Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΝ εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ἐβασίλευσεν ᾿Αμασίας καὶ εἰκοσιεννέα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Ιωαδὲν ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ. 1 Εικοσιπέντε ετών ήτο ο Αμασίας, όταν έγινε βασιλεύς. Εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι εννέα έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ιωαδέν και κατήγετο από την Ιερουσαλήμ. 1 Όταν ὁ Ἀμασίας ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἐβασίλευσε δὲ εἴκοσι ἐννέα χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ἰωαδέν, κατήγετο δὲ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 καὶ ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου, ἀλλ' οὐκ ἐν καρδίᾳ πλήρει. 2 Αυτός έπραξε το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, όχι όμως με όλην του την καρδίαν. 2 Ὁ Ἀμασίας ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὄχι ὅμως μὲ καρδίαν ὑπάκουον καὶ ἀφωσιωμένην εἰς αὐτόν.
3 καὶ ἐγένετο ὡς κατέστη ἡ βασιλεία ἐν χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθανάτωσε τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς φονεύσαντας τὸν βασιλέα πατέρα αὐτοῦ· 3 Οταν περιήλθεν εις τα χέρια του η βασιλεία, εφόνευσε τους δούλους του, οι οποίοι είχαν θανατώσει τον βασιλέα πατέρα του. 3 Συνέβη δὲ τοῦτο: Μόλις ἐσταθεροποιήθη ἡ βασιλικὴ ἐξουσία εἰς τὰ χέρια του, ἐσκότωσε τοὺς δούλους (ἤ, κατ’ ἄλλους, τοὺς ἀξιωματούχους) του, οἱ ὁποῖοι ἐδολοφόνησαν τὸν βασιλιᾶ Ἰωάς, τὸν πατέρα του.
4 καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν οὐκ ἀπέκτεινε κατὰ τὴν διαθήκην τοῦ νόμου Κυρίου, καθὼς γέγραπται, ὡς ἐνετείλατο Κύριος λέγων· οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ' ἢ ἕκαστος τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανοῦνται. 4 Τους υιούς όμως των φονέων δεν εθανάτωσε σύμφωνα με τον Νομον του Κυρίου, όπου ρητώς αναγράφεται και ο Κυριος είπε· “δεν θα αποθνήσκουν οι πατέρες ένεκα των παιδιών των ούτε τα τέκνα θα θανατώνωνται ένεκα των πατέρων των. Αλλά ο καθένας θα θανατώνεται δια την ιδικήν του αμαρτίαν”. 4 Δεν ἐσκότωσεν ὅμως καὶ τὰ παιδιὰ τῶν δολοφόνων αὐτῶν, σύμφωνα μὲ τὴν διάταξιν τοῦ Νόμου τοῦ Κυρίου, ὅπου ἔχει γραφῆ ρητῶς ὅτι ὁ Κύριος ἔδωκε τὴν ἑξῆς ἐντολήν: «Οἱ πατέρες δὲν πρέπει νὰ θανατώνωνται δι’ ἐγκλήματα, ποὺ ἔκαμαν τὰ παιδιά τους, οὔτε τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ θανατώνωνται δι’ ἐγκλήματα, ποὺ ἔκαμαν οἱ πατέρες των ἄλλα κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ θανατώνεται διὰ τὸ ἔγκλημα (τὴν ἁμαρτίαν), ποὺ διέπραξεν ὁ ἴδιος».
5 καὶ συνήγαγεν ᾿Αμασίας τὸν οἶκον ᾿Ιούδα καὶ ἀνέστησεν αὐτοὺς κατ' οἴκους πατριῶν αὐτῶν εἰς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους ἐν παντὶ ᾿Ιούδᾳ καὶ ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἠρίθμησεν αὐτοὺς ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω καὶ εὗρεν αὐτοὺς τριακοσίας χιλιάδας ἐξελθεῖν εἰς πόλεμον δυνατοὺς κρατοῦντας δόρυ καὶ θυρεόν. 5 Ο Αμασίας συνεκέντρωσε τους άνδρας της φυλής του Ιούδα και τους κατέταξε κατά τους πατριαρχικούς οίκους των εις όλην την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ, ορίσας δι' αυτούς χιλιάρχους και εκατοντάρχους. Εκαμε δε και αρίθμησιν αυτών από είκοσι ετών και άνω και ευρήκεν, ότι ήσαν τριακόσιοι χιλιάδες, ικανοί να εξέλθουν εις πόλεμον και να κρατούν δόρυ και μεγάλην ασπίδα. 5 Ὁ Ἀμασίας συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα (καὶ τοῦ Βενιαμίν) καὶ τοὺς ὠργάνωσε κατὰ τὶς πατριαρχικές των οἰκογένειες εἰς στρατιωτικὲς μονάδες, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὁποίων ὥρισε χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους, εἰς ὅλον τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ. Τοὺς ἀρίθμησε δὲ ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν εἴκοσι ἐτῶν καὶ ἄνω καὶ τοὺς εὑρῆκε ὅτι ἦσαν τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ἐκλεκτοὶ καὶ ἐτοιμοπόλεμοι καὶ ἀσκημένοι εἰς τὸ νὰ κρατοῦν καὶ νὰ χειρίζωνται δόρυ καὶ μακρὰν ἀσπίδα, ποὺ ἐσκέπαζεν ὅλον τὸ σῶμα.
6 καὶ ἐμισθώσατο ἀπὸ ᾿Ισραὴλ ἑκατὸν χιλιάδας δυνατοὺς ἰσχύϊ ἑκατὸν ταλάντων ἀργυρίου. 6 Επήρε δε από το βασίλειον του Ισραήλ εκατόν χιλιάδας μισθοφόρους δυνατούς αντί εκατόν ταλάντων αργυρίου. 6 Ἐπὶ πλέον ἐπῆρε καὶ ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ ἑκατὸν χιλιάδες (100.000) μισθοφόρους, σκληροὺς καὶ δυνατοὺς πολεμιστάς, ἀντὶ ἑκατὸν ἀργύρων ταλάντων (περίπου 3.400 χιλιογράμμων).
7 καὶ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦλθε πρὸς αὐτὸν λέγων· βασιλεῦ, οὐ πορεύσεται μετὰ σοῦ δύναμις ᾿Ισραήλ, ὅτι οὐκ ἔστι Κύριος μετά ᾿Ισραήλ, πάντων τῶν υἱῶν ᾿Εφραίμ. 7 Ενας άνθρωπος του Θεού ήλθε τότε προς τον Αμασίαν και του είπε· “βασιλεύ, δεν πρέπει να πορευθή μαζή σου εις εκστρατείαν ο στρατός αυτός από τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι ο Κυριος δεν είναι μαζή με τον λαόν αυτόν, με αυτούς τους απογόνους της φυλής του Εφραίμ. 7 Ἀλλὰ τότε παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλιᾶ Ἀμασίαν ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (προφήτης) καὶ τοῦ εἶπε: «Βασιλιᾶ· δὲν πρέπει νὰ ἐκστρατεύσει μαζί σου στρατιωτικὴ δύναμις ἀπὸ τὸ βασίλειον τὸν Ἰσραήλ, διότι ὁ Κύριος δὲν εἶναι μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τοῦ βορείου βασιλείου, μὲ τοὺς ἀπογόνους αὐτοὺς τῆς φυλῆς Ἐφραίμ.
