Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐν τῷ πρώτῳ ἔτει Κύρου τοῦ Βασιλέως Περσῶν τοῦ τελεσθῆναι λόγον Κυρίου ἀπὸ στόματος ῾Ιερεμίου, ἐξήγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα Κύρου βασιλέως Περσῶν, καὶ παρήγγειλε φωνὴν ἐν πάσῃ βασιλείᾳ αὐτοῦ καί γε ἐν γραπτῷ λέγων· 1 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας Κυρου του βασιλέως των Περσών, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος δια του προφήτου Ιερεμίου προανήγγειλεν, εκίνησεν ο Κυριος εις συμπάθειαν την καρδίαν του Κυρου, του βασιλέως των Περσών, δια την επ'Ανοδον των Ισραηλιτν εις την Παλαιστίνην. Τοτε ο Κύρος έκαμε διακήρυξιν, την οποίαν δια κηρύκων προφορικώς διελάλησεν, αλλά και γραπτώς εξέθεσεν, εις όλον το βασίλειόν του λέγων· 1 Κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς βασιλείας τὸν βασιλέως τῶν Περσῶν Κόρου, εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ λόγου ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἱερεμίου, ἔστρεψεν ὁ Κύριος τὴν διάθεσιν τῆς ψυχῆς τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Κύρου ὑπὲρ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ διέταξεν αὐτὸς νὰ κηρυχθῇ εἰς ὅλην τὴν ἐπικράτειάν του καὶ νὰ γραφῇ τὸ ἑξῆς διάταγμα:
2 οὕτως εἶπε Κῦρος βασιλεὺς Περσῶν· πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς ἔδωκέ μοι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὸς ἐπεσκέψατο ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον αὐτῷ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τῇ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ. 2 “Αυτά διέταξε Κύρος, ο βασιλεύς των Περσών· Ο Κυριος, ο Θεός του ουρανού, ο οποίος μου εδωσεν όλας τας Βασιλείας της γης, ηυδόκησε και μου ανέθεσε να ανοικοδομήσω δι' αυτόν εις την πόλιν Ιερουσαλήμ ναόν. Αυτή δε η Ιερουσαλήμ ευρίσκεται εις την χώραν της Ιουδαίας. 2 Αὐτὰ λέγει ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Κῦρος: Ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἔδωσεν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς. Ὁ ἴδιος Κύριος μὲ ἐθεώρησεν ἁρμόδιον καὶ ὑπεύθυνον καὶ μὲ ἐφώτισεν, ὥστε νὰ οἰκοδομήσω πρὸς τιμήν Του Ναὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
3 τίς ἐν ὑμῖν ἀπὸ παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ; καὶ ἔσται ὁ Θεὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναβήσεται εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τὴν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ, καὶ οἰκοδομησάτω τὸν οἶκον Θεοῦ ᾿Ισραὴλ (αὐτὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐν ῾Ιερουσαλήμ). 3 Ποιός από σας ανήκει στον λαόν του Θεού αυτού; Ας είναι ο Θεός μαζή του και ας μεταβή εις την πόλιν της Ιουδαίας, την Ιερουσαλήμ, δια να βοηθήση εις την ανοικοδόμησιν του ναού του Θεού του Ισραηλιτικού λαού (αυτός δε ο Θεός είναι Θεός της πόλεως Ιερουσαλήμ). 3 Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, τοὺς ὑπηκόους μου, ἀνήκει εἰς ὅλον τὸν λαὸν αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς κάποιαν δηλαδὴ ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλάς του; Εὔχομαι νὰ ἔχῃ μαζί του βοηθὸν καὶ προστάτην του τὸν Θεόν του! Τοῦ δίνῳ ἐπίσης τὴν ἄδειάν μου νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ κράτος μου ἐλεύθερος καὶ νὰ ἀνέβη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἰουδαίαν, καὶ νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν. (Ὁ Θεὸς αὐτὸς ἔχει ὡς τόπον λατρείας Του τὴν Ἱερουσαλήμ).
4 καὶ πᾶς ὁ καταλιπόμενος ἀπὸ πάντων τῶν τόπων, οὗ αὐτὸς παροικεῖ ἐκεῖ, καὶ λήψονται αὐτὸν ἄνδρες τοῦ τόπου αὐτοῦ ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποσκευῇ καὶ κτήνεσι μετὰ τοῦ ἑκουσίου εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 4 Οσοι δε από τους Ιουδαίους θα απολειφθούν στο βασίλειόν μου, οπουδήποτε του κράτους μου και αν ευρίσκωνται, ας έλθουν οι άνθρωποι αυτοί βοηθοί δίδοντες στους αναχωρούντας αργύριον, χρυσίον, οικιακά σκεύη, κτήνη και οιανδήποτε άλλην εκουσίαν προσφοράν επιθυμούν να δώσουν δια τον ναόν του Θεού τον εις την Ιερουσαλήμ”. 4 Καθένα δὲ ποὺ ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικῇ αὐτὸς εἰς ὅλον τὸ κράτος μου, ἂς τὸν πλησιάσουν καὶ ἂς τὸν βοηθήσουν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου μὲ ἀσῆμι, μὲ χρυσάφι, μὲ οἰκιακὰ σκεύη, μὲ ζῶα καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο θέλουν νὰ προσφέρουν διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, ποὺ λατρεύεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
5 καὶ ἀνέστησαν ἄρχοντες τῶν πατριῶν τῶν ᾿Ιούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, πάντων ὧν ἐξήγειρεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα αὐτῶν τοῦ ἀναβῆναι οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίου τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 5 Εσηκώθησαν τότε οι άρχοντες των οικογενειών της φυλής Ιούδα και της φυλής Βενιαμίν, ιερείς και Λευίται, και όλοι οι άλλοι των οποίων ο Θεός παρεκίνησε την καρδίαν, δια να μεταβούν και οικοδομήσουν τον ναόν του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ. 5 Μετὰ τὸ διάταγμα αὐτὸ τοῦ βασιλέως ἐσηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν τὰς ἑτοιμασίας οἱ ἀρχηγοὶ τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τῶν φυλῶν Ἰούδα καὶ Βενιαμίν, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, ὅλοι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων τὴν ψυχικὴν διάθεσιν παρεκίνησεν ὁ Θεός, ὥστε νὰ θελήσουν να ἀνεβο·υν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ.
6 καὶ πάντες οἱ κυκλόθεν ἐνίσχυσαν ἐν χερσὶν αὐτῶν ἐν σκεύεσιν ἀργυρίου, ἐν χρυσῷ, ἐν ἀποσκευῇ καὶ ἐν κτήνεσι καὶ ἐν ξενίοις, πάρεξ τῶν ἑκουσίων. 6 Ολοι δε οι γύρω από αυτούς άνθρωποι τους ενίσχυσαν, παρέδωσαν εις τα χέρια αυτών σκεύη αργυρά, χρυσά, άλλα σκεύη, κτήνη και φιλοδωρήματα, εκτός των θεληματικών αφιερωμάτων των προς τον Θεόν. 6 Ὅλοι δὲ οἱ γείτονές των τοὺς ἐβοήθησαν καὶ παρέδωσαν εἰς τὰ χέρια των σκεύη ἀσημένια καὶ χρυσάφι, καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλα οἰκιακὰ σκεύη καὶ ζῶα καὶ διάφορα δῶρα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ποὺ ἔδωσε καθένας κατὰ βούλησιν ὡς προσφορὰν διὰ τὸν Θεόν.
7 καὶ ὁ βασιλεὺς Κῦρος ἐξήνεγκε τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου, ἃ ἔλαβε Ναβουχοδονόσορ ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔδωκεν αὐτὰ ἐν οἴκῳ Θεοῦ αὐτοῦ· 7 Ο ίδιος δε ο βασιλεύς ο Κύρος εβγαλε τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία ο Ναδουχοδονόσορ είχε συλήσει από την Ιερουσαλήμ και τα οποία είχεν αφιερώσει ο Ναβουχοδονόσορ στον ναόν του ιδικού του θεού. 7 Ὁ δὲ βασιλεὺς Κῦρος ἔβγαλε τὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, ποὺ τὰ εἶχε πάρει ἄλλοτε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ τὰ εἶχε βάλει εἰς (τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ του εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
8 καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς Περσῶν ἐπὶ χεῖρα Μιθραδάτου Γασβαρηνοῦ, καὶ ἠρίθμησεν αὐτὰ τῷ Σασαβασὰρ τῷ ἄρχοντι τοῦ ᾿Ιούδα. 8 Τα επήρεν ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών τα ιερά αυτά σκεύη και τα παρέδωκεν εις τα χέρια του Μιθραδάτου, του θησαυροφύλακος, ο οποίος πάλιν τα παρέδωσε κατ' αριθμόν ένα προς ένα στον Σασαβασάρ (δηλαδή τον Ζοροβάβελ), τον άρχοντα της φυλής του Ιούδα. 8 Τὰ ἔβγαλε λοιπὸν ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Κῦρος καὶ μὲ τὰ χέρια τοῦ θησαυροφύλακος Μιθραδάτου τὰ κατεμέτρησε καὶ τὰ παρέδωσεν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς φυλῆς Ἰούδα, ποὺ ἐλέγετο Σασαβασάρ.
9 καὶ οὗτος ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν· ψυκτῆρες χρυσοῖ τριάκοντα καὶ ψυκτῆρες ἀργυροῖ χίλιοι, παρηλλαγμένα ἐννέα καὶ εἴκοσι, 9 Ο αριθμός δε και το είδος των παραδοθέντων σκευών είναι· Δοχεία χρυσά τριάκοντα, δοχεία αργυρά χίλια, και άλλα εικοσιεννέα δευτέρας ποιότητος. 9 Ὁ ἀριθμὸς τῶν σκευῶν αὐτῶν ἦτο ὁ ἑξῇς: Τριάντα (30) δοχεῖα χρυσᾶ, χίλια (1.000) δοχεῖα ἀσημένια καὶ εἴκοσι ἐννέα (29) δευτέρας ποιότητος,
10 κεφουρῆς χρυσοῖ τριάκοντα καὶ ἀργυροῖ διπλοῖ τετρακόσια δέκα καὶ σκεύη ἕτερα χίλια. 10 Τριάκοντα χρυσά ποτήρια, τετρακόσια δέκα αργυρά δευτέρας ποιότητος, και χίλια άλλα σκεύη. 10 τριάντα (30) ποτήρια χρυσᾶ, τετρακόσια δέκα (410) ποτήρια ἀσημένια, ποὺ ἐθεωροῦντο ὡς δευτέρας ποιότητος (διπλοῖ), καὶ ἄλλα χίλια (1.000) σκεύη.
11 πάντα τὰ σκεύη τῷ χρυσῷ καὶ τῷ ἀργυρῷ πεντακισχίλια καὶ τετρακόσια, τὰ πάντα ἀναβαίνοντα μετὰ Σασαβασὰρ ἀπὸ τῆς ἀποικίας ἐκ Βαβυλῶνος εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 11 Ολα δε τα ιερά αυτά σκεύη, χρυσά και αργυρά, ήσαν πέντε χιλιάδες τετρακόσια. Αυτά όλα τα μετέφερεν ο Σασαβασάρ (ήτοι ο Ζοροβάβελ) μαζή με τους απελευθερωθέντας εκ της Βαβυλωνείου αιχμαλωσίας εις την Ιερουσαλήμ. 11 Ἐν συνόλῳ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀσημένια σκεύη ἦσαν πέντε χιλιάδες τετρακόσια (5.400). Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπῆρεν ὁ Σασαβασὰρ καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ αὐτούς, ποὺ ἔφυγαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν.