Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΣ δὲ ὀψία ἐγένετο, ἐσπούδασαν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀναλύειν. καὶ Βαγώας συνέκλεισε τὴν σκηνὴν ἔξωθεν καὶ ἀπέκλεισε τοὺς παρεστῶτας ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ ἀπῴχοντο εἰς τὰς κοίτας αὐτῶν· ἦσαν γὰρ πάντες κεκοπωμένοι, διὰ τὸ ἐπὶ πλεῖον γεγονέναι τὸν πότον. 1 Οταν δε επροχώρησεν η νύκτα, έσπευσαν οι δούλοι του Ολοφέρνου να αποχωρήσουν εις τας σκηνάς των. Ο δε Βαγώας έκλεισε την σκηνήν απέξω και απεμάκρυνεν από το πρόσωπον του κυρίου του τους παρευρισκομένους γύρω. Εκείνοι μετέβησαν εις τας σκηνάς των προς ύπνον, επειδή ήσαν κατάκοποι, διότι είχε παραταθή επί πολύ η μεγάλη οινοποσία. 1 Όταν δὲ ἐβράδυασε, ἐφρόντισαν ἀμέσως οἱ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνους νὰ φύγουν ἀπὸ ἐμπρός του καὶ νὰ ὑπάγῃ καθένας εἰς τὴν θέσιν του. Ὁ δὲ Βαγώας ἔκλεισε καλὰ τὴν σκηνὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου ἀπὸ ἔξω καὶ ἀπεμάκρυνεν ὅσους ἔστεκαν ἐμπρὸς εἰς τὸν κύριόν του. Καὶ ἔφυγαν πλέον αὐτοὶ διὰ νὰ κοιμηθοῦν, διότι ὅλοι ἦσαν πολὺ κουρασμένοι, ἐπειδὴ εἶχε παραταθῇ πολὺ τὸ συμπόσιον καὶ ἡ οἰνοποσία.
2 ὑπελείφθη δὲ ᾿Ιουδὶθ μόνη ἐν τῇ σκηνῇ, καὶ ᾿Ολοφέρνης προπεπτωκὼς ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ· ἦν γὰρ περικεχυμένος αὐτῷ ὁ οἶνος. 2 Εμεινε δε μονή η Ιουδίθ εις την σκηνήν, ο δε Ολοφέρνης είχεν εξαπλωθή εις την κλίνην του, διότι ήτο κατάβρεκτος από τον πολύν οίνον. 2 Ἔμεινε δὲ μόνη ἡ Ἰουδὶθ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὁλοφέρνους, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἑξαπλωθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὸ κρεββάτι του, διότι ἀπὸ τὸ πολὺ κρασὶ εἶχαν βραχῆ καὶ τὰ ἐνδύματά του.
3 καὶ εἶπεν ᾿Ιουδὶθ τῇ δούλῃ αὐτῆς στῆναι ἔξω τοῦ κοιτῶνος αὐτῆς καὶ ἐπιτηρεῖν τὴν ἔξοδον αὐτῆς· καθάπερ καθ᾿ ἡμέραν, ἐξελεύσεσθαι γὰρ ἔφη ἐπὶ τὴν προσευχὴν αὐτῆς· καὶ τῷ Βαγώᾳ ἐλάλησε κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα. 3 Η Ιουδίθ είπεν εις την δούλην της να περιμένη έξω από τον κοιτώνα της και να παραφυλάττη την έξοδόν της. Διότι, είπεν, όπως έκαμνε τας προηγουμένας ημέρας, έτσι και τώρα επιθυμεί να εξέλθη δια την προσευχήν της. Και στον Βαγώαν επίσης είπε τα ίδια λόγια. 3 Καὶ εἶπεν ἡ Ἰουδὶθ εἰς τὴν δούλην της νὰ σταθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνήν, ὅπου ἐκοιμᾶτο, καὶ νὰ προσέχῃ τὴν ἔξοδόν της. Τῆς εἶπεν ὅτι θὰ ἔβγαινε διὰ τὴν προσευχήν της, ὅπως ἔκαμνε κάθε ἡμέραν. Τὰ ἴδια ἐπίσης εἶπε καὶ εἰς τὸν Βαγώαν.
4 καὶ ἀπήλθοσαν πάντες ἐκ προσώπου, καὶ οὐδεὶς κατελείφθη ἐν τῷ κοιτῶνι ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ στᾶσα ᾿Ιουδὶθ παρὰ τὴν κλίνην αὐτοῦ εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς· Κύριε ὁ Θεὸς πάσης δυνάμεως, ἐπίβλεψον ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν μου εἰς ὕψωμα ῾Ιερουσαλήμ· 4 Οταν όλοι έφυγαν από εμπρός της, και στον κοιτώνα του Ολοφέρνου δεν έμεινε κανείς ούτε μικρός ούτε μεγάλος. Εσηκώθη η Ιουδίθ, επλησίασε την κλίνην του Ολοφέρνου, είπε από μέσα της προς τον Θεόν· “επίβλεψον, Κυριε, κατά την ώραν αυτήν εις τα έργα των χειρών μου προς δόξαν της Ιερουσαλήμ· 4 Ἔτσι ἔφυγαν ὅλοι ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ὀλοφέρνην καὶ δὲν ἔμεινε κανεὶς εἰς τὸν κοιτῶνα του, οὔτε μικρὸς οὔτε μεγάλος. Ἐστάθη λοιπὸν ἡ Ἰουδὶθ δίπλα εἰς τὸ κρεββάτι του καὶ εἶπε πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ μέσα της: Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Θεὸς κάθε δυνάμεως καὶ ἐξουσιάζεις τὰ πάντα, ρίξε τὸ βλέμμα Σου τὴν ὥραν αὐτὴν εἰς αὐτό, ποὺ θὰ κάμουν τὰ χέριά μου, ὥστε νὰ δοξασθῇ ἡ Ἱερουσαλήμ.
5 ὅτι νῦν καιρὸς ἀντιλαβέσθαι τῆς κληρονομίας σου καὶ ποιῆσαι τὸ ἐπιτήδευμά μου εἰς θραῦμα ἐχθρῶν, οἵ ἐπανέστησαν ἡμῖν. 5 διότι τώρα είναι καιρός να αναλάβης υπό την προστασίαν σου και να σώσης την κληρονομίαν σου, βοηθών εμέ να εκτελέσω το έργον μου, δια να συντρίψω τους εχθρούς, οι οποίοι έχουν επιτεθή εναντίον μας”. 5 Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς διὰ νὰ βοηθήσῃς τὸν λαόν Σου, πού Σοῦ εἶναι ἀγαπητὸς σὰν κληρονομία Σου, καὶ νὰ συντελέσῃς, ὥστε αὐτό, ποὺ θὰ κάμω, νὰ γίνῃ ἡ καταστροφὴ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπετέθησαν ἐναντίον μας.
6 καὶ προσελθοῦσα τῷ κανόνι τῆς κλίνης, ὃς ἦν πρὸς κεφαλῆς ᾿Ολοφέρνου, καθεῖλε τὸν ἀκινάκην αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ 6 Η Ιουδίθ επλησίασεν στον στύλον της κλίνης, ο οποίος υψώνετο υπεράνω από την κεφαλήν του Ολοφέρνου, επήρε από εκεί το ξίφος του, 6 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν εἰς τὸν στῦλον τῆς κλίνης, ποὺ ἦτο δίπλα εἰς τὸ κεφάλι τοῦ Ὁλοφέρνους, ἐπῆρε τὸ ξίφος, ποὺ ἐκρέμετο εἰς τὸν στῦλον.
7 καὶ ἐγγίσασα τῆς κλίνης ἐδράξατο τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ εἶπε· κραταίωσόν με, ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. 7 επλησίασε την κλίνην του και άρπαξε με τα χέρια την κόμην της κεφαλής του και είπε· “Θεέ του Ισραήλ, ενίσχυσέ με κατά την ημέραν αυτήν”. 7 Ἐπλησίασε δὲ ἀκόμη περισσότερον εἰς τὸ κρεββάτι καί, ἀφοῦ ἅρπαξε τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του, εἶπε: Δυνάμωσέ με, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν.
8 καὶ ἐπάταξεν εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ δὶς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτῆς καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, 8 Επειτα δε εκτύπησε τον τράχηλον του Ολοφέρνου δυό φορές με όλην της την δύναμιν και απέκοψε από αυτόν την κεφαλήν του. 8 Καὶ ἀφοῦ ἐκτύπησε μὲ τὸ ξίφος δύο φορὲς τόν τράχηλόν του μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της, ἀπέκοψε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα του.
9 καὶ ἀπεκύλισε τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς στρωμνῆς καὶ ἀφεῖλε τὸ κωνωπεῖον ἀπὸ τῶν στύλων. καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθε, καὶ παρέδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς τὴν κεφαλὴν ᾿Ολοφέρνου, 9 Εκύλισε τα πτώμα από την κλίνην κάτω και αφήρεσε την κουνουπιέραν από τους στύλους της. Επειτα δε από ολίγον εβγήκε από την σκηνήν, και παρέδωκε εις την δούλην της την κεφαλήν του Ολοφέρνου. 9 Ἐκύλισεν ἐν συνεχείᾳ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ ἐπῆρε μαζί της τὴν κουνουπιέραν, ποὺ ἐκρέμετο εἰς τοὺς στύλους. Καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν σκηνὴν καὶ παρέδωσεν εἰς τὴν δούλην της τὸ κεφάλι τοῦ Ὀλοφέρνους.
10 καὶ ἐνέβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν πήραν τῶν βρωμάτων αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθον αἱ δύο ἅμα κατὰ τὸν ἐθισμὸν αὐτῶν ἐπὶ τὴν προσευχήν· καὶ διελθοῦσαι τὴν παρεμβολὴν ἐκύκλωσαν τὴν φάλαγγα ἐκείνην καὶ προσανέβησαν τὸ ὄρος Βαιτυλούα καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὰς πύλας αὐτῆς. 10 Εκείνη έβαλε την κεφαλήν στον σάκκον των τροφίμων της. Ετσι δε εξήλθον και αι δύο μαζή, η Ιουδίθ και η θεραπαινίς της, κατά την συνήθειάν των δια την προσευχήν. Επέρασαν δια μέσου του στρατοπέδου, έκαμαν τον κύκλον της φάραγγος εκείνης και ανέβησαν στο όρος Βαιτυλούα και ήλθαν εις τας πύλας της πόλεως. 10 Ἡ δὲ δούλη ἔβαλε τὸ κεφάλι εἰς τὸ σακκίδιον, ὅπου εἶχε τὰ τρόφιμα της. Καὶ ἐβγῆκαν μαζὶ καὶ αἱ δύο διὰ τὴν προσευχήν, ὅπως ἔκαμναν κατὰ τὰς προηγουμένας ἡμέρας. Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, ἐπῆραν κυκλικὸν δρόμον δίπλα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φαράγγι καὶ ἀνέβηκαν τὸ βουνὸν τῆς Βαιτυλούας καὶ ἔφθασαν ἐμπρὸς εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως.
11 Καὶ εἶπεν ᾿Ιουδὶθ μακρόθεν τοῖς φυλάσσουσιν ἐπὶ τῶν πυλῶν· ἀνοίξατε, ἀνοίξατε δὴ τὴν πύλην, μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν ποιῆσαι ἔτι ἰσχὺν ἐν ᾿Ισραὴλ κατὰ κράτος κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καθὰ καὶ σήμερον ἐποίησε. 11 Η Ιουδίθ από μακράν εφώναξε τότε στους θυρωρούς, που εφύλασσαν τας θύρας· “ανοίξατε, ανοίξατε αμέσως την θύραν· μαζή μας είναι ο Θεός, δια να καταστήση γνωστήν και αισθητήν την δύναμίν του υπέρ των Ισραηλιτών και την ισχύν του εναντίον των εχθρών, όπως έκαμε σήμερον”. 11 Ἐφώναξε δὲ ἡ Ἰουδὶθ ἀπὸ μακριὰ πρὸς τοὺς φρουροὺς τῶν πυλῶν: Ἀνοῖξτε! Ναί, ἀνοῖξτε τὴν πύλην! Εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, ὁ Θεός μας, διὰ νὰ δείξῃ καὶ πάλιν τὴν δύναμίν Του εἰς τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὴν κυριαρχίαν Του ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ὅπως τὸ ἔκαμε καὶ σήμερα.
12 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτῆς τὴν φωνὴν αὐτῆς, ἐσπούδασαν τοῦ καταβῆναι εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ συνεκάλεσαν τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως. 12 Οταν οι άνδρες της πόλεως ήκουσαν την φωνήν της, έσπευσαν να κατεβούν εις την πύλην της πόλεώς των και εκάλεσαν τους πρεσβυτέρους της πόλεως. 12 Μόλις ἄκουσαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως της τὴν φωνήν της, ἔσπευσαν νὰ κατεβον εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως των καὶ συνεκάλεσαν τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως.
13 καὶ συνέδραμον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, ὅτι παράδοξον ἦν αὐτοῖς τὸ ἐλθεῖν αὐτήν, καὶ ἤνοιξαν τὴν πύλην καὶ ὑπεδέξαντο αὐτὰς καὶ ἅψαντες πῦρ εἰς φαῦσιν περιεκύκλωσαν αὐτάς. 13 Ετρεξαν όλοι μαζή από μικρού έως μεγάλου, διότι ήτο παράδοξον και απίστευτον δι' αυτούς, το να επανέλθη εκείνη. Ηνοιξαν την πύλην και τας υπεδέχθησαν, Ανάψαντες δε φωτιάν, δια να φωτίζη, τας περιεκύκλωσαν. 13 Μαζί των ἔτρεξαν καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, διότι τοὺς ἐφάνη παράδοξον καὶ θαυμαστὸν τὸ ὅτι ἐπέστρεψεν ἡ Ἰουδίθ. Ἄνοιξαν λοιπὸν ἀμέσως τὴν πύλην καὶ ὑπεδέχθησαν τὰς δύο γυναῖκας. Καὶ ἀφοῦ ἄναψαν φωτιὰν διὰ νὰ φωτίζωνται, τὰς περιεκύκλωσαν.
14 ἡ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς φωνῇ μεγάλῃ· αἰνεῖτε τὸν Θεόν, αἰνεῖτε· αἰνεῖτε τὸν Θεόν, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου ᾿Ισραήλ, ἀλλ᾿ ἔθραυσε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν διὰ χειρός μου ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ. 14 Εκείνη δε είπε προς αυτούς με φωνήν μεγάλην· “δοξολογήσατε τον Θεόν, δοξολογήσατέ τον, δοξολογείτε τον Θεόν, ο οποίος δεν απεμάκρυνε το έλεός του από το γένος των Ισραηλιτών, αλλά συνέτριψε τους εχθρούς μας με το ιδικόν μου χέρι κατά την νύκτα αυτήν”. 14 Ἡ δὲ Ἰουδὶθ εἶπε πρὸς αὐτοὺς μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ μὲ ἐνθουσιασμόν: Δοξολογῆστε τὸν Θεόν! Δοξολογῆστε! Δοξολογῆστε τὸν Θεόν, ὀ Ὁποῖος δὲν ἀπεμάκρυνε τὸ ἔλεος Του ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ἀλλ' ἐτσάκισε μὲ τὸ χέρι μου τοὺς ἐχθρος μας κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν.
15 καὶ προελοῦσα τὴν κεφαλὴν ἐκ τῆς πήρας ἔδειξε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ ᾿Ολοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεως ᾿Ασσούρ, καὶ ἰδοὺ τὸ κωνωπεῖον, ἐν ᾧ κατέκειτο ἐν ταῖς μέθαις αὐτοῦ· καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν χειρὶ θηλείας· 15 Εβγαλε τότε την κεφαλήν του Ολοφέρνου από τον σάκκον των τροφίμων, την έδειξεν εις αυτούς και τους είπε· “ιδού η κεφαλή του Ολοφέρνου, του αρχιστρατήγου του στρατού των Ασσυρίων, ιδού και η κουνουπιέρα του, όπου αυτός μεθυσμένος κατέκειτο. Ο Κυριος τον εκτύπησε με το χέρι μιας γυναικός. 15 Καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ σακκίδιον, τὸ ἔδειξεν εἰς ὅλους καὶ εἶπε: Νά, τὸ κεφάλι τοῦ Ὀλοφέρνους, τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀσσυρίων! Νά, καὶ ἡ κουνουπιέρα του, ὅπου εἶχεν ἑξαπλώσει μεθυσμένος! Τὸν ἐθανάτωσεν ὁ Κύριος μὲ τὸ χέρι μιᾶς γυναῖκας!
16 καὶ ζῇ Κύριος, ὃς διεφύλαξέ με ἐν τῇ ὁδῷ μου, ᾗ ἐπορεύθην, ὅτι ἠπάτησεν αὐτὸν τὸ πρόσωπόν μου εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐποίησεν ἁμάρτημα μετ᾿ ἐμοῦ εἰς μίασμα καὶ αἰσχύνην. 16 Εις τους αιώνας των αιώνων ζη ο Κυριος, ο οποίος με διεφύλαξεν στον δρόμον, τον οποίον εβάδισα, διότι δια του προσώπου μου εξηπάτησε τον Ολοφέρνην, ώστε αυτός να εξολοθρευθή, χωρίς να ημπορέση να αμαρτήση μαζή μου, δια να με μολύνη και κατεντροπιάση”. 16 Ζῇ ὁ Κύριος καὶ κυβερνᾷ τὰ πάντα! Ἐκεῖνος μὲ διεφύλαξεν εἰς τὸν δρόμον αὐτόν, ποὺ ἐβάδισα μὲ τὸ νὰ εὑρεθῶ ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν μας. Μὲ τὴν ἰδικήν Του βοήθειαν ἐξηπάτησε τὸν ἀρχιστράτηγον τὸ πρόσωπόν μου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξολοθρευθῇ πλέον αὐτός. Σᾶς βεβαιώνω δὲ ὅτι δὲν ἁμάρτησε μαζί μου, ὥστε νὰ μὲ μολύνῃ καὶ νὰ μὲ ἐξευτελίσῃ.
17 καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα καὶ κύψαντες προσεκύνησαν τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν ὁμοθυμαδόν· εὐλογητὸς εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐξουδενώσας ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ σήμερον τοὺς ἐχθροὺς τοῦ λαοῦ σου. 17 Ολος ο λαός κατεπλάγη πάρα πολύ και κύψαντες προσεκύνησαν τον Θεόν και με μίαν ψυχήν είπαν· “δοξασμένος είσαι συ, Κυριε ο Θεός μας, ο οποίος εξουδετέρωσες κατά την σημερινήν αυτήν ημέραν τους εχθρούς του λαού σου”. 17 Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται, ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ μεγάλον θαυμασμὸν καί, ἀφοῦ ἔσκυψαν πρὸς τὴν γῆν, ἐπροσκύνησαν τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν ὅλοι μαζί: Εἶσαι δοξασμένος, Κύριε, ὁ Θεὸς ἠμῶν, Σὺ ποὺ ἐταπείνωσες κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ λαοῦ Σου.
18 καὶ εἶπεν αὐτῇ ᾿Οζίας· εὐλογητὴ σύ, θύγατερ, τῷ Θεῷ τῷ ῾Υψίστῳ παρὰ πάσας τὰς γυναῖκας τὰς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ εὐλογημένος Κύριος ὁ Θεός, ὃς ἔκτισε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν γῆν, ὃς κατεύθυνέ σε εἰς τραῦμα κεφαλῆς ἄρχοντος ἐχθρῶν ἡμῶν· 18 Ο δε Οζίας είπε προς αυτήν· “και συ ας είσαι δοξασμένη, κόρη μου, πλησίον του Θεού του Υψιστου περισσότερον από όλας τας γυναίκας που υπάρχουν εις την γην. Ευλογημένος ας είναι ο Κυριος ο Θεός μας, ο οποίος εδημιούργησε τους ουρανούς και την γην και σε κατηύθυνεν, ώστε να εξολοθρεύσης τον εχθρόν μας με καίριον τραύμα κατά της κεφαλής του. 18 Εἶπε δὲ πρὸς τὴν Ἰουδὶθ ὁ ἄρχων Ὀζίας: Σοῦ ἀξίζει κάθε δόξα, κόρη μου, ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς γυναῖκας τῆς γῆς. Καὶ ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ἐδημιούργησε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν γῆν καὶ ὁ Ὁποῖος σὲ κατηύθυνεν, ὥστε νὰ ἀποκόψῃς τὸ κεφάλι τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἐχθρῶν μας.
19 ὅτι οὐκ ἀποστήσεται ἡ ἐλπίς σου ἀπὸ καρδίας ἀνθρώπων μνημονευόντων ἰσχὺν Θεοῦ ἕως αἰῶνος. 19 Ποτέ η εμπιστοσύνη και η ανάμνησίς του δεν θα σβήση από τας καρδίας των ανθρώπων, οι οποίοι και θα ενθυμούνται την δύναμιν αυτήν του Θεού, που εξεδηλώθη δια της χειρός σου στους αιώνας. 19 Σοῦ λέγω δὲ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ παύσουν νὰ ἐνθυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸ θάρρος καὶ τὴν πίστιν σου, κάθε φορὰν ποὺ θὰ κάμνουν λόγον διὰ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων.
20 καὶ ποιήσαι σοι αὐτὰ ὁ Θεὸς εἰς ὕψος αἰώνιον τοῦ ἐπισκέψασθαί σε ἐν ἀγαθοῖς, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐφείσω τῆς ψυχῆς σου διὰ τὴν ταπείνωσιν τοῦ γένους ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἐπεξῆλθες πτώματι ἡμῶν ἐπ᾿ εὐθεῖαν πορευθεῖσα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. καὶ εἶπαν πᾶς ὁ λαός· γένοιτο, γένοιτο. 20 Ο Θεός πάντοτε να σου χαρίζη δύναμι και δόξαν αιωνίαν. Να σε ευλογήση μετά αγαθά του, διότι δεν ελυπήθης να εκθέσης εις κίνδυνον την ζωήν σου προς χάριν του θλιβομένου γένους μας. Αλλά εξεδικήθης την κατάπτωσιν και τον εξευτελισμόν μας πορευθείσα την ευθείαν οδόν ενώπιον του Θεού μας”. Ολοι δε οι παριστάμενοι απήντησαν· “γένοιτο, γένοιτο”! 20 Εἴθε νὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ ὁ Θεὸς ὅσα ἔκαμες μὲ δόξαν αἰώνιον, καὶ νὰ σὲ εὐλογήσῃ μὲ τὰ ἀγαθά Του, διὰ τὸ ὅτι δὲν ἐλυπήθης τὴν ζωήν σου πρὸς χάριν τοῦ γένους μας, ποὺ εἶχεν εὑρεθῇ εἰς πολὺ δύσκολον καὶ ταπεινὴν θέσιν. Ἀντιθέτως ἔσπευσες νὰ μᾶς λυτρώσεις ἀπὸ τὴν θλῖψιν, τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὴν συντριβήν μας καὶ ἐβάδισες τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, τὴν ἀρεστὴν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Καὶ εἶπαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται: Γένοιτο, γένοιτο!