Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (ΚΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ᾿Εζεκίας ἐβασίλευσεν ὢν εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν καὶ εἴκοσιν ἐννέα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Αββὰ θυγάτηρ Ζαχαρίου. 1 Οταν ο Εζεκίας ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο ηλικίας εικοσιπέντε ετών. Εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι εννέα έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Αββά, ήτο δε θυγάτηρ του Ζαχαρίου. 1 Όταν ὁ Ἐζεκιας ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον, ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν. Ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ εἴκοσι ἐννέα ἔτη. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀββὰ καὶ ἦταν κόρη τοῦ Ζαχαρία.
2 καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 2 Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, καθ' όλα όσα είχε πράξει και ο προπάτωρ αυτού Δαυίδ. 2 Ὁ Ἐζεκίας ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἀκολουθῶν εἰς ὅλα τὸ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορός του.
3 καὶ ἐγένετο ὡς ἔστη ἐπὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ ἀνέῳξε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου καὶ ἐπεσκεύασεν αὐτάς. 3 Οταν αυτός ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, αμέσως από τον πρώτον μήνα της βασιλείας του ήνοιξε τας κλειστάς θύρας του ναού του Κυρίου και έκαμεν εις αυτάς επισκευάς. 3 Συνέβη δὲ τοῦτο: Μόλις ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον, ἀμέσως κατὰ τὸν πρῶτον μῆνα ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τὶς ἐπεσκεύασε.
4 καὶ εἰσήγαγε τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευίτας καὶ κατέστησεν αὐτοὺς εἰς τὸ κλῖτος τὸ πρὸς ἀνατολὰς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· 4 Διέταξε να μεταβούν στον ναόν του Κυρίου οι ιερείς και οι Λευίται, τους οποίους συνεκέντρωσεν στο ανατολικόν κλίτος του ναού και τους είπε· 4 Κατόπιν διέταξε νὰ εἰσέλθουν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται εἰς τὸν Ναόν, τοὺς συνεκέντρωσεν εἰς τὸ ἀνατολικὸν κλίτος (κατ’ ἄλλους: Εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τῆς ἐξωτερικῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ) καὶ τοὺς εἶπεν:
5 ἀκούσατε, οἱ Λευῖται, νῦν ἁγνίσθητε καὶ ἁγνίσατε τὸν οἶκον Κυρίου Θεοῦ τῶν πατέρων ὑμῶν καὶ ἐκβάλετε τὴν ἀκαθαρσίαν ἐκ τῶν ἁγίων· 5 “σεις, οι Λευίται, ακούσατέ με. Αμέσως αγνισθήτε οι ίδιοι, αγνίσατε τον οίκον Κυρίου του Θεού των πατέρων ημών και βγάλτε κάθε μολυσμόν από τους ιερούς τόπους. 5 «Ἀκοῦστε με, Λευῖται· τώρα καθαρισθῆτε, ἑξαγνισθῆτε πρῶτα σεῖς, κατόπιν δὲ καθαρίστε καὶ ἑξαγνίστε τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων σας· βγάλτε ἔξω ἀπὸ τὸν ἅγιον τόπον τοῦ Ναοῦ κάθε ὑλικὴν ἀκαθαρσίαν καὶ κάθε εἰδωλολατρικὸν ἀντικείμενον.
6 ὅτι ἀπέστησαν οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ ἐποίησαν τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἐγκατέλιπαν αὐτὸν καὶ ἀπέστρεψαν τὸ πρόσωπον αὐτῶν ἀπὸ τῆς σκηνῆς Κυρίου καὶ ἔδωκαν αὐχένα 6 Διότι, δυστυχώς, οι πατέρες μας απεστάτησαν από τον Θεόν, έπραξαν το πονηρόν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας, εγκατέλειψαν αυτόν, απέστρεψαν το πρόσωπόν των από την Σκηνήν του Μαρτυρίου, έστρεψαν με περιφρόνησιν τις πλάτες των στον Θεόν. 6 Διότι οἱ πατέρες μας ἀπεστάτησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον, τὸν Θεόν μας, παρεσύρθησαν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησαν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Ἐγκατέλειψαν τὸν Θεὸν καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπόν των ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Κυρίου (τοῦ Μαρτυρίου) καὶ ἔστρεψαν μὲ περιφρόνησιν τὴν πλάτην των εἰς τὸν Θεόν!
7 καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ ναοῦ καὶ ἔσβεσαν τοὺς λύχνους καὶ θυμίαμα οὐκ ἐθυμίασαν καὶ ὁλοκαυτώματα οὐ προσήνεγκαν ἐν τῷ ἁγίῳ Θεῷ ᾿Ισραήλ. 7 Αυτοί απέκλεισαν τας θύρας του ναού, έσβησαν τους λύχνους, με θυμίαμα δεν εθυμίασαν, και ολοκαυτώματα δεν προσέφεραν στον άγιον Θεόν του Ισραήλ. 7 Ἀκόμη ἔκλεισαν τὶς πύλες τοῦ Ναοῦ, ἔσβησαν τὶς λυχνίες καὶ ἔπαυσαν νὰ προσφέρουν θυμίαμα καὶ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων εἰς τὸν ἅγιον Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
8 καὶ ὠργίσθη ὀργῇ Κύριος ἐπὶ τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς εἰς ἔκστασιν καὶ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς συρισμόν, ὡς ὑμεῖς ὁρᾶτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑμῶν. 8 Δια τούτο με μεγάλην οργήν ωργίσθη ο Κυριος εναντίον των Ιουδαίων και της Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις αυτούς φόβον, τους παρέδωκεν στον όλεθρον και στον εμπαιγμόν, όπως σεις με τα ίδια σας τα μάτια βλέπετε. 8 Ἕνεκα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἀποστασίας καὶ ἀσεβείας ὠργίσθη πάρα πολὺ ὁ Κύριος, ἄναψε ὁ θυμός του κατὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ τοὺς ἀφῆκε νὰ γίνουν ἀντικείμενον τρόμου, ἐκπλήξεως, ἑξαφανισμοῦ καὶ χλευασμοῦ, ὅπως καὶ σεῖς τὸ βλέπετε καὶ τὸ διαπιστώνετε μὲ τὰ μάτια σας.
9 καὶ ἰδοὺ πεπλήγασιν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν μαχαίρᾳ, καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν καὶ αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν αἰχμαλωσίᾳ ἐν γῇ οὐκ αὐτῶν, ὃ καὶ νῦν ἐστιν. 9 Διότι ιδού, οι πατέρες σας έχουν θανατωθή με μάχαιραν, οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας και αι γυναίκες σας Εχουν οδηγηθή αιχμάλωτοι εις ξένην χώραν. Και μέχρι της ημέρας αυτής είναι αιχμάλωτοι. 9 Καὶ νά· οἱ πατέρες σας ἐφονεύθησαν εἰς τοὺς πολέμους ἀπὸ τὴν μάχαιραν καὶ οἱ υἱοί σας καὶ οἱ θυγατέρες σας καὶ οἱ γυναῖκες σας συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι καὶ ὠδηγήθησαν εἰς ξένην χώραν· τὸ θλιβερὸν δὲ αὐτὸ γεγονὸς συνεχίζεται ἀκόμη καὶ τώρα!
10 ἐπὶ τούτοις νῦν ἐστιν ἐπὶ καρδίας διαθέσθαι διαθήκην Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀποστρέψει τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ ἀφ' ἡμῶν. 10 Δι' όλα αυτά έχω πόθον και απόφασιν εις την καρδίαν μου να συνάψωμεν συμφωνίαν με Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ, ώστε να αποσύρη την οργήν του θυμού του από ημάς. 10 Ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν τῶν συμφορῶν ἀπεφάσισα τώρα μὲ ὅλην μου τὴν ψυχὴν νὰ συνάψωμεν συμφωνίαν καὶ συνθήκην φιλίας μὲ τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἡμᾶς ὁ θυμὸς καὶ νὰ σβήσῃ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἐναντίον μας δικαία ἀγανάκτησίς του.
11 καὶ νῦν μὴ διαλίπητε, ὅτι ἐν ὑμῖν ᾑρέτικε Κύριος στῆναι ἐναντίον αὐτοῦ λειτουργεῖν καὶ εἶναι αὐτῷ λειτουργοῦντας καὶ θυμιῶντας. 11 Και λοιπόν, μη παραμελήσετε τίποτε από ο,τι πρέπει να κάμετε, διότι από σας εξέλεξεν ο Κυριος άνδρας να ευρίσκωνται ενώπιον του, να υπηρετούν αυτόν στον ναόν και να του προσφέρουν την θυσίαν του θυμιάματος”. 11 Τώρα λοιπὸν μὴ ἀμελήσετε καὶ μὴ ἀδρανήσετε διὰ τὸ ἔργον αὐτό· διότι σεῖς εἶσθε ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε ὁ Κύριος νὰ στέκεσθε ἐνώπιον του καὶ νὰ τὸν ὑπηρετῆτε εἰς τὸν Ναόν του μὲ τὸ νὰ τελῆτε τὰ τῆς λατρείας καὶ νὰ ὁδηγῆτε τὸν λαὸν νὰ τὸν λατρεύουν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν θυμίαμα».
12 καὶ ἀνέστησαν οἱ Λευῖται, Μαὰθ ὁ τοῦ ᾿Αμασὶ καὶ ᾿Ιωὴλ ὁ τοῦ ᾿Αζαρίου ἐκ τῶν υἱῶν Καὰθ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Μεραρὶ Κὶς ὁ τοῦ ᾿Αβδὶ καὶ ᾿Αζαρίας ὁ τοῦ ᾿Ιαλλελήλ, καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Γεδσωνὶ ᾿Ιωδαὰδ ὁ τοῦ Ζεμμὰθ καὶ ᾿Ιωαδὰμ ὁ τοῦ ᾿Ιωαχά, 12 Τοτε ηγέρθησαν από τους Λευίτας ο Μαάθ υιός του Αμασί, Ιωήλ ο υιός του Αζαρίου, απόγονοι του Καάθ, και από τους απογόνους του Μεραρί ο Κις υιός του Αβδί, ο Αζαρίας υιός του Ιαλλελήλ και από τους απογόνους του Γεδσωνί ο Ιωδαάδ υιός του Ζεμμάθ, και Ιωαδάμ ο υιός του Ιωαχά. 12 Τότε ἐσηκώθησαν καὶ ἄρχισαν τὸ ἔργον αὐτὸ οἱ ἀκόλουθοι δεκατέσσερις Λευῖται: Ὁ Μαάθ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀμασί, καὶ ὁ Ἰωήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀζαρία, ἀπόγονοι τοῦ Καάθ. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μεραρὶ ὁ Κίς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβδί, καὶ ὁ Ἀζαρίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰαλλελήλ. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Γεδσὼν ὁ Ἰωδαάδ, ὁ υἱὸς τοῦ Ζεμμάθ, καὶ ὁ Ἰωαδάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωαχά.
13 καὶ τῶν υἱῶν ᾿Ελισαφὰν Ζαμβρὶ καὶ ᾿Ιεϊήλ, καὶ τῶν υἱῶν ᾿Ασὰφ Ζαχαρίας καὶ Ματθανίας, 13 Επίσης ηγέρθησαν από τους απογόνους του Ελισαφάν ο Ζαμβρί και ο Ιεϊήλ, από τους απογόνους του Ασάφ ο Ζαχαρίας και ο Ματθανίας, 13 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐλισαφὰν ὁ Ζαμβρὶ καὶ ὁ Ἰεϊήλ. Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀσὰφ ὁ Ζαχαρίας καὶ ὁ Ματθανίας.
14 καὶ τῶν υἱῶν Αἰμὰν ᾿Ιεϊὴλ καὶ Σεμεΐ, καὶ τῶν υἱῶν ᾿Ιδιθοὺν Σαμαίας καὶ ᾿Οζιήλ, 14 από τους απογόνους του Αιμάν ο Ιεϊήλ και ο Σεμεΐ, από δε τους απογόνους του Ιδιθούν ο Σαμαίας και ο Οζιήλ. 14 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Αἰμὰν ὁ Ἰεϊὴλ καὶ ὁ Σεμεΐ. Ἀπὸ δὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰδιθοὺν ὁ Σαμαίας καὶ ὁ Ὀζιήλ.
15 καὶ συνήγαγον τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν καὶ ἡγνίσθησαν κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως διὰ προστάγματος Κυρίου καθαρίσαι τὸν οἶκον Κυρίου. 15 Αυτοί συνεκέντρωσαν τους αδελφούς των τους Λευίτας και αφού εκαθαρίσθησαν σύμφωνα με τας διατάξστου Νομου, ήλθον κατά την εντολήν του βασιλέως, ώστε σύμφωνα με τον Νομον του Κυρίου να καθαρίσουν τον οίκον του Κυρίου από τα ειδωλολατρικά μιάσματα. 15 Οἱ Λευῖται αὐτοὶ συνεκέντρωσαν τοὺς ἀδελφούς των Λευΐτας καί, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθησαν καὶ ἐξηγνίσθησαν, ἀνέλαβαν κατὰ τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ, καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, νὰ καθαρίσουν τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
16 καὶ εἰσῆλθον οἱ ἱερεῖς ἔσω εἰς τὸν οἶκον Κυρίου ἁγνίσαι καὶ ἐξέβαλον πᾶσαν τὴν ἀκαθαρσίαν τὴν εὑρεθεῖσαν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου καὶ εἰς τὴν αὐλὴν οἴκου Κυρίου, καὶ ἐδέξαντο οἱ Λευῖται ἐκβαλεῖν εἰς τὸν χειμάρρουν Κέδρων ἔξω. 16 Οι ιερείς εισήλθον στο εσωτερικόν του ναού να τον εξαγνίσουν και έβγαλαν από αυτόν κάθε ειδωλολατρικόν μολυσμόν και ακαθαρσίαν, που είχεν ευρεθή στον ναόν του Κυρίου και εις την αυλήν του οίκου του Κυρίου. Αυτάς τας ακαθαρσίας οι Λευίται τας έρριψαν έξω στον χείμαρρον των Κέδρων. 16 Καὶ οἱ ἱερεῖς ἐμπῆκαν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου (εἰς τὰ Ἅγια) διὰ νὰ τὸ καθαρίσουν καὶ τὸ ἑξαγνίσουν καὶ ἔβγαλαν ἀπὸ τὰ Ἅγια ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου ὅλα τὰ νομικῶς ἀκάθαρτα ἀντικείμενα, ποὺ εὑρέθησαν μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἔβγαλαν ἀπὸ τὰ Ἅγια καὶ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ ὅλα τὰ νομικῶς ἀκάθαρτα ἀντικείμενα), ἀπὸ ὅπου τὰ παρέλαβαν οἱ Λευῖται καὶ τὰ ἐπέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων.
17 καὶ ἤρξαντο τῇ ἡμέρᾳ τῇ πρώτῃ νουμηνίᾳ τοῦ πρώτου μηνὸς ἁγνίσαι καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ τοῦ μηνὸς εἰσῆλθαν εἰς τὸν ναὸν Κυρίου καὶ ἥγνισαν τὸν οἶκον Κυρίου ἐν ἡμέραις ὀκτὼ καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου συνετέλεσαν. 17 Ο καθαρισμός ιερέων και Λευιτών ήρχισε την πρώτην ημέραν του πρώτου μηνός. Κατά δε την ογδόην ημέραν του ιδίου μηνός εισήλθον στον ναόν του Κυρίου. Επί οκτώ ημέρας εκαθάρισαν και εξήγνισαν τον ναόν του Κυρίου. Κατά την δεκάτην τρίτην του πρώτου μηνός έφεραν εις πέρας τον καθαρισμόν. 17 Τὸ ἔργον τοῦ καθαρισμοῦ καὶ ἁγνισμοῦ τὸ ἄρχισαν τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνὸς καὶ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν τοῦ μηνὸς ἐμπῆκαν μέσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἐκαθάρισαν καὶ ἐξήγνισαν τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου μέσα σὲ ὀκτὼ ἡμέρες. Ἐτελείωσαν δὲ ὅλην τὴν ἐργασίαν τὴν δεκάτην τρίτην (κατ’ ἄλλην γραφήν: Τὴν δεκάτην ἕκτην) ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός.
18 καὶ εἰσῆλθαν ἔσω πρὸς ᾿Εζεκίαν τὸν βασιλέα καὶ εἶπαν· ἡγνίσαμεν πάντα τὰ ἐν οἴκῳ Κυρίου, τὸ θυσιαστήριον τῆς ὁλοκαυτώσεως καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ τὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως καὶ τὰ σκεύη αὐτῆς· 18 Επειτα παρουσιάσθησαν αυτοί προς τον βασιλέα τον Εζεκίαν, εις τα ανάκτορα, και του είπαν· “ημείς εξηγνίσαμεν όλα όσα υπάρχουν στον οίκον του Κυρίου, το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και τα ιερά αυτού σκεύη, την τράπεζαν της προθέσεως και τα ιερά της σκεύη. 18 Κατόπιν ἐπῆγαν εἰς τὰ ἀνάκτορα, παρουσιάσθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ἐζεκίαν καὶ τοῦ ἀνεκοίνωσαν: «Ἐκαθαρίσαμεν καὶ ἐξηγνίσαμεν ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενά του καὶ τὴν Τράπεζαν τῆς Προθέσεως καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενά της.
19 καὶ πάντα τὰ σκεύη, ἃ ἐμίανεν ὁ βασιλεὺς ῎Αχαζ ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐν τῇ ἀποστασίᾳ αὐτοῦ, ἡτοιμάκαμεν καὶ ἡγνίκαμεν, ἰδού ἐστιν ἐναντίον τοῦ θυσιαστηρίου Κυρίου. 19 Εκαθαρίσαμεν όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία κατά το διάστημα της βασιλείας του ο αποστατήσας βασιλεύς Αχαζ είχε μολύνει. Εκαθαρίσαμεν και ητοιμάσαμεν αυτά και ιδού ευρίσκονται καθαρά και αγνά ενώπιον του θυσιαστηρίου του Κυρίου”. 19 Ἐπὶ πλέον ἐκαθαρίσαμεν καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἐμόλυνε καὶ ἐβεβήλωσεν ὁ βασιλιᾶς Ἄχαζ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας του, ὅταν ἀπεστάτησεν ἀπὸ τὸν Κύριον. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐτοιμάσαμε, τὰ ἐκαθαρίσαμεν καὶ τὰ ἐξηγνίσαμεν καὶ νά· αὐτὰ εἶναι ἕτοιμα ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου».
20 καὶ ὤρθρισεν ᾿Εζεκίας ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως καὶ ἀνέβη εἰς οἶκον Κυρίου 20 Ο βασιλεύς Εζεκίας εσηκώθη λίαν πρωϊ, συνεκέντρωσε τους άρχοντας της πόλεως, ανέβη στον ναόν του Κυρίου 20 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ἀνακοινώσεως τῶν Λευϊτῶν ὁ βασιλιᾶς Ἐζεκίας δὲν ἔχασε καθόλου καιρόν. Ἐσηκώθη πολὺ πρωῒ καὶ συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἐπισήμους καὶ ἄρχοντες τῆς πόλεως καὶ ἀνέβη μαζί των εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
21 καὶ ἀνήνεγκε μόσχους ἑπτά, κριοὺς ἑπτά, ἀμνοὺς ἑπτά, χιμάρους αἰγῶν ἑπτὰ περὶ ἁμαρτίας, περὶ τῆς βασιλείας καὶ περὶ τῶν ἁγίων καὶ περὶ ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς ᾿Ααρὼν τοῖς ἱερεῦσιν ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου. 21 και προσέφερεν ως θυσίαν επτά μόσχους, επτά κριούς, επτά αμνούς και επτά τράγους θυσίαν δια τας αμαρτίας του βασιλικού οίκου, δια τας αμαρτίας των λειτουργών του ναού και γενικώς του ισραηλιτικού λαού. Ο βασιλεύς είπε τότε στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών, να ανεβούν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του Κυρίου και να προσφέρουν τας θυσίας αυτάς. 21 Καὶ ἐπρόσφερε ὡς θυσίαν ἑπτὰ μοσχάρια καὶ ἑπτὰ κριάρια καὶ ἑπτὰ ἀρνιὰ καὶ ἑπτὰ τράγους διὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ βασιλικοῦ οἴκου (τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν προκατόχων του) καὶ διὰ τοὺς λειτουργοὺς τοῦ Ναοῦ (τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευῖτες) καὶ γενικῶς δι’ ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν (κατ’ ἄλλην γραφήν: Τὸν Ἰουδαϊκον λαόν), ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἑκουσίαν συγκατάθεσίν του ἐβαρύνετο μὲ τὴν ἐνοχὴν τῆς ἀποστασίας. Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἐζεκίας διέταξε τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών, νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ προσφέρουν τις θυσίες αὐτές.
22 καὶ ἔθυσαν τοὺς μόσχους, καὶ ἐδέξαντο οἱ ἱερεῖς τὸ αἷμα καὶ προσέχεαν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον· καὶ ἔθυσαν τοὺς κριούς, καὶ προσέχεαν τὸ αἷμα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον· καὶ ἔθυσαν τοὺς ἀμνούς, καὶ περιέχεον τὸ αἷμα τῷ θυσιαστηρίῳ· 22 Εθυσίασαν τους μόσχους, και οι ιερείς επήραν το αίμα αυτών και το έχυσαν γύρω από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Εθυσίασαν κατόπιν τους κριούς, και οι ιερείς επήραν και έχυσαν το αίμα των κριών γύρω από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Εθυσίασαν έπειτα τους αμνούς, οι δε ιερείς έχυσαν το αίμα αυτών γύρω από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. 22 Ἔτσι ἔσφαξαν τὰ μοσχάρια καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπῆραν τὸ αἷμα καὶ ἐρράντισαν μὲ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον. Ἔπειτα ἔσφαξαν τὰ κριάρια καὶ ἐρράντισαν ἐπίσης μὲ τὸ αἷμα τὸ θυσιαστήριον. Ἔσφαξαν ἐπίσης τὰ ἀρνιὰ καὶ μὲ τὸ αἷμα των ἐρράντισαν τὸ θυσιαστήριον.
23 καὶ προσήγαγον τοὺς χιμάρους τοὺς περὶ ἁμαρτίας ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐπέθηκαν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπ' αὐτούς, 23 Κατόπιν έφεραν τους τράγους, οι οποίοι θα προσεφέροντο θυσία δια τας αμαρτίας ενώπιον του βασιλέως και των συγκεντρωθέντων Ισραηλιτών. Ο βασιλεύς και οι εκπρόσωποι του λαού έθεσαν τα χέρια των επάνω στους τράγους αυτούς. 23 Κατόπιν ἔφεραν τοὺς τράγους, οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο νὰ θυσιασθοῦν διὰ τίς ἁμαρτίες, ἐμπρὸς εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ. Τότε ὁ βασιλιᾶς καὶ ἡ συνάθροισις τοῦ λαοῦ (οἱ ἀρχηγοὶ καὶ ἐπίσημοι τοῦ λαοῦ) ἔβαλαν τὰ χέρια των ἐπάνω εἰς τοὺς τράγους.
24 καὶ ἔθυσαν αὐτοὺς οἱ ἱερεῖς καί ἐξιλάσαντο τὸ αἷμα αὐτῶν πρὸς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐξιλάσαντο περὶ παντὸς ᾿Ισραήλ, ὅτι εἶπεν ὁ βασιλεύς, περὶ παντὸς ᾿Ισραὴλ ἡ ὁλοκαύτωσις καὶ τὰ περὶ ἁμαρτίας. 24 Οι ιερείς έσφαξαν αυτούς και με το αίμα των, το οποίον έχυσαν στο θυσιαστήριον, εξιλέωσαν τον Θεόν δι' ολόκληρον τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι ο βασιλεύς είχε διατάξει να προσφερθούν αυτά τα ολοκαυτώματα δια τας αμαρτίας ολοκλήρου του ισραηλιτικού λαού. 24 Κατόπιν οἱ ἱερεῖς ἔσφαξαν τοὺς τράγους καὶ ἔχυσαν (ἐρράντισαν) τὸ αἷμα των εἰς τὸ θυσιαστήριον ὡς θυσίαν ἐξιλεώσεως καὶ ἑξαγνισμοῦ ὑπὲρ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ προσφερθῆ ἡ θυσία τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἡ θυσία διὰ τὶς ἁμαρτίες ὑπὲρ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
25 καὶ ἔστησε τοὺς Λευίτας ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐν κυμβάλοις καί ἐν νάβλαις καὶ ἐν κινύραις κατὰ τὴν ἐντολὴν Δαυὶδ τοῦ βασιλέως καὶ Γὰδ τοῦ ὁρῶντος τῷ βασιλεῖ καὶ Νάθαν τοῦ προφήτου, ὅτι διὰ ἐντολῆς Κυρίου τὸ πρόσταγμα ἐν χειρὶ τῶν προφητῶν. 25 Ο βασιλεύς ετακτοποίησε τους Λευίτας στον ναόν του Κυρίου με κύμβαλα, με νάβλας, με κινύρας, όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς Δαυίδ και ο προφήτης Γαδ στον βασιλέα Δαυίδ και ο προφήτης Ναθαν. Η τακτοποίησις αυτή των Λευιτών έγινε σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, η οποία εδόθη με πρόσταγμα δια μέσου των προφητών. 25 Ὁ Ἐζεκίας ἐγκατέστησε τοὺς Λευῖτες εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου μὲ κύμβαλα καὶ λύρες καὶ ἄρπες, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶχε διατάξει ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ καὶ ὁ προφήτης Γὰδ τοῦ βασιλιᾶ Δαβὶδ καὶ ὁ προφήτης Νάθαν. Διότι τέτοια ἦταν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διεβιβάσθη διὰ τῶν προφητῶν.
26 καὶ ἔστησαν οἱ Λευῖται ἐν ὀργάνοις Δαυὶδ καὶ οἱ ἱερεῖς ταῖς σάλπιγξι. 26 Ετσι οι Λευίται επήραν τας θέσεις των με τα μουσικά όργανα του Δαυίδ. Οι δε ιερείς είχαν εις τα χέρια των τας ιεράς σάλπιγγας. 26 Ἔτσι οἱ Λευῖται ἐστάθησαν μὲ τὰ μουσικὰ ὄργανα τοῦ Δαβίδ (κύμβαλα, λύρες, ἄρπες) καὶ οἱ ἱερεῖς μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγες.
27 καὶ εἶπεν ᾿Εζεκίας ἀνενέγκαι τὴν ὁλοκαύτωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον· καὶ ἐν τῷ ἄρξασθαι ἀναφέρειν τὴν ὁλοκαύτωσιν ἤρξαντο ᾄδειν Κυρίῳ, καὶ σάλπιγγες πρὸς τὰ ὄργανα Δαυὶδ βασιλέως ᾿Ισραήλ. 27 Ο Εζεκίας είπε να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα στο θυσιαστήριον και κατά την στιγμήν, που ήρχισεν η προσφορά των ολοκαυτωμάτων, ήρχισαν επίσης να ψάλλουν οι ψάλται προς δόξαν του Κυρίου και αι σάλπιγγες να ηχούν συνοδευόμεναι με τα μουσικά όργανα του Δαυίδ του βασιλέως του ισραηλιτικού λαού. 27 Τότε ὁ Ἐζεκίας διέταξε νὰ προσφέρουν τὴν θυσίαν τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον. Καὶ μόλις ἄρχισαν νὰ προσφέρουν τὴν θυσίαν τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ἄρχισαν ἐπίσης νὰ ψάλλουν ὕμνους πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σαλπίζουν οἱ ἱερὲς σάλπιγγες καὶ νὰ παίζουν τὰ μουσικὰ ὄργανα (κύμβαλα, λύρες, ἄρπες) τοῦ Δαβίδ, τοῦ βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ.
28 καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία προσεκύνει, καὶ οἱ ψαλτῳδοὶ ᾄδοντες, καὶ σάλπιγγες σαλπίζουσαι, ἕως οὗ συνετελέσθη ἡ ὁλοκαύτωσις. 28 Ολοι δε τότε οι εκεί συγκεντρωθέντες προσεκύνησαν τον Θεόν, οι ψάλται έψαλλον, αι σάλπιγγες εσάλπιζον, έως ότου ετελείωσεν η πρόσφορα των ολοκαυτωμάτων. 28 Ταυτοχρόνως ὅλη ἡ συνάθροισις τοῦ λαοῦ ἐπροσκυνοῦσε καὶ ἐλάτρευε τὸν Θεόν, οἱ ψάλται ἔψαλλαν, οἱ δὲ ἱερὲς σάλπιγγες ἐσάλπιζαν συνεχῶς, μέχρις ὅτου ἐτελείωσεν ὅλη ἡ θυσία τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
29 καὶ ὡς συνετέλεσαν ἀναφέροντες, ἔκαμψεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ εὑρεθέντες καὶ προσεκύνησαν. 29 Οταν αυτοί, που προσέφεραν τα ολοκαυτώματα, ετελείωσαν την προσφοράν των, ο βασιλεύς και όλοι όσοι ευρέθησαν εκεί έκαμψαν τα γόνατα και προσεκύνησαν τον Θεόν. 29 Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν τὴν προσφορὰν τῶν θυσιῶν, ὁ βασιλιᾶς καὶ ὅλοι, ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ, ἐγονάτισαν, ἔκλιναν μὲ εὐλάβειαν καὶ σιωπηλὰ τὸ μέτωπόν των εἰς τὴν γῆν καὶ ἐπροσκύνησαν (ἐλάτρευσαν ταπεινά) τὸν Θεόν.
30 καὶ εἶπεν ᾿Εζεκίας ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες τοῖς Λευίταις ὑμνεῖν τὸν Κύριον ἐν λόγοις Δαυὶδ καὶ ᾿Ασὰφ τοῦ προφήτου· καὶ ὕμνουν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἔπεσον καὶ προσεκύνησαν. 30 Τοτε ο βασιλεύς Εζεκίας και οι άρχοντες, που ήσαν μαζή του, είπαν στους Λευίτας να υμνούν τον Κυριον με τους ψαλμούς του Δαυίδ και του προφήτου Ασάφ. Αυτοί πράγματι υμνολογούσαν τον Θεόν με χαράν και αγαλλίασιν και έπεσαν και προσεκύνησαν αυτόν. 30 Τότε ὁ βασιλιᾶς Ἐζεκίας καὶ οἱ ἄρχοντες εἶπαν εἰς τοὺς Λευῖτες νὰ ὑμνοῦν τὸν Κύριόν μὲ τοὺς ὕμνους καὶ τὶς ὠδὲς τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ προφήτου Ἀσάφ. Αὐτοὶ δὲ ἔψαλλαν τοὺς ὕμνους μὲ μεγάλην χαράν, ἔπειτα δὲ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, προσκυνοῦντες εὐλαβικὰ καὶ λατρεύοντες ταπεινὰ τὸν Θεόν.
31 καὶ ἀπεκρίθη ᾿Εζεκίας καὶ εἶπε· νῦν ἐπληρώσατε τὰς χεῖρας ὑμῶν Κυρίῳ, προσαγάγετε καί φέρετε θυσίας αἰνέσεως εἰς οἶκον Κυρίου· καὶ ἀνήνεγκεν ἡ ἐκκλησία θυσίας καὶ αἰνέσεις εἰς οἶκον Κυρίου καὶ πᾶς πρόθυμος τῇ καρδίᾳ ὁλοκαυτώσεις. 31 Ο Εζεκίας ωμίλησε τότε και είπε· “τώρα με τα ίδια σας τα χέρια έχετε εκπληρώσει το καθήκον σας απέναντι του Κυρίου. Πλησιάστε και φέρτε θυσίας δοξολογίας στον ναόν του Κυρίου”. Η συγκέντρωσις προσέφερε πράγματι θυσίας και δοξολογίας στον Κυριον. Και καθένας ο οποίος είχεν ευλαβή και πρόθυμον την κοιρδίαν, προσέφερεν ολοκαυτώματα. 31 Κατόπιν ὁ Ἐζεκίας ἔλαβε πάλιν τὸν λόγον καὶ εἶπε: «Τώρα πλέον, ποὺ ἔχετε καθαρισθῆ καὶ ἑξαγνισθῆ διὰ τὸν Κύριον, πλησιάστε καὶ προσφέρετε Θυσίες αἰνέσεως (εὐχαριστίας) εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου». Τότε ἡ συνάθροισις προσέφερε θυσίες καὶ αἰνέσεις εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν πρόθυμοι, προσέφεραν Θυσίες ὁλοκαυτωμάτων.
32 καὶ ἐγένετο ὁ ἀριθμὸς τῆς ὁλοκαυτώσεως, ἧς ἀνήνεγκεν ἡ ἐκκλησία, μόσχοι ἑβδομήκοντα, κριοὶ ἑκατόν, ἀμνοὶ διακόσιοι· εἰς ὁλοκαύτωσιν Κυρίῳ πάντα ταῦτα. 32 Ο αριθμός δε των ολοκαυτωμάτων, τα οποία προσέφεραν οι εκεί συγκεντρωθέντες, ήσαν εβδομήκοντα μόσχοι, εκατόν κριοι και διακόσιοι αμνοί. Ολα αυτά προς ολοκαύτωσιν δια τον Κυριον. 32 Ὃ ἀριθμὸς τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ προσέφερεν ἢ συνάθροισις (οἳ ἄρχοντες καὶ οἱ ἐπίσημοι ποὺ ἦσαν παρόντες), ἦσαν: Ἑβδομῆντα (70) μοσχάρια, ἑκατὸν (100) κριάρια καὶ διακόσια (200) ἀρνιά. Ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα προωρίζοντο ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος εἰς τὸν Κύριον.
33 καὶ οἱ ἡγιασμένοι μόσχοι ἑξακόσιοι, πρόβατα τρισχίλια. 33 Εκτός δε αυτών ήσαν προωρισμένοι προς θυσίαν δια τον Θεόν εξακόσιοι μόσχοι και τρεις χιλιάδες πρόβατα. 33 Προσέφεραν ἀκόμη ὡς ἀφιερώματα εἰς τὸν Θεὸν ἑξακόσια (600) μοσχάρια καὶ τρεῖς χιλιάδες (3.000) πρόβατα.
34 ἀλλ' ἢ οἱ ἱερεῖς ἦσαν ὀλίγοι καὶ οὐκ ἠδύναντο ἐκδεῖραι τὴν ὁλοκαύτωσιν, καὶ ἀντελάβοντο αὐτῶν οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ Λευῖται, ἕως οὗ συνετελέσθη τὸ ἔργον καὶ ἕως οὗ ἡγνίσθησαν οἱ ἱερεῖς, ὅτι οἱ Λευῖται προθύμως ἥγνισαν παρὰ τοὺς ἱερεῖς. 34 Οι ιερείς όμως ήσαν ολίγοι και δεν ημπορούσαν να γδέρνουν όλα αυτά τα ολοκαυτώματα, δια τούτο και τους εβοηθούσαν οι αδελφοί των οι Λευίται, έως ότου ετελείωσεν ολόκληρος η εργασία των, και μέχρις ότου ηγνίσθησαν και εκαθαρίσθησαν κατά τον Νομον και άλλοι ιερείς. Παντως οι Λευίται εφάνησαν προθυμότεροι στον εξαγνισμόν των, παρά οι ιερείς. 34 Ἀλλ’ ἐπειδή οἰ ἱερεῖς ἦσαν λίγοι καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ γδάρουν τὰ ζῶα, ποὺ προσεφέροντο ὡς θυσία ὁλοκαυτώσεως, τοὺς ἐβοήθησαν οἱ ἀδελφοὶ τῶν, οἱ Λευῖται, μέχρις ὅτου ἐτελείωσαν τὴν ἐργασίαν καὶ μέχρις ὅτου ἐκαθαρίσθησαν καὶ ἠγνίσθησαν καὶ οἱ (ἄλλοι) ἱερεῖς· διότι οἱ Λευῖται ὑπῆρξαν περισσότερον πρόθυμοι καὶ ἀπεδείχθησαν περισσότερον εὐσυνείδητοι διὰ τὸν καθαρισμὸν καὶ ἑξαγνισμόν των ἀπὸ ὅ,τι ὑπῆρξαν οἱ ἱερεῖς.
35 καὶ ἡ ὁλοκαύτωσις πολλὴ ἐν τοῖς στέασι τῆς τελειώσεως τοῦ σωτηρίου καὶ τῶν σπονδῶν τῆς ὁλοκαυτώσεως· καὶ κατωρθώθη τὸ ἔργον ἐν οἴκῳ Κυρίου. 35 Υπήρχον πολλά ολοκαυτώματα εκ παραλλήλου προς τας ειρηνικάς θυσίας, κατά τας οποίας εκαίοντο τα λίπη, και εγίνοντο πολλαί σπονδαί οίνου μαζή με τα ολοκαυτώματα. Ετσι δε επραγματοποιήθη και αποκατεστάθη η υπηρεσία στον ναόν του Κυρίου. 35 Μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ ὑπῆρχαν διὰ θυσίαν, ὑπῆρχαν ἐπίσης καὶ τὰ κομμάτια τῶν λιπαρῶν κρεάτων, ποὺ ἐπρόσφεραν οἱ ἱερεῖς ὡς εἰρηνικὲς θυσίες καὶ τὰ κατάλοιπα τῶν ὁποίων ἐτρώγοντο ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν· ἀκόμη ὑπῆρχαν οἱ σπονδὲς διὰ τὶς θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Ἔτσι ἀποκατεστάθη καὶ ἐτακτοποιήθη ἡ λατρεία καὶ ἡ προσφορὰ τῶν θυσιῶν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
36 καὶ ηὐφράνθη ᾿Εζεκίας καὶ πᾶς ὁ λαὸς διὰ τὸ ἡτοιμακέναι τὸν Θεὸν τῷ λαῷ, ὅτι ἐξάπινα ἐγένετο ὁ λόγος. 36 Ο Εζεκίας και όλος ο λαός ηυφράνθησαν, διότι ετακτοποιήθη η λατρεία του Θεού στον ναόν και διότι όλον αυτό το έργον της τακτοποιήσεως και αποκαταστάσεως έγινε τόσον σύντομα. 36 Ὁ Ἐζεκίας εὐχαριστήθη πολὺ καὶ ἐσκίρτησεν ἀπὸ χαράν, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλος ὁ λαός, διότι ὁ Θεὸς ἐτοίμασε τὸν λαὸν καὶ ἀποκατέστησε τὴν λατρείαν εἰς τὸν Ναόν· καὶ ἀκόμη διότι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τόσον ἔξαφνα καὶ γρήγορα.