Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΝΕΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεγνώσθη ἐν βιβλίῳ Μωυσῆ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ καὶ εὑρέθη γεγραμμένον ἐν αὐτῷ, ὅπως μὴ εἰσέλθωσιν ᾿Αμμανῖται καὶ Μωαβῖται ἐν ἐκκλησίᾳ Θεοῦ ἕως αἰῶνος, 1 Κατά την εποχήν εκείνην, που ανεγινώσκετο το βιβλίον του Μωϋσέως εις τα αυτιά όλου του λαού, ευρέθη εκεί γραμμένον, ότι οι Αμμωνίται και οι Μωαβίται δεν έπρεπε ποτέ να έλθουν εις καμμίαν επικοινωνίαν με τον λαόν του Θεού, με τους Ιουδαίους. 1 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀνέγνωσαν εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν Ἰουδαίων τὸ βιβλίον τὸν Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ εὑρῆκαν γραμμένον εἰς αὐτὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνουν δεκτοὶ ποτὲ οἱ Ἀμμανῖται καὶ οἱ Μωαβῖται εἰς τὴν σύναξιν καὶ κοινωνίαν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
2 ὅτι οὐ συνήντησαν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐν ἄρτῳ καὶ ὕδατι καὶ ἐμισθώσαντο ἐπ' αὐτὸν τὸν Βαλαὰμ καταράσασθαι, καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς ἡμῶν τὴν κατάραν εἰς εὐλογίαν. 2 Τούτο δέ, διότι όταν οι Ισραηλίται είχαν εξέλθει από την δουλείαν της Αιγύπτου, αυτοί δεν ήλθον εις βοήθειαν και αντίληψίν των με άρτον και με ύδωρ και διότι ακόμη είχαν πληρώσει τον Βαλαάμ, δια να καταρασθη τον Ισραηλιτικόν λαόν. Αλλά ο Θεός μας είχε μετατρέψει την κατάραν εις ευλογίαν. 2 Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ ὠφείλετο εἰς τὸ ὅτι οἱ λαοὶ αὐτοὶ δὲν ἐβοήθησαν τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν αὐτοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν σκλαβιὰν τῆς Αἰγύπτου, καὶ δὲν τοὺς ἐπρόσφεραν ψωμὶ καὶ νερό. Ἀντιθέτως ἐπλήρωσαν τὸν προφήτην Βαλαὰμ διὰ νὰ καταρασθῇ τοὺς Ἰσραηλίτας. Ὁ Θεός μας ὅμως μετέστρεψε τὴν κατάραν εἰς εὐλογίαν.
3 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν τὸν νόμον, καὶ ἐχωρίσθησαν πᾶς ἐπίμικτος ἐν ᾿Ισραήλ. 3 Οταν οι Ισραηλίται ήκουσαν αυτήν την εντολήν του Νομου, εξεχώρισαν και απεμάκρυναν εκ μέσου αυτών κάθε ξένον και καθένα που προήρχετο από επιμιξίαν Ισραηλιτών με αλλογενείς. 3 Μόλις λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἄκουσαν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ἔλαβαν τὰ μέτρα ποὺ ἔπρεπεν, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθῇ κάθε ξένος ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
4 καὶ πρὸ τούτου ᾿Ελιασὶβ ὁ ἱερεὺς οἰκῶν ἐν γαζοφυλακίῳ οἴκου Θεοῦ ἡμῶν ἐγγίων Τωβίᾳ 4 Πριν δε τεθή εις εφαρμογήν το μέτρον αυτό, ο Ελιασίβ, ο ιερεύς ο οποίος επέβλεπεν εις τας αποθήκας του ναού του Θεού μας και ο οποίος είχε συνδεθή με συγγένειαν προς τον Τωβίαν, 4 Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὴν τακτοποίησιν τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλιασίβ, ποὺ ἔμενεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τοῦ Τωβία, εἶχε κάμει τὸ ἑξῆς:
5 καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ γαζοφυλάκιον μέγα, καὶ ἐκεῖ ἦσαν πρότερον διδόντες τὴν μαναὰν καὶ τὸν λίβανον καὶ τὰ σκεύη καὶ τὴν δεκάτην τοῦ σίτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐντολὴν τῶν Λευιτῶν καὶ τῶν ἆδόντων καὶ τῶν πυλωρῶν καὶ ἀπαρχὰς τῶν ἱερέων. 5 είχε διαθέσει δι' αυτόν ένα μεγάλο δωμάτιον εκεί, όπου προηγουμένως οι ιερείς έθετον τας προσφοράς τον λίβανον, τα ιερά σκεύη, τας δεκάτας του σίτου, του οίνου και του ελαίου, τα προοριζόμενα δια τους Λευίτας, τους ψάλτας και τους θυρωρούς, όπως και τα πρωτόλεια τα προοριζόμενα δια τους ιερείς 5 Διεσκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν του ἕνα μεγάλο θησαυροφυλάκιον (δωμάτιον) τοῦ Ναοῦ, προκειμένου νὰ φιλοξενῇ τὸν Τωβίαν. Εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον αὐτὸ ἔβαζαν προηγουμένως τὰς προσφορὰς καὶ τὸ θυμίαμα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα σκεύη τοῦ Ναοῦ. Ἔβαζαν ἐπίσης ἐκεῖ καὶ τὰς δεκάτας ἀπὸ τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τοὺς Λευΐτας, τοὺς ἱεροψάλτας καὶ τοὺς θυρωρούς, καθὼς καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν γεννημάτων τῆς γῆς, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τοὺς ἱερεῖς.
6 καὶ ἐν παντὶ τούτῳ οὐκ ἤμην ἐν ῾Ιερουσαλήμ· ὅτι ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ δευτέρῳ τοῦ ᾿Αρθασασθὰ βασιλέως Βαβυλῶνος ἦλθον πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν ᾐτησάμην παρὰ τοῦ βασιλέως 6 Οταν εγινεν η βέβηλος αυτή πράξις εγώ δεν ευρισκόμην εις την Ιερουσαλήμ διότι κατά το τριακοστόν δεύτερον έτος της βασιλείας Αρταξέρξου, του βασιλέως της Βαβυλώνος, είχα εγώ επιστρέψει προς, τον βασιλέα. Αφού δε επέρασεν ολίγος χρόνος, εζήτησα και έλαβα άδειαν από τον βασιλέα 6 Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ἐγίνοντο ὅλα αὐτά, ἐγὼ ὁ Νεεμίας δὲν ἤμουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διότι κατὰ τὸ τριακοστὸν δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος Ἀρταξέρξου εἶχα μεταβῆ εἰς τὴν Περσίαν πρὸς τὸν βασιλέα. Ὅταν ὅμως ὡλοκληρώθη ὁ χρόνος τῆς παραμονῆς μου εἰς τὴν Περσίαν, ἐπῆρα τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν βασιλέα
7 καὶ ἦλθον εἰς ῾Ιερουσαλήμ. καὶ συνῆκα ἐν τῇ πονηρίᾳ, ᾖ ἐποίησεν ᾿Ελιασὶβ τῷ Τωβίᾳ, ποιῆσαι αὐτῷ γαζοφυλάκιον ἐν αὐλῇ οἴκου τοῦ Θεοῦ. 7 και επανήλθα εις την ιερουσαλήμ. Εμαθα τότε την κακήν αυτήν πράξιν, που είχε κάμνει ο Ελιασίβ προς χάριν του Τωβία, με το να παραχωρήση εις αυτόν δωμάτιον μέσα εις την αυλήν του ναού του Θεού. 7 καὶ ἦλθα καὶ πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ διεπίστωσα ἐπὶ τόπου τὴν πονηρίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐνήργησεν ὁ Ἐλιασὶβ χάριν τοῦ συγγενοῦς του Τωβία, μὲ τὸ νὰ κατασκευάσῃ δι’ αὐτὸν τόπον διαμονῆς μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ.
8 καὶ πονηρόν μοι ἐφάνη σφόδρα, καὶ ἔρριψα πάντα τὰ σκεύη οἴκου Τωβία ἔξω ἀπὸ τοῦ γαζοφυλακίου· 8 Αυτό μου εφάνη πάρα πολύ κακόν και επέταξα όλα τα πράγματα και τα έπιπλα του οίκου του Τωβία έξω από το δωμάτιον αυτό. 8 Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη πολὺ κακόν, δι’ αὐτὸ ἐπέταξα ὅλα τὰ σκεύη τοῦ δωματίου τοῦ Τωβία ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρον αὐτὸν τοῦ Ναοῦ.
9 καὶ εἶπα καὶ ἐκαθάρισαν τὰ γαζοφυλάκια, καὶ ἐπέστρεψα ἐκεῖ σκεύη οἴκου τοῦ Θεοῦ, τὴν μαναὰν καὶ τὸν λίβανον. 9 Εδωσα κατόπιν εντολήν και εκαθάρισαν αυτό το δωμάτιον και επανέφερα εκεί τα ιερά σκεύη του ναού του Θεού, τας διαφόρους προσφοράς και το λιβάνι. 9 Ἔδωσα μάλιστα ἐντολὴν καὶ ἐξήγνισαν μὲ εἰδικὴν τελετὴν ὅλα τὰ θησαυροφυλάκια (δωμάτια τοῦ Ναοῦ) καὶ ἔφερα πίσω καὶ ἔβαλα πάλιν εἰς αὐτὰ τὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τὰς διαφόρους προσφορὰς τοῦ λαοῦ καὶ τὸ θυμίαμα.
10 καὶ ἔγνων ὅτι μερίδες τῶν Λευιτῶν οὐκ ἐδόθησαν, καὶ ἐφύγοσαν ἀνὴρ εἰς ἀγρὸν αὐτοῦ, οἱ Λευῖται καὶ οἱ ᾄδοντες ποιοῦντες τὸ ἔργον. 10 Επληροφορήθην επίσης, ότι αι μερίδες, που προωρίζοντο δια τους Λευίτας, δεν εδόθησαν εις αυτούς. Ετσι δε κάθε Λευίτης ηναγκάσθη να φύγη στον αγρόν του, δια να τον καλλιεργή. Αλλά οι Λευίται και οι ψάλται ήσαν εκείνοι, οι οποίοι προσέφεραν τας υπηρεσίας των στον ναόν. 10 Διεπίστωσα ἐπίσης ὅτι δὲν ἐδόθησαν τὰ μερίδια καὶ δικαιώματα, ποὺ ἀνῆκαν εἰς τοὺς Λευΐτας, καὶ δι’ αὐτὸ ἔφυγαν αὐτοὶ καθένας εἰς τὸ χωράφι του. Οἱ Λευῖται καὶ ὁἱ ἱεροψάλται, ποὺ εἶχαν ἔργα ἱερὰ εἰς τὸν Ναόν, ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν καὶ νὰ ἐργασθοῦν εἰς ἄλλο ἔργον διὰ νὰ ζήσουν.
11 καὶ ἐμαχεσάμην τοῖς στρατηγοῖς καὶ εἶπα· διατί ἐγκατελείφθη ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ; καὶ συνήγαγον αὐτοὺς καὶ ἔστησα αὐτοὺς ἐπὶ τῇ στάσει αὐτῶν. 11 Εγώ εφιλονείκησα και ήλεγξα τους αρχηγούς και είπα· Διατί έχει εγκαταλειφθή ο ναός του Θεού; Συνεκέντρωσα τότε τους Λευίτας αυτούς και τους επανετοποθέτησα εις τας υπηρεσίας των. 11 11 Ἔκαμα τότε αὐστηρὰς παρατηρήσεις εἰς τοὺς στρατηγοὺς καὶ ἀξιωματούχους τοῦ λαοῦ, ποὺ ἦσαν ὑπεύθυνοι καὶ διὰ τὸν Ναόν, καὶ τοὺς εἶπα: Διατὶ ἐγκατελείφθη ἔτσι ὁ Ναὸς τοῦ Θεοῦ; Ἐμάζευσα κατόπιν τοὺς Λευΐτας καὶ τοὺς ἐγκατέστησα καὶ πάλιν εἰς τὰς θέσεις των.
12 καὶ πᾶς ᾿Ιούδα ἤνεγκαν δεκάτην τοῦ πυροῦ καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου εἰς τοὺς θησαυροὺς 12 Τοτε όλοι οι Ιουδαίοι προσέφεραν τα δέκατα από τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον εις τας αποθήκας, 12 12 Ὅταν εἶδαν αὐτὴν τὴν ἐνέργειάν μου ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπρόσφεραν τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι των εἰς τὰ θησαυροφυλάκια τοῦ Ναοῦ.
13 ἐπὶ χεῖρα Σελεμία τοῦ ἱερέως καὶ Σαδδοὺκ τοῦ γραμματέως καὶ Φαδαΐα ἀπὸ τῶν Λευιτῶν, καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ᾿Ανὰν υἱὸς Ζακχούρ, υἱὸς Ματθανίου, ὅτι πιστοὶ ἐλογίσθησαν ἐπ' αὐτοὺς μερίζειν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν. 13 αι οποίαι ήσαν υπό την επίβλεψιν του Σελεμίου του ιερέως, Σαδδούκ του γραμματέως και του Φαδαΐα ενός από τους Λευίτας. Βοηθούς δε εις αυτούς έδωσα τον Ανάν υιόν του Ζακχούρ και τον υιόν του Ματθανίου, διότι αυτοί εθεωρούντο αξιόπιστοι. Τους ανέθεσα δε ως έργον να διανέμουν στους αδελφούς των τας αναλόγους μερίδας. 13 Τὰ παρέδωσαν δὲ εἰς τὰ χέρια τοῦ ἱερέως Σελεμία καὶ τοῦ γραμματέως Σαδδοὺκ καὶ τοῦ Λευΐτου Φαδαΐα. Βοηθός των ὡρίσθη ὁ Ἀνάν, ὁ υἱὸς τοῦ Ζακχούρ, ποὺ ἦτο ἀπόγονος τοῦ Ματθανίου. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐθεωρήθησαν ἀξιόπιστοι καὶ κατάλληλοι διὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς ἀδελφούς των τὰ μερίδιά των.
14 μνήσθητί μου, ὁ Θεός, ἐν ταύτῃ, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτω ἔλεός μου, ὃ ἐποίησα ἐν οἴκῳ Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 14 Μνήσθητί μου, Κυριε, δια την ενέργειάν μου αυτήν και μη εξαλείψής από την μνήμην σου τας δικαίας αυτάς πράξεις, τας οποίας επραγματοποίησα στον ναόν σου, του Κυρίου και Θεού μας. 14 Μνήσθητί μου, Κύριε ὁ Θεός μου, δι’ αὐτήν μου τὴν ἐνέργειαν καὶ ἂς μὴ ἐξαλειφθῇ ποτὲ καὶ λησμονηθῇ τὸ καλὸ αὐτό, ποὺ ἔκαμα διὰ τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου καὶ Θεοῦ μας.
15 ᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις εἶδον ἐν ᾿Ιούδᾳ πατοῦντας ληνοὺς ἐν τῷ σαββάτῳ καὶ φέροντας δράγματα καὶ ἐπιγεμίζοντας ἐπὶ τοὺς ὄνους καὶ οἶνον καὶ σταφυλὴν καὶ σῦκα καὶ πᾶν βάσταγμα καὶ φέροντας εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου· καὶ ἐπεμαρτυράμην ἐν ἡμέρᾳ πράσεως αὐτῶν. 15 Κατά τας ημέρας εκείνας είδα εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ότι μερικοί άνδρες επατούσαν σταφύλια εις τα πατητήριά των κατά την ημέραν του Σαββάτου, έφεραν δεμάτια σίτου εις τα χέρια των, εφόρτωναν στους όνους των οίνον, σταφύλια, σύκα και κάθε άλλο είδος φορτίου και έφεραν αυτά εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν του Σαββάτου. Διεμαρτυρήθην εντόνως εναντίον των, διότι κατά την ημέραν του Σαββάτου έφεραν αυτά τα είδη προς πώλησιν. 15 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐπίσης εἶδα εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὡρισμένους, ποὺ ἐπατοῦσαν τὰ σταφύλια των εἰς τὰ πατητήρια κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ μετέφεραν δεμάτια μὲ σιτηρά. Εἶδα ἀκόμη καὶ ἄλλους, ποὺ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἐφόρτωναν τοὺς ὄνους των μὲ κρασὶ καὶ σταφύλια καὶ σῦκα καὶ κάθε εἴδους φορτίον καὶ τὰ μετέφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς πώλησιν. Δὲν ἔμεινα ὅμως ἀπαθής, ἀλλὰ διεμαρτυρήθην τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἐντόνως, διότι ἐδιάλεξαν αὐτὴν τὴν ἡμέραν διὰ νὰ πωλοῦν τὰ ἀγαθά των.
16 καὶ ἐκάθισαν ἐν αὐτῇ φέροντες ἰχθὺν καὶ πᾶσαν πρᾶσιν πωλοῦντες ἐν τῷ σαββάτῳ τοῖς υἱοῖς ᾿Ιούδα καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 16 Κατά την ημέραν επίσης αυτήν έμποροι από άλλας περιοχάς έφερον και επωλούσαν προς τους Ιουδαίους εις την Ιερουσαλήμ και εις άλλα μέρη της Ιουδαίας ψάρια και άλλα εμπορεύματα. 16 Ἄλλοι πάλιν, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Φοινίκης, ἔφεραν ψάρια καὶ κάθε εἴδους ἐμπορεύματα καὶ ἐκάθηντο εἰς τὴν ἀγορὰν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ ἐπωλοῦσαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
17 καὶ ἐμαχεσάμην τοῖς υἱοῖς ᾿Ιούδα τοῖς ἐλευθέροις καὶ εἶπα αὐτοῖς· τίς ὁ λόγος οὗτος ὁ πονηρός, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε, καὶ βεβηλοῦτε τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου; 17 Επέπληξα με δριμύτητα τους προκρίτους των Ιουδαίων και τους είπα· “Τι είναι αυτό το μεγάλο κακό που σεις κάνετε, και βεβηλώνετε την ημέραν του Σαββάτου; 17 Ἔκαμα λοιπὸν αὐστηρὰς παρατηρήσεις εἰς τοὺς ἐπισήμους τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν πλέον ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, καὶ τοὺς εἶπα: Τί εἶναι αὐτὸ τὸ παράνομον πρᾶγμα, ποὺ κάμνετε καὶ βεβηλώνετε ἔτσι τὴν ἁγίαν ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου,
18 οὐχὶ οὕτως ἐποίησαν οἱ πατέρες ὑμῶν, καὶ ἤνεγκεν ἐπ' αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἐφ' ἡμᾶς πάντα τὰ κακὰ ταῦτα καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην; καὶ ὑμεῖς προστίθετε ὀργὴν ἐπὶ ᾿Ισραὴλ βεβηλῶσαι τὸ σάββατον; 18 Το ίδιο δεν έκαμαν και οι πρόγονοί σας και επέφερεν ο Θεός μας εναντίον εκείνων και ημών και της πόλεως αυτής τας μεγάλας τιμωρίας; Και σεις, λοιπόν, επαυξάνετε βεβήλωσιν αυτήν του Σαββάτου;” 18 Αὐτὰ δὲν ἔκαμναν καὶ οἱ πρόγονοί μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιφέρῃ ὁ Θεός μας εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν μας ὅλας αὐτὰς τὰς συμφοράς; Καὶ τολμᾶτε λοιπὸν τώρα νὰ αὐξάνετε τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου ἐναντίαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, μὲ τὸ νὰ βεβηλώνετε τὴν ἱερὰν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;
19 καὶ ἐγένετο ἡνίκα κατέστησαν πύλαι ἐν ῾Ιερουσαλὴμ πρὸ τοῦ σαββάτου, καὶ εἶπα καὶ ἔκλεισαν τὰς πύλας, καὶ εἶπα ὥστε μὴ ἀνοιγῆναι αὐτὰς ἕως ὀπίσω τοῦ σαββάτου· καὶ ἐκ τῶν παιδαρίων μου ἔστησα ἐπὶ τὰς πύλας, ὥστε μὴ αἴρειν βαστάγματα ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 19 Εις εξάλειψιν του κακού αυτού, όταν προ εκάστου Σαββάτου εκλείοντο αι πύλαι της Ιερουσαλήμ, διέταξα να μη ανοίγωνται, ει μη μετά την πάροδον Σαββάτου. Ετοποθέτησα δε μερικούς από τους ανθρώπους μου εις τας πύλας, δια να απαγορεύουν την μεταφοράν φορτίων εις την πόλιν κατά την ημέραν του Σαββάτου. 19 Διὰ νὰ διορθωθῇ αὐτὸ τὸ κακόν, ἔκαμα τὸ ἑξῆς: Ὅταν ἔκλειναν αἱ πύλαι τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς πρὸ τοῦ Σαββάτου, διέταξα νὰ κλείνουν καλὰ αἱ πύλαι καὶ εἶπα νὰ μὴ τὰς ἀνοίγουν, ἕως ὅτου περάσῃ τὸ Σάββατον. Ἐτοποθέτησα δὲ εἰς τὰς πύλας μερικοὺς ἐμπίστους ἀνθρώπου, ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας μου, διὰ νὰ μὴ ἐπιτρέπουν να περνοῦν ὅσοι μετέφεραν διάφορα φορτία κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
20 καὶ ηὐλίσθησαν πάντες καὶ ἐποίησαν πρᾶσιν ἔξω ῾Ιερουσαλὴμ ἅπαξ καὶ δίς. 20 Τοτε όλοι οι έμποροι διενυκτέρευσαν μίαν και δύο φοράς έξω από την Ιερουσαλήμ. 20 Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ μέτρου, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἔμποροι διενυκτέρευσαν μίαν καὶ δύο φορὰς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπώλησαν ἐκεῖ ἔξω τὰ προϊόντα των.
21 καὶ ἐπεμαρτυράμην ἐν αὐτοῖς καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· διατί ὑμεῖς αὐλίζεσθε ἀπέναντι τοῦ τείχους; ἐὰν δευτερώσητε, ἐκτενῶ χεῖρά μου ἐν ὑμῖν. ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἐκείνου οὐκ ἤλθοσαν ἐν σαββάτῳ. 21 Διεμαρτυρήθην εναντίον των και τους είπα με αυστηρότητα· “Διατί διανυκτερεύετε έξω από το τείχος; Εάν δευτέραν φοράν επαναλάβετε αυτήν την πράξιν, θα απλώσω τα χέρια μου εναντίον σας, δια να σας τιμωρήσω εγώ ο ίδιος”. Από τον καιρόν δε εκείνον και εντεύθεν δεν ήλθαν φορτία εμπορευμάτων κατά την ημέραν του Σαββάτου. 21 Διεμαρτυρήθην ὅμως καὶ πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπα: Διατὶ διανυκτερεύετε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ τεῖχος μας; Ἐὰν τὸ ξανακάμετε, θὰ ἀπλώσω τὸ χέρι μου ἐναντίον σας καὶ θὰ ἔχετε κακὸν τέλος. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν ἔφεραν ἄλλην φορὰν τὰ ἀγαθά των πρὸς πώλησιν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
22 καὶ εἶπα τοῖς Λευίταις, οἳ ἦσαν καθαριζόμενοι, καὶ ἐρχόμενοι φυλάσσοντες τὰς πύλας, ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου. πρὸς ταῦτα μνήσθητί μου, ὁ Θεός, καὶ φεῖσαί μου κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. 22 Εδωσα εντολήν επίσης στους Λευίτας, οι οποίοι σύμφωνα με τον Νομον ήσαν καθαροί, να έρχωνται και να φρουρούν τας πύλας της πόλεως, δια να τηρήται έτσι η αργία κατά την ημέραν του Σαββάτου. Δι' όλα αυτά μνήσθητί μου, Κυριε ο Θεός, σπλαγχνίσου με, σύμφωνα με το πλήθος του ελέους σου. 22 Εἶπα ἐπίσης καὶ εἰς τοὺς Λευΐτας, ποὺ ἐξηγνίζοντο συμφώνως πρὸς τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον καὶ ἤρχοντο νὰ φρουροῦν τὰς πύλας, νὰ προσέχουν πολύ, ὥστε νὰ τηρῆται ἡ ἀργία τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου. Καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ἐνέργειάν μου ἐπίσης μνήσθητί μου, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ σπλαγχνίσου με κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου.
23 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις εἶδον τοὺς ᾿Ιουδαίους, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας ᾿Αζωτίας, ᾿Αμμανίτιδας, Μωαβίτιδας 23 Κατά την εποχήν ακόμη εκείνην είδα ότι οι Ιουδαίοι είχον λάβει ως συζύγους, Αζωτίας, Αμμωνίτιδας και Μωαβίτιδας. 23 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶδα ἐπίσης καὶ ὡρισμένους Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πάρει ὡς συζύγους των γυναῖκας ἀπὸ τοὺς Ἀζωτίους, τοὺς Ἀμμανίτας καὶ τοὺς Μωαβίτας.
24 καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἥμισυ λαλοῦντες ᾿Αζωτιστὶ καὶ οὐκ εἰσὶν ἐπιγινώσκοντες λαλεῖν ᾿Ιουδαϊστί, 24 Τα μισά δε από τα παιδιά των ωμιλούσαν Αζωτιστί και δεν ήσαν καθόλου εις θέσιν να ομιλούν την γλώσσαν των Ιουδαίων. 24 Τὰ παιδιὰ αὐτῶν τῶν οἰκογενειῶν κατὰ τὸ ἥμισυ ὠμιλοῦσαν τὴν γλῶσσαν τῶν Ἀζωτίων καὶ δὲν ἤξευραν νὰ ὁμιλοῦν καλῶς τὴν Ἰουδαϊκὴν γλῶσσαν.
25 καὶ ἐμαχεσάμην μετ' αὐτῶν καὶ κατηρασάμην αὐτοὺς καὶ ἐπάταξα ἐν αὐτοῖς ἄνδρας καὶ ἐμαδάρωσα αὐτοὺς καὶ ὥρκισα αὐτοὺς ἐν τῷ Θεῷ· ἐὰν δῶτε τὰς θυγατέρας ὑμῶν τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ ἐὰν λάβητε ἀπὸ τῶν θυγατέρων αὐτῶν τοῖς υἱοῖς ὑμῶν. 25 Τους ήλεγξα με πολλήν δριμύτητα και τους κατηράσθην, μάλιστα δε εκτύπησα και μερικούς από αυτούς, απέσπασα και τας τρίχας της κεφαλής από άλλους, τους εξώρκισα εν ονόματι του Θεού και τους είπα· “Δεν επιτρέπεται να δίδετε τας θυγατέρας σας στους υιούς των ειδωλολατρών και δεν επιτρέπεται να λαμβάνετε ως συζύγους δια τους υιούς σας από τας θυγατέρας αυτών. 25 Ἀγανάκτησα λοιπὸν ἐναντίον των καὶ τοὺς ἐπέπληξα μὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς κατηράσθην. Ἐκτύπησα μάλιστα καὶ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄνδρας καὶ ἐξερρίζωσα καὶ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς των. Τοὺς ἐξώρκισα δὲ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς εἶπα: Δὲν πρέπει νὰ δώσετε τὰς θυγατέρας σας ὡς συζύγους εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ξένων, οὔτε νὰ πάρετε ἀπὸ τὰς θυγατέρας τῶν ξένων συζύγους διὰ τὰ παιδιά σας, διότι αὐτὸ ὁρίζει ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου.
26 οὐχ οὕτως ἥμαρτε Σαλωμὼν βασιλεὺς ᾿Ισραήλ; καὶ ἐν ἔθνεσι πολλοῖς οὐκ ἦν βασιλεὺς ὅμοιος αὐτῷ· καὶ ἀγαπώμενος τῷ Θεῷ ἦν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς εἰς βασιλέα ἐπὶ πάντα ᾿Ισραήλ· καὶ τοῦτον ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι. 26 Ετσι δεν είχεν αμαρτήσει και ο Σολομών, ο βασιλεύς των Ισραηλιτών; Και όμως όμοιος βασιλεύς προς τον Σολομώντα δεν υπήρχε μεταξύ πολλών εθνών. Αυτός ηγαπάτο από τον Θεόν. Και ο Θεός τον είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί όλου του ισραηλιτικού λαού. Αι ξέναι όμως γυναίκες παρεξέκλιναν και παρέσυραν αυτόν προς την αμαρτίαν. 26 Αὐτὴ δὲν ἦτο ἡ ἁμαρτία καὶ παρανομία καὶ τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Σολομῶντος; Καὶ ὅπως ξεύρετε, σὰν τὸν Σολομῶντα δὲν ὑπῆρχεν ἄλλος βασιλεὺς μέσα εἰς πολλὰ ἔθνη. Τὸν ἀγαποῦσε πολὺ ὁ Θεὸς καὶ Ἐκεῖνος ἦτο, ποὺ τὸν ἀνέδειξε βασιλέα ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν ἐπρόσεξε καὶ αὐτὸς καὶ τὸν παρέσυραν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν αἱ ἀλλογενεῖς καὶ ἀλλόθρησκοι γυναῖκες ποὺ ἐπῆρε.
27 καὶ ὑμῶν μὴ ἀκουσώμεθα ποιῆσαι τὴν πᾶσαν πονηρίαν ταύτην ἀσυνθετῆσαι ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν καθίσαι γυναῖκας ἀλλοτρίας; 27 Μηπως, λοιπόν, θα ακούσωμεν τώρα ότι και σεις διεπράξατε αυτήν την μεγάλην και φοβεράν αμαρτίαν, ότι κατεπατήσατε τον νόμον του Θεού μας και επήρατε ως συζύγους σας γυναίκας αλλοεθνείς;” 27 Δὲν θὰ ἀκούσωμεν λοιπὸν μὲ ἀγανάκτησιν καὶ λύπην τὸ ὅτι καὶ σεῖς διεπράξατε ὅλην αὐτὴν τὴν παρανομίαν, μὲ τὸ νὰ παραβῆτε καὶ νὰ περιφρονήσετε τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ μας καὶ νὰ πάρετε ξένας συζύγους;
28 καὶ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ιωαδὰ τοῦ ᾿Ελισοὺβ τοῦ ἱερέως τοῦ μεγάλου νυμφίου τοῦ Σαναβαλλὰτ τοῦ Οὐρανίτου καὶ ἐξέβρασα αὐτὸν ἀπ' ἐμοῦ. 28 Ενας από τους υιούς του Ιωαδά, υιού του Ελισούβ του αρχιερέως, ήτο γαμβρός του Σαναβαλλάτ του Ουρανίτου. Αυτόν λοιπόν εγώ τον εξεδίωξα μακράν. 28 Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰωαδά, υἱοῦ τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως Ἐλισούβ, ἦτο γαμβρὸς τοῦ Σαναβαλλὰτ τοῦ Οὐρανίτου! Ὅταν τὸ ἔμαθα, τὸν ἐξεδίωξα μὲ ὀργὴν ἀπὸ ἐμπρός μου.
29 μνήσθητι αὐτοῖς, ὁ Θεός, ἐπὶ ἀγχιστείᾳ τῆς ἱερατείας καὶ διαθήκῃ τῆς ἱερατείας καὶ τοὺς Λευίτας. 29 Ενθυμήσου, Κυριε, αυτούς και τιμώρησέ τους, διότι εβεβήλωσαν την ιερωσύνην και τας ιεράς υποχρεώσεις των, που είχαν ως ιερείς και ως Λευίται. 29 Ἐνθυμήσου, Κύριε ὁ Θεός, καὶ τιμώρησε δικαίως τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ μὲ τὰς συγγενείας των ἐβεβήλωσαν τὴν ἱερωσύνην των καὶ συνῆψαν σχέσεις καὶ συνθήκας ἀναρμόστους εἰς ἱερεῖς καὶ Λευΐτας.
30 καὶ ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀλλοτριώσεως καὶ ἔστησα ἐφημερίας τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις, ἀνὴρ ὡς τὸ ἔργον αὐτοῦ, 30 Εκαθάρισα αυτούς από κάθε ξένον και ώρισα τας τάξεις της εφημερίας των ιερέων και των Λευιτών, ώστε ο καθένας να είναι στο έργον του. 30 Ἔλαβα λοιπὸν μέτρα καὶ δι’ αὐτοὺς καὶ τὸν ἐξήγνισα ἀπὸ κάθε σχέσιν μὲ ἀλλογενῆ καὶ ἀλλόθρησκον καὶ ἀπὸ κάθε τι, ποὺ τοὺς ἀποξένωνε ἀπὸ τὸ ἱερὸν ἔργον των. Ὥρισα δὲ καὶ κανονισμόν, βάσει τοῦ ὁποίου ἐρρυθμίζετο ἡ ἐφημερία καὶ διακονία τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευϊτῶν. Ἔτσι καθένας ἤξευρε τὸ ἔργον του καὶ τί ἔπρεπε νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ εἶναι συνεπὴς εἰς τὰς ὑποχρεώσεις του.
31 καὶ τὸ δῶρον τῶν ξυλοφόρων ἐν καιροῖς ἀπὸ χρόνων καὶ ἐν τοῖς βακχουρίοις. μνήσθητί μου ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς ἀγαθωσύνην. 31 Εκανόνισα την προσφοράν των ξύλων δια το θυσιαστήριον, να τα φέρουν εις καθωρισμένας προθεσμίας, όπως επίσης και τα περί των πρωτοτόκων. Μνήσθητί μου, Κυριε, προς το αγαθόν μου, δι' όλα αυτά. 31 Ἐρρύθμισα ἐπίσης καὶ τὸ θέμα τῆς προσφορᾶς τῶν ξύλων τῶν ἀπαραιτήτων διὰ τὰς θυσίας, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ προσφέρωνται εἰς τοὺς καθωρισμένους ἀπὸ χρόνων καιρούς. Ἐτακτοποίησα ἐπίσης καὶ τὰ θέματα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰν τῶν πρωτοτόκων. Μνήσθητί μου, Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν, πρὸς ἀγαθόν μου δι’ ὅσα προσέφερα εἰς τὸν λαόν Σου, τὴν πόλιν Σου καὶ τὸν Ναόν Σου.