8 ὅτι ἐὰν ὑπολάβῃς κατισχῦσαι ἐν τούτοις, καὶ τροπώσεταί σε Κύριος ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ὅτι ἐστὶ παρὰ Κυρίου καὶ ἰσχῦσαι καὶ τροπώσασθαι. 8 Διότι εάν φαντασθής δη με αυτούς θα υπερισχύσης, σου καθιστώ γνωστόν ότι ο Κυριος θα φέρη έτσι τα πράγματα, ώστε να νικηθής ενώπιον των εχθρών σου. Σκέψου ότι μόνον δια του Κυρίου θα ημπορέσης να νικήσης και να κατατροπώσης τους εχθρούς σου”. 8 Διότι ἐὰν νομίζῃς ὅτι μὲ αὐτοὺς 0ά γίνὴς ἰσχυρότερος καὶ ἔτσι θὰ ὑπερισχύσῃς, ὁ Κύριος θὰ ἐπιτρέψε νὰ νικηθῇς ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν, διότι μόνον μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίσῃς τὴν νίκην καὶ νὰ κατατροπώσῃς τοὺς ἐχθρούς».
9 καὶ εἶπεν ᾿Αμασίας τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ποιήσω τὰ ἑκατὸν τάλαντα, ἃ ἔδωκα τῇ δυνάμει ᾿Ισραήλ; καὶ εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ· ἔστι τῷ Κυρίῳ δοῦναί σοι πλεῖστα τούτων. 9 Ο Αμασίας είπε τότε στον άνθρωπον του Θεού· “και τι θα γίνη με τα εκατόν τάλαντα, τα οποία έδωκα στον μισθοφορικόν αυτόν στρατόν του Ισραήλ;” Ο άνθρωπος του Θεού του απήντησεν· “στον Κυριον και Θεόν είναι δυνατόν να σου δώση περισσότερα τάλαντα, από εκείνα που συ έδωσες”. 9 Ὁ Ἀμασίας εἶπεν εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ: «Καὶ τὶ πρέπει να κάμω τότε μὲ τὰ ἑκατὸν τάλαντα, τὰ ὁποῖα ἐπλήρωσα ἤδη ὡς μισθὸν εἰς τοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ;» Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀπάντησε: «Ὁ Κύριος ἔχει τὴν δύναμιν καὶ τὸν τρόπον νὰ σοῦ δώσῃ περισσότερα τάλαντα ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοὺς ἐπλήρωσες».
10 καὶ διεχώρισεν ᾿Αμασίας τῇ δυνάμει τῇ ἐλθούσῃ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ᾿Εφραὶμ ἀπελθεῖν εἰς τὸν τόπον αὐτῶν, καὶ ἐθυμώθησαν σφόδρα ἐπὶ ᾿Ιούδαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν τόπον αὐτῶν ἐν ὀργῇ θυμοῦ. 10 Ο Αμασίας εξεχώρισε τους στρατιώτας αυτούς τους μισθοφόρους, οι οποίοι είχον έλθει προς αυτόν από την φυλήν Εφραίμ, και τους διέταξε να επανέλθουν εις την χώραν των. Εκείνοι ωργίσθησαν πάρα πολύ εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και επέστρεψαν στον τόπον των πλήρεις οργής. 10 Ἔτσι ὁ Ἀμασίας ἐχώρισε καὶ ἀπέλυσε τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν, ἡ ὁποία ἦλθε πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τὴν περιοχὴν Ἐφραίμ, καὶ διέταξε νὰ φύγουν εἰς τὴν χώραν των. Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀπελύθησαν, ἐθύμωσαν πάρα πολὺ ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν τόπον των πάρα πολὺ ὠργισμένοι.
11 καὶ ᾿Αμασίας κατίσχυσε καὶ παρέλαβε τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς τὴν κοιλάδα τῶν ἁλῶν καὶ ἐπάταξεν ἐκεῖ τοὺς υἱοὺς Σηεὶρ δέκα χιλιάδας· 11 Ο Αμασίας όμως, ενθαρρυνθείς από τα λόγια του ανθρώπου του Θεού, επήρε τον στρατόν του και εβάδισε προς την κοιλάδα των Αλών. Εκεί δε κατετρόπωσε δέκα χιλιάδας Ιδουμαίους, οι οποίοι κατοικούσαν στο όρος Σηείρ. 11 Κατόπιν αὐτῶν ὁ Ἀμασίας ἀνέκτησε τὸ θάρρος του, παρέλαβε τὸν στρατόν του καὶ τὸν ὠδήγησεν εἰς τὴν «Κοιλάδα τῶν Ἁλῶν», ἐκεῖ δὲ ἐπετέθη καὶ ἐσκότωσε δέκα χιλιάδες (10.000) Ἰδουμαίους, κατοίκους τοῦ ὄρους Σηείρ.
12 καὶ δέκα χιλιάδας ἐζώγρησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ιούδα καὶ ἔφερον αὐτοὺς ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ κρημνοῦ καὶ κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῦ, καὶ πάντες διερρήγνυντο. 12 Αλλας δέκα χιλιάδας Ιδουμαίων συνέλαβαν οι Ιουδαίοι ζώντας, τους οποίους έφεραν εις την άκραν ενός κρημνού. Από το χείλος αυτού του κρημνού τους κατεκρήμνισαν· και εκείνοι όλοι συνετρίβοντο. 12 Ἐκτὸς αὐτῶν οἱ Ἰουδαῖοι συνέλαβαν ζωντανοὺς ἄλλες δέκα χιλιάδες (10.000) Ἰδουμαίους, τοὺς ὁποίους ἔφεραν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καὶ τοὺς ἔρριχναν κάτω ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καὶ ἔτσι ὅλοι ἔσπαζαν καὶ ἐγίνοντο κομμάτια.
13 καὶ οἱ υἱοὶ τῆς δυνάμεως, οὓς ἀπέστρεψεν ᾿Αμασίας τοῦ μὴ πορευθῆναι μετ' αὐτοῦ εἰς πόλεμον, καὶ ἐπέθεντο ἐπὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα ἀπὸ Σαμαρείας ἕως Βαιθωρὼν καὶ ἐπάταξαν ἐν αὐτοῖς τρεῖς χιλιάδας καὶ ἐσκύλευσαν σκῦλα πολλά. 13 Οι μισθοφόροι όμως στρατιώται των Ισραηλιτών, στους οποίους ο Αμασίας δεν επέτρεψε να εκστρατεύσουν μαζή με αυτόν στον πόλεμον, επετέθησαν εναντίον των πόλεων του βασιλείου του Ιούδα, από την Σαμάρειαν έως την πόλιν Βαιθωρών. Εφόνευσαν τρεις χιλιάδες από τους Ιουδαίους και επήραν πολλά λάφυρα. 13 Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως, τοὺς ὁποίους ὁ Ἀμασίας ἀπέλυσε καὶ εἰς τοὺς ὁποίους ἀπηγόρευσε νὰ ἐκστρατεύσουν μαζί του εἰς τὸν πόλεμον, ἐπέπεσαν ἐναντίον τῶν πόλεων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν μέχρι τὴν Βαιθωρών, ἐσκότωσαν τρεῖς χιλιάδες (3.000) κατοίκους τῶν πόλεων ἐκείνων καὶ ἐπῆραν πολλὰ λάφυρα.
14 καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἐλθεῖν ᾿Αμασίαν πατάξαντα τὴν ᾿Ιδουμαίαν καὶ ἤνεγκε πρὸς αὐτοὺς τοὺς θεοὺς υἱῶν Σηεὶρ καὶ ἔστησεν αὐτοὺς ἑαυτῷ εἰς θεοὺς καὶ ἐναντίον αὐτῶν προσεκύνει καὶ αὐτὸς αὐτοῖς ἔθυε. 14 Αλλά όταν ο Αμασίας επέστρεψεν από την εκστρατείαν, κατά την οποίαν είχε νικήσει την Ιδουμαίαν, έφερε μαζή του τους θεούς του όρους Σηείρ και έστησεν αυτούς, δια να είναι ιδικοί του θεοί. Τους προοεκύνησε και προσέφερεν ο ίδιος θυσίας εις αυτούς. 14 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἀμασίας ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Ἰδουμαίων, κατὰ τὸν ὁποῖον τοὺς ἐνίκησε καὶ τοὺς συνέτριψεν, ἔφερε μαζί του εἰς τὴν Ἰουδαίαν τοὺς θεοὺς τῶν Ἰδουμαίων, ἔστησεν αὐτοὺς ὡς θεοὺς ἰδικούς του καὶ τοὺς ἐπροσκυνοῦσε, ὁ ἴδιος δὲ προσέφερεν εἰς αὐτοὺς θυσίες.
15 καὶ ἐγένετο ὀργὴ Κυρίου ἐπὶ ᾿Αμασίαν, καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ προφήτην καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί ἐζήτησας τοὺς Θεοὺς τοῦ λαοῦ, οἳ οὐκ ἐξείλοντο τὸν λαὸν ἑαυτῶν ἐκ χειρός σου; 15 Εξέσπασεν όμως εναντίον του Αμασία η οργή του Κυρίου, ο οποίος και έστειλε προς αυτόν ένα προφήτην και του είπε· “διατί συ ελάτρευσες τους θεούς του ειδωλολατρικού εκείνου λαού, οι οποίοι δεν ημπόρεσαν να βγάλουν και να σώσουν τον λαόν των από τα χέρια σου;” 15 Τότε ἐξέσπασε κατὰ τοῦ Ἀμασία ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Κύριος ἔστειλεν εἰς τὸν Ἀμασίαν προφήτην, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Διατὶ συνεβουλεύθης καὶ ἐλάτρευσες τοὺς θεοὺς τοῦ λαοῦ ἐκείνου, (τοὺς θεοὺς) οἱ ὁποῖοι δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σώσουν τὸν ἰδικόν τῶν λαὸν ἀπὸ τὰ χέρια σου;»
16 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτῷ πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· μὴ σύμβουλον τοῦ βασιλέως δέδωκά σε; πρόσεχε ἵνα μὴ μαστιγωθῇς. καὶ ἐσιώπησεν ὁ προφήτης καὶ εἶπεν, ὅτι γινώσκω ὅτι ἐβούλετο ἐπὶ σοὶ τοῦ καταφθεῖραί σε, ὅτι ἐποίησας τοῦτο καὶ οὐκ ἐπήκουσας τῆς συμβουλίας μου. 16 Οταν ο προφήτης είπεν αυτά προς εκείνον, ο Αμασίας απήντησε· “μήπως και σε διώρισαν σύμβουλον εμού του βασιλέως; Πρόσεχε, μήπως σε τιμωρήσω με μαστίγωσιν”. Ο προφήτης απεσύρθη, εσιώπησε και είπεν από μέσα του· “γνωρίζω ότι ο Κυριος ηθέλησε να σε καταστρέψη. Δια τούτο και έκαμες την πράξιν αυτήν και δεν εδέχθης την συμβουλήν μου”. 16 Ὁ προφήτης δὲν εἶχεν ἀκόμη τελειώσει νὰ τοῦ ὁμιλῇ καὶ ὁ Ἀμασίας τὸν διέκοψε καὶ τοῦ εἶπε: «Μήπως σὲ διώρισα σύμβουλον τοῦ βασιλιᾶ: Πρόσεχε! Σταμάτα νὰ μιλᾷς, διὰ νὰ μὴ σὲ τιμωρήσω μὲ μαστιγώσεις». Τότε ὁ προφήτης ἐσιώπησεν, ἀλλ’ ἐπρόσθεσε: «Τώρα γνωρίζω ὅτι ὁ Κύριος ἀπεφάσισε νὰ σὲ καταστρέψῃ, διότι ἔκαμες αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καὶ ἁγνόησες τὴν συμβουλήν μου».
17 καὶ ἐβουλεύσατο ᾿Αμασίας ὁ βασιλεὺς ᾿Ιούδα καὶ ἀπέστειλε πρὸς ᾿Ιωὰς υἱὸν ᾿Ιωάχαζ υἱοῦ ᾿Ιηοὺ βασιλέα ᾿Ισραὴλ λέγων· δεῦρο καὶ ὀφθῶμεν προσώποις. 17 Ο Αμασίας ο βασιλεύς του βασιλείου του Ιούδα εσκέφθη και έστειλεν απεσταλμένον του προς τον βασιλέα του Ισραήλ τον Ιωάς υιόν του Ιωάχαζ υιού του Ιηού, και του είπε· “έλα να λογαριασθώμεν εις την μάχην”. 17 Τότε ὁ Ἀμασίας, ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἐσκέφθη (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Συνεσκέφθη) καὶ ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Ἰωάς, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωάχαζ, υἱοῦ τοῦ Ἰηού, τὸν βασιλιᾶ του Ἰσραήλ, καὶ εἶπεν: «Ἐμπρός, ἔλα νὰ ἀναμετρηθῶμεν εἰς πόλεμον».
18 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωὰς βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ πρὸς ᾿Αμασίαν βασιλέα ᾿Ιούδα λέγων· ὁ ἀχοὺχ ὁ ἐν τῷ Λιβάνῳ ἀπέστειλε πρὸς τὴν κέδρον τὴν ἐν τῷ Λιβάνῳ λέγων· δὸς τὴν θυγατέρα σου τῷ υἱῷ μου εἰς γυναῖκα. καὶ ἰδοὺ ἐλεύσεται τά θηρία τοῦ ἀγροῦ τὰ ἐν τῷ Λιβάνῳ· καὶ ἦλθον τὰ θηρία καὶ κατεπάτησαν τὸν ἀχούχ. 18 Ο Ιωάς ο βασιλεύς του Ισραήλ έστειλε προς τον Αμασίαν τον βασιλέα του Ιούδα ανθρώπους του, οι οποίοι και του είπαν· “η άκανθα, η οποία ευρίσκεται στο όρος Λιβανον, έστειλε προς την κέδρον προξενητήν και της είπε· Δώσε την θυγατέρα σου σύζυγον στο παιδί μου. Αλλ' αίφνης τα θηρία, τα οποία ευρίσκοντο εις την περιοχήν του Λιβάνου, ήλθον και κατεπάτησαν την άκανθαν. 18 Ἀλλ’ ὁ Ἰωάς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, ἔστειλε πρὸς τὸν Ἀμασίαν, τὸν βασιλιᾶ του Ἰούδα, τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν: «Κάποτε τὸ καταφρονημένον ἀγκάθι, ποὺ φύεται εἰς τὸ ὄρος Λίβανος, ἔστειλε μήνυμα πρὸς τὴν μεγαλοπρεπῆ κέδρον, ποὺ ὑψώνεται εἰς τὸ ὄρος Λίβανος, μὲ τὸ ὁποῖον τῆς ἔλεγε: «Δῶσε τὴν κόρην σου ὡς σύζυγον εἰς τὸν υἱόν μου. Καὶ νά· θὰ περάσουν τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὸν Λίβανον». Καὶ τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ἄκουσαν τὴν προσβλητικὴν πρότασιν τοῦ ἀγκαθιοῦ πρὸς τὴν μεγαλοπρεπῆ κέδρον, ἐθύμωσαν καὶ ἐπέρασαν ἐπάνω ἀπὸ τὸν θάμνον τοῦ ἀγκαθιοῦ καὶ τὸν ἐποδοπάτησαν!»
19 εἶπας· ἰδοὺ ἐπάταξα τὴν ᾿Ιδουμαίαν καὶ ἐπαίρει σε ἡ καρδία σου ἡ βαρεῖα· νῦν κάθισον ἐν οἴκῳ σου καὶ ἱνατί συμβάλλεις ἐν κακίᾳ καὶ πεσῇ σὺ καὶ ᾿Ιούδας μετὰ σοῦ; 19 Συ είπες, συνέχισεν ο Ιωάς, ιδού υπέταξα την Ιδουμαίαν. Η καρδία σου αλαζονεύθηκε και έγινεν υπερήφανος. Τωρα, λοιπόν, σε συμβουλεύω κάθησε ήσυχος στο σπίτι σου. Διατί προκαλείς επάνω σου την δυστυχίαν, ώστε να πέσης συ και το βασίλειον του Ιούδα μαζή σου;” 19 «Τώρα σύ, βασιλιᾶ Ἀμασία», ἐπρόσθεσε ὁ Ἰωάς, «εἶπες κομπαστικά: «Νά· ἐπετέθην καὶ ἐνίκησα τὴν Ἰδουμαίαν»· καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἡ καρδιά σου φουσκώνει καὶ ὑψώνεται πολύ, γεμάτη ἀπὸ ὑπερηφάνειαν. Τώρα λοιπὸν σὲ συμβουλεύω· κάθισε εἰς τὸ σπίτι σου. Διατὶ προκαλεῖς μὲ τόσην κακίαν καὶ θέλεις νὰ γίνῃς αἰτία νὰ καταστραφῇς καὶ σὺ ὁ ἴδιος καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς μαζί σου;»
20 καὶ οὐκ ἤκουσεν ᾿Αμασίας, ὅτι παρὰ Κυρίου ἐγένετο τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν εἰς χεῖρας, ὅτι ἐξεζήτησε τοὺς θεοὺς τῶν ᾿Ιδουμαίων. 20 Δεν τα ήκουσεν αυτά ο Αμασίας. Αυτό έγινε κατά παραχώρησιν Θεού, δια να τον παραδώση ο Θεός εις τα χέρια των εχθρών του, επειδή αυτός κατέφυγε και ελάτρευσε τους θεούς των Ιδουμαίων. 20 Ἀλλ’ ὁ Ἀμασίας ἀρνήθηκε νὰ ἀκούσῃ τὴν ἀπάντησιν καὶ νὰ δεχθῇ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἰωάς. Τοῦτο δὲ ἔγινε κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὥστε νὰ τὸν παραδώσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ, διότι ὁ Ἀμασίας ἐλάτρευσε τοὺς εἰδωλολατρικους θεοὺς τῶν Ἰδουμαιῶν.
21 καὶ ἀνέβη ᾿Ιωὰς βασιλεὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ὤφθησαν ἀλλήλοις αὐτὸς καὶ ᾿Αμασίας βασιλεὺς ᾿Ιούδα ἐν Βαιθσαμύς, ἥ ἐστι τοῦ ᾿Ιούδα. 21 Ιωάς ο βασιλεύς του Ισραήλ εξεστράτευσεν εναντίον του Αμασίου. Ηλθον αντιμέτωποι μεταξύ των ο Ιωάς και ο Αμασίας, ο βασιλεύς του Ιούδα, εις την Βαιθσαμύς, πόλιν που ευρίσκεται εις την χώραν του Ιούδα. 21 Τότε ὁ Ἰωάς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, ἐβάδισε μὲ τὸν στρατὸν του ἐναντίον τοῦ Ἀμασία· ἔτσι ἦλθαν ἀντιμέτωποι αὐτὸς καὶ ὁ Ἀμασίας, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰούδα, εἰς τὴν πόλιν Βαιθσαμύς, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα.
22 καὶ ἐτροπώθη ᾿Ιούδας κατὰ πρόσωπον ᾿Ισραήλ, καὶ ἔφυγεν ἕκαστος εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ. 22 Οι Ιουδαίοι κατετροπώθησαν από τους Ισραηλίτας και έφυγαν ο καθένας εις την πόλιν του. 22 Κατὰ τὴν μάