Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ. 1 Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον. 1 Καὶ ἀμέσως μόλις ἔγινε πρωΐ, ἔκαναν σύσκεψιν οἱ ἀρχιερεῖς μὲ τοὺς προεστοὺς καὶ γραμματεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδρων περὶ τοῦ πῶς ἔπρεπε νὰ ἐνεργήσουν πλησίον τοῦ Ἐπιτρόπου τῆς Ρώμης. Καὶ μετὰ τὴν σύσκεψιν αὐτήν, ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἔφεραν καὶ τὸν παρέδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον, κατηγοροῦντες αὐτὸν ὡς ἀντάρτην καὶ ὡς σφετεριζόμενον τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων.
2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Σὺ λέγεις. 2 Και τον ηρώτησε ο Πιλάτος έπειτα από τις κατηγορίες που είχε ακούσει εναντίον του εκ μέρους των Εβραίων· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν· “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”. 2 Καὶ τὸν ἠρώτησεν ὁ Πιλᾶτος· Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· Σὺ λέγεις, ὅτι εἶμαι βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· ἡ βασιλεία μου ὅμως δὲν εἶναι, ὅπως τὴν ἐννοεῖς σὺ καὶ οἱ κατήγοροί μου.
3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. 3 Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμμίαν απόκρισιν. 3 Καὶ ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Πιλᾶτος ἐπείσθη, ὅτι ἡ κατηγορία αὐτὴ ἦτο ἀβάσιμος, οἱ ἀρχιερεῖς τὸν κατηγόρουν καὶ διὰ πολλὰ ἄλλα. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἀπεκρίθη τίποτε.
4 ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν. 4 Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων· “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κυτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”! 4 Ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν τὸν ἠρώτησε καὶ εἶπε· Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτε; Κύττα, πόσας κατηγορίας μαρτυροῦν ἐναντίον σου. Δὲν ἀπολογεῖσαι τίποτε δι’ αὐτάς;
5 ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον. 5 Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη (διότι τον έβλεπε να μη προσφεύγη εις απολογίαν και διαμαρτυρίας εναντίον των κατηγόρων του). 5 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀπεκρίθη πλέον τίποτε, ὥστε ἐθαύμαζεν ὁ Πιλᾶτος διὰ τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἀταραξίαν, τὴν ὁποίαν ἐδείκνυεν εἱς στιγμάς, ποὺ τόσον ἐκινδύνευεν αὐτὴ ἡ ζωή του.
6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον ὅνπερ ᾐτοῦντο. 6 Καθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν. 6 Εἰς κάθε ἑορτὴν δὲ τοῦ πάσχα συνήθιζεν ὁ ἡγεμὼν νὰ ἀφίνῃ ἐλεύθερον πρὸς χάριν των ἕνα φυλακισμένον, ὅποιον θὰ ἐζήτουν.
7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν. 7 Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον. 7 Ἠτο δὲ ἕνας, ποὺ ἐλέγετο Βαραββάς, δεμένος καὶ φυλακισμένος μὲ τοὺς στασιαστάς, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν γνωστὴν κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας στάσιν εἶχαν κάμει φόνον.
8 καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς. 8 Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς. 8 Καὶ ἐφώναξε δυνατὰ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον ἐκεῖνο, ποὺ πάντοτε ἐσυνήθιζε νὰ τοὺς κάνη, δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἕνα δέσμιον.
9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· Θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; 9 Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε· “Θελετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;” 9 Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε· Θέλετε νὰ σᾶς ἐλευθερώσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
10 ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. 10 Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. 10 Καὶ τοὺς ἐπρότεινε νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἰησοῦν, διότι ἐγνώριζεν, ὅτι ἕνεκα φθόνου τὸν εἶχαν παραδώσει οἱ ἀρχιερεῖς.
11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς. 11 Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν. 11 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἔφεραν ἄνω κάτω τὸν ὄχλον καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ μᾶλλον τὸν Βαραββάν.
12 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· Τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; 12 Ο δε Πιλάτος (ο οποίος ένεκα της δειλείας του ήθελε να απολύση τον Χριστόν κατά χάριν και όχι διότι τον ευρήκε αθώον) απεκρίθη πάλιν και τους είπε· “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων; 12 Ὁ Πιλᾶτος δὲ ἀπεκρίθη πάλιν καὶ τοὺς εἶπε· Τί λοιπὸν θέλετε νὰ κάμω αὐτόν, τὸν ὁποῖον σεῖς ὀνομάζετε βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
13 οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν. 13 Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν· “σταύρωσέ τον”. 13 Αὐτοὶ δὲ πάλιν ἐφώναξαν· Σταύρωσέ τον.
14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· Τί γὰρ ἐποίησε κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· Σταύρωσον αὐτόν. 14 Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς· “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί ομως εφώναζαν δυνατώτερα· “σταύρωσέ τον”. 14 Ὁ Πιλᾶτος ὅμως τοὺς ἔλεγε· Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸν δικάσω εἰς θάνατον. Διότι ποῖον κακὸν ἔπραξεν; Αὐτοὶ δὲ περισσότερον ἐφώναξαν· σταύρωσέ τον.
15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας ἵνα σταυρωθῇ. 15 Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή, (χωρίς να υποπτεύεται ότι θα προσεφέρετο η μεγάλη λυτρωτική θυσία υπέρ των ανθρώπων). 15 Ὁ δὲ Πιλᾶτος, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἰκανοποιήσῃ καὶ εὐχαριστήσῃ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τοὺς ἠλευθέρωσε τὸν Βαραββὰν καὶ ἀφοῦ διέταξε νὰ μαστιγώσουν τὸν Ἰησοῦν, παρέδωσεν αὐτὸν διὰ νὰ σταυρωθῇ.
16 Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· 16 Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν. 16 Οἱ δὲ στρατιῶται ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ οἰκοδομήματος, ποὺ διέμενεν ὁ πραίτωρ, καὶ ἐμάζευσαν ἐκεῖ ὅλην τὴν φρουράν.
17 καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, 17 Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του εφόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν. 17 Καὶ διὰ νὰ διακωμωδήσουν τὰς βασιλικάς του ἀξίωσεις, τὸν ἐνέδυσαν κόκκινον μανδύαν, ποὺ ὠμοίαζε πρὸς βασιλικὸν ἔνδυμα, καὶ ἀφοῦ ἔπλεξαν στέφανον ἀπὸ ἀγκάθια, τὸν ἔβαλαν γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του ἀντὶ βασιλικοῦ στέμματος.
18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν· Χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· 18 Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. 18 Καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν χαιρετοῦν ἐμπαικτικῶς καὶ νὰ τοῦ λέγουν· χαῖρε, βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων.
19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ. 19 Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς. 19 Καὶ τοῦ ἐκτύπων τὴν κεφαλὴν μὲ κάλαμον καὶ τὸν ἔφτυναν. Καὶ ἀφοῦ ἔβαζαν τὰ γόνατά τους κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸν ἐπροσκύνουν.
20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. 20 Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν. 20 Καὶ ὅταν τὸν ἐνέπαιξαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸν κόκκινον μανδύαν καὶ τὸν ἔντυσαν τὰ ἰδικά του ρούχα καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
21 Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. 21 Και (επειδή από τας πολλάς ταλαιπωρίας και προ παντός από το φρικτόν φραγγέλωμα είχε εξαντληθή και δεν ημπορούσε να κρατή τον σταυρόν) ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σιμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου. 21 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀντεῖχε πλέον νὰ βαστάζῃ τὸν σταυρόν του, ἠγγάρευσαν κάποιον, ποὺ διέβαινε ἀπ’ ἐκεῖ τὴν ὥραν ἐκείνην, τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ἀπὸ τὸ χωράφι του, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ρούφου, καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ σηκώσῃ τὸν σταυρόν του.
22 Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶν τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. 22 Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”. 22 Καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν τόπον τοῦ Γολγοθά, ὄνομα, ποὺ ὅταν μεταφραστῇ, σημαίνει τόπος κρανίου.
23 καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. 23 Και (δια να ναρκώσουν αυτόν, ώστε να μη αισθανθή εις όλην την οξύτητα τους πόνους της καθηλώσεως, να μη δυσκολεύση δε και τους δημίους στο έργον των) του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε. 23 Καὶ διὰ νὰ μὴ αἰσθανθῇ πολὺ τοὺς πόνους τῆς σταυρώσεως καὶ δυσκολευθοῦν εἰς τὴν ἐκτελεσίν της οἱ σταυρωταί, τοῦ ἔδιναν νὰ πίῃ ὡς ναρκωτικὸν οἶνον ἀνακατευμένον μὲ σμύρναν· αὐτὸς ὅμως δὲν τὸ ἐπῆρε.
24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βάλλοντες κλῆρον ἐπ’ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ. 24 Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά. 24 Καὶ ὅταν τὸν ἐσταύρωσαν, ἐμοίρασαν τὰ ρούχα του, ἀφοῦ ἔρριψαν εἰς αὐτὰ λαχνὸν περὶ τοῦ τί θὰ ἔπαιρνεν ὁ καθένας τους.
25 ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. 25 Ητο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν. 25 Ἦτο δὲ ὥρα τρεῖς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου καὶ τὸν ἐσταύρωσαν.
26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. 26 Και ήτο γραμμένη η επιγραφή της αιτίας του σταυρικού του θανάτου στο επάνω μέρος του σταυρού· “ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. 26 Καὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ τῆς κατηγορίας του γραμμένη εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ σταυροῦ· Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.
27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. 27 Και μαζή με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του (δια να παραστήσουν έτσι και αυτόν ως κακούργον). 27 Καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, διὰ νὰ τὸν παραστήσουν ὡς κακοποιὸν καὶ τὸν ἐξευτελίσουν, ἐσταύρωσαν δύο λῃστάς, ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιά του καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστερά του.
28 καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη. 28 Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής· “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”. 28 Καὶ ἐπραγματοποιήθη ἔτσι ἡ προφητεία τῆς Γραφῆς, ποὺ λέγει· Καὶ κατετάχθη μεταξὺ τῶν παραβατῶν τοῦ νόμου καὶ τῶν κακούργων καὶ ἐτιμωρήθη μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὡς ἄνομος.
29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· Οὐὰ, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! 29 Και αυτοί, που επερνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες· “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! 29 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπερνοῦσαν κοντά, τὸν ἐβλασφήμουν καὶ ἐκίνουν ἐμπαικτικὰ τὰς κεφαλάς των καὶ ἔλεγαν· Οὐά, σὺ ποὺ θὰ ἐκρήμνιζες τὸν ναὸν καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ τὸν οἰκοδομοῦσες,
30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. 30 Σώσε λοιπόν τον ευατόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”. 30 σῶσε τὸν ἑαυτόν σου καὶ κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρόν.
31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. 31 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζή με τους γραμματείς έλεγαν· “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. 31 Παρομοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὸν περιέπαιζαν μεταξύ τους μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ ἔλεγον· Ἄλλους ἔσωσε μὲ τὰ ἀγυρτικά του θαύματα, τὸν ἑαυτόν του ὅμως δὲν δύναται νὰ σώσῃ.
32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. 32 Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν. 32 Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ εὐλογημένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἂς καταβῇ τώρα ἀπὸ τὸν σταυρόν, διὰ νὰ ἴδωμεν τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς ἀπελευθερώσεώς του καὶ πιστεύσωμεν. Καὶ αὐτοί, ποὺ ἦσαν σταυρωμένοι μαζί του, τὸν ὕβριζαν.
33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης· 33 Οταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα. 33 Ὅταν δὲ ἡ ὥρα ἔγινεν ἓξ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ μεσημέρι, ἔγινε σκότος εἰς ὅλην τὴν γῆν μέχρι τὰς ἐννέα, τουτέστιν ἕως τὰς τρεῖς τὸ ἀπογεῦμα.
34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἐλωῒ Ἐλωῒ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες; 34 Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος· “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;” 34 Καὶ κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν ἐφώναξε μὲ μεγάλη φωνὴ ὁ Κύριος· Ἐλωΐ, Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί, τὸ ὁποῖον, ὅταν ἐξηγηθῇ εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, σημαίνει· Θεέ μου, Θεέ μου, διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;
35 καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· Ἴδε Ἠλίαν φωνεῖ. 35 Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν· “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”. (Αυτοί δεν εγνώριζαν την εβραϊκήν γλώσσαν δια να εννοήσουν την φράσιν. Αλλά και αν την εγνώριζαν θα τους ήτο εντελώς αδύνατον να εισχωρήσουν στο ανερμήνευτον μυστήριον της εγκαταλείψεως του Κυρίου). 35 Καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ὅταν ἤκουσαν αὐτὸ, ἔλεγαν· Ἰδοὺ φωνάζει τὸν Ἠλίαν.
36 δραμὼν δέ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν λέγων· Ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν. 36 Ετρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων· “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”. 36 Ἔτρεξε δὲ ἕνας καὶ ἐγέμισε μὲ ξίδι ἕνα σφουγγάρι, καὶ ἀφοῦ τὸ ἔβαλε γύρω ἀπὸ ἕνα καλάμι, τὸν ἐπότιζε λέγων· Ἀφήσατέμε καὶ μὴ μὲ ἐμποδίζετε νὰ προλάβω τὴν λιποθυμίαν του, διὰ νὰ ἴδωμεν, ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν κατεβάσῃ.
37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε. 37 Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφῆκε φωνὴν μεγάλην καὶ ἐξεψύχησε.
38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. 38 Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω. 38 Καὶ τὸ καταπέτασμα, ποὺ ἐχώριζε εἰς τὸν ναὸν τὰ Ἅγια ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐσχίσθη εἰς τὰ δύο ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω.
39 Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, εἶπεν· Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ. 39 Οταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν (πράγμα που μαρτυρούσε ισχύν και όχι εξαντλησιν) παρέδωσε το πνεύμα του, είπε· “αλήθεια· ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”. 39 Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ ἐστέκετο ἀπέναντί του, εἶδε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἔκτακτα σημεῖα ποὺ συνέβησαν, καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐξεψύχησεν ὄχι ἀπὸ ἑξάντλησιν, ὅπως ἐπέθαιναν οἱ σταυρωμένοι, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀφῆκε φωνὴν δυνατήν, ποὺ δὲν ἔδειχνε κανὲν σημεῖον θανάτου, εἶπεν· Ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο υἱὸς Θεοῦ.
40 Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ μήτηρ καὶ Σαλώμη, 40 Ησαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη. 40 Ἦσαν δὲ καὶ μερικαὶ γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ παρετήρουν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ Ἰωσῆ, καὶ ἡ Σαλώμη.
41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα. 41 Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ησαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζή με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα. 41 Αὐταί, καὶ ὅτε ἦτο ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, τὸν ἠκολούθουν καὶ τὸν ὑπηρέτουν. Ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι πολλαί, αἱ ὁποῖαι ἀνέβησαν μαζὶ μὲ αὐτὸν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον, 42 Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου, 42 Καὶ σὰν ἔγινε πλέον βράδυ, ἐπειδὴ ἦτο ἡμέρα παρασκευῆς καὶ προετοιμασίας, δηλαδὴ παραμονὴ τοῦ Σαββάτου, προτοῦ ἀρχίσῃ μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, κατὰ τὴν ὁποίαν συνέπιπτε καὶ τὸ πάσχα,
43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. 43 ἦλθεν ὁ Ἰωσήφ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀριμαθαίαν, σεβαστὸν καὶ ἐπίσημον μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, ποὺ καὶ αὐτὸς εἶχε πιστεύσει εἰς τὸ περὶ βασιλείας τοῦ Θεοῦ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐπερίμενε τὴν βασιλείαν αὐτήν, χωρὶς νὰ κλονισθῇ ἡ ἐλπίς του αὐτὴ ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἔλαβε τὴν τόλμην καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· 44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς. 44 Ὁ Πιλᾶτος δὲ ἐξεπλάγη καὶ ἠπόρησεν, ἐὰν τόσον γρήγορα ἀπέθανεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχον, τὸν ἠρώτησεν, ἐὰν εἶχεν ὤραν πολλὴν ποὺ ἀπέθανε.
45 καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. 45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα. 45 Καὶ ὅταν ἔμαθεν ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχον, ὅτι πράγματι ἀπέθανεν, ἐχάρισεν εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸ σῶμα.
46 καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. 46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον· και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου. 46 Καὶ ἐκεῖνος ἀφοῦ ἠγόρασε σινδόνα καινουργῆ καὶ ἀμεταχείριστον καὶ τὸν ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν σταυρόν, ἐτύλιξε τὸ σῶμα εἰς τὴν σινδόνα καὶ τὸν ἔβαλε χάμω εἰς μνημεῖον, ποὺ ἦτο σκαλισμένον μέσα εἰς τὸν βράχον· καὶ ἐκύλισε λίθον βαρὺν ἐπάνω εἰς τὸ στόμιον τοῦ μνημείου.
47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. 47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου. 47 Ἡ Μαγδαληνὴ δὲ Μαρία καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρετήρουν προσεκτικὰ καὶ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ποὺ ἐτέθη τὸ σῶμα.