Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (ΚΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΟΣ εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἦν ῎Αχαζ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑκκαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καὶ οὐκ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου, ὡς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. 1 Ο Αχαζ ήτο εικοσιπέντε ετών, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον· εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί δεκαέξ έτη. Δεν έπραξεν όμως το ευάρεστον ενώπιον Κυρίου, όπως είχε πράξει ο προπάτωρ αυτού Δαυίδ. 1 Όταν ὁ Ἄχαζ ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν Θρόνον, ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ δεκαέξι χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅμως ὁ Ἄχαζ δὲν ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, μὲ πιστότητα καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Κύριον, ὅπως ὁ Δαβίδ, ὁ προπάτοράς του.
2 καὶ ἐπορεύθη κατὰ τὰς ὁδοὺς βασιλέων ᾿Ισραήλ· καὶ γὰρ γλυπτὰ ἐποίησε 2 Αυτός εβάδισε τους αμαρτωλούς και ασεβείς δρόμους των βασιλέων του Ισραήλ, αφού και αγάλματα ακόμη κατεσκεύασε 2 Ὁ Ἄχαζ ἔζησε κατὰ τὸ ἁμαρτωλὸν καὶ εἰδωλολατρικὸν παράδειγμα τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραήλ· διότι κατεσκεύασεν ἀκόμη καὶ ἀγάλματα
3 τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ ἔθυεν ἐν Βενεννὸμ καὶ διῆγε τὰ τέκνα αὐτοῦ διὰ πυρὸς κατὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξωλόθρευσε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ, 3 δια τα είδωλα των θεών των και προσέφερε θυσίας εις Βενεννόμ. Διέταξε και επερνούσαν τα παιδιά του επάνω από το εξαγνιστικόν, τάχα, πυρ, σύμφωνα με τας αποκρουστικάς συνηθείας των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία έθνη ο Κυριος είχε καταστρέψει ενώπιον των Ισραηλιτών. 3 διὰ τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευαν τὰ ἔθνη ἀκόμη ὁ Ἄχαζ προσέφερε θυσίες εἰς τὴν κοιλάδα Βενεννόμ. Ἐπίσης ἐθυσίασε τὰ παιδιά του ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τὰ εἴδωλα (ἢ κατ ’ ἄλλους: Ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν φωτιὰ τὰ παιδιά του, διὰ νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ), σύμφωνα μὲ τὶς σιχαμερὲς συνήθειες τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἐξερρίζωσεν ὁ Κύριος, ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς τὴν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
4 καὶ ἐθυμία ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐπὶ τῶν δωμάτων καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους. 4 Αυτός προσέφερεν επίσης θυμίαμα στους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, εις τα ηλιακωτά των οικιών και κάτω από κάθε άλσος της ειδωλολατρείας. 4 Ἐπίσης ὁ Ἄχαζ συνέχιζε νὰ προσφέρῃ θυμίαμα εἰς τὰ εἴδωλα, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τοὺς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους, εἰς λόφους καὶ ἐπάνω εἰς τὰ δώματα (ταράτσες) τῶν σπιτιῶν καὶ κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλση μὲ πυκνόφυλλα σκιερὰ δένδρα.
5 καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ διὰ χειρὸς βασιλέως Συρίας, καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτῷ καὶ ᾐχμαλώτευσεν ἐξ αὐτῶν αἰχμαλωσίαν πολλὴν καὶ ἤγαγεν εἰς Δαμασκόν· καὶ γὰρ εἰς χεῖρας βασιλέως ᾿Ισραὴλ παρέδωκεν αὐτόν, καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτῷ πληγὴν μεγάλην. 5 Δια τούτο Κυριος ο Θεός τον παρέδωκεν εις τα χέρια του βασιλέως της Συρίας, ο οποίος τον ενίκησεν, επήρε πολλούς άνδρας αιχμαλώτους από τους Ιουδαίους και τους έφερεν εις την Δαμασκόν. Επίσης τον παρέδωκεν ο Θεός εις τα χέρια του βασιλέως των Ισραηλιτών, ο οποίος και επροξένησε πολύ μεγάλην συμφοράν εις αυτόν. 5 Ἐπειδὴ ὁ Ἄχαζ ἁμάρτησε, ὁ Κύριος, ὁ Θεός του, τὸν παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίκησε καὶ αἰχμαλώτισε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μεγάλον ἀριθμὸν αἰχμαλώτων, τοὺς ὁποίους μετέφερεν εἰς τὴν Δαμασκόν. Ἐπίσης ὁ Θεὸς παρέδωκε τὸν Ἄχαζ εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλιᾶ του Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίκησε καὶ τοῦ ἐπροξένησε μεγάλες καταστροφές.
6 καὶ ἀπέκτεινε Φακεὲ ὁ τοῦ Ρομελία βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ ἐν ᾿Ιούδᾳ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν δυνατῶν ἰσχύϊ ἐν τῷ καταλιπεῖν αὐτοὺς Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν. 6 Δηλαδή ο Φακεέ, ο υιός του Ρομελία βασιλεύς του Ισραήλ, εις μίαν και μόνην ημέραν εφόνευσεν εκατόν είκοσι χιλιάδας πολεμιστάς άνδρας από τους Ιουδαίους, διότι και αυτοί είχαν εγκαταλείψει Κυριον τον Θεόν των πατέρων των. 6 Εἰς μίαν καὶ μόνον ἡμέραν ὁ Φακεέ, ὁ υἱὸς τοῦ Ρομελία, βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, ἐφόνευσεν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) γενναίους Ἰουδαίους, διότι οἰ Ἰουδαῖοι ἐγκατέλειψαν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των.
7 καὶ ἀπέκτεινε Ζεχρὶ ὁ δυνατὸς τοῦ ᾿Εφραὶμ τὸν Μαασὰ τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ᾿Εζρικὰν ἡγούμενον τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ τὸν ῾Ελκανὰ τὸν διάδοχον τοῦ βασιλέως. 7 Εξ άλλου ο Ζεχρί, ο ισχυρός πολεμιστής από την φυλήν του Εφραίμ, εφόνευσε τον Μαασά τον υιόν του βασιλέως, τον Εζρικάν αρχηγόν του βασιλικού οίκου, και τον Ελκανά πρώτον άρχοντα του βασιλέως έπειτα από αυτόν. 7 Ἕνας Ἰσραηλίτης, ὁ ἰσχυρὸς πολεμιστὴς Ζεχρὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραίμ, ἐσκότωσε τὸν Μαασά, τὸν υἱὸν τοῦ βασιλιᾶ, καὶ τὸν Ἐζρικάν, τὸν ἀρχηγὸν τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, καὶ τὸν Ἐλκανά, τὸν πρωθυπουργὸν τοῦ βασιλιᾶ.
8 καὶ ᾐχμαλώτισαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν τριακοσίας χιλιάδας, γυναῖκας καὶ υἱοὺς καὶ θυγατέρας, καὶ σκῦλα πολλὰ ἐσκύλευσαν ἐξ αὐτῶν καὶ ἤνεγκαν τὰ σκῦλα εἰς Σαμάρειαν. 8 Οι Ισραηλίται ηχμαλώτισαν από τους αδελφούς των τους Ιουδαίους τριακοσίας χιλιάδας, γυναίκας, υιούς και θυγατέρας, επήραν πολλά λάφυρα από αυτούς και έφεραν αιχμαλώτους και λάφυρα εις Σαμάρειαν. 8 Οἱ Ἰσραηλῖται συνέλαβαν ὡς αἰχμαλώτους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς των Ἰουδαίους τριακόσιες χιλιάδες (300.000), μεταξὺ τῶν ὁποίων συμπεριελαμβάνοντο γυναῖκες καὶ υἱοὶ καὶ θυγατέρες, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλαβαν πολλὰ λάφυρα καὶ μετέφεραν τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὰ λάφυρα εἰς τὴν Σαμάρειαν.
9 καὶ ἐκεῖ ἦν ὁ προφήτης τοῦ Κυρίου, ᾿Ωδὴδ ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν τῆς δυνάμεως τῶν ἐρχομένων εἰς Σαμάρειαν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ ὀργὴ Κυρίου Θεοῦ τῶν πατέρων ὑμῶν ἐπὶ ᾿Ιούδαν, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν, καὶ ἀπεκτείνατε ἐν αὐτοῖς ἐν ὀργῇ· καὶ ἕως τῶν οὐρανῶν ἔφθακε. 9 Εις την Σαμάρειαν υπήρχεν ένας προφήτης του Κυρίου, ο οποίος ωνομάζετο Ωδήδ. Αυτός εξήλθε να προϋπαντήση τον στρατόν των Ισραηλιτών, όταν αυτοί επέστρεφαν εις την Σαμάρειαν. Οταν τους συνήντησε τους είπεν· “ιδού η οργή Κυρίου του Θεού των πατέρων μας εξέσπασεν εναντίον του βασιλείου των Ιουδαίων και ο Θεός παρέδωκεν αυτούς εις τα χέρια σας. Αλλά σεις όλους τους εξωντώσατε με τοιαύτην μανίαν, ώστε η άδικος και αγρία συμπεριφορά σας έφθασε έως στον ουρανόν. 9 Ἐκεῖ ὅμως εἰς τὴν Σαμάρειαν εὑρίσκετο ἕνας προφήτης τοῦ Κυρίου, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἦταν Ὠδήδ. Ὁ Ὠδὴδ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ προϋπαντήσῃ τὰ στρατεύματα, ποὺ ἐπέστρεφαν εἰς τὴν Σαμάρειαν καὶ καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται στρατιῶται εἰσήρχοντο μὲ τοὺς Ἰουδαίους αἰχμαλώτους, ὁ Ὠδὴδ τοὺς εἶπε: «Προσέξετε· ἐπειδὴ ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων σας, ἐξέσπασε κατὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, δι ’ αὐτὸ ὁ Θεὸς παρέδωκε τοὺς Ἰουδαίους εἰς τὰ χέρια σας. Ἐσεῖς ὅμως τοὺς ἐφονεύσατε μὲ τέτοιαν κακεντρέχειαν, σκληρότητα καὶ ὀργήν, ὥστε ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀδικία κατὰ τῶν ἀδελφῶν σας ἔφθασε μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν.
10 καὶ νῦν υἱοὺς ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ὑμεῖς λέγετε κατακτήσασθαι εἰς δούλους καὶ δούλας· οὐκ ἰδού εἰμι μεθ' ὑμῶν μαρτυρῆσαι Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν; 10 Και επί πλέον σεις τώρα σκέπτεσθε και έχετε αποφασίσει να κρατήσετε ως δούλους τους άνδρας και ως δούλας σας τας γυναίκας του βασιλείου του Ιούδα. Αλλά ιδού εγώ δεν ευρίσκομαι σήμερον μαζή σας, δια να διαμαρτυρηθώ ενώπιον Κυρίου του Θεού σας δια την πράξιν σας αυτήν; 10 Καὶ τώρα προτίθεσθε νὰ κάμετε δούλους καὶ δοῦλες σας τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς πόλεως τῆς Ἱερουσαλήμ. Δὲν βλέπετε ὅμως ὅτι, νά· ἐγὼ εἶμαι μαζί σας, ὥστε νὰ διαμαρτυρηθῶ διὰ τὴν σκληρὰν αὐτὴν συμπεριφοράν σας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας;
11 καὶ νῦν ἀκούσατέ μου καὶ ἀποστρέψατε τὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν ᾐχμαλωτεύσατε τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὅτι ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἐφ' ὑμῖν. 11 Τωρα όμώς ακούσατε αυτά, τα οποία σας λέγω· Τους αδελφούς σας, τους οποίους έχετε συλλάβει αιχμαλώτους, αφήσατέ τους ελευθέρους να επιστρέψουν εις την πατρίδα των, διότι άλλως η οργή Κυρίου του Θεού θα εκσπάση εναντίον σας”. 11 Τώρα λοιπὸν ἀκοῦστε με· ἀφῆστε ἐλευθέρους τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους αἰχμαλωτίσατε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας Ἰουδαίους, διότι ἡ σφοδρὰ καὶ βιαία ὀργὴ τοῦ Κυρίου κρέμεται ἐπὶ τῶν κεφαλῶν σας».
12 καὶ ἀνέστησαν ἄρχοντες ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Εφραίμ, Οὐδείας ὁ τοῦ ᾿Ιωανοῦ καὶ Βαραχίας ὁ τοῦ Μωσολαμὼθ καὶ ᾿Εζεκίας ὁ τοῦ Σελλὴμ καὶ ᾿Αμασίας ὁ τοῦ ᾿Ελδαΐ, ἐπὶ τοὺς ἐρχομένους ἀπὸ τοῦ πολέμου, 12 Αλλά και μερικοί από τους αρχηγούς της φυλής του Εφραίμ, ο Ουδείας υιός του Ιωανού, ο Βαραχίας υιός του Μωσολαμώθ, ο Εζεκίας υιός του Σελλήμ και ο Αμασίας ο υιός του Ελδαῒ εξηγέρθησαν εναντίον εκείνων, οι οποίοι επανήρχοντο από τον πόλεμον 12 Τότε τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ βορείου βασιλείου καὶ συγκεκριμένως τῆς φυλῆς Ἐφραίμ - ὁ Οὐδείας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωανοῦ, καὶ ὁ Βαραχίας, ὁ υἱὸς τοῦ Μωσολαμώθ, καὶ ὁ Ἐζεκίας, ὁ υἱὸς τοῦ Σελλήμ, καὶ ὁ Ἀμασίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλδαΐ - ἐσηκώθησαν καὶ διεμαρτυρήθησαν ἐναντιον ἐκείνων, ποὺ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν πόλεμον,
13 καὶ εἶπαν αὐτοῖς· οὐ μὴ εἰσαγάγητε τὴν αἰχμαλωσίαν ὧδε πρὸς ἡμᾶς, ὅτι εἰς τὸ ἁμαρτάνειν τῷ Κυρίῳ ἐφ' ἡμᾶς ὑμεῖς λέγετε, προσθεῖναι ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν καὶ ἐπὶ τὴν ἄγνοιαν ἡμῶν, ὅτι πολλὴ ἡ ἁμαρτία ἡμῶν καὶ ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ. 13 και είπαν προς αυτούς· “κατ' ουδένα τρόπον θα εισαγάγετε τους αιχμαλώτους εδώ εις την πόλιν, διότι αυτό που σκέπτεσθε να πράξετε, θα θεωρηθή και ως αμαρτία ιδική μας ενώπιον του Κυρίου, όπως και σστο αντιλαμβάνεσθε, και θα προστεθή και αυτή η αμαρτία εις τας αμαρτίας μας και εις τα εξ αγνοίας σφάλματά μας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να γίνη αυτό, διότι είναι αμαρτία μεγάλη και η φοβερά οργή του Κυρίου θα εκσπάση εναντίον του ισραηλιτικού λαού”. 13 καὶ τοὺς εἶπαν: «Δὲν πρέπει νὰ ὁδηγήσετε τοὺς αἰχμαλώτους αὐτοὺς ἐδῶ κοντά μας, μέσα εἰς τὴν Σαμάρειαν, διότι ἡ ἐνέργειά σας αὐτὴ θὰ γίνῃ αἰτία ὥστε νὰ ἁμαρτήσωμεν καὶ ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεσθε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι· μὲ τὴν ἐνέργειαν σας αὐτὴν θὰ προσθέσωμεν νέαν ἁμαρτίαν εἰς τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νέαν ἐνοχὴν εἰς τὴν ἐνοχήν μας· καὶ θὰ συμβοῦν αὐτά, παρ’ ὅλον ὅτι ἡ ἁμαρτία μας εἶναι ἤδη μεγάλη καὶ ἡ βιαία καὶ σφοδρὰ ὀργὴ τοῦ Κυρίου κρέμεται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
14 καὶ ἀφῆκαν οἱ πολεμισταὶ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὰ σκῦλα ἐναντίον τῶν ἀρχόντων καὶ πάσης τῆς ἐκκλησίας. 14 Οι Ισραηλίται στρατιώται επείσθησαν εις αυτά και έτσι αφήκαν εκεί ενώπιον των αρχόντων και όλης της συγκεντρώσεως των Ισραηλιτών ελευθέρους τους αιχμαλώτους και επέστρεψαν εις αυτούς τα λάφυρα, που είχαν πάρει. 14 Κατόπιν αὐτῶν οἱ στρατιῶται τοῦ Ἰσραὴλ ἀφῆκαν ἐλευθέρους καὶ παρέδωκαν τοὺς Ἰουδαίους αἰχμαλώτους καὶ τὰ λάφυρα ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ εἰς ὅλην τὴν συνάθροισιν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
15 καὶ ἀνέστησαν ἄνδρες, οἳ ἐπεκλήθησαν ἐν ὀνόματι, καὶ ἀντελάβοντο τῆς αἰχμαλωσίας καὶ πάντας τοὺς γυμνοὺς περιέβαλον ἀπὸ τῶν σκύλων καὶ ἐνέδυσαν αὐτοὺς καὶ ὑπέδυσαν αὐτοὺς καὶ ἔδωκαν φαγεῖν καὶ ἀλείψασθαι καὶ ἀντελάβοντο καὶ ἐν ὑποζυγίοις παντὸς ἀσθενοῦντος καὶ κατέστησαν αὐτοὺς εἰς ῾Ιεριχὼ πόλιν Φοινίκων πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς Σαμάρειαν. 15 Οι άνδρες, οι οποίοι είχαν αναφερθή με τα ονόματά των, εσηκώθηκαν, επήραν τους αιχμαλώτους, έδωσαν στους γυμνούς από αυτούς ενδύματα από τα λάφυρα να ενδυθούν και στους ανυποδήτους υποδήματα να φορέσουν, τους έδωκαν τροφήν να φάγουν και έλαιον δια να αλειφθούν, επεβίβασαν κάθε ασθενή εις τα ζώα και τους ωδήγησαν εις την Ιεριχώ, την πόλιν των φοινίκων, στους αδελφούς των. Κατόπιν δε επέστρεψαν εις την Σαμάρειαν. 15 Τότε οἱ ἄνδρες, τῶν ὁποῖοων τὰ ὀνόματα ἀνεφέρθησαν, ἐσηκώθηκαν καὶ ἀνέλαβαν τὴν εὐθύνην τῶν αἰχμαλώτων. Ἔντυσαν ὅλους τοὺς γυμνοὺς αἰχμαλώτους μὲ ροῦχα ἀπὸ τὰ λάφυρα. Τοὺς ἔντυσαν, τοὺς ἔδωσαν παπούτσια· τοὺς ἔδωσαν ἐπίσης φαγητὸν καὶ λάδι διὰ νὰ ἀλείψουν μὲ αὐτὸ τὶς πληγές των (ἢ κατ' ἄλλους: Καὶ λάδι ἀρωματικὸν διὰ ν' ἀλειφθοῦν). Τοὺς ἐβοήθησαν καὶ ἀνέβασαν εἰς ὑποζύγια ὅλους τοὺς τραυματίες καὶ ἀρρώστους καὶ τοὺς μετέφεραν πίσω εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, εἰς τὴν Ἱεριχώ, τὴν πόλιν τῶν φοινικοδένδρων, εἰς τοὺς ἀδελφούς των Ἰουδαίους. Κατόπιν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Σαμάρειαν.
16 ᾿Εν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ῎Αχαζ πρὸς βασιλέα ᾿Ασσοὺρ βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ ἐν τούτῳ, 16 Κατά την εποχήν εκείνην ο βασιλεύς Αχαζ έστειλε πρεσβείαν προς τον βασιλέα των Ασσυρίων ζητών από αυτόν να τον βοηθήση εις προκειμένην ανάγκην. 16 Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον συνέβη τοῦτο: Ὁ βασιλιᾶς Ἄχαζ ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἐζητοῦσε νὰ τὸν βοηθήσῃ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων
17 ὅτι οἱ ᾿Ιδουμαῖοι ἐπέθεντο καὶ ἐπάταξαν ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ᾐχμαλώτισαν αἰχμαλωσίαν 17 Διότι οι Ιδουμαίοι είχαν επιτεθή εναντίον της Ιουδαίας, την εκτύπησαν και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. 17 καὶ διότι οἱ Ἰδουμαῖοι ἐπανεστάτησαν, εἰσέβαλαν πάλιν καὶ ἐκτύπησαν τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ συνέλαβαν πολλοὺς αἰχμαλώτους.
18 καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἐπέθεντο ἐπὶ τὰς πόλεις τῆς πεδινῆς καὶ ἀπὸ λιβὸς τοῦ ᾿Ιούδα καὶ ἔλαβον τὴν Βαιθσαμὺς καὶ τὴν ᾿Αϊλὼν καὶ τὴν Γαδηρὼθ καὶ τὴν Σωχὼ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ τὴν Θαμνὰ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ τὴν Γαμζὼ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ· 18 Αλλά και οι Φιλισταίοι επετέθησαν εναντίον των πόλεων της πεδινής χώρας των Ιουδαίων προς δυσμάς και κατέλαβαν την Βαιθσαμύς, την Αϊλών, την Γαδηρώθ και την Σωχώ και τας γύρω από αυτήν κώμας, όπως επίσης και την Θαμνά και τας γύρω από αυτήν κώμας και την Γαμζώ και τας γύρω από αυτήν κώμας και εγκατεστάθησαν εις αυτάς. 18 Ταυτοχρόνως ὅμως καὶ οἱ Φιλισταῖοι εἰσέβαλαν καὶ ἐπετέθησαν κατὰ τῶν πόλεων τῆς πεδινῆς περιοχῆς καὶ εἰς τὰ νοτιοδυτικὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. Κατέλαβαν δὲ τὶς πόλεις Βαιθσαμύς, Ἀϊλών, Γαδηρὼθ καὶ Σωχῶ μαζὶ μὲ τὰ χωριὰ καὶ τὶς περιοχές, ποὺ ἀνῆκαν εἰς αὐτήν, καὶ τὴν Θαμνὰ μὲ τὰ χωριὰ καὶ τὶς περιοχές, ποὺ ἀνῆκαν εἰς αὐτήν, καὶ τὴν Γαμζῶ μὲ τὰ χωριὰ καὶ τὶς περιοχές, ποὺ ἀνῆκαν εἰς αὐτήν, καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ.
19 ὅτι ἐταπείνωσε Κύριος τὸν ᾿Ιούδαν διὰ ῎Αχαζ βασιλέα ᾿Ιούδα, ὅτι ἀπέστη ἀποστάσει ἀπὸ Κυρίου. 19 Τούτο δε έγινε, διότι ο Κυριος ετιμώρησε το βασίλειον των Ιουδαίων εξ αιτίας Αχαζ του βασιλέως αυτών, διότι αυτός είχεν αποστατήσει από τον Κυριον. 19 Αὐτὰ συνέβησαν, διότι ὁ Κύριος ἐξησθένισε καὶ ἐσμίκρυνε τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα ἕνεκα τοῦ Ἄχαζ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀπεστάτησε πολὺ ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἀσέβησε εἰς μεγάλον βαθμὸν ἀπέναντί του.
20 καὶ ἦλθεν ἐπ' αὐτὸν Θαγλαθφελλασὰρ βασιλεὺς ᾿Ασσοὺρ καὶ ἐπάταξεν αὐτόν. 20 Ο βασιλεύς όμως των Ασσυρίων, ο Θαγλαθφελλασάρ, αντί να βοηθήση τον Αχαζ, επετέθη εναντίον του και τον εκτύπησε. 20 Τότε ὁ Θαγλαθφελλασάρ, βασιλιᾶς τῆς Ἀσσυρίας, ἀντὶ νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ βοηθήσῃ τὸν Ἄχαζ, ἐπετέθη ἐναντίον του καὶ τὸν ἐκτύπησεν.
21 καὶ ἔλαβεν ῎Αχαζ τὰ ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰ ἐν οἴκῳ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ ἔδωκε τῷ βασιλεῖ ᾿Ασσοὺρ καὶ οὐκ εἰς βοήθειαν αὐτῷ ἦν, 21 Τοτε ο Αχαζ επήρε τους θησαυρούς από τον ναόν του Κυρίου, από τα βασιλικά του ανάκτορα και από τους άρχοντας και τα έδωσεν ως φόρον στον βασιλέα των Ασσυρίων, πράγμα όμως το οποίον δεν εβοήθησεν αυτόν εις τίποτε, 21 Ἕνεκα τούτου ὁ Ἄχαζ ἐπῆρε ὅλα, ὅσα ὑπῆρχαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον καὶ εἰς τὴν κατοχὴν τῶν ἀρχόντων, καὶ τὰ ἔδωκεν ὡς φόρον ὑποτελείας εἰς τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων· παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀσσύριος βασιλιᾶς δὲν τοῦ ἔδωκε καμμίαν βοήθειαν!
22 ἀλλ' ἢ τῷ θλιβῆναι αὐτόν. καὶ προσέθηκε τοῦ ἀποστῆναι ἀπὸ Κυρίου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς ῎Αχαζ· 22 άλλα επεδείνωσε μάλλον την συμφοράν. Ο δε Αχαζ αντί να μετανοήση, επροχώρησε πολύ περισσότερον εις την αποστασίαν του από τον Κυριον. Είπε δε τότε και απεφάσισε· 22 Ὁ Ἄχαζ, ὄχι μόνον καμμίαν βοήθειαν δὲν ἔλαβεν, ἄλλα καὶ ἡ δεινὴ κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρέθη, ἐχειροτέρευσε περισσότερον. Παρ’ ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ δεινά, ὁ Ἄχαζ συνέχιζε νὰ ζῇ εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ νὰ ἀπομακρύνεται ὅλονεν καὶ περισσότερον ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ νὰ γίνεται ἀσεβέστερος. Εἶπε δὲ ὁ ἀποστάτης Ἄχαζ:
23 ἐκζητήσω τοὺς θεοὺς Δαμασκοῦ τοὺς τύπτοντάς με· καὶ εἶπεν ὅτι θεοὶ βασιλέως Συρίας αὐτοὶ κατισχύσουσιν αὐτούς, αὐτοῖς τοίνυν θύσω, καὶ ἀντιλήψονταί μου. καὶ αὐτοὶ ἐγένοντο αὐτῷ εἰς σκῶλον καὶ παντὶ ᾿Ισραήλ. 23 “θα λατρεύσω τους ειδωλικούς θεούς της Δαμασκού, οι οποίοι και με κατενίκησαν”. Απεφάσισε δε τούτο, διότι ενόμισεν ότι οι θεοί του βασιλέως της Συρίας, αυτοί ενίσχυσαν τους Συρους εναντίον του. “Λοιπόν, είπε, θα προσφέρω θυσίας εις αυτούς και αυτοί θα με βοηθήσουν”. Η πράξις όμως αυτή του Αχαζ έγινεν αιτία νέων συμφορών εις αυτόν και εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. 23 «Θὰ λατρεύσω τοὺς θεοὺς τῆς Δαμασκοῦ, οἱ ὁποῖοι μὲ κτυποῦν καὶ μὲ νικοῦν». Ἀπεφάσισε δὲ τοῦτο, διότι ἐσκέφθη ὡς ἐξῇς: «Ἐφ ’ ὅσον οἱ θέοι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας ἐβοήθησαν καὶ ἐνεδυνάμωσαν τοὺς Σύρους ἐναντίον μου, εἰς αὐτοὺς λοιπὸν θὰ θυσιάσω καὶ ἐγώ, αὐτοὶ δὲ θὰ μὲ βοηθήσουν»! Οἱ θέοι ὅμως τῶν Σύρων ἀπεδείχθησαν εἰς τὸν Ἄχαζ καὶ εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν σκάνδαλον καὶ ἀφορμὴ πτώσεως καὶ καταστροφῆς.
24 καὶ ἀπέστησεν ῎Αχαζ τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου καὶ κατέκοψεν αὐτὰ καὶ ἔκλεισε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ θυσιαστήρια ἐν πάσῃ γωνίᾳ ἐν ῾Ιερουσαλήμ· 24 Εν τούτοις ο Αχαζ επήρε τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα κατεκομμάτιασε, έκλεισε τας θύρας του ναού του Κυρίου και κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του ειδωλολατρικά θυσιαστήρια εις όλας τας γωνίας των οδών της Ιερουσαλήμ. 24 Τότε ὁ Ἄχαζ ἐμάζευσεν ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ἔκαμε κομμάτια· ἐπίσης ἔκλεισεν ὅλες τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ἔστησε τὰ ἰδικά του εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια εἰς κάθε γωνίαν τῆς Ἱερουσαλήμ.
25 καὶ ἐν πάσῃ πόλει καὶ πόλει ἐν ᾿Ιούδᾳ ἐποίησεν ὑψηλὰ θυμιᾶν θεοῖς ἀλλοτρίοις, καὶ παρώργισαν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν. 25 Επίσης εις όλας τας πόλστου βασιλείου του Ιούδα κατεσκεύασεν υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, δια να προσφέρεται εκεί θυμίαμα στους ξένους θεούς. Ετσι όμως αυτός και ο ιουδαϊκός λαός εξώργισαν εναντίον των Κυριον τον Θεόν των πατέρων των. 25 Ἐπίσης εἰς ὅλες τὶς πόλεις (μεγάλες καὶ μικρές) τοῦ βασιλείου τῆς Ἰουδαίας κατεσκεύασε θυσιαστήρια εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, διὰ νὰ προσφέρεται εἰς αὐτὰ θυσία θυμιάματος εἰς ξένους (εἰδωλολατρικούς) θεούς. Μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἄχαζ καὶ ὁ λαός του ἐξώργισαν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των.
26 καὶ οἱ λοιποὶ λόγοι αὐτοῦ καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ αἱ πρῶται καὶ ἔσχαται ἰδοὺ γεγραμμέναι ἐπὶ βιβλίῳ βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραήλ. 26 Τα υπόλοιπα έργα αυτού και όλαι αι πράξστου, αι πρώται και αι τελευταίαι, είναι γραμμέναι στο βιβλίον των βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ. 26 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα καὶ γενικῶς ἡ πολιτεία τοῦ Ἄχαζ, ἡ ἱστορία του ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, νά· εἶναι ὅλα γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον « Ἱστορία τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἰσραήλ».
27 καὶ ἐκοιμήθη ῎Αχαζ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν πόλει Δαυίδ, ὅτι οὐκ εἰσήνεγκαν αὐτὸν εἰς τοὺς τάφους τῶν βασιλέων ᾿Ισραήλ· καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Εζεκίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ. 27 Ο Αχαζ απέθανε και ετάφη μαζή με τους προπάτοράς του εις την Ιερουσαλήμ. Δεν έφεραν όμως αυτόν να ενταφιασθή στους τάφους των βασιλέων του Ισραήλ. Αντί δε αυτού έγινεν βασιλεύς ο υιός του Εζεκίας. 27 Ἀπέθανεν ὁ Ἄχαζ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ· δὲν τὸν ἐνεταφίασαν ὅμως εἰς τοὺς τάφους τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἐζεκίας, ὁ υἱός του.