 “όταν, Κυριε, οι εχθροί σου, που ήσαν με το μέρος Σενναχηρίμ του βασιλέως των Ασσυρίων εβλασφήμησαν το Ονομά σου, εξήλθεν άγγελός σου, Κυριε, και εξωλόθρευσεν από αυτούς εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας. 41 Κύριε, ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων Σενναχηρὶμ ἐβλασφήμησαν τὸ ἅγιον ὄνομά σου, ἐξῆλθεν ὁ ἄγγελός σου καὶ ἐφόνευσεν ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες ἄνδρες ἀπὸ αὐτούς.
42 οὕτω σύντριψον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐνώπιον ἡμῶν σήμερον, καὶ γνώτωσαν οἱ ἐπίλοιποι, ὅτι κακῶς ἐλάλησαν ἐπὶ τὰ ἅγιά σου, καὶ κρῖνον αὐτὸν κατὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ. 42 Ετσι, Κυριε, σύντριψε και σήμερον τον στρατόν αυτόν ενώπιόν μας, δια να μάθουν και οι άλλοι λαοί, ότι με κακότητα και αυθάδειαν εφέρθησαν και ωμίλησαν αυτοί στον ιερόν ναόν σου. Κρίνε, Κυριε, αυτόν κατά την κακίαν του και την βλασφημίαν του”. 42 Μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, Κύριε, σύντριψε καὶ τὸν στρατὸν αὐτὸν ἐμπρός μας σήμερα, ὥστε νὰ μάθουν καὶ τὰ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ὅτι ὁ Νικάνωρ καὶ οἱ ὁμόφρονές του ὕβρισαν καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν ἅγιον τόπον, τὸν ἱερὸν Ναόν σου· καὶ κρίνε, Κύριε, τὸν Νικάνορα, ὅπως ἁρμόζει εἰς τὴν ὕβριν καὶ τὴν βλασφημίαν του.
43 καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς ῎Αδαρ, καὶ συνετρίβη ἡ παρεμβολὴ Νικάνορος, καὶ ἔπεσεν αὐτὸς πρῶτος ἐν τῷ πολέμῳ. 43 Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν κατά την δεκάτην τρίτην του μηνός Αδάρ. Ο στρατός του Νικάνορας συνετρίβη και πρώτος, ο οποίος έπεσε κατά την μάχην αυτήν, ήτο ο Νικάνωρ. 43 Τὰ δύο στρατεύματα συνεκρούσθησαν κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἄδαρ (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Φεβρουάριον /Μάρτιον)· ὁ στρατὸς τοῦ Νικάνορος ὑπέστη συντριπτικὴν ἧτταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νικάνωρ ἔπεσε πρῶτος κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης ἐκείνης.
44 ὡς δὲ εἶδεν ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ, ρίψαντες τὰ ὅπλα αὐτῶν ἔφυγον. 44 Οταν ο στρατός του Νικάνορος είδεν ότι έπεσεν ο αρχηγός, ρίψαντες όλοι τα όπλα ετράπησαν πανικόβλητοι εις φυγήν. 44 Μόλις δὲ οἱ στρατιῶται του εἶδαν ὅτι ἐφονεύθη ὁ Νικάνωρ, ἐτράπησαν πανικόβλητοι εἰς φυγήν, ἀφοῦ ἔρριψαν τὰ ὅπλα των.
45 καὶ κατεδίωκον αὐτοὺς ὁδὸν ἡμέρας μιᾶς ἀπὸ ᾿Αδασὰ ἕως τοῦ ἐλθεῖν εἰς Γάζηρα καὶ ἐσάλπισαν ὀπίσω αὐτῶν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν. 45 Οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν εις δρόμον μιας ημέρας από Αδασά, μέχρις ότου έφθασαν εις Γαζηρα. Τους κατεδίωκαν σαλπίζοντες όπισθεν αυτών με τας ιεράς σάλπιγγας διάφορα πολεμικά σαλπίσματα. 45 Οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς κατεδίωξαν ἐπὶ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὴν Ἀδασὰ μέχρι τὰ σύνορα τῆς Γαζηρά (ἢ Γαζηρών)· ἐνῷ δὲ τοὺς κατεδίωκαν, ἐσάλπιζαν πολεμικὰ σαλπίσματα μὲ τὶς ἱερές των σάλπιγγες.
46 καὶ ἐξῆλθον ἐκ πασῶν τῶν κωμῶν τῆς ᾿Ιουδαίας κυκλόθεν καὶ ὑπερεκέρων αὐτούς, καὶ ἀνέστρεφον οὗτοι πρὸς τούτους, καὶ ἔπεσον πάντες ρομφαίᾳ, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. 46 Τοτε εβγήκαν από όλας τας κωμοπόλεις της Ιουδαίας άνδρες Ιουδαίοι, οι οποίοι και περιεκύκλωναν τους Συρους. Αυτοί τρομοκρατημένοι εγύριζαν προς τα οπίσω και επάνω εις την σύγχυσίν των έπιπταν οι μεν εναντίον των δε και αλληλοεξωντώθησαν με τας ρομφαίας των. Ούτε ένας από αυτούς δεν έμεινεν εν τη ζωή. 46 Καὶ τότε ἔβγαιναν ἀπὸ ὅλα τὰ γύρω χωριὰ τῆς Ἰουδαίας οἱ κάτοικοι, τοὺς περιεκύκλωναν καὶ τοὺς ἐπετίθεντο.Οἱ στρατιῶται τοῦ Νικάνορος τρομοκρατημένοι ἐπέστρεφαν πίσω καὶ ἐπάνω εἰς τὴν σύγχυσίν των ἔπιπταν οἱ μὲν ἐναντίον τῶν δέ· ἔτσι ἐφονεύθησαν ὅλοι, σφαζόμενοι μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομο σπαθί, καὶ δὲν ἐπέζησεν ἀπὸ αὐτοὺς οὔτε ἕνας!
47 καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα καὶ τὴν προνομήν, καὶ τὴν κεφαλὴν Νικάνορος ἀφεῖλον καὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, ἣν ἐξέτεινεν ὑπερηφάνως, καὶ ἤνεγκαν καὶ ἐξέτειναν παρὰ τὴν ῾Ιερουσαλήμ. 47 Οι Ιουδαίοι ελεηλάτησαν τότε τους ηττηθέντας και επήραν τα λάφυρά των. Απέκοψαν δε την κεφαλήν του Νικάνορος και την δεξιάν του χείρα, την οποίαν αυθαδώς είχεν υψώσει εναντίον του Θεού. Τα έφεραν και τα εκρέμασαν παρά την Ιερουσαλήμ. 47 Οἱ Ἰουδαῖοι ἔλαβαν ἀπὸ τοὺς νικημένους τὰ λάφυρα καὶ τὴν λείαν ἐπίσης ἀπέκοψαν τὴν κεφαλὴν τοῦ Νικάνορος καὶ τὸ δεξί του χέρι, τὸ ὁποῖον ὕψωσε καὶ ἀπλωσε κατὰ τρόπον ὑπερήφανον καὶ βλάσφημον ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· ἔφεραν δὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ χέρι τοῦ Νικάνορος εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὰ ἐκρέμασαν καὶ τὰ ἐξέθεσαν εἰς κοινὴν θέαν.
48 καὶ εὐφράνθη ὁ λαὸς σφόδρα καὶ ἤγαγον τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡμέραν εὐφροσύνης μεγάλης· 48 Ολος ο λαός ηυφράνθη πάρα πολύ και επανηγύρισαν την ημέραν αυτήν με μεγάλην αγαλλίασιν. 48 Ὁ λαὸς ἐχάρη πάρα πολὺ καὶ ἑώρτασαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὡς ἡμέραν μεγάλης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως.
49 καὶ ἔστησαν τοῦ ἄγειν κατὰ ἐνιαυτὸν τὴν ἡμέραν ταύτην τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ ῎Αδαρ. 49 Ωρισαν δε να εορτάζουν κάθε έτος την ημέραν αυτήν, δηλαδή την δεκάτην τρίτην ημέραν του μηνός Αδαρ. 49 Καθώρισαν δὲ νὰ ἐορτάζουν τὴν ἡμέραν αὐτὴν κάθε ἔτος, κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἄδαρ.
50 καὶ ἠσύχασεν ἡ γῆ ᾿Ιούδα ἡμέρας ὀλίγας. 50 Η Ιουδαία επί χρονικόν τι διάστημα ησύχασεν από τους πολέμους. 50 Τοιουτοτρόπως ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας ἔμεινεν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ἀπὸ τοὺς πολέμους διὰ σύντομον χρονικὸν διάστημα.