Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (Λ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλεν ᾿Εζεκίας ἐπὶ πάντα ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα καὶ ἐπιστολὰς ἔγραψαν ἐπὶ τὸν ᾿Εφραὶμ καὶ Μανασσῆ ἐλθεῖν εἰς οἶκον Κυρίου εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ποιῆσαι τὸ φασὲκ τῷ Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραήλ. 1 Ο Εζεκίας έστειλεν αγγελιαφόρος εις όλους τους ανθρώπους του βασιλείου του Ισραήλ και του βασιλείου του Ιούδα, έγραψε δε και επιστολάς προς τας φυλάς Εφραίμ και Μανασσή και προσεκάλεσεν όλους να ελθουν στον ναόν του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ, να εορτάσουν ομού το Πασχα προς τιμήν του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ. 1 Ο βασιλιᾶς Ἐζεκίας ἔστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα· ἔγραψεν ἐπίσης ἐπιστολὲς καὶ τὶς ἔστειλε πρὸς τὶς φυλὲς τοῦ Ἐφραίμ καὶ τοῦ Μανασσῆ· δι’ αὐτῶν τοὺς ἐπροσκαλοῦσε νὰ ἔλθουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ἐορτάσουν τὸ Πάσχα πρὸς τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
2 καὶ ἐβουλεύσατο ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ποιῆσαι τὸ φασὲκ τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ· 2 Ο βασιλεύς, οι άρχοντές του και όλοι όσοι είχαν συγκεντρωθή εις την Ιερουσαλήμ, συνεσκέφθησαν και απεφάσισαν να εορτάσουν το Πασχα κατά τον δεύτερον μήνα. 2 Ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις ἐκείνων, ποὺ συνεκεντρώθησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, συνεσκέφθησαν καὶ συνεφώνησαν νὰ ἐορτάσουν τὸ Πάσχα κατὰ τὸν δεύτερον μῆνα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους (=τὸν Ἰγιάρ, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν ἰδικόν μας Ἀπρίλιον /Μάϊον).
3 οὐ γὰρ ἠδυνάσθησαν ποιῆσαι αὐτὸ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτι οἱ ἱερεῖς οὐχ ἡγνίσθησαν ἱκανοί, καὶ ὁ λαὸς οὐ συνήχθη εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 3 Τούτο δέ, διότι δεν ημπόρεσαν να εορτάσουν αυτό κατά τον καθωρισμένον από τον Νομον πρώτον μήνα του έτους, επειδή πολλοί ιερείς δεν είχαν ακόμη αγνισθή και ο λαός δεν είχε συγκεντρωθή εις την Ιερουσαλήμ. 3 Θὰ ἑώρταζαν δὲ τὸ Πάσχα κατὰ τὸν δεύτερον μῆνα, διότι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸ ἐορτάσουν εἰς τὸν καθωρισμένον ἀπὸ τὸν Νόμον πρῶτον μῆνα (= τὸν Νισάν), ἐπειδὴ Δὲν εἶχαν ἀκόμη καθαρισθῆ καὶ ἀγνισθῆ ἀρκετοὶ ἱερεῖς καὶ ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ δὲν εἶχε συγκεντρωθῆ ὁ λαὸς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
4 καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας. 4 Αυτή η απόφασις εφάνη αρεστή στον βασιλέα και εις όλην την συγκέντρωσιν. 4 Ἡ ἀπόφασις καὶ ἡ τακτοποίησις αὐτὴ ἐφάνη ἀρεστὴ εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ.
5 καὶ ἔστησαν λόγον διελθεῖν κήρυγμα ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βηρσαβεὲ ἕως Δάν, ἐλθόντας ποιῆσαι τὸ φασὲκ Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραὴλ εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι πλῆθος οὐκ ἐποίησε κατά τὴν γραφήν. 5 Ετσι, λοιπόν, επήραν απόφασιν να στείλουν μήνυμα εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, από την νοτιωτέραν πόλιν την Βηρσαβεέ μέχρι της βορειοτέρας περιοχής της Δαν. Με το μήνυμα αυτό εκαλούσαν αυτούς να έλθουν να εορτάσουν το Πασχα προς τιμήν Κυρίου του Θεού του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, διότι πολύ πλήθος λαού δεν είχεν εορτάσει το Πασχα, όπως ο Νομος ώριζεν. 5 Ἔτσι ἀπεφάσισαν νὰ στεῖλουν προκήρυξιν - πρόσκλησιν εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἀπὸ τὴν Βηρσαβεέ (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ νοτιώτερον ἄκρον τῆς χώρας) μέχρι τὴν Δάν (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βορειότερον ἄκρον)· μὲ τὴν προκήρυξιν ἐκαλοῦντο ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται νὰ ἔλθουν διὰ νὰ ἐορτάσουν τὸ Πάσχα εἰς τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐφ’ ὅσον μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ δὲν εἶχεν ἑορτάσει τὸ Πάσχα, ὅπως ὥριζεν ὁ Νόμος.
6 καὶ ἐπορεύθησαν οἱ τρέχοντες σὺν ταῖς ἐπιστολαῖς παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων εἰς πάντα ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδαν κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως λέγοντες· οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐπιστρέψατε πρὸς Κύριον Θεὸν ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπιστρέψει τοὺς ἀνασεσωσμένους τοὺς καταλειφθέντας ἀπὸ χειρὸς βασιλέως ᾿Ασσούρ· 6 Οι αγγελιαφόροι έτρεξαν έχοντες μαζή των τας επιστολάς του βασιλέως και των αρχόντων προς όλους τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους, να αναγγείλουν την εντολήν του βασιλέως και να πουν· “Ισραηλίται, επιστρέψατε εν μετανοία προς Κυριον τον Θεόν του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, και ο Θεός θα επαναφέρη ελευθέρους όσους απέμειναν εις την ζωήν και ευρίσκονται αιχμάλωτοι υπό την εξουσίαν του βασιλέως των Ασσυρίων. 6 Οἱ ἀπεσταλμένοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλιᾶ, ἐπῆγαν μαζὶ μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων εἰς ὅλον τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπηύθυναν τὴν ἀκόλουθον πρόσκλησιν: «Ἰσραηλῖται, ἐπιστρέψατε μὲ μετάνοιαν εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰσραήλ (=Ἰακώβ), καὶ Ἐκεῖνος θὰ φέρῃ πίσω ὅσους δὲν ἔχουν φονευθῇ, ἀλλ’ ἔχουν σωθῇ καὶ κρατοῦνται αἰχμάλωτοι εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων.
7 καὶ μὴ γίνεσθε καθὼς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν, οἳ ἀπέστησαν ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ πατέρων αὐτῶν, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς ἐρήμωσιν, καθὼς ὑμεῖς ὁρᾶτε. 7 Μη γίνετε και σεις όμοιοι με τους πατέρας σας και τους αδελφούς σας, οι οποίοι απεστάτησαν από Κυριον τον Θεόν των πατέρων των, ο δε Θεός παρέδωσεν αυτούς εις καταστροφήν, όπως και σεις βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια. 7 Μὴ γίνεσθε ἀποστάται ὅπως οἱ προπάτορές σας καὶ οἱ ἀδελφοί (συγγενεῖς) σας, οἱ ὁποῖοι ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, καὶ τοὺς ὁποίους, ὅπως διαπιστώνετε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι, ὁ Κύριος ἐτιμώρησεν αὐστηρὰ καὶ τοὺς παρέδωκεν εἰς καταστροφήν.
8 καὶ νῦν μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν· δότε δόξαν Κυρίῳ τῷ Θεῷ καὶ εἰσέλθετε εἰς τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ, ὃ ἡγίασεν εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν, καὶ ἀποστρέψει ἀφ' ὑμῶν θυμὸν ὀργῆς. 8 Τωρα, λοιπόν, μη θελήσετε να σκληρύνετε και σεις τας καρδίας σας παρακούοντες τας εντολάς του Κυρίου, όπως τας εσκλήρυναν οι πατέρες σας. Δοξάσατε Κυριον τον Θεόν σας, ελάτε στον άγιον αυτού ναόν, τον οποίον καθιέρωσε και ηγίασε, δια να μένη εις αιώνας των αιώνων. Υποταχθήτε στον Κυριον και συμμορφωθήτε με το θέλημά του. Τοτε δε ο Θεός θα αποσύρη από σας και θα διαλύση την βαρείαν οργήν του. 8 Τώρα λοιπὸν μὴ κάνετε μὲ τὴν ἀπείθειαν σας σκληρὲς τὶς καρδιές σας, ὅπως τὶς ἔκαναν οἱ προπάτορές σας. Ὑποταχθῆτε εἰς Αὐτὸν καὶ δοξάσατε τὸν Κύριον, τὸν Θεόν· ἐλᾶτε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰσέλθετε εἰς τὸν ἅγιον Ναόν του, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος καθηγίασε, διὰ νὰ μένῃ ἅγιος παντοτινά, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ μὲ τὴν εὐλαβῆ τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν δουλεύσατε εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας· τότε θὰ ἀποστρέψῃ καὶ Ἐκεῖνος τὸν θυμὸν τῆς σφοδρὰς ἀγανακτήσεώς του ἀπὸ σας.
9 ὅτι ἐν τῷ ἐπιστρέφειν ὑμᾶς πρὸς Κύριον οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν καὶ τὰ τέκνα ὑμῶν ἔσονται ἐν οἰκτιρμοῖς ἔναντι πάντων τῶν αἰχμαλωτισάντων αὐτούς, καὶ ἀποστρέψει εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ' ὑμῶν, ἐάν ἐπιστρέψωμεν πρὸς αὐτόν. 9 Εάν σεις εν μετανοία επιστρέψετε προς τον Κυριον μας, οι αδελφοί σας και τα τέκνα σας θα βρουν καλωσύνην και κατανόησιν απέναντι εκείνων, οι οποίοι τους έχουν αιχμαλωτίσει, ο δε Θεός θα τους επαναφέρη ελευθέρους εις την χώραν αυτήν, διότι ο Κυριος και Θεός ημών είναι ελεήμων και οικτίρμων. Και στο μέλλον, εάν ημείς επιστρέψωμεν και μείνωμεν πιστοί εις αυτόν, δεν θα αποστρέψη το πρόσωπόν του από σας”. 9 Διότι ἐὰν σεῖς ἐπιστρέψετε μὲ μετάνοιαν εἰς τὸν Κύριον, τότε καὶ οἱ ἀδελφοί (συγγενεῖς) σας καὶ τὰ παιδιά σας θὰ τύχουν εὐσπλαγχνίας καὶ συμπαθείας ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς αἰχμαλώτισαν. Ἐπὶ πλέον ὁ Κύριος θὰ φέρῃ πίσω ἐλευθέρους τοὺς αἰχμαλώτους ἐκείνους εἰς τὴν χώραν αὐτήν, διότι ὁ Κύριος, ὁ Θεός μας, εἶναι ἐλεήμων καὶ εὐσπλαγχνικὸς καὶ δὲν θὰ στρέψῃ μὲ ἀδιαφορίαν τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ σᾶς, ἐὰν ἐπιστρέψωμεν μὲ μετάνοιαν πρὸς Αὐτόν».
10 καὶ ἦσαν οἱ τρέχοντες διαπορευόμενοι πόλιν ἐκ πόλεως ἐν τῷ ὄρει ᾿Εφραὶμ καὶ Μανασσῆ καὶ ἕως Ζαβουλών, καὶ ἐγένοντο ὡς καταγελῶντες αὐτῶν καὶ καταμωκώμενοι· 10 Οι αγγελιαφόροι διέτρεχον την μίαν πάλιν κατόπιν της άλλης εις την ορεινήν χώραν των φυλών Εφραίμ και Μανασσή, μέχρι και της φυλής του Ζαβουλών. Οι του βασιλείου όμως του Ισραήλ ενέπαιζον και εχλεύαζον αυτούς. 10 Καί οἰ ἀπεσταλμένοι ἐπήγαιναν ἀπὸ τὴν μίαν πόλιν εἰς τὴν ἄλλην διὰ τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τῶν φυλῶν Ἐφραὶμ καὶ Μανασσῆ μέχρι τῆς περιοχῆς Ζαβουλών (εἰς τὰ βόρεια)· ἀλλὰ ὁ λαὸς (τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ) τοὺς ἐπερίπαιζε καὶ τοὺς ἐχλεύαζε!
11 ἀλλὰ ἄνθρωποι ᾿Ασὴρ καὶ ἀπὸ Μανασσῆ καὶ ἀπὸ Ζαβουλὼν ἐνετράπησαν καὶ ἦλθον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ εἰς ᾿Ιούδα. 11 Αλλά οι άνθρωποι των φυλών Ασήρ, Μανασσή και Ζαβουλών τους ήκουσαν με συναίσθησιν, εδέχθησαν την πρόσκλησιν και ήλθον εις την Ιερουσαλήμ στο βασίλειον του Ιούδα. 11 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὡρισμένοι ἀπὸ τὶς φυλὲς Ἀσήρ, Μανασσῆ καὶ Ζαβουλὼν εἶχαν συγκινηθῆ, κατανυγῆ καὶ ταπεινωθῆ ἀπὸ τὸ μήνυμα τῶν ἀπεσταλμένων καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα.
12 καὶ ἐγένετο χεὶρ Κυρίου δοῦναι αὐτοῖς καρδίαν μίαν ἐλθεῖν τοῦ ποιῆσαι κατὰ τὰ προστάγματα τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων ἐν λόγῳ Κυρίου, 12 Ο Κυριος έβαλε το χέρι του και έκαμε την καρδιά των μίαν, ώστε ομοφώνως να έλθουν και να εορτάσουν το Πασχα σύμφωνα με την εντολήν του βασιλέως και των αρχόντων του Ιουδαϊκού λαού και σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου. 12 Τὸ στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν χέρι τοῦ Κυρίου εἰργάζετο μεταξύ των, ὥστε νὰ ἐνώσῃ τὶς καρδιές των καὶ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ συμφωνήσουν ὅλοι καὶ νὰ ὑπακούσουν εἰς τὰ προστάγματα τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ ἔλθουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἐορτάσουν τὸ Πάσχα.
13 καὶ συνήχθησαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ λαὸς πολὺς τοῦ ποιῆσαι τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἐν τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ, ἐκκλησία πολλὴ σφόδρα. 13 Ετσι πολυάριθμος λαός συνεκεντρώθη εις την Ιερουσαλήμ, δια να εορτάσουν την εορτήν των αζύμων, το Πασχα, κατά τον δεύτερον μήνα. Η συγκέντρωσις αυτή υπήρξε πολυάριθμος. 13 Ἔτσι μεγάλο πλῆθος λαοῦ συνεκεντρώθη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὴν Ἑορτὴν τῶν Ἀζύμων (=τὸ Πάσχα) κατὰ τὸν δεύτερον μῆνα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους· ἡ συνάθροισις τοῦ λαοῦ ὑπῆρξε πάρα πολὺ μεγάλη.
14 καὶ ἀνέστησαν καὶ καθεῖλαν τὰ θυσιαστήρια τὰ ἐν ῾Ιερουσαλήμ καὶ πάντα, ἐν οἷς ἐθυμίων τοῖς ψευδέσι, κατέσπασαν καὶ ἔρριψαν εἰς τὸν χειμάρρουν Κέδρων. 14 Αυτοί εσηκώθηκαν και εκρήμνισαν τα ξένα θυσιαστήρια των ειδωλικών θεών, που υπήρχον εις την Ιερουσαλήμ, και όλα τα θυσιαστήρια, εις τα οποία προσέφεραν θυμίαμα προς τους ψευδείς θεούς, τα εθρυμμάτισαν και τα έρριψαν στον χείμαρρον των Κέδρων. 14 Ὅλοι αὐτοὶ ἐσηκώθηκαν καὶ ἔρριψαν κάτω καὶ ἀπεμάκρυναν τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα προσέφεραν θυμίαμα εἰς τοὺς ψεύτικους εἰδωλολατρικοὺς θεούς, τὰ κατέστρεψαν καὶ τὰ ἔρριψαν εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων.
15 καὶ ἔθυσαν τὸ φασὲκ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ δευτέρου· καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἐνετράπησαν καὶ ἡγνίσθησαν καὶ εἰσήνεγκαν ὁλοκαυτώματα ἐν οἴκῳ Κυρίου. 15 Κατόπιν προσέφεραν την θυσίαν δια το Πασχα κατά την δεκάτην τετάρτην ημέραν του δευτέρου μηνός. Οι ιερείς και οι Λευίται συνησθάνθησαν την ενοχήν των, εκαθαρίσθησαν και εξηγνίσθησαν, όπως διέτασσεν ο Νομος, και προσέφεραν ολοκαυτώματα στον ναόν του Κυρίου. 15 Μετὰ τὸν καθαρισμὸν αὐτὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ προσέφεραν τὴν θυσίαν διὰ τὸ Πάσχα κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός. Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται συνεκινήθησαν, ἐταπεινώθησαν, κατενύγησαν, ἀφοῦ δὲ συνησθάνθησαν τὴν ἐνοχήν των, ἐκαθαρίσθησαν καὶ ἠγνίσθησαν καὶ ἔτσι προσέφεραν θυσίαν ὁλοκαυτωμάτων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
16 καὶ ἔστησαν ἐπὶ τὴν στάσιν αὐτῶν κατὰ τὸ κρίμα αὐτῶν, κατὰ τὴν ἐντολὴν Μωυσῆ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐδέχοντο τὰ αἵματα ἐκ χειρὸς τῶν Λευιτῶν· 16 Οι Λευίται επήραν την καθωρισμένην δι' αυτούς θέσιν, σύμφωνα με την εντολήν την οποίαν είχε δώσει ο Μωϋσής, ο άνθρωπος του Θεού. Οι δε ιερείς έπαιρναν τα αίματα των θυσιών από τα χέρια των Λευιτών. 16 Οἱ Λευῖται κατέλαβαν τὶς καθωρισμένες θέσεις των εἰς τὸν Ναὸν κατὰ τὰ κανονισμένα, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ εἶχε δώσει ὁ Μωϋσῆς, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἱερεῖς ἐλάμβαναν τὸ αἷμα τῶν υὐσιῶν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Λευϊτῶν καὶ ἐρράντιζαν μὲ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον.
17 ὅτι πλῆθος τῆς ἐκκλησίας οὐχ ἡγνίσθη, καὶ οἱ Λευῖται ἦσαν τοῦ θύειν τὸ φασὲκ παντὶ τῷ μὴ δυναμένῳ ἁγνισθῆναι τῷ Κυρίῳ. 17 Επειδή όμως όλον το συγκεντρωθέν εκεί πλήθος δεν επρόλαβε να εξαγνισθή σύμφωνα με τον Νομον, οι Λευίται ήσαν υποχρεωμένοι να σφάζουν τα ζώα της πασχαλινής θυσίας και δι' όλους αυτούς, οι οποίοι δεν ήσαν καθαροί ενώπιον του Κυρίου. 17 Ἐπειδὴ ὅμως πολλοὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην ἐκείνην συνάθροισιν τοῦ πλήθους δὲν εἶχαν νομικῶς καθαρισθῆ καὶ ἀγνισθῆ, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ σφάζουν τὰ ζῶα διὰ τὴν θυσίαν τοῦ Πάσχα· διὰ τοῦτο ἔσφαζαν τὰ ζῶα διὰ λογαριασμόν των οἱ Λευῖται καὶ τὰ ἐπρόσφεραν εἰς τὸν Κύριον.
18 ὅτι τὸ πλεῖστον τοῦ λαοῦ ἀπὸ ᾿Εφραὶμ καὶ Μανασσῆ καὶ ᾿Ισσάχαρ καὶ Ζαβουλὼν οὐχ ἡγνίσθησαν, ἀλλ' ἔφαγον τὸ φασὲκ παρὰ τὴν γραφήν. καὶ προσηύξατο ᾿Εζεκίας περὶ αὐτῶν λέγων· Κύριος ἀγαθὸς ἐξιλασάσθω 18 Το μεγαλύτερον μέρος του λαού από τας φυλάς Εφραίμ, Μανασσή, Ισσάχαρ και Ζαβουλών δεν ήσαν νομικώς καθαροί, αλλά έφαγον το Πασχα, παρά την περί καθαρισμού γραπτήν εντολήν του Κυρίου. Ο Εζεκίας όμως προσηυχήθη δι' αυτούς προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε, σαν αγαθός που είσαι, συγχώρησε 18 Τοῦτο συνέβη, διότι τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε συγκεντρωθῆ κυρίως ἀπὸ τὶς φυλὲς τοῦ Ἐφραίμ, τοῦ Μανασσῆ, τοῦ Ἰσσάχαρ καὶ τοῦ Ζαβουλών, δὲν εἶχαν καθαρισθῆ καὶ ἀγνισθῆ· ἐν τούτοις, παρ’ ὅλον ὅτι ἦσαν νομικῶς ἀκάθαρτοι, ἔφαγαν καὶ αὐτοὶ τὸ Πάσχα κατ’ ἐξαίρεσιν, ἂν καὶ παρέβαιναν τὴν γραπτὴν ἐντολὴν περὶ καθαρισμοῦ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Δι' αὐτοὺς ὅμως προσηυχήθη ὁ Ἐζεκίας εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπεν: «Ὤ! Κύριε· σύ, ποὺ εἶσαι ἀγαθός, γίνε ἵλεως καὶ συγχώρησε
19 ὑπὲρ πάσης καρδίας κατευθυνούσης ἐκζητῆσαι Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν καὶ οὐ κατὰ τὴν ἁγνείαν τῶν ἁγίων. 19 όλους αυτούς, οι οποίοι κατηύθυναν την καρδίαν των να λατρεύσουν σέ, τον Κυριον τον Θεόν των πατέρων των, έστω και αν δεν είναι καθαροί, όπως απαιτεί η αγιότης του ναού σου”. 19 ὅλους, ὅσοι στρέφουν σταθερὰ τὴν καρδία των εἰς σέ, ὥστε νὰ ζητοῦν μὲ πόθον πολὺν τὴν βοήθειαν καὶ τὴν προστασίαν σου τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων των, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ δὲν εἶναι νομικῶς καθαροὶ καὶ ἁγνοί, ὅπως ἀπαιτεῖ ὁ καθαρισμὸς διὰ τελετῶν καὶ θυσιῶν τοῦ ἁγίου Ναοῦ σου».
20 καὶ ἐπήκουσε Κύριος τῷ ᾿Εζεκίᾳ καὶ ἰάσατο τὸν λαόν. 20 Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν του Εζεκίου και εσυγχώρησε τον λαόν αυτόν, που δεν επρόλαβε να εξαγνισθή. 20 Ὁ Κύριος ἄκουσε εὐμενῶς τὴν προσευχὴν τοῦ Ἐζεκία καὶ ἐσυγχώρησε καὶ ἔδωκεν εἰρήνην καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἔφαγε τὸ Πάσχα, ἐνῷ ἦταν νομικῶς ἀκάθαρτος, καὶ δὲν τὸν ἐτιμώρησε.
21 καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ οἱ εὑρεθέντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἑπτὰ ἡμέρας ἐν εὐφροσύνῃ μεγάλῃ καὶ καθυμνοῦντες τῷ Κυρίῳ ἡμέραν καθ' ἡμέραν καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἐν ὀργάνοις τῷ Κυρίῳ. 21 Οι Ισραηλίται, οι οποίοι είχαν ευρεθή εις την Ιερουσαλήμ, εώρτασαν το Πασχα, την λεγομένην εορτήν των αζύμων, επί επτά ημέρας με μεγάλην χαράν δοξολογούντες τον Κυριον κάθε ημέραν, ενώ οι ιερείς και οι Λευίται υμνολογούσαν τον Κυριον με τα μουσικά των όργανα. 21 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ εἶχαν συναθροισθῇ καὶ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἑώρτασαν τὴν Ἑορτὴν τῶν Ἀζύμων, δηλαδὴ τὸ Πάσχα, ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες μὲ μεγάλην χαράν, ὑμνῦντες τὸν Κύριον μὲ τὰ μουσικά των ὄργανα.
22 καὶ ἐλάλησεν ᾿Εζεκίας ἐπὶ πᾶσαν καρδίαν τῶν Λευιτῶν καὶ τῶν συνιόντων σύνεσιν ἀγαθὴν τῷ Κυρίῳ· καὶ συνετέλεσαν τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἑπτὰ ἡμέρας θύοντες θυσίαν σωτηρίου καὶ ἐξομολογούμενοι τῷ Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων αὐτῶν. 22 Ο Εζεκίας ωμίλησε κατά τρόπον, που συνεκίνησε τας καρδίας των Λευιτών και μάλιστα τας καρδίας εκείνων που έδειξαν μεγάλην κατανόησιν και αγαθήν διάθεσιν, δια να υπηρετήσουν τον Κυριον. Ετσι ετελείωσε το Πασχα, η εορτή των αζύμων, κατά την οποίαν επί επτά ημέρας προσέφεραν θυσίας σωτηρίου και υμνολογούσαν Κυριον τον Θεόν των πατέρων των. 22 Ὁ Ἐζεκίας ἐπῄνεσε τοὺς Λευῖτες καὶ ἐνεθάρρυνε τὶς καρδιές των, μάλιστα δὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔδειξαν τόσην κατανόησιν, προθυμίαν καὶ διάθεσιν ἀγαθὴν εἰς τὸ νὰ ὑπηρετήσουν καὶ νὰ λατρεύσουν τὸν Κύριον. Ἔτσι ἐτελείωσαν τὴν Ἑορτὴν τῶν Ἀζύμων, δηλαδὴ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα, προσφέροντες ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες εὐχαριστήριες θυσίες σωτηρίου καὶ ὑμνοῦντες καὶ δοξάζοντες τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των.
23 καὶ ἐβουλεύσατο ἡ ἐκκλησία ἅμα ποιῆσαι ἑπτὰ ἡμέρας ἄλλας· καὶ ἐποίησαν ἑπτὰ ἡμέρας ἐν εὐφροσύνῃ. 23 Ολοι οι συγκεντρωθέντες συνεσκέφθησαν και απεφάσισαν ομοφώνως να εορτάσουν το Πασχα άλλας επτά ημέρας. Και πράγματι εώρτασαν με μεγάλην χαράν επτά ακόμη ημέρας. 23 Μετὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἑώρτασαν τὸ Πάσχα, ὅλη ἡ συνάθροισις τῶν Ἰσραηλιτῶν συνεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν ὁμοφώνως νὰ ἐορτάσουν τὸ Πάσχα καὶ ἐπὶ ἄλλες ἑπτὰ ἀκόμη ἡμέρες. Ἔτσι ἑώρτασαν τὸ Πάσχα καὶ ἐπὶ ἄλλες ἑπτὰ ἡμέρες μὲ εὐφροσύνην.
24 ὅτι ᾿Εζεκίας ἀπήρξατο τῷ ᾿Ιούδᾳ τῇ ἐκκλησίᾳ χιλίους μόσχους καὶ ἑπτακισχίλια πρόβατα, καὶ οἱ ἄρχοντες ἀπήρξαντο τῷ λαῷ μόσχους χιλίους καὶ πρόβατα δέκα χιλιάδας, καὶ τὰ ἅγια τῶν ἱερέων εἰς πλῆθος. 24 Ο Εζεκίας, ο βασιλεύς του Ιούδα, προσέφερεν εις την συγκέντρωσιν αυτήν χιλίους μόσχους και επτά χιλιάδας πρόβατα. Ομως και οι άρχοντες προσέφεραν δια τον λαόν χιλίους μόσχους και δέκα χιλιάδες πρόβατα. Εξ άλλου επραγματοποιήθη και ο καθαρισμός κατά τον Νομον εις πλήθος άλλο ιερέων. 24 Διότι ὁ Ἐζεκίας προσέφερεν εἰς τὴν συνάθροισιν ἐκείνην τοῦ Ἰούδα χίλια (1.000) μοσχάρια καὶ ἑπτὰ χιλιάδες (7.000) πρόβατα, οἱ δὲ ἄρχοντες προσέφεραν διὰ τὸν λαὸν ἄλλα χίλια (1.000) μοσχάρια καὶ δέκα χιλιάδες (10.000) πρόβατα. Ἐπίσης μεγάλος ἀριθμὸς τῶν ἱερέων ἐκαθαρίσθη καὶ ἐξηγνίσθη σύμφωνα μὲ τὶς περὶ καθαρισμοῦ διατάξεις τοῦ Νόμου.
25 καὶ ηὐφράνθη πᾶσα ἡ ἐκκλησία, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία ᾿Ιούδα καὶ οἱ εὑρεθέντες ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ προσήλυτοι οἱ ἐλθόντες ἀπὸ γῆς ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ κατοικοῦντες ᾿Ιούδα. 25 Ετσι όλοι οι εκεί συγκεντρωθέντες ηυφράνθησαν, οι ιερείς και οι Λευίται, οι συγκεντρωθέντες Ιουδαίοι, όσοι ευρέθησαν κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι ξένοι οι οποίοι είχαν έλθει από την χώραν του βασιλείου του Ισραήλ, και όλοι οι κάτοικοι της Ιουδαίας. 25 Ἔτσι ἐγέμισεν ἀπὸ εὐφροσύνην ὅλη ἡ συνάθροισις, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχαν συναθροισθῇ, καὶ ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἐθνικοί, ποὺ εἶχαν προσελκυσθῆ εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν προσήλυτοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὸ βόρειον βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ ξένοι, ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὸ βόρειον βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα), καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα.
26 καὶ ἐγένετο εὐφροσύνη μεγάλη ἐν ῾Ιερουσαλήμ· ἀπὸ ἡμερῶν Σαλωμὼν υἱοῦ Δαυὶδ βασιλέως ᾿Ισραὴλ οὐκ ἐγένετο τοιαύτη ἑορτὴ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 26 Εγινε μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εις την Ιερουσαλήμ· από την εποχήν του Σολομώντος του υιού του Δαυίδ, βασιλέως του ισραηλιτικού λαού, δεν έγινεν άλλη εορτή εις την Ιερουσαλήμ τόσον λαμπρά, όπως αυτή. 26 Ἔγινε δὲ μεγάλη εὐφροσύνη καὶ λαμπροὶ πανηγυρισμοὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς βασιλείας τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαβίδ, βασιλιᾶ τοῦ ἐνωμένου βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινε ἡ καθιέρωσις καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ, δὲν ἔγινε ἄλλη ἑορτὴ τόσον χαρούμενη καὶ λαμπρά, ὅσον αὐτὴ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
27 καὶ ἀνέστησαν οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται καὶ εὐλόγησαν τὸν λαόν· καὶ ἐπηκούσθη ἡ φωνὴ αὐτῶν, καὶ ἦλθεν ἡ προσευχὴ αὐτῶν εἰς τὸ κατοικητήριον τὸ ἅγιον αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. 27 Μετά ταύτα οι ιερείς οι Λευίται εσηκώθηκαν και ευλόγησαν τον λαόν. Η φωνή των εισηκούσθη, η προσευχή των δηλαδή έφθασεν στο άγιον κατοικητήριον του Θεού στον ουρανόν. 27 Κατόπιν ἐσηκώθηκαν οἱ ἱερεῖς, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τοὺς Λευῖτες (κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται), καὶ εὐλόγησαν τὸν λαόν. Καὶ ἡ προσευχή των ἔγινε εἰσακουστὴ εἰς τὸ ἅγιον κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔτσι ἐπεσφραγίσθη ἡ εὐλογία των ἀπὸ τὸν Θεόν.