Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΣΔΡΑΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀναστὰς ῎Εδρας ἀπὸ τῆς αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ ἐπορεύθη εἰς τὸ παστοφόριον ᾿Ιωνὰν τοῦ ᾿Ελιασίβου, 1 Ο Εσδρας εσηκώθη και ανεχώρησεν από την αυλήν του ναού, μετέβη στο δωμάτιον του Ιωνάν, υιού του Ελιασίβου, 1 Καὶ ἐσηκώθη ὁ Ἔσδρας, ὁ ὁποῖος ἦτο γονατιστὸς εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον τοῦ ἱερέως Ἰωνάν, ποὺ ἦτο υἱὸς τοῦ ἀρχιερέως Ἐλιασίβου.
2 καὶ αὐλισθεὶς ἐκεῖ ἄρτου οὐκ ἐγεύσατο οὐδὲ ὕδωρ ἔπιε, πενθῶν ἐπὶ τῶν ἀνομιῶν τῶν μεγάλων τοῦ πλήθους. 2 και εκεί παρέμεινεν όλην την νύκτα. Αλλά ούτε άρτον έφαγε, ούτε νερό έπιε, διότι είχε καταληφθή από βαρύ πένθος δι' όλας τας μεγάλας αυτάς ανομίας του λαού. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν ἐκεῖ, δὲν ἔφαγε ψωμὶ οὔτε ἤπιε νερό, ἀλλ’ ἐπενθοῦσε διὰ τὰς μεγάλας ἀνομίας τοῦ λαοῦ.
3 καὶ ἐγένετο κήρυγμα ἐν ὅλῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ ῾Ιερουσαλὴμ πᾶσι τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας συναχθῆναι εἰς ῾Ιερουσαλήμ· 3 Με κήρυκας δε διελαλήθη καθ' όλην την Ιουδαίαν και Ιερουσαλήμ, εις όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν επανέλθει εις την Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσίαν. 3 Ἔστειλαν δὲ κατ’ ἐντολήν του κήρυκας εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκάλεσαν ὅλους, ὅσοι ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν βαβυλώνιον αἰχμαλωσίαν, νὰ συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
4 καὶ ὅσοι ἂν μὴ ἀπαντήσωσιν ἐν δυσὶν ἢ τρισὶν ἡμέραις κατὰ τὸ κρίμα τῶν προκαθημένων πρεσβυτέρων, ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν, καὶ αὐτὸς ἀλλοτριωθήσεται ἀπὸ τοῦ πλήθους τῆς αἰχμαλωσίας. 4 “Οσοι δε αυτό τους Ισραηλίτας δεν θελήσουν να συμμορφωθούν εντός δύο η τριών ημερών προς την απόφασιν αυτήν των προϊσταμένων πρεσβυτέρων του λαού, θα χωρισθούν από τους άλλους Ισραηλίτας, που επανήλθον από την αιχμαλωσίας των, θα αναθεματισθούν δε και τα κτήνη των”. 4 Εἶπαν μάλιστα ὅτι, ὅσοι δὲν θὰ ἀνταποκριθοῦν καὶ δὲν θὰ ἐμφανισθοῦν ἐντὸς δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῶν προϊσταμένων καὶ προκρίτων τῶν Ἰσραηλιτῶν, θὰ τιμωρηθοῦν. Θὰ ἀναθεματισθοῦν δηλαδὴ τὰ ζῶα των καὶ θὰ θεωρηθοῦν ὡς ἱερὰ καὶ θὰ δημευθοῦν διὰ τὸν Ναόν· αὐτοὶ δὲ οἱ ἴδιοι θὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἐπανῆλθαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν.
5 καὶ ἐπισυνήχθησαν πάντες οἱ ἐκ τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα καὶ Βενιαμὶν ἐν τρισὶν ἡμέραις εἰς ῾Ιερουσαλήμ (οὗτος ὁ μὴν ἔννατος τῇ εἰκάδι τοῦ μηνός), 5 Εξ αιτίας της διακηρύξεως αυτής όλοι οι καταγόμενοι από την φυλήν του Ιούδα και του Βενιαμίν, που είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν, συνεκεντρώθησαν εντός τριών ημερών εις την Ιερουσαλήμ (κατά τον ένατον μήνα, την εικοστήν ημέραν του μηνός αυτού). 5 Καὶ πράγματι ἐμαζεύθηκαν μέσα εἰς τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅλοι, ὅσοι κατήγοντο ἀπὸ τὰς φυλὰς Ἰούδα καὶ Βενιαμίν. (Ἡ σύναξις αὐτὴ ἔγινε τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν τοῦ ἐνάτου μηνός).
6 καὶ συνεκάθισαν πᾶν τὸ πλῆθος ἐν τῷ εὐρυχώρῳ τοῦ ἱεροῦ τρέμοντες διὰ τὸν ἐνεστῶτα χειμῶνα. 6 Οταν δε ολόκληρον το πλήθος των Ισραηλιτών εκάθησαν στον ανοικτόν χώρον προ του ναού τρέμοντες λόγω του επικρατούντος χειμώνος, 6 Ἐκάθισε δὲ ὅλον αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὴν εὐρύχωρον πλατεῖαν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ναὸν καὶ ἔτρεμαν, διότι ἦτο χειμὼν καὶ ὁ καιρὸς ψυχρός.
7 καὶ ἀναστὰς ῎Εσδρας εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἠνομήσατε καὶ συνῳκίσατε γυναιξὶν ἀλλογενέσι τοῦ προσθεῖναι ἁμαρτίας τῷ ᾿Ισραήλ· 7 ο Εσδρας εγερθείς είπε προς αυτούς· “σεις κατεπατήσατε τον νόμον του Θεού και ελάβατε ως συζύγους σας γυναίκας αλλοεθνείς και έτσι προσεθέσατε αμαρτίας εις τας αμαρτίας του Ισραήλ. 7 Ἐσηκώθη τότε ὁ Ἔσδρας καὶ τοὺς εἶπε: Διεπράξατε παρανομίαν. Δὲν ὑπελογίσατε τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπήρατε ξένας γυναῖκας. Μὲ αὐτό, ποὺ ἐκάματε, ἐπροσθέσατε καὶ ἄλλας ἁμαρτίας εἰς ὅσας εἶχεν ἕως τότε ὁ Ἰσραήλ.
8 καὶ νῦν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων ἡμῶν 8 Και τώρα δώσατε ομολογίαν και υπόσχεσιν, η οποία θα είναι δόξα δια τον Κυριον τον Θεόν των πατέρων μας. 8 Τώρα λοιπὸν νὰ κάμετε ὁμολογίαν καὶ να δοξάσετε τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τῶν πατέρων μας.
9 καὶ ποιήσατε τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ χωρίσθητε ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν ἀλλογενῶν. 9 Και εκτελέσατε το θέλημα αυτού, χωρισθήτε από τα έθνη της χώρας αυτής και από τας αλλοεθνείς γυναίκας σας”. 9 Νὰ ἐφαρμόσετε τὸ θέλημά Του καὶ νὰ ἀποχωρισθῆτε ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τὰς ξένας γυναῖκας.
10 καὶ ἐφώνησεν ἅπαν τὸ πλῆθος καὶ εἶπον μεγάλῃ τῇ φωνῇ· οὕτως ὡς εἴρηκας ποιήσομεν. 10 Ολόκληρον δε το πλήθος εκείνο εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπεν· “όπως είπες, έτσι και θα κάμωμεν”. 10 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Ἐσδρα ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι, ἐφώναξαν καὶ εἶπαν μὲ μεγάλην φωνήν: Θὰ κάμωμεν ὅ,τι ἀκριβῶς μᾶς εἶπες.
11 ἀλλὰ τὸ πλῆθος πολὺ καὶ ὥρα χειμερινή, καὶ οὐκ ἰσχύομεν στῆναι αἴθριοι, καὶ τὸ ἔργον οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡμέρας μιᾶς οὐδὲ δύο· ἐπὶ πλεῖον γὰρ ἡμάρτομεν ἐν τούτοις. 11 Αλλά το πλήθος των συγκεντρωθέντων Ιουδαίων ήτο μεγάλο, η δε εποχή ήτο εποχή χειμώνος και είπαν· “δεν αντέχομεν να μένωμεν όρθιοι στο ύπαιθρον, διότι εκτός που ο καιρός είναι κακός, και το έργον της απομακρύνσεως των γυναικών δεν είναι ζήτημα μιας η δύο ημερών, δεδομένου ότι είμεθα πολυάριθμοι ημείς, οι οποίοι υπεπέσαμεν στο αμάρτημα αυτό. 11 Ἐπειδὴ ὅμως εἴμαστε πολλοὶ καὶ ὁ καιρὸς εἶναι ψυχρὸς καὶ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ στεκώμαστε ἐδῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ ἐπειδὴ ἡ ὑπόθεσίς μας αὐτὴ δὲν εἶναι ζήτημα μιᾶς ἢ δύο ἡμερῶν, διότι εἴμαστε πολλοὶ οἱ ἔνοχοι αὐτῶν τῶν ἁμαρτημάτων, προτείνομεν τὸ ἑξῆς:
12 στήτωσαν δὲ οἱ προηγούμενοι τοῦ πλήθους, καὶ πάντες οἱ ἐκ τῶν κατοικιῶν ἡμῶν ὅσοι ἔχουσι γυναῖκας ἀλλογενεῖς, παραγενηθήτωσαν λαβόντες χρόνον· 12 Ας έλθουν λοιπόν οι προϊστάμενοι του λαού και όλοι οι άνδρες από τας χώρας αυτάς, όσοι έχουν λάβει ξένας γυναίκας, ας έλθουν εις ωρισμένας προθεσμίας καθ' ομάδας. 12 Ἂς σταθοῦν σὰν κριταὶ οἱ προεστοὶ τοῦ λαοῦ, καὶ ὅσοι ἀπὸ τὰς οἰκογενείας μας ἔχουν πάρει ξένας γυναῖκας, νὰ παρουσιασθοῦν ὅλοι ἐμπρός των μὲ τὴν σειρὰν καὶ μέσα εἰς ὡρισμένον χρονικὸν διάστημα.
13 ἑκάστου δὲ τόπου τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς κριτὰς ἕως τοῦ λῦσαι τὴν ὀργὴν Κυρίου ἀφ᾿ ἡμῶν τοῦ πράγματος τούτου. 13 Οι άνδρες δε κάθε περιοχής ας συνοδεύονται από τους προϊσταμένους και τους δικαστάς εκάστου τόπου, μέχρις ότου αυτοί απομακρύνουν από ημάς την εξ αιτίας του ζητήματος τούτου οργήν του Κυρίου”. 13 Ἂς ἀναλάβουν δὲ τὸ θέμα οἱ προεστοὶ καὶ οἱ κριταὶ κάθε περιοχῆς, ὥστε νὰ παύσῃ ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίον μας διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν.
14 ᾿Ιωνάθας ᾿Αζαήλου καὶ ᾿Εζεκίας Θεωκανοῦ ἐπεδέξαντο κατὰ ταῦτα, καὶ Μοσόλλαμος καὶ Λευὶς καὶ Σαββαταῖος συνεβράβευσαν αὐτοῖς. 14 Ο Ιωνάθας, ο υιός του Αζαήλου, και ο Εζεκίας υιός του Θεωκανού, ανέλαβαν αυτήν την υπόθεσιν. Ο δε Μοσόλλαμος, ο Λευίς και ο Σαββαταίος εβοηθούσαν αυτούς εις τας υποθέσεις αυτάς. 14 Τὴν πρότασιν αὐτὴν τοῦ λαοῦ τὴν ἀπεδέχθησαν οἱ πρόκριτοι Ἰωνάθας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀζαήλου, καὶ ὁ Ἐζεκίας, ὁ υἱὸς τοῦ Θεωκανοῦ. Ἐτάχθησαν μαζί των ἐπίσης καὶ ὁ Μοσόλλαμος καὶ ὁ Λευῒς καὶ ὁ Σαββαταῖος.
15 καὶ ἐποίησαν κατὰ πάντα ταῦτα οἱ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας. 15 Συνεμορφώθησαν δε και έπραξαν κατά πάντα, σύμφωνα προς τας αποφάσεις αυτάς όλοι οι επανελθόντες από την αιχμαλωσίαν. 15 Καὶ συνεμορφώθησαν πρὸς ὅλα αὐτὰ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα.
16 καὶ ἐπελέξατο αὐτῷ ῎Εσδρας ὁ ἱερεὺς ἄνδρας ἡγουμένους τῶν πατριῶν αὐτῶν πάντας κατ᾿ ὄνομα, καὶ συνεκλείσθησαν τῇ νουμηνίᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ δεκάτου ἐτάσαι τὸ πρᾶγμα. 16 Ο δε Εσδρας εξέλεξεν άνδρας από τους αρχηγούς των οικογενειών, τους οποίους ονομαστί εκάλεσε. Αυτοί δε κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός συνεδρίασαν να εξετάσουν το θέμα αυτό. 16 Ἐδιάλεξε δὲ ὡς βοηθούς του ὁ ἱερεὺς Ἔσδρας ἄνδρας ἐπισήμους ἀπὸ τὰς πατριαρχικὰς οἰκογενείας των καὶ τοὺς ἐκάλεσεν ὅλους κατ’ ὄνομα. Καὶ συνεδρίασαν μαζί του τὴν πρωτομηνιὰν τοῦ δεκάτου μηνός, διὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν ὅλην ὑπόθεσιν.
17 καὶ ἤχθη ἐπὶ πέρας τὰ κατὰ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπισυνέχοντας γυναῖκας ἀλλογενεῖς ἕως τῆς νουμηνίας τοῦ πρώτου μηνός. 17 Αυτό δε το ζήτημα των ανδρών, οι οποίοι είχον πάρει ξένας γυναίκας, εξεδικάζετο μέχρι της πρώτης ημέρας του πρώτου μηνός του επομένου έτους, οπότε και επερατώθη. 17 Ἡ ἐπιτροπὴ αὐτὴ εἰργάζετο συνεχῶς καὶ ἀνέκρινε τοὺς ἄνδρας, ποὺ εἶχαν ξένας γυναῖκας, ἕως τὴν πρωτομηνιὰν τοῦ πρώτου μηνὸς τοῦ νέου ἔτους, ὁπότε καὶ ἐπεράτωσε τὸ ἔργον της.
18 καὶ εὑρέθησαν τῶν ἱερέων οἱ ἐπισυναχθέντες ἀλλογενεῖς γυναῖκας ἔχοντες· 18 Από δε τους συγκεντρωθέντας ιερείς ευρέθησαν ότι είχαν ξένας γυναίκας οι εξής· 18 Διεπιστώθη δὲ ὅτι μεταξὺ τῶν ἱερέων εἶχαν ξένας γυναῖκας οἱ ἑξῆς:
19 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ιησοῦ τοῦ ᾿Ιωσεδὲκ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ Μαθήλας καὶ ᾿Ελεάζαρος καὶ ᾿Ιώριβος καὶ ᾿Ιωαδάνος· 19 Από την γενεάν του Ιησού, υίού του Ιωσεδέκ και των ομογενών αυτού, οι εξής· Ο Μαθήλας, ο Ελεάζαρος, ο Ιώριβος, ο Ιωαδάνος. 19 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ υἱοῦ του Ἰωσεδέκ, καὶ τῶν ἀδελφῶν του ὁ Μαθήλας, ὁ Ἐλεάζαρος, ὁ Ἰώριβος καὶ ὁ Ἰωαδάνος.
20 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐκβαλεῖν τὰς γυναῖκας αὐτῶν, καὶ εἰς ἐξιλασμὸν κριοὺς ὑπὲρ τῆς ἀγνοίας αὐτῶν. 20 Αυτοί ήρπασαν με τα χέρια των τας γυναίκας των και τας απέπεμψαν και κατόπιν προσέφεραν εις εξιλέωσίν των, δια την αμαρτίαν των αυτήν, θυσίαν κριούς. 20 Αὐτοὶ δὲ οἱ ἱερεῖς ἔδιωξαν οἱ ἴδιοι με τὰ χέρια των τὰς γυναῖκας των καὶ προσέφεραν κριάρια ὡς θυσίαν ἐξιλεώσεως διὰ τὴν παράβασίν των.
21 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Εμμήρ, ᾿Ανανίας καὶ Ζαβδαῖος καὶ Μάνης καὶ Σαμαῖος καὶ ῾Ιερεὴλ καὶ ᾿Αζαρίας· 21 Από την γενεάν του Εμμήρ, ευρέθησαν έχοντες ξένας γυναίκας ο 'Ανανιας, ο Ζαδδαίος, ο Μαννης, ο Σαμαίος, ο Ιερεήλ και ο Αζαρίας. 21 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐμμὴρ εἶχαν ξένας γυναῖκας ὁ Ἀνανίας, ὁ Ζαβδαῖος, ὁ Μάνης, ὁ Σαμαῖος, ὁ Ἱερεὴλ καὶ ὁ Ἀζαρίας.
22 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Φαισούρ, ᾿Ελιωναΐς Μασσίας ᾿Ισμαῆλος καὶ Ναθαναῆλος καὶ ᾿Ωκόδηλος καὶ Σαλόας· 22 Από την γενεάν του Φαισούρ ευρέθησαν να έχουν ξένας γυναίκας ο Ελιωναῒς, ο Μασσίας, ο Ισμαήλος, ο Ναθαναήλος, ο Ωκόδηλος και ο Σαλόας. 22 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φαισοὺρ ὁ Ἐλιωναΐς, ὁ Μασσίας, ὁ Ἰσμαῆλος, ὁ Ναθαναῆλος, ὁ Ὠκόδηλος καὶ ὁ Σαλόας.
23 καὶ ἐκ τῶν Λευιτῶν, ᾿Ιωζαβάδος καὶ Σεμεΐς καὶ Κώϊος (οὗτός ἐστι Καλιτάς) καὶ Παθαῖος καὶ ᾿Ιούδας καὶ ᾿Ιωνάς· 23 Από δε τους Λευίτας ευρέθησαν να έχουν αλλοεθνείς γυναίκας ο Ιωζαβάδος, ο Σεμεΐς, ο Κωϊος (αυτός είναι, ο Καλιτάς), ο Παθαίος, ο Ιούδας και ο Ιωνάς. 23 Ἀπὸ τοὺς Λευΐτας ὁ Ἰωζαβάδος, ὁ Σεμεΐς καὶ ὁ Κώϊος (ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Καλιτάν), ὁ Παθαῖος, ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Ἰωνάς.
24 ἐκ τῶν ἱεροψαλτῶν, ᾿Ελιάσεβος, Βακχοῦρος· 24 Από τους ιεροψάλτας ευρέθησαν να έχουν αλλοεθνείς γυναίκας, ο Ελιάσεβος και ο Βακχούρος. 24 Ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτας ὁ Ἐλιάσεβος καὶ ὁ Βάκχουρος·
25 ἐκ τῶν θυρωρῶν, Σαλοῦμος καὶ Τολβάνης· 25 Αυτό τους θυρωρούς ο Σαλούμος και ο Τολβάνης. 25 Ἀπὸ τοὺς θυρωροὺς ὁ Σαλοῦμος καὶ ὁ Τολβάνης.
26 ἐκ τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐκ τῶν υἱῶν Φόρος, ῾Ιερμὰς καὶ ᾿Ιεζίας καὶ Μελχίας καὶ Μαῆλος καὶ ᾿Ελεάζαρος καὶ ᾿Ασεβίας καὶ Βαναίας· 26 Από δε τον λαόν του Ισραήλ εκ της γενεάς του Φορος, ευρέθησαν να έχουν ξένας γυναίκας, ο Ιερμάς, ο Ιεζίας, ο Μελχίας, ο Μαήλος, ο Ελεάζαρος, ο Ασεβίας και ο Βαναίας. 26 Ἀπὸ δὲ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν ξένας γυναῖκας οἱ κάτωθι: Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Φόρος ὁ Ἱερμάς, ὁ Ἰεζίας, ὁ Μελχίας, ὁ Μαῆλος, ὁ Ἐλεάζαρος, ὁ Ἀσεβίας καὶ ὁ Βαναίας.
27 ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ηλά, Ματθανίας, Ζαχαρίας καὶ ᾿Ιεζριῆλος καὶ ᾿Ιωαβδίος καὶ ῾Ιερεμὼθ καὶ ᾿Αϊδίας· 27 Από την γενεάν του Ηλά, ο Ματθανίας, ο Ζαχαρίας, ο Ιεζριήλος, ο Ιωαβδίος, ο Ιερεμώθ και ο Αϊδίας. 27 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἠλὰ ὁ Ματθανίας, ὁ Ζαχαρίας, ὁ Ἰεζριῆλος, ὁ Ἰωαβδίος, ὁ Ἱερεμὼθ καὶ ὁ Ἀϊδίας.
28 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ζαμώθ, ᾿Ελιαδάς, ᾿Ελιάσιμος, ᾿Οθονίας ᾿Ιαριμὼθ καὶ Σάβαθος καὶ Ζεραλίας· 28 Αό την γενεάν του Ζαμώθ ο Ελιαδάς, ο Ελιάσιμος, ο Οθονίας, ο Ιαριμώθ, ο Σαβαθος και ο Ζεραλίας. 28 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ζαμὼθ ὁ Ἐλιαδάς, ὁ Ἐλιάσιμος, ὁ Ὀθονίας, ὁ Ἰαριμώθ, ὁ Σάβαθος καὶ ὁ Ζεραλίας.
29 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Βηβαΐ, ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανανίας καὶ ᾿Ιωζάβδος καὶ ᾿Αμαθίας· 29 Από την γενεάν Βηβαΐ, ο Ιωάννης, ο Ανανίας, ο Ιωζάβδος και ο Αμαθίας. 29 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Βηβαΐ ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἰωζάβδος καὶ ὁ Ἀμαθίας.
30 ἐκ τῶν υἱῶν Μανί, ᾿Ωλαμός, Μαμοῦχος, ᾿Ιεδαῖος, ᾿Ιασοῦβος καὶ ᾿Ιασαῆλος καὶ ῾Ιερεμώθ· 30 Από την γενεάν του Μανί, ο Ωλαμός, ο Μαμούχος, ο Ιεδαίος, ο Ιασούβος, ο Ιασαήλος και ο Ιερεμώθ. 30 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μανὶ ὁ Ὠλαμός, ὁ Μαμοῦχος, ὁ Ἰεδαῖος, ὁ Ἰασοῦβος, ὁ Ἰασαῆλος καὶ ὁ Ἰερεμώθ.
31 καὶ ἐξ υἱῶν ᾿Αδδί, Νάαθος καὶ Μοοσίας, Λακκοῦνος καὶ Ναΐδος, Ματθανίας καὶ Σεσθήλ· καὶ Βαλνοῦος καὶ Μανασσίας· 31 Από την γενεάν του Αδδί, ο Νααθος, ο Μοοσίας, ο Λακκούνος, ο Ναΐδος, ο Ματθανίας, ο Σεσθήλ, ο Βαλνούος και ο Μανασσίας. 31 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδδὶ ὁ Νάαθος, ὁ Μοοσίας, ὁ Λακκοῦνος, ὁ Ναΐδος, ὁ Ματθανίας, ὁ Σεσθήλ, ὁ Βαλνοῦος καὶ ὁ Μανασσίας.
32 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ανάν, ᾿Ελιωνὰς καὶ ᾿Ασαΐας καὶ Μελχίας καὶ Σαββαῖος καὶ Σίμων Χοσαμαῖος· 32 Από την γενεάν του Ανάν, ο Ελιωνάς, ο Ασαΐας, ο Μελχίας, ο Σαββαίος και Σιμων ο Χοσαμαίος. 32 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀνὰν ὁ Ἐλιωνάς, ὁ Ἀσαΐας, ὁ Μελχίας, ὁ Σαββαῖος καὶ ὁ Σίμων ὁ Χοσαμαῖος.
33 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ασόμ, ᾿Αλταναῖος καὶ Ματταθίας καὶ Σαβανναῖος καὶ ᾿Ελιφαλὰτ καὶ Μανασσῆς καὶ Σεμεΐ· 33 Από την γενεάν του Ασόμ, ο Αλταναίος, ο Ματταθίας, ο Σαβανναίος, ο Ελιφαλάτ, ο Μανασσής και ο Σεμεΐ. 33 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀσὸμ ὁ Ἀλταναῖος, ὁ Ματταθίας, ὁ Σαβανναῖος, ὁ Ἐλιφαλάτ, ὁ Μανασσῆς καὶ ὁ Σεμεΐ.
34 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Βαανί, ῾Ιερεμίας, Μομδίος, ᾿Ισμαῆρος, ᾿Ιουήλ, Μαβδαΐ καὶ Πεδίας καὶ ῎Ανως, Ραβασίων καὶ ᾿Ενάσιβος καὶ Μαμνιτάναιμος, ᾿Ελίασις, Βαννούς, ᾿Ελιαλί, Σομεΐς, Σελεμίας, Ναθανίας· καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Εζωρά, Σεσίς, ᾿Εσρήλ, ᾿Αζαῆλος, Σαματός, Ζαμβρί, ᾿Ιώσηφος· 34 Από την γενεάν του Βαανί, ο Ιερεμίας, ο Μομδίος, ο Ισμαήρος ο Ιουήλ, ο Μαβδαΐ, ο Πεδίας, ο Ανως ο Ραβασίων, ο Ενάσιβος, ο Μαμνιτάναιμος, ο Ελιάσις, ο Βαννούς, ο Ελιαλί, ο Σομεΐς, ο Σελεμίας, ο Ναθανίας. Από την γενεάν του Εζωρά, ο Σεσίς, ο Εσρήλ, ο Αζαήλος, ο Σαματός, ο Ζαμβρί και ο Ιώσηφος. 34 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνούς του Βαανὶ ὁ Ἱερεμίας, ὁ Μομδίος, ὁ Ἰσμαῆρος, ὁ Ἰουήλ, ὁ Μαβδαΐ, ὁ Πεδίας, ὁ Ἄνως, ὁ Ραβασίων, ὁ Ἐνάσιβος, ὁ Μαμνιτάναιμος, ὁ Ἐλίασις, ὁ Βαννούς, ὁ Ἐλιαλί, ὁ Σομεΐς, ὁ Σελεμίας καὶ ὁ Ναθανίας. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐζωρὰ ὁ Σεσίς, ὁ Ἐσρήλ, ὁ Ἀζαῆλος, ὁ Σαματός, ὁ Ζαμβρὶ καὶ ὁ Ἰώσηφος.
35 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Εθμά, Μαζιτίας, Ζαβαδαίας, ᾿Ηδαΐς, ᾿Ιουήλ, Βαναίας. 35 Από την γενεάν του Εθμά, ο Μαζιτίας, ο Ζαβαδαίας, ο Ηδαΐς, ο Ιουήλ και ο Βαναίας. 35 Καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐθμὰ ὁ Μαζιτίας, ὁ Ζαβαδαίας, ὁ Ἠδαΐς, ὁ Ἰουῂλ καὶ ὁ Βαναίας.
36 πάντες οὗτοι συνῴκισαν γυναῖκας ἀλλογενεῖς, καὶ ἀπέλυσαν αὐτὰς σὺν τέκνοις. 36 Ολοι αυτοί είχαν λάδει ως συζύγους αλλοεθνείς γυναίκας, τας οποίας και απέπεμφαν μαζή με τα παιδιά των. 36 Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν ὡς συζύγους των ξένας γυναῖκας. Κατόπιν ὅμως τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς τὰς ἀπεμάκρυναν καὶ τὰς ἐξεδίωξαν μαζὶ μὲ τὰ παιδιά των.
37 Καὶ κατῴκησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ ἐκ τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν τῇ χώρᾳ τῇ νουμηνίᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν ταῖς κατοικίαις αὐτῶν. 37 Οι ιερείς, οι Λευίται και οι άλλοι από τον ισραηλιτικόν λαόν κατώκησαν εις την Ιερουσαλήμ και εις την υπόλοιπον χώραν της Ιουδαίας, ώστε κατά την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός οι Ισραηλίται ευρίσκοντο πλέον εις τας κατοικίας των. 37 Καὶ ἐγκατεστάθησαν πλέον οἰ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν ὑπόλοιπον περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας. Κατὰ τὴν πρωτομηνιὰν τοῦ ἑβδόμου μηνὸς ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται εὑρίσκοντο εἰς τὰς κατοικίας των.
38 καὶ συνήχθη πᾶν τὸ πλῆθος ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ εὐρύχωρον τοῦ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἱεροῦ πυλῶνος 38 Τοτε συνεκεντρώθη όλον το πλήθος των Ισραηλιτών με μίαν ψυχήν εις ευρύχωρον και ανοικτόν χώρον, εμπρός εις την ανατολικήν ιεράν πύλην του ναού. 38 Συνεκεντρώθη δὲ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ μίαν ψυχικὴν διάθεσιν εἰς τὴν εὐρύχωρον πλατεῖαν, ποὺ εὑρίσκετο πρὸς ἀνατολὰς τῆς ἱερᾶς πύλης τοῦ Ναοῦ.
39 καὶ εἶπεν ῎Εσδρᾳ τῷ ἱερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ· κόμισαι τὸν νόμον Μωυσῆ τὸν παραδοθέντα ὑπὸ Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ. 39 Αυτό το πλήθος του λαού είπεν στον Εσδραν τον ιερέα και αναγνώστην του νόμου του Θεού· “φέρε και ανάγνωσε τον νόμον του Μωϋσέως, ο οποίος παρεδόθη υπό του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ εις ημάς”. 39 Καὶ εἶπεν ὁ λαὸς εἰς τὸν Ἔσδραν, ποὺ ἦτο ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος τοῦ Νόμου: Φέρε ἐδῶ τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσέως, ποὺ τὸν παρέδωσεν εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.
40 καὶ ἐκόμισεν ῎Εσδρας ὁ ἀρχιερεὺς τὸν νόμον παντὶ τῷ πλήθει ἀνθρώπου ἕως γυναικὸς καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσιν ἀκοῦσαι τοῦ νόμου νουμηνίᾳ τοῦ ἑβδόμου μηνός. 40 Ο αρχιερεύς Εσδρας έφερε πράγματι τον νόμον του Θεού εις όλον το πλήθος των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, εις όλους τους ιερείς, δια να ακούσουν τον Νομον τούτον κατά την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός. 40 Καὶ ἔφερε πράγματι ὁ ἀρχιερεὺς Ἔσδρας τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἱερεῖς, διὰ νὰ ἀκούσουν ὅλοι αὐτοὶ τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν πρωτομηνιὰν τοῦ ἑβδόμου μηνός.
41 καὶ ἀνεγίνωσκεν ἐν τῷ πρὸ τοῦ ἱεροῦ πυλῶνος εὐρυχώρῳ, ἐξ ὄρθρου ἕως μέσης ἡμέρας, ἐνώπιον ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, καὶ ἀπέδωκαν πᾶν τὸ πλῆθος τὸν νοῦν εἰς τὸν νόμον. 41 Ο Εσδρας ανεγίνωσκεν στον ευρύχωρον τόπον, που ευρίσκετο εμπρός εις την ιεράν πύλην του ναού, από πρωΐας μέχρι μεσημβρίας ενώπιον ανδρών και γυναικών. Ολος δε αυτός ο λαός προσήλωσε την διάνοιάν του εις την ακρόασιν του Νομου. 41 Καὶ ἐδιάβαζεν ἐκεῖ, εἰς τὴν εὐρύχωρον πλατεῖαν, ἐμπρὸς εἰς τὴν ἱερὰν πύλην τοῦ Ναοῦ, ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ μεσημέρι, ἐνώπιον ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ εἶχαν προσηλώσει τὸν νοῦν των εἰς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐδιάβαζεν ὁ Ἔσδρας.
42 καὶ ἔστη ῎Εσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ νόμου ἐπὶ τοῦ ξυλίνου βήματος τοῦ κατασκευασθέντος, 42 Ο Εσδρας, ο ιερεύς και αναγνώστης του Νομου, ίστατο όρθιος επάνω εις ξύλινον βάθρον, το οποίον είχε κατασκευασθή και τοποθετηθή εκεί. 42 Κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν αὐτὴν τοῦ Νόμου ὁ Ἔσδρας, ὁ ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος τοῦ Νόμου, ἔστεκεν ὄρθιος ἐπάνω εἰς ἕνα ξύλινον βόθρον, ποὺ εἶχε κατασκευασθῆ διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν.
43 καὶ ἔστησαν παρ᾿ αὐτῷ Ματταθίας, Σαμμούς, ᾿Ανανίας, ᾿Αζαρίας, Οὐρίας, ᾿Εζεκίας, Βαάλσαμος ἐκ δεξιῶν, 43 Πλησίον δε και δεξιά του Εσδρα ίσταντο όρθιοι ο Ματταθίας, ο Σαμμους, ο Ανανίας, ο Αζαρίας, ο Ουρίας, ο Εζεκίας, και ο Βαάλσαμος. 43 Δίπλα εἰς τὸν Ἔσδραν, εἰς τὰ δεξιά του, ἔστεκαν ὁ Ματταθίας, ὁ Σαμμούς, ὁ Ἀνανίας, ὁ Ἀζαρίας, ὁ Οὐρίας, ὁ Ἐζεκίας καὶ ὁ Βαάλσαμος.
44 καὶ ἐξ εὐωνύμων Φαλδαῖος καὶ Μισαήλ, Μελχίας, Λωθάσουβος, Ναβαρίας, Ζαχαρίας. 44 Εξ αριστερών δε αυτού ίσταντο ο Φαλδαίος, ο Μισαήλ, ο Μελχίας, ο Λωθάσουος, ο Ναβαρίας και ο Ζαχαρίας. 44 Εἰς τὰ ἀριστερά του ἔστεκαν ὁ Φαλδαῖος, ὁ Μισαήλ, ὁ Μελχίας, ὁ Λωθάσουβος, ὁ Ναβαρίας καὶ ὁ Ζαχαρίας
45 καὶ ἀναλαβὼν ῎Εσδρας τὸ βιβλίον ἐνώπιον τοῦ πλήθους προεκάθητο ἐπιδόξως ἐνώπιον πάντων, 45 Εις την επίσημον αυτήν θέσιν προκαθήμενος ο Εσδρας ύψωσε το βιβλίον ενώπιον όλων. 45 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ὁ Ἔσδρας τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, κατέλαβε τὴν πλέον ἐπίσημον θέσιν ἐνώπιον ὅλων.
46 καὶ ἐν τῷ λῦσαι τὸν νόμον πάντες ὀρθοὶ ἔστησαν. καὶ εὐλόγησεν ῎Εσδρας τῷ Κυρίῳ Θεῷ ῾Υψίστῳ Θεῷ Σαβαὼθ παντοκράτορι, 46 Ολοι δε εσηκώθησαν, αμέσως μόλις ηνοίχθη το βιβλίον του Νομου. Ο Εσδρας εδοξολογησε τον Κυριον, τον Υψιστον Θεόν, τον Παντοκράτορα, τον Κυριον των δυνάμεων του ουρανού και της γης. 46 Μόλις δὲ ἔλυσε τὸν κύλινδρον, ποὺ περιεῖχε τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐστάθηκαν ὅλοι ὄρθιοι. Εὐλόγησε δὲ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἔσδρας καὶ ἐδοξολόγησε τὸν Κύριον καὶ Θεόν, τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον, τὸν Παντοκράτορα Κύριον τῶν Δυνάμεων.
47 καὶ ἐπεφώνησε πᾶν τὸ πλῆθος ἀμήν. καὶ ἄραντες ἄνω τὰς χεῖρας, προσπεσόντες ἐπὶ τὴν γῆν, προσεκύνησαν τῷ Κυρίῳ. 47 Μετά δε την δοξολογίαν αυτήν όλος ο παριστάμενος λαός ανεφώνησεν· Αμήν. Συγχρόνως δε ύψωσαν τας χείρας των προς τα άνω και έπειτα έπεσαν εις την γην και προσεκύνησαν τον Κυριον. 47 Ὅλοι δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἔκλεισαν τὴν δοξολογίαν τοῦ Ἔσδρα μὲ τὸ Ἀμὴν ποὺ ἐφωναξαν. Καὶ ἀφοῦ ὕψωσαν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανόν, ἔπεσαν κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Κύριον.
48 ᾿Ιησοῦς καὶ ᾿Αννιοὺθ καὶ Σαραβίας καὶ ᾿Ιαδινὸς καὶ ᾿Ιάκουβος, Σαββαταῖος, Αὐταίας, Μαιάννας καὶ Καλίτας, ᾿Αζαρίας καὶ ᾿Ιώζαβδος καὶ ᾿Ανανίας, Φαλίας, οἱ Λευῖται, ἐδίδασκον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς τὸ πλῆθος ἀνεγίνωσκον τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, ἐμφυσιοῦντες ἅμα τὴν ἀνάγνωσιν. 48 Οι Λευίται, Ιησούς, Αννιούθ, Σαραβίας, Ιαδινός, Ιάκουβος, Σαββαταίος, Αυταίας, Μαιάννας, Καλίτας, Αζαρίας, Ιωάζαβδος, Ανανίας, και Φαλίας, εδίδασκαν και ανέλυαν τον νόμον του Κυρίου, αφού προηγουμένως ανεγίνωσκον τον Νομον ενώπιον του πλήθους. Προσεπάθουν δε να καταστήσουν σαφή και να εντυπώσουν στους ακροατάς των τα αναγινωσκόμενα. 48 Πρὸς ὅλον ἐκεῖνο τὸ πλῆθος ἐδίδασκαν καὶ ἐρμήνευαν τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου οἱ Λευῖται Ἰησοῦς, Ἀννιούθ, Σαραβίας, Ἰαδινός, Ἰάκουβος, Σαββαταῖος, Αὐταίας, Μαιάννας, Καλίτας, Ἀζαρίας, Ἰώζαβδος, Ἀνανίας καὶ Φαλίας. Τοὺς ἐδιάβαζαν τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου καὶ συγχρόνως ἐτόνιζαν μὲ ἔμφασιν καὶ ἰδιαίτερον ἐνθουσιασμὸν αὐτὰ ποὺ ἐδιάβαζαν, διὰ νὰ ἐντυπώνωνται καλύτερον εἰς τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδιὰν τῶν Ἰσραηλιτῶν.
49 καὶ εἶπεν ᾿Ατθαράτης ῎Εσδρᾳ τῷ ἀρχιερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ καὶ τοῖς Λευίταις τοῖς διδάσκουσι τὸ πλῆθος ἐπὶ πάντας· 49 Επειτα από την ανάγνωσιν ο Ατθαράτης είπεν στον Εσδραν τον αρχιερέα και αναγνώστην του Νομου, όπως επίσης και στους Λευίτας, οι οποίοι εδίδασκαν το πλήθος· 49 Εἶπε δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐλέγετο Ἀτθαράτης, εἰς τὸν Ἔσδραν, τὸν ἀρχιερέα καὶ διδάσκαλον τοῦ Νόμου, καὶ εἰς τοὺς Λευΐτας, ποὺ ἐδίδασκαν ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν:
50 ἡ ἡμέρα αὕτη ἐστὶν ἁγία τῷ Κυρίῳ, καὶ πάντες ἔκλαιον ἐν τῷ ἀκοῦσαι τοῦ νόμου· 50 “η ημέρα αυτή είναι αγία, αφιερωμένη στον Κυριον”. Ολοι δε κατασυγκινημένοι έκλαιαν, καθώς ήκουαν την ανάγνωσιν και ανάλυσιν του Νομου. 50 Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ξεχωριστὴ καὶ ἁγία πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Ὅλοι δέ, ὅσοι ἄκουαν τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ἔκλαιαν ἀπὸ συγκίνησιν καὶ εὐλάβειαν καὶ ἀπὸ συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλοτητός των.
51 βαδίσαντες οὖν φάγετε λιπάσματα καὶ πίετε γλυκάσματα καὶ ἀποστείλατε ἀποστολὰς τοῖς μὴ ἔχουσιν, 51 Προσέθεσε δε ο Ατθαράτης και είπε· “πηγαίνετε λοιπόν τώρα να φάγετε πλούσια φαγητά και να πίετε ευχάριστα ποτά κατά την ευφρόσυνον αυτήν ημέραν. Αλλά στείλετε όμως και δώρα εις εκείνους, οι οποίοι είναι πτωχοί και δεν έχουν. 51 Καὶ ὁ Ἀτθαράτης, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν ἔγκρισιν καὶ εὐλογίαν τοῦ Ἔσδρα, ἐστράφη πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: Πηγαίνετε τώρα νὰ φάγετε καλὰ καὶ λιπαρὰ φαγητά, νὰ πιῆτε γλυκὰ ποτὰ καὶ νὰ στείλετε τρόφιμα καὶ ποτὰ καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν.
52 ἁγία γὰρ ἡ ἡμέρα τῷ Κυρίῳ· καὶ μὴ λυπεῖσθε, ὁ γὰρ Κύριος δοξάσει ὑμᾶς. 52 Επειδή δε η ημέρα αυτή είναι αγία αφιερωμένη στον Κυριον, μη λυπείσθε, διότι ο Κυριος θα σας ευλογήση και θα σας δοξάση”. 52 Νὰ εὐφραίνεσθε, διότι ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ξεχωριστὴ καὶ ἁγία πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ λυπάσθε, διότι ὁ Κύριος θὰ σᾶς δοξάσῃ.
53 καὶ οἱ Λευῖται ἐκέλευον παντὶ τῷ δήμῳ λέγοντες· ἡ ἡμέρα αὕτη ἁγία, μὴ λυπεῖσθε. 53 Και οι Λευίται προέτρεπαν όλον τον λαόν λέγοντες· “μη λυπείσθε, διότι η ημέρα αυτή είναι αγία, είναι ημέρα χαράς”. 53 Καὶ οἱ Λευῖται ἐπίσης παρώτρυναν ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἔλεγαν: Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ξεχωριστὴ καὶ ἁγία πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Μὴ λυπᾶσθε καὶ μὴ κλαίετε.
54 καὶ ᾤχοντο πάντες φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ εὐφραίνεσθαι καὶ δοῦναι ἀποστολὰς τοῖς μὴ ἔχουσι καὶ εὐφρανθῆναι μεγάλως, 54 Κατόπιν ανεχώρησαν όλοι, δια να φάγουν, να πίουν, να ευφρανθούν και να στείλουν δώρα στους πτωχούς, ώστε να ευφρανθή πάρα πολύ όλος ο Ισραηλιτικός λαός. 54 Κατόπιν τούτου ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ ὅλοι, διὰ νὰ φάγουν καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ εὐφραίνωνται καὶ διὰ νὰ στείλουν δῶρα εἰς τοὺς πτωχοὺς οὕτως, ὥστε νὰ εὐφρανθοῦν πολὺ ὅλοι.
55 ὅτι γὰρ ἐνεφυσιώθησαν ἐν τοῖς ρήμασιν, οἷς ἐδιδάχθησαν, καὶ ἐπισυνήχθησαν. 55 Αυτό δε εγινε, διότι ενεθουσιάσθησαν και ανεθάρρησαν με τους λόγους, τους οποίους αυτοί εδιδάχθησαν. Επειτα από αυτά συνεκεντρώθησαν και πάλιν. 55 Καὶ ἔγινε πράγματι αὐτό, διότι ἐνθουσιάσθηκαν μὲ τὰ λόγια ποὺ ἐδιδάχθηκαν, διὰ τὰ ὁποῖα μάλιστα ἐμαζεύθηκαν καὶ πάλιν.