Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν. 1 Επειτα από δύο ημέρας, ήτο Πασχα και τα άζυμα. Και εζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν. 1 Ήτο δὲ μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα. Καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, πῶς να τὸν πιάσουν μὲ ἀπάτην, κρυφὰ καὶ χωρὶς θόρυβον, καὶ νὰ τὸν θανατώσουν.
2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ. 2 Ελεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού (δεδομένου, ότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που εθαύμαζαν και εσέβοντο και περιεστοίχιζαν τον Χριστόν). 2 Ἔλεγον δὲ νὰ μὴ τὸν συλλάβουν κατὰ τὴν ἑορτήν, μήπως γίνῃ ταραχὴ τοῦ λαοῦ, ἐπειδὴ πολλοὶ συνεπάθουν τὸν Ἰησοῦν.
3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. 3 Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο ταπέζι ήλθε μια γυναίκα, που εκρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του. 3 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦτο ἐν τῇ Βηθανίᾳ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, τὴν ὥραν ποὺ ἦτο γερμένος εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγεν, ἦλθε μία γυναῖκα, ποὺ εἶχε ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτο μύρον κατασκευασμένον ἀπὸ νάρδον γνησίαν καὶ ἀνόθευτον, πολὺ ἀκριβήν. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινον ἀγγεῖον, ἔχυσε τὸ μύρον εἰς τὴν κεφαλήν του.
4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτούς λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; 4 Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των· “διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου; 4 Ἦσαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τους καὶ ἰδιαιτέρως ἀγανακτοῦσαν καὶ ἔλεγαν: Διατὶ ἔγινεν ἡ ἄσκοπος καὶ χαμένη σπατάλη τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ μύρου;
5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. 5 Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς”· Και επέπλητταν την γυναίκα. 5 Διότι μποροῦσε τὸ μύρον αὐτὸ νὰ πωληθῇ παραπάνω ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ τὸ ἀντίτιμόν του νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ τὴν ἐμάλωναν.
6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. 6 Ο δε Ιησούς είπεν· “αφήσατέ την· διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ. 6 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπεν· Ἀφήσατέ την. Διατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε; Μὴ τὴν στενοχωρῆτε, διότι καλὸν καὶ ἀξιέπαινον ἔργον ἔκαμεν εἰς ἐμέ.
7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 7 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζή σας. 7 Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, καὶ ὅταν θέλετε ἠμπορεῖτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε μαζί σας.
8 ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. 8 Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν. Και τούτο χωρίς η ιδία να το εννοήσει. 8 Ἐκεῖνο ποὺ εἶχεν ἡ γυναῖκα αὐτὴ καὶ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ αὐτὴν νὰ κάμῃ δι’ ἐμέ, τὸ ἔκαμεν. Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ μὲ μῦρον τὸ σῶμα μου διὰ νὰ τὸ ἑτοιμάσῃ πρὸς ταφήν. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ ἡ γυναῖκα αὐτή, ἀποδίδει εἰς ἐμέ, ἐνῷ ἀκόμη ζῶ, τὰς τιμὰς τῆς ταφῆς μου, ποὺ θὰ γίνῃ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας.
9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. 9 Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της προς δόξαν και τιμήν της”. 9 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, εἰς ὅποιο μέρος ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον αὐτό, θὰ διαλαληθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν αὐτή, διὰ νὰ διατηρῆται ἀλησμόνητος ἡ μνήμη τῆς γυναικὸς αὐτῆς, ἡ ὁποία μὲ τόσην ἀφοσίωσιν καὶ μὲ τόσην θυσίαν ἐξεδήλωσε τὴν πρὸς ἐμὲ ἀγάπην της.
10 Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριὼτης, εἷς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν αὐτοῖς. 10 Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, γεμάτος αγανάκτησιν, επήγε κατ' ευθείαν προς τους αρχιερείς και τους επρότεινε να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν. 10 Καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπῆγεν εἱς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἐπρότεινε νὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ.
11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ. 11 Αυτοί δε όταν ήκουσαν την πρότασιν εχάρησαν (διότι ένας από τους δώδεκα θα επρόδιδε τον Διδάσκαλον και διότι θα τον επιαναν χωρίς θόρυβον). Υπεσχέθησαν δε να του δώσουν χρήματα. Και εζητούσε ο Ιούδας, πως εις πρώτην ευκαιρίαν και χωρίς θόρυβον να τον παραδώση εις χέρια των. 11 Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἤκουσαν τὴν πρότασιν αὐτήν, ἐχάρησαν, διότι τὸ φονικὸν σχέδιον τους θὰ ἐξετελεῖτο ἀθόρυβα καὶ μὲ κάθε ἀσφάλειαν. Καὶ τοῦ ὑπεσχέθησαν νὰ τοῦ δώσουν χρήματα. Καὶ ἐζήτει νὰ εὔρῃ τρόπον νὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ εἰς κατάλληλον καιρόν, ὥστε νὰ προληφθῇ κάθε λαϊκὴ ἐξέγερσις.
12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα; 12 Και κατά την πρώτην ημέραν, παραμονήν του πάσχα, που ελέγετο ημέρα των αζύμων (διότι κατ'αυτήν ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα δια το πάσχα, έσφαζαν δε και τον πασχάλιον αμνόν) είπον οι μαθηταί στον Κυριον· “που θέλεις να πάμε να ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;” 12 Καὶ κατὰ τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας, ποὺ διήρκει ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, τὴν ἡμέραν ποὺ ἔσφαζαν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν πασχάλιον ἀμνόν, λέγουν εἱς αὐτὸν οἱ μαθηταί του· Ποὺ θέλεις νὰ ὑπάγωμεν καὶ νὰ ἐτοιμάσωμεν διὰ νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;
13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ, 13 Και έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τους είπε· “πηγαίνετε εις την απέναντι πόλιν και θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα κρατή μία πήλινη στάμνα με νερό· ακολουθήστε τον. 13 Καὶ ἀποστέλλει δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε εἱς τὴν πόλιν καὶ θὰ σᾶς συναντήσῃ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κρατῇ μίαν στάμναν νερό. Ἀκολουθήσατέ τον.
14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; 14 Και εις όποιο σπίτι εισέλθη, πέστε στον νοικοκύρην, ότι ο διδάσκαλος λέγει· που είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάγω το πάσχα με τους μαθητάς μου; 14 Καὶ εἰς ὅποιο σπίτι ἔμβῃ, εἴπατε εἰς τὸν οἰκοδεσπότῃ ὁ διδάσκαλος λέγει· Ποὺ εἶναι ἡ καθορισμένη δι’ ἐμὲ αἴθουσα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου θὰ φάγω τὸ πάσχα μὲ τοὺς μαθητάς μου;
15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· καὶ ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν. 15 Και αυτός θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγαιον με τα καθίσματα και το τραπέζι στρωμένο, έτοιμον καθ' όλα. Εκεί ετοιμάσατέ μας δια το πάσχα”. 15 Καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο ἀνώγειον, δηλαδὴ πάνω διαμέρισμα τοῦ σπιτιοῦ, μὲ καθίσματα καὶ τραπέζια στρωμένα, καθ’ ὅλα ἕτοιμον. Ἐκεῖ ἐτοιμάσατέ μας τὸ πάσχα.
16 καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. 16 Και εβγήκαν οι μαθηταί αυτού, ήλθαν εις την πόλιν και ευρήκαν όπως τους είχε πη ο Χριστός και ετοίμασαν το πάσχα (το νέον δηλαδή χριστιανικόν πάσχα της θείας Ευχαριστίας). 16 Καὶ ἐβγῆκαν οἱ μαθηταί του καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν εὗρον, καθὼς τοὺς εἶπεν ὁ διδάσκαλος, καὶ ἐτοίμασαν τὸ δεῖπνον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἐγίνετο τὸ ἀληθινὸν Πάσχα τῆς Εὐχαριστίας.
17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα. 17 Και όταν εβράδυασε, ήλθε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα μαθητάς. 17 Καὶ ὅταν ἔγινε βράδυ, ἦλθεν ἐκεῖ μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς.
18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ’ ἐμοῦ. 18 Και την ώραν που είχαν ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι και έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς· “ένας από σας θα με παραδώση· ένας, ο οποίος τρώγει τώρα μαζή μου”. 18 Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἦσαν γερμένοι εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν, εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τοὺς σταυρωτάς μου, ὁ ὁποῖος τώρα τρώγει μαζί μου.
19 οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ’ εἷς· Μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· Μήτι ἐγώ; 19 Εκείνοι δε ήρχισαν να λυπούνται και να τον ερωτούν ο ένας ύστερα από τον άλλον· “μήπως είμαι εγώ;” και άλλος· “μήπως είμαι εγώ;” (Κανείς από τους ένδεκα ούτε διενοήθη ποτέ τέτοιο επαίσχυντο έργον. Εν τούτοις επειδή είχον πίστιν μεν εις τα λόγια του Διδασκάλου, γνώσιν δε και της ιδικής των αδυναμίας ως ανθρώπων, ερωτούν τον Κυριον). 19 Αὐτοὶ δὲ ἤρχισαν νὰ λυποῦνται καὶ νὰ τοῦ λέγουν ἕνας ἕνας χωριστά· Μήπως εἶμαι ἐγώ; Καὶ ὁ ἄλλος· Μήπως εἶμαι ἐγώ;
20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον. 20 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “είναι ένας από σας τους δώδεκα, αυτός ο οποίος βουτά το ψωμί του μαζή με εμέ στο πιάτο και τρώγει. 20 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ἕνας ἀπὸ σᾶς τοὺς δώδεκα, ὁ ὁποῖος τώρα συντρώγει μαζί μου καὶ βουτᾷ τὸ ψωμί του μαζί μου μέσα εἰς τὸν ζωμὸν τῆς πιατέλλας, αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσῃ.
21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι’ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. 21 Ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί προς τον λυτρωτικόν θάνατον σύμφωνα με τας προφητείας, που έχουν γραφή δι' αυτόν. Αλοίμονον όμως στον άνθωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς του. Προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”. 21 Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, φεύγει ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ πηγαίνει πρὸς τὸν Πατέρα του, σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας, ποὺ ἔχουν γραφῆ περὶ αὐτοῦ· ἀλλοίμο ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ γίνεται ὄργανον διὰ να παραδοθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τοὺς σταυρωτάς του. Ἦτο συμφερώτερον δι’ αὐτὸν νὰ μὴ εἶχε γεννηθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος.
22 Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. 22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν επήρε ο Ιησούς τον άρτον, εδοξολόγησε τον ουράνιον Πατέρα, έκοψε τον άρτον εις τεμάχια, έδωκε εις αυτούς και είπε· “λάβετε φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου”. 22 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔτρωγον, ἐπῆρεν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον κα ηὐχαρίστησε τὸν ἐπουράνιον Πατέρα, τὸν ἔκοψε εἰς τεμάχια καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε· Λάβετε, φάγετε· αὐτό, ποὺ σᾶς δίνῳ, εἶναι τὸ σῶμα μου.
23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. 23 Και αφού επήρε το ποτήριον με τον οίνον ευχαρίστησε τον Πατέρα, έδωκεν εις αυτούς και έπιον από αυτό όλοι. 23 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον, ηὐχαρίστησε καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ ἔπιον ἀπὸ αὐτὀ ὅλοι.
24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. 24 Και είπεν εις αυτούς· “τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη, και το οποίον χύνεται δια την σωτηρίαν πολλών. 24 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Τοῦτο, ποὺ πίνετε, εἶναι τὸ αἷμα μου, μὲ τὸ ὁποῖον ἐπικυροῦται ἡ νέα Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖον χύνεται πρὸς σωτηρίαν πολλῶν.
25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 25 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα πίω πλέον από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν θα το πίνω νέον και ασύγκριτα πιο χαρμόσυνον εις την βασιλείαν του Θεού”. 25 Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ πίω πλέον ἀπὸ τὸ προϊὸν καὶ γένημα τῆς ἀμπέλου, μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν εὐφραινόμενος θὰ τὸ πίνω καινούργιον καὶ πολὺ πιὸ χαρμόσυνον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ μυστικὸς οὗτος δεῖπνος δηλαδὴ εἶναι πρόγευμα τῆς τελείας κοινωνίας καὶ ἑνώσεώς μας, ποὺ θὰ πραγματοποιηθῇ ἐν ἀτελευτήτῳ χαρᾷ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
26 Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. 26 Και αφού έψαλαν ύμνους, εβγήκαν στο όρος των Ελαιών. 26 Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
27 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι Πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα· 27 Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς ότι “όλοι σας εξ αιτίας των τραγικών γεγονότων κατά την νύκτα αυτήν θα κλονισθήτε εις την προς εμέ πίστιν σας. Διότι έχει γραφή από τον προφήτην· Εγώ ο Θεός και Πατήρ θα επιτρέψω να κτυπηθή ο ποιμήν και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα. 27 Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὅλοι θὰ κλονισθῆτε εἰς τὴν πίστιν σας πρὸς ἐμὲ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην. Διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ζαχαρίαν· θὰ ἐπιτρέψω ἐγὼ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ νὰ κτυπηθῇ καὶ νὰ θανατωθὴ ὁ ποιμήν, ἤτοι ὁ Χριστός, καὶ θὰ διασκορπισθοῦν τὰ πρόβατα τοῦ κοπαδιοῦ, τουτέστιν οἱ μαθηταί του.
28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 28 Αλλά μετά την ανάστασίν μου θα προπορευθώ και θα σας περιμένω εις την Γαλιλαίαν”. 28 Ὅταν ὅμως ἀναστηθῶ, θὰ σᾶς προλάβω εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ὅπου θὰ ὑπάγω προτήτερα ἀπὸ σᾶς καὶ θὰ σᾶς περιμένω.
29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· Καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ’ οὐκ ἐγώ. 29 Αλλ' ο Πετρος είπε εις αυτόν· “και εάν όλοι κλονισθούν εις την πίστιν, εγώ όμως δεν θα κλονισθώ”. 29 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε· Καὶ ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν εἰς τὴν πρὸς σὲ πίστιν, ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ σκανδαλισθῶ.
30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 30 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι συ σήμερα, αυτήν εδώ την νύκτα πριν, η ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές”. 30 Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἀληθινὰ σοῦ λέγω, ὅτι σὺ ποὺ τώρα λέγεις αὐτά, σήμερον, κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν, προτοῦ νὰ λαλήσῃ δύο φορὰς ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φοράς.
31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· Ἐὰν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον. 31 Αλλ' ο Πετρος με το παραπάνω επέμενε να λέγη και να ξαναλέγη· “εάν χρειασθή να αποθάνω και εγώ μαζή με σε, δεν θα αρνηθώ”. Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθηταί. 31 Αὐτὸς δὲ ἐπέμενε πολὺ περισσότερον καὶ ἔλεγεν· Ἐὰν χρειασθῇ νὰ ἀποθάνω καὶ ἐγὼ μαζί σου, κατ’ οὐδένα λόγον θὰ σὲ ἀρνηθῶ. Τὰ ἴδια δὲ ἔλεγαν καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί.
32 Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι. 32 Και έρχονται εις κάποιαν περιοχήν, που ωνομάζετο Γεσθημανή, και λέγει στους μαθητάς του, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ. 32 Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο περιφραγμένον ἀγρόκτημα, ποὺ ἐλέγετο Γεθσημανῆ, καὶ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· καθήσατε ἐδῶ, ἕως ὅτου προσευχηθῶ.
33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην μεθ’ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν 33 Και παίρνει μαζή του τον Πετρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και ήρχισε να καταλαμβάνεται από κατάπληξιν και μεγάλην οδύνην και να αισθάνεται μεγάλη ψυχικήν στενοχωρίαν. 33 Καὶ παίρνει μαζί του τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἤρχισε νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ μεγάλην λύπην καὶ ἔκπληξιν διὰ τὸ σκληρὸν πάθημα, ποὺ τοῦ ἐτοιμάζαν μὲ πρωτοφανὲς μῖσος αὐτοί, τοὺς ὁποίους αὐτὸς τόσον ἠγάπησε, καὶ νὰ αἰσθάνεται βάρος μεγάλο ἡ καρδία του.
34 καὶ λέγει αὐτοῖς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε. 34 Και λέγει εις αυτούς· “η ψυχή μου είναι πλημμηρισμένη από λύπην, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνείτε”. 34 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Εἶναι καταλυπημένη ἡ ψυχή μου μέχρι σημείου, ποὺ νὰ κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω. Μείνατε ἔδω καὶ ἀγρυπνεῖτε.
35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ’ αὐτοῦ ἡ ὥρα, 35 Και αφού επροχώρησε ολίγον έπεσε πρηνής, με το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσηύχετο να περάση από αυτόν η σκληρά ώρα των παθών, εάν τούτο ήτο δυνατόν, χωρίς να ματαιωθή το θείον σχέδιον της σωτηρίας των ανθρώπων. 35 Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησεν ὀλίγον ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ προσηύχετο, ἐὰν εἶναι δυνατόν, χωρὶς νὰ ματαιωθῇ τὸ περὶ σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων σχέδιον τοῦ Θεοῦ, νὰ περάσῃ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν ἡ ὥρα τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου
36 καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ’ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ εἴ τι σύ. 36 Και έλεγε· “Πατερ, Πατερ μου, όλα είναι δυνατά εις σε, απομάκρυνε από εμέ το ποτήριον τούτο. Ομως ας γίνη όχι εκείνο που θέλω εγώ, αλλά εκείνο που θέλεις συ”. 36 Καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ, Πατέρα μου, ὅλα σοῦ εἶναι δυνατά· ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὸ ποτήριον αὐτὸ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ἀλλ’ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ θέλω ἐγώ, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις σύ, αὐτὸ νὰ γίνῃ.
37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι; 37 Και έρχεται και ευρίσκει τους μαθητάς να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον· “Σιμων κοιμάσαι; Δεν ημπορέσατε να αγρυπνήσετε μίαν ώραν; 37 Καὶ ἔρχεται καὶ τοὺς εὑρίσκει νὰ κοιμῶνται καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον· Σίμων, σὺ ποὺ πρὸ ὀλίγου ἔδιδες εἰς ἐμὲ τόσας ὑποσχέσεις, κοιμᾶσαι; δὲν ἠμπορέσατε οὔτε μίαν ὥραν να μείνετε ἄγρυπνοι;
38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. 38 Αγρυπνείτε, προσέχετε και προσεύχεσθε, δια να μη πέσετε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον να υποτάσσεται στο θείον θέλημα, αλλά η σαρξ, η ανθρωπίνη φύσις, είναι ασθενής”. 38 Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ μὴ καταληφθῆτε καὶ κυριευθῆτε ἀπὸ πειρασμόν, ποὺ θὰ κλονίσῃ τὴν πίστιν σας. Τὸ μὲν βάθος τῆς ψυχῆς σας εἶναι πρόθυμον νὰ ὑπακούῃ εἰς τὸ καθῆκον, τὸ σαρκικὸν φρόνημα ὅμως κάμνει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀδύνατον καὶ παρασύρει τὸν ἄνθρωπον παρὰ τὴν ἀγαθὴν διάθεσίν του εἰς τὸ κακόν.
39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. 39 Και πάλιν αφού απεμακρύνθη ολίγον, προσηυχήθη και είπε τον ίδιον λόγον. 39 Καὶ πάλιν, ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπὸ αὐτούς, προσηυχήθη καὶ εἶπε τὸν αὐτὸν λόγον.
40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ. 40 Και επιστρέψας ευρήκε αυτούς πάλιν να κοιμώνται, διότι τα μάτια των κατεβαρύνοντο και έκλειαν από νύσταν και δεν εγνώριζαν, τι να του αποκριθούν. 40 Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε, τοὺς ηὗρε πάλιν νὰ κοιμῶνται· διότι τὰ μάτια τους ἦσαν βαρειὰ ἀπὸ τὸν νυσταγμόν, καὶ δὲν ἤξευραν, τί νὰ τοῦ ἀποκριθοῦν.
41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν· 41 Και έρχεται τρίτη φοράν και τους λέγει· “κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε! Αρκεί πλέον ο ύπνος· ήλθεν η ώρα· ιδού ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τα χέρια των αμαρτωλών. 41 Καὶ ἔρχεται διὰ τρίτην φορὰν καὶ τοὺς λέγει· Περίεργον ! Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, κοιμᾶσθε ἀκόμη καὶ ἀναπαύεσθε ! Ἀρκεῖ πλέον ὁ ὕπνος. Ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδεται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν.
42 ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε. 42 Σηκωθήτε, πηγαίνομεν· ιδού επλησίασε αυτός που με παραδίδει”. 42 Σηκωθῆτε, ἂς ὑπάγωμεν πρὸς συνάντησίν των. Ἰδοὺ, ἐπλησίασεν αὐτός, ποὺ μὲ παραδίδει εἰς τοὺς σταυρωτάς μου.
43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριὼτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ’ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων. 43 Και αμέσως, ενώ ο Κυριος ωμιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζή του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους. 43 Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ὁ Ἰησοῦς ὡμίλει ἀκόμη, ἦλθεν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἦλθεν ὄχλος πολὺς μὲ μαχαίρας καὶ μὲ ρόπαλα ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ τοὺς προεστούς.
44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· Ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. 44 Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων· “εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρατέ τον ασφαλώς”. 44 Εἶχε δώσει δὲ αὐτός, ποὺ τὸν παρέδιδεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του, συμφωνημένον σημεῖον εἰς αὐτοὺς λέγων· Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς· συλλάβετε τὸν καὶ μεταφέρατέ τον μὲ ἀσφάλειαν.
45 καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· Χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 45 Και αφού ήλθεν εκεί ο Ιούδας, αμέσως επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν. 45 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν ἐκεῖ ὁ Ἰούδας, ἀμέσως τὸν ἐπλησίασε καὶ εἶπε· Χαῖρε, διδάσκαλε, καὶ μὲ ὑποκρισίαν τὸν ἐφίλησε θερμά.
46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. 46 Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον επιασαν. 46 Αὐτοὶ δὲ ἔβαλαν ἐπάνω του χέρι καὶ τὸν συνέλαβον.
47 Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. 47 Καποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, ετράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί. 47 Ἕνας δὲ κάποιος ἀπὸ αὐτούς, ποὺ παρέστεκαν, ἀφοῦ ἐτράβηξε τὴν μάχαιραν, ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί.
48 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· 48 Ελαβε τότε ο Ιησούς τον λόγον και τους είπε· “σαν να επρόκειτο δια ληστήν, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε; 48 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε· Σὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ λῃστοῦ, ἐβγήκατε μὲ μαχαίρας καὶ μὲ ρόπαλα νὰ μὲ πιάσετε.
49 καθ’ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. 49 Καθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και εδίδασκα εις τας αυλάς του ναού και δεν με επιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”. 49 Κάθε ἡμέραν ἤμην κοντά σας καὶ ἐδίδασκον μέσα εἰς τὸ ἱερόν, καὶ δὲν μὲ ἐπιάσατε. Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ πληρωθοῦν καὶ ἐπαληθεύσουν αἱ προφητικαὶ γραφαί, αἱ ὁποῖαι προλέγουν, ὅτι θὰ μὲ μετεχειρίζεσθε σὰν κακοποιόν.
50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες. 50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι. 50 Καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγαν ὅλοι.
51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτόν οἱ νεανίσκοι. 51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ' ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα. 51 Καὶ κάποιος νέος ἠκολούθησεν αὐτὸν γυμνὸς τυλιγμένος μίαν σινδόνα. Καὶ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐκ τοῦ ἀποσπάσματος νεώτεροι·
52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ’ αὐτῶν. 52 Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς. (Και έτσι έμεινε εντελώς μόνος ο Κυριος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητάς του και από οιανδήποτε άλλον, που θα έτρεφε κάποιαν συμπάθειαν προς αυτόν). 52 ἐκεῖνος ὅμως ἀφῆκε τὴν σινδόνα εἰς τὰς χεῖρας των καὶ ἔφυγεν ἀπὸ αὐτοὺς γυμνός. Ἔτσι οὔτε αὐτὸς ἔμεινε μὲ τὸν Ἰησοῦν.
53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα· καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. 53 Και ωδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται εις την οικίαν του αρχιερέως όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 53 Καὶ ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐμαζεύθησαν διὰ νὰ συνεδριάσουν μὲ αὐτὸν ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.
54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. 54 Και ο Πετρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζή με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά. 54 Καὶ ὁ Πέτρος ἠκολούθησεν αὐτὸν ἀπὸ μακράν, ἕως ἐμβῆκε μέσα εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως. Καὶ ἐκάθητο μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐθερμαίνετο πλησίον εἰς τὸ φῶς, ποὺ ἔρριπτεν ἡ φωτιά, ὥστε ἐφαίνετο καλὰ εἰς ὅλους, ποὺ ἐκάθηντο ἐκεῖ.
55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· 55 Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν ενάντιον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν. 55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν μαρτυρίαν ἐνοχοποιητικὴν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ διὰ νὰ τὸν θανατώσουν, καὶ δὲν εὕρισκον.
56 πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. 56 Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των. 56 Δὲν εὕρισκον δὲ ἐνοχοποιητικὴν μαρτυρίαν, διότι πολλοὶ μὲν κατέθεταν ψέματα ἐναντίον του, ἀλλ’ αἱ μαρτυρίαι δὲν ἦσαν σύμφωνοι μεταξύ των.
57 καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ’ αὐτοῦ λέγοντες 57 Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες 57 Καὶ μερικοὶ ἐσηκώθησαν καὶ ἐψευδομαρτυροῦσαν ἐναντίον του καὶ ἔλεγον·
58 ὅτι Ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. 58 ότι “ημείς τον ακούσαμε να λέγη· Εγώ θα κρημνίσω τον ναόν αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και έντος τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον”. 58 ὅτι ἡμεῖς τὸν ἠκούσαμεν μὲ τὰ αὐτιά μας νὰ λέγῃ· Ὅτι ἐγὼ θὰ κρημνίσω τὸν ναὸν αὐτόν, ποὺ εἶναι κτισμένος ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα, καὶ μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρας θὰ οἰκοδομήσω ἄλλον ναόν, ποὺ δὲν γίνεται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα.
59 καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. 59 Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνος η κατάθεσίς των. 59 Ἀλλὰ καὶ ἔτσι ποὺ κατέθεταν, δὲν ἦτο σύμφωνος ἡ μαρτυρία των.
60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; 60 Τοτε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων· “δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;” 60 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὁ ἀρχιερεὺς εἱς τὸ μέσον, ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπε· Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτε; Τί σὲ κατηγοροῦν αὐτοί;
61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδέν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; 61 Αυτός δε εσιωπούσε και δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. Παλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;” 61 Αὐτὸς δὲ ἐσιώπα καὶ δὲν ἀπήντησε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἠρώτα καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς ἐκείνου, ποὺ μόνος πρέπει λατρευτικῶς νὰ εὐλογῆται καὶ νὰ ἀνυμνῆται;
62 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. 62 Ο δε Ιησούς είπε· “εγώ είμαι· και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”. (Προαναγγέλλει την ένδοξον δευτέραν του παρουσίαν, δια να τους δώση ευκαιρίαν μήπως και συναισθανθούν το βάρος του εγκλήματός των και μετανοήσουν). 62 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Ἐγὼ εἶμαι. Καὶ θὰ ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὸν Μεσσίαν, νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ.
63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; 63 Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε· “τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; 63 Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς μὲ ὑποκριτικὸν καὶ ἐπιδεικτικὸν ἀποτροπιασμὸν διὰ τὴν φρικτὴν βλασφημίαν ἔσχισε τὰ ρούχα του σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν, ποὺ ἐπεκράτει μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, καὶ εἶπε· Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες;
64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. 64 Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν· τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ' ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε. 64 Ἠκούσατε καθαρά, ὥστε νὰ μὴ σᾶς μένῃ καμμία ἀμφιβολία, τὴν βλασφημίαν ποὺ ἐξεστομίσθη. Τί γνώμην ἔχετε; Αὐτοὶ δὲ ὅλοι ἀπεφάνθησαν κατ’ αὐτοῦ, ὅτι εἶναι ἔνοχος βλασφημίας, ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατον.
65 Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· Προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. 65 Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν· “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα. 65 Καὶ ἤρχισαν μερικοὶ νὰ τὸν φτύνουν καὶ νὰ τοῦ σκεπάζουν γύρω τὸ πρόσωπόν του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ καὶ νὰ τὸν κολαφίζουν καὶ νὰ τοῦ λέγουν· Προφήτευσέ μας, ποῖος σὲ ἐκτύπησε. Καὶ οἱ ὑπηρέται τὸν ἐκτύπησαν μὲ ραπίσματα.
66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, 66 Ενώ δε ο Πετρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως 66 Καὶ ἐνῷ ὁ Πέτρος ἦτο κάτω εἰς τὴν αὐλήν, ἦλθε μία ἀπὸ τὰς ὑπηρετρίας τοῦ ἀρχιερέως.
67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα. 67 και όταν είδε τον Πετρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλήν προσοχήν και του είπε· “και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Ναζαρηνόν”. 67 Καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ ζεσταίνεται, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε προσεκτικά, εἶπε· Καὶ σὺ ἤσουν μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνόν.
68 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. 68 Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων· “δεν γνωρίζω ούτε ενοω τι λέγεις”. Και εβγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε. 68 Αὐτὸς ὅμως ἠρνήθη καὶ εἶπε· Δὲν ἠξεύρω, οὔτε καταλαβαίνω τί λέγεις σύ. Καὶ ἐβγῆκεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἐλάλησεν ὁ πετεινός.
69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι Οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. 69 Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους. 69 Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν ξαναεῖδεν, ἤρχισε νὰ λέγῃ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀπὸ ἐκείνους.
70 ὁ δὲ ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. 70 Ο δε Πετρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πετρον· “πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων”. 70 Αὐτὸς δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. Καὶ ὕστερ’ ἀπὸ λίγο, πάλιν ἐκεῖνοι ποὺ ἔστεκαν ἐκεῖ, ἔλεγον εἰς τὸν Πέτρον· Ἀληθῶς, ἀπὸ αὐτοὺς εἶσαι, διότι εἶσαι Γαλιλαῖος καὶ ἡ προφορὰ τῆς ὁμιλίας σου ὁμοιάζει πρὸς τὴν προφορὰν τῶν κατοίκων τῆς Γαλιλαίας.
71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. 71 Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξεύρω τον άνθρωπον αυτόν, που λέτε”. 71 Αὐτὸς δὲ ἤρχισε νὰ ἐπικαλῆται κατάρας κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ νὰ ὁρκίζεται, ὅτι δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν ποὺ λέγετε.
72 καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δὶς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε. 72 Και δευτέραν φοράν ο πετεινός ελάλησε. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είχε πη ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και εκάλυψε το πρόσωπον και ήρχισε να κλαίη. (Η βαθεία συναίσθησις του βαρέος σφάλματός του, η συγκλονιστική του λύπη, τα θερμά δάκρυα της μετανοίας τον επανέφεραν και πάλιν ψυχικώς πλησίον του Διδασκάλου και το έκαμαν άξιον να δεχθή την συγχώρησιν και την εξάλειψιν της μεγάλης του ενοχής). 72 Καὶ διὰ δευτέραν φορὰν ἐλάλησεν ὁ πετεινός. Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος τὸν λόγον, ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι προτοῦ νὰ λαλήσῃ ὁ πετεινὸς δύο φοράς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φοράς. Καὶ ἤρχισε νὰ κλαίῃ.