Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὡς ἐτελέσθη ταῦτα, ἤγγισαν πρός με οἱ ἄρχοντες λέγοντες· οὐκ ἐχωρίσθη ὁ λαὸς ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἀπὸ λαῶν τῶν γαιῶν ἐν μακρύμμασιν αὐτῶν, τῷ Χανανί, ὁ ᾿Εθί, ὁ Φερεζί, ὁ ᾿Ιεβουσί, ὁ ᾿Αμμωνί, ὁ Μωαβὶ καὶ ὁ Μοσερὶ καὶ ὁ ᾿Αμορί, 1 Αφού ετελείωσαν όλα αυτά, με επλησίασαν οι άρχοντες και μου είπαν· “ο ισραηλιτικός λαός, όπως επίσης και οι ιερείς και οι Λευίται, δεν εχωρίσθησαν από τους λαούς των χωρών αυτών και ακολουθούν τα βδελυρά ειδωλολατρικά έθιμα των Χαναναίων, των Εθαίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων, των Αμμωνιτών, των Μωαβιτών, των Μοσεραίων και των Αμορραίων, που απομακρύνουν από τον Θεόν. 1 Όταν ἐτακτοποιήθησαν ὅλα αὐτά, μὲ ἐπλησίασαν οἱ προεστοὶ τοῦ λαοῦ καὶ μοῦ εἶπαν: Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται δὲν ἐξεχώρισαν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς τῶν χωρῶν, ὅπου διέμεναν, καὶ ἀπὸ τὰ βδελυκτὰ εἰς τὸν Κύριον ἔθιμά των. Ἔγιναν ἕνα μὲ τοὺς Χαναναίους, τοὺς Ἐθαίους, τοὺς Φερεζαίους, τοὺς Ἰεβουσαίους, τοὺς Ἀμμωνίτας, τοὺς Μωαβίτας, τοὺς Μοσεραίους καὶ τοὺς Ἀμοραίους,
2 ὅτι ἐλάβοσαν ἀπὸ θυγατέρων αὐτῶν ἑαυτοῖς καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ παρήχθη σπέρμα τὸ ἅγιον ἐν λαοῖς τῶν γαιῶν, καὶ χεὶρ τῶν ἀρχόντων ἐν τῇ ἀσυνθεσίᾳ ταύτῃ ἐν ἀρχῇ 2 Διότι, έλαβον ως συζύγους, δια τον εαυτόν των και δια τα παιδιά των, από τας θυγατέρας των ειδωλολατρικών λαών. Και έτσι ανεμίχθη το άγιον σπέρμα των Ιουδαίων με τους λαούς των χωρών αυτών. Πρώτοι δε έκαμαν αρχήν εις την ασύνετον αυτήν πράξιν οι άρχοντές μας”. 2 διότι ἐπῆραν συζύγους διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ τὰ τέκνα των ἀπὸ τὰς θυγατέρας τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἔτσι τὸ ἅγιον σπέρμα τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνεμείχθη μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Οἱ πρῶτοι μάλιστα, ποὺ διέπραξαν αὐτὴν τὴν παρανομίαν, ἦσαν οἱ ἄρχοντες.
3 καὶ ὡς ἤκουσα τὸν λόγον τοῦτον, διέρρηξα τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἐπαλλόμην καὶ ἔτιλλον ἀπὸ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς μου καὶ ἀπὸ τοῦ πώγωνός μου καὶ ἐκαθήμην ἠρεμάζων. 3 Οταν ήκουσα τον λόγον αυτόν, έσχισα τα ενδύματά μου, έτρεμα ολόκληρος και αποσπούσα τρίχας από την κεφαλήν και τον πώγωνά μου και εκάθισα βαθύτατα λυπημένος και αμίλητος. 3 Μόλις ἄκουσα αὐτὰ τὰ λόγια, ἔσχισα τὰ ἐνδύματά μου διὰ νὰ δείξω τὴν λύπην μου, καὶ ἄρχισα νὰ τρέμω καὶ νὰ ζερριζώνω τρίχας ἀπὸ τὸ κεφάλι μου καὶ ἀπὸ τὸ πιγούνι μου, καὶ ἐκάθησα κατὰ γῆς ἀμίλητος καὶ θλιμμένος.
4 καὶ συνήχθησαν πρός με πᾶς ὁ διώκων λόγον Θεοῦ ᾿Ισραὴλ ἐπὶ ἀσυνθεσίᾳ τῆς ἀποικίας, κἀγὼ καθήμενος ἠρεμάζων ἕως τῆς θυσίας τῆς ἑσπερινῆς. 4 Κοντά μου δε συνεκεντρώθησαν και εκείνοι, οι οποίοι φροντίζουν δια την γνώσιν και την τήρησιν των εντολών του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, περίλυποι και αυτοί δια την παράβασιν αυτήν των Ιουδαίων, που είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν. Εγώ δε εξακολουθούσα να κάθωμαι αφίλητος και κατάπληκτος από την λύπην έως την εσπερινήν θυσίαν. 4 Ἐμαζεύθηκαν τότε κοντά μου ὅλοι, ὅσοι ὑπελόγιζαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἤθελαν νὰ πληροφορηθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ὡς πρὸς τὴν παρανομίαν αὐτὴν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν. Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἦσαν δίπλα μου, ἐγὼ καθόμουν ἀμίλητος, ἕως τὴν ὥραν ποὺ ἐπροσφέρετο εἰς τὸν Ναὸν ἡ ἐσπερινὴ θυσία.
5 καὶ ἐν θυσίᾳ τῇ ἑσπερινῇ ἀνέστην ἀπὸ ταπεινώσεώς μου· καὶ ἐν τῷ διαρρῆξαί με τὰ ἱμάτιά μου καὶ ἐπαλλόμην καὶ κλίνω ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἐκπετάζω τὰς χεῖράς μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν 5 Κατά την εσπερινήν θυσίαν εσηκώθηκα από την κατάστασιν αυτήν της εντροπής και της οδύνης με σχισμένα τα ιμάτιά μου, έτρεμα ολόκληρος, έκλινα τα γόνατά μου και ύψωσα τα χέρια μου προς Κυριον τον Θεόν. 5 Κατὰ τὴν ὥραν λοιπὸν τῆς προσφορᾶς τῆς ἐσπερινῆς θυσίας ἐσηκώθηκα ἀπὸ τὴν πένθιμον ἐκείνην θέσιν μου καὶ ὅπως ἤμουν, μὲ σχισμένα τὰ ροῦχα καὶ τρέμοντας ὁλόκληρος, ἐγονάτισα κατὰ γῆς καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν.
6 καὶ εἶπα· Κύριε, ᾐσχύνθην καὶ ἐνετράπην τοῦ ὑψῶσαι, Θεέ μου, τὸ πρόσωπόν μου πρός σε, ὅτι αἱ ἀνομίαι ἡμῶν ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ κεφαλῆς ἡμῶν καὶ αἱ πλημμέλειαι ἡμῶν ἐμεγαλύνθησαν ἕως εἰς τὸν οὐρανόν. 6 Και είπα· “Κυριε, αισχύνην και εντροπήν ησθάνθην να υψώσω το πρόσωπόν μου προς σέ, ω Θεέ μου, διότι αι ανομίαι μας επληθύνθησαν τόσον πολύ, ώστε σαν θάλασσα μας επλημμύρισαν επάνω από τα κεφάλια μας, τα δε σφάλματά μας είναι τόσον μεγάλα, ώστε έφθασαν έως στον ουρανόν. 6 Καὶ εἶπα: (Κύριε, αἰσθάνομαι αἰσχύνην καὶ ἐντρέπομαι νὰ ὑψώσω, Θεέ μου, τὸ πρόσωπόν μου πρὸς Σέ, διότι αἱ παρανομίαι μας εἶναι πολλαὶ καὶ ἐκάλυψαν τὰ κεφάλια μας. Τὰ σφάλματά μας εἶναι σωρὸς μεγάλος, ποὺ φθάνει ἕως τὸν οὐρανόν.
7 ἀπὸ ἡμερῶν πατέρων ἡμῶν ἐσμεν ἐν πλημμελείᾳ μεγάλῃ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· καὶ ἐν ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν παρεδόθημεν ἡμεῖς καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ υἱοὶ ἡμῶν ἐν χειρὶ βασιλέων τῶν ἐθνῶν ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν αἰχμαλωσίᾳ καὶ ἐν διαρπαγῇ καὶ ἐν αἰσχύνῃ προσώπου ἡμῶν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. 7 Από της εποχής τι πατέρων μας μέχρι της ημέρας αυτής ευρισκόμεθα υπό την κυριαρχίαν μεγάλης αμαρτίας. Δια τας αμαρτίας μας δε αυτάς παρεδόθημεν ημείς και οι βασιλείς μας και τα παιδιά μας εις τα χέρια των βασιλέων διαφόρων εθνών, άλλοι μεν δια να σφαγούν με ρομφαίαν, άλλοι δια να απαχθούν εις αιχμαλωσίαν, άλλοι δια να γίνουν θύματα λεηλασιών και γενικώς είμεθα εξευτελισμένοι και εξουθενωμένοι μέχρι της ημέρας αυτής. 7 Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν πατέρων μας καὶ μέχρι σήμερα εἴμαστε βυθισμένοι εἰς μεγάλην ἁμαρτίαν. Καὶ δι’ αὐτὰς ἀκριβῶς τὰς παρανομίας μας ἔχομεν παραδοθῇ καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ βασιλεῖς μας καὶ τὰ παιδιά μας εἰς τὰ χέρια τῶν βασιλέων τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ἄλλοι νὰ σφαγοῦν μὲ ρομφαίαν καὶ ἄλλοι νὰ αἰχμαλωτισθοῦν. Δι’ αὐτὸ ἐπίσης ἐλεηλατήθησαν ὅλα τὰ ἀγαθά μας καὶ εἴμαστε ἐντροπιασμένοι μέχρι σήμερα.
8 καὶ νῦν ἐπιεικεύσατο ἡμῖν ὁ Θεὸς ἡμῶν τοῦ καταλιπεῖν ἡμᾶς εἰς σωτηρίαν καὶ δοῦναι ἡμῖν στήριγμα ἐν τόπῳ ἁγιάσματος αὐτοῦ τοῦ φωτίσαι ὀφθαλμοὺς ἡμῶν καὶ δοῦναι ζωοποίησιν μικρὰν ἐν τῇ δουλείᾳ ἡμῶν. 8 Τωρα όμως συ ο Θεός μας, έδειξες επιείκειαν προς ημάς και ηυδόκησες να διασωθή ένα υπόλοιπον από το έθνος μας, το οποίον αφήκες και έδωσες εις ημάς ως στήριγμα τι ιερών τούτων τόπων. Ωστε συ, ο Κυριος να φώτισης τους οφθαλμούς μας και να δώσης μίαν αναζωογόνησιν από την δουλείαν, εις την οποίαν ευρέθημεν. 8 Τώρα ὅμως Σύ, Κύριε, ὁ Θεὸς ἠμῶν, ἔδειξες εὐσπλαγχνίαν καὶ ἐπιείκειαν ἀπέναντί μας καὶ ἠθέλησες νὰ σωθῇ ἕνα μέρος τοῦ Ἔθνους μας. Καὶ μᾶς ἐβοήθησες νὰ ἔλθωμεν καὶ νὰ σταθῶμεν ἀσφαλεῖς εἰς τὸν ἅγιον τόπον τῆς λατρείας Σου. Ἐφώτισες τὰ μάτια μας καὶ μᾶς ἐχάρισες κάποιαν ἀναζωογόνησιν μέσα εἰς τὴν σκλαβιάν μας.
9 ὅτι δοῦλοί ἐσμεν, καὶ ἐν τῇ δουλείᾳ ἡμῶν οὐκ ἐγκατέλιπεν ἡμᾶς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἔκλινεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἔλεος ἐνώπιον βασιλέων Περσῶν δοῦναι ἡμῖν ζωοποίησιν τοῦ ὑψῶσαι αὐτοὺς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἀναστῆσαι τὰ ἔρημα αὐτῆς καὶ τοῦ δοῦναι ἡμῖν φραγμὸν ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 9 Εγίναμεν δούλοι, αλλά Κυριος ο Θεός μας δεν μας εγκατέλιπεν εις την δουλείαν αυτήν, διότι ενέβαλεν εις την καρδίαν των βασιλέων των Περσών ευσπλαγχνίαν προς ημάς, ώστε αυτοί να μας δώσουν κάποιον αναζωογόνησιν, να επιτρέψουν να ανεγερθή ο ναός του Θεού μας, κτισθούν αι ερημωθείσαι περιοχαί της χώρας μας και να δοθή έτσι εις ημάς περιτειχισμένος χώρος εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ. 9 Διότι ἀκόμη εἴμαστε δοῦλοι. Ὁ Κύριος ὅμως καὶ Θεός μας δὲν μᾶς ἐγκατέλειψεν εἰς τὴν σκλαβιάν μας, ἀλλ’ ἔστρεψεν Ἐκεῖνος τὴν εὐσπλαγχνικὴν διάθεσιν τῶν βασιλέων τῆς Περσίας ὑπὲρ ἡμῶν, ὥστε νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ξαναζήσωμεν. Ὁ Κύριος ἐπίσης τοὺς ἔδωσε τὴν διάθεσιν νὰ κτίσουν αὐτοὶ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ μας καὶ νὰ ἀναστήσουν καὶ ὑψώσουν τὰ ἐρείπια τῆς χώρας μας καὶ νὰ μᾶς δώσουν τόπον καταφυγῆς καὶ προστασίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ.
10 τί εἴπωμεν, ὁ Θεὸς ἡμῶν, μετὰ τοῦτο; ὅτι ἐγκατελίπομεν ἐντολάς σου, 10 Και τώρα τι να είπωμεν, ω Θεέ μας, έπειτα από τας δωρεάς αυτάς; 10 Τί νὰ ποῦμε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, Κύριε καὶ Θεέ μας; Διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιόν Σου, ἐπειδὴ ἐγκατελείψαμεν τὰς ἐντολάς Σου,
11 ἃς ἔδωκας ἡμῖν ἐν χειρὶ δούλων σου τῶν προφητῶν λέγων· ἡ γῆ, εἰς ἣν εἰσπορεύεσθε κληρονομῆσαι αὐτήν, γῆ μετακινουμένη ἐστὶν ἐν μετακινήσει λαῶν τῶν ἐθνῶν ἐν μακρύμμασιν αὐτῶν, ὧν ἔπλησαν αὐτὴν ἀπὸ στόματος ἐπὶ στόμα ἐν ἀκαθαρσίαις αὐτῶν· 11 Είμεθα κατεντροπιασμένοι ενώπιόν σου, διότι ημείς εγκατελείψεμεν τας εντολάς σου, τας οποίας μας έδωσες δια μέσου των δούλων σου των προφητών λέγων· Η γη, εις την οποίαν εισέρχεσθε δια να την κληρονομήσετε, είναι χώρα αναστατωμένη και μολυσμένη από τας μετακινήσεις διαφόρων ειδωλολατρικών θεών, μολυσμένη από τας βδελυράς των πράξεις που απομακρύνουν από σε τον Θεόν· και αι ακάθαρτοι αυταί πράξεις εγέμισαν από το ένα άκρον έως το άλλο την χώραν μας. 11 τὰς ὁποίας μᾶς παρήγγειλες διὰ μέσου τῶν δούλων Σου, τῶν Προφητῶν, ὅταν μᾶς εἶπες: Ἡ χώρα, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεσθε διὰ νὰ τὴν κληρονομήσετε, εἶναι τόπος διελεύσεως πολλῶν λαῶν, μολυσμένος ἀπὸ τὰς μετακινήσεις τῶν εἰδωλολατρῶν αὐτῶν, ποὺ ἔχουν μαζί των καὶ τὰ βδελυκτὰ εἰς τὸν Κύριον εἴδωλά των, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἐγέμισαν, ὅπως καὶ μὲ τὰς ἁμαρτίας των, ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς ἕως τὸ ἄλλο, καὶ τὴν ἐμόλυναν μὲ τὰ βδελύγματά των.
12 καὶ νῦν τὰς θυγατέρας ὑμῶν μὴ δότε τοῖς υἱοῖς αὐτῶν καὶ ἀπὸ τῶν θυγατέρων αὐτῶν μὴ λάβητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν καὶ οὐκ ἐκζητήσετε εἰρήνην αὐτῶν καὶ ἀγαθὸν αὐτῶν ἕως αἰῶνος, ὅπως ἐνισχύσητε καὶ φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος. 12 Δι' αυτό μη δίδετε τας θυγατέρας σας ως συζύγους εις τα παιδιά αυτών και από τας θυγατέρας αυτών μη λαμβάνετε σεις συζύγους δια τα παιδιά σας. Μη επιζητήσετε ειρηνικήν συμβίωσιν με αυτούς και κανέναι αγαθόν μη ζητήσετε ποτε από αυτούς· και τούτο, δια να μείνετε αμόλυντοι, ώστε να ενισχυθήτε από τον Θεόν και να φάγετε τα αγαθά της γης αυτής και να μεταδώσετε αυτά ως κληρονομίαν αιώνιον εις τα παιδιά σας. 12 Προσέχετε λοιπὸν τώρα, ὥστε νὰ μὴ δώσετε τὰς Θυγατέρας σας ὡς συζύγους εἰς τοὺς υἱούς των καὶ νὰ μὴ πάρετε διὰ τοὺς υἱούς σας συζύγους ἀπὸ τὰς θυγατέρας των. Νὰ μὴ ἐπιδιώξετε ἐπίσης νὰ ἔχετε εἰρηνικὰς σχέσεις μαζί τῶν, οὔτε νὰ θελήσετέ ποτὲ τὸ καλόν των. Ἐὰν ἐφαρμόσετε τὸν λόγον μου, θὰ εἶσθε ἰσχυροὶ καὶ θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ θὰ τὰ ἀφήσετε ὡς κληρονομίαν εἰς τὰ παιδιά σας αἰωνίως.
13 καὶ μετὰ πᾶν τὸ ἐρχόμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν ποιήμασιν ἡμῶν τοῖς πονηροῖς καὶ ἐν πλημμελείᾳ ἡμῶν τῇ μεγάλῃ· ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐκούφισας ἡμῶν τὰς ἀνομίας, καὶ ἔδωκας ἡμῖν σωτηρίαν· 13 Παρ' όλα όμα τα δεινά, τα οποία μας ευρήκαν εξ αιτίας των αμαρτωλών μας έργων και της μεγάλης μας αμαρτίας της ειδωλολατρείας, αναγνωρίζομεν και ομολογούμεν ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός ελεήμων, όπως ο Θεός μας. Διότι, Κυριε, συ μας συνεχώρησες τας ανομίας και μας έδωσες άνεσιν και σωτηρίαν. 13 Ὅμως, μολονότι μᾶς εὑρῆκαν ὅλαι αὐταὶ αἱ συμφοραὶ ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν ἔργων μας καὶ τῆς μεγάλης παρανομίας μας, βλέπομεν καὶ ὁμολογοῦμεν. Κύριε, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι τόσον εὔσπλαγχνος ὅσον Σύ, ὁ Θεός μας, διότι ἐλάφρυνες τὸ βάρος τῶν ἀνομιῶν μας. Τὰς συνεχώρησες καὶ μᾶς ἔσωσες.
14 ὅτι ἐπεστρέψαμεν διασκεδάσαι ἐντολάς σου καὶ ἐπιγαμβρεῦσαι τοῖς λαοῖς τῶν γαιῶν· μὴ παροξυνθῇς ἐν ἡμῖν ἕως συντελείας, τοῦ μὴ εἶναι ἐγκατάλειμμα καὶ διασῳζόμενον. 14 Ημείς εγυρίσαμεν από την αιχμαλωσίαν και κατεπατήσαμεν τας εντολάς σου, διότι ήλθομεν εις γάμου κοινωνίαν με τους ειδωλολατρικούς λαούς των περιοχών αυτών. Αλλά σε παρακαλούμεν μη οργισθής εναντίον μας, μη αποστείλης όλεθρον και αφανισμόν εναντίον μας, ώστε να μη απολειφθή και διασωθή κάποιο υπόλοιπον από το έθνος μας. 14 Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ἐφύγαμεν μακριά Σου μὲ τὸ νὰ μὴ ὑπολογίσωμεν τὰς ἐντολάς Σου καὶ νὰ συνάψωμεν γάμους μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς τῶν χωρῶν αὐτῶν. Μὴ ὀργισθῇς, Κύριε, ἐναντίον μας διὰ τὴν παρανομίαν μας αὐτὴν αἰωνίως, ὥστε νὰ μὴ διὰ σωθῇ κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς.
15 Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, δίκαιος σύ, ὅτι κατελείφθημεν διασῳζόμενοι ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. ἰδοὺ ἡμεῖς ἐναντίον σου ἐν πλημελείαις ἡμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι στῆναι ἐνώπιόν σου ἐπὶ τούτῳ. 15 Κυριε, ο Θεός του Ισραήλ, είσαι δίκαιος, διότι επέτρεψες και απεμείναμεν εν τη ζωή διασωθέντες ημείς, υπόλοιπον από το έθνος μας, όπως μαρτυρεί η ημέρα η σημερινή. Ιδού ημείς, οι βαρυνόμενοι με τας αμαρτίας μας, ευρισκόμεθα ενώπιόν σου και δεν έχομεν το θάρρος, και δεν μας είναι δυνατόν εξ αιτίας των αμαρτιών μας να σταθώμεν εμπρός εις σέ”. 15 Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, εἶσαι δίκαιος, διότι μᾶς ἐτιμώρησες μέν, ἀλλ’ ἐπέτρεψες νὰ ζήσωμεν καὶ νὰ ἐπανέλθωμεν σῶοι εἰς τὴν Πατρίδα μας, αὐτοὶ ἔστω ποὺ εἴμαστε ἐδῶ κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς τώρα εἴμαστε ἐμπρός Σου φορτωμένοι τὰ ἁμαρτήματά μας. Αἰσθανόμαστε δὲ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ κανεὶς ἔνοχος τέτοιων ἁμαρτιῶν ἐνώπιόν Σου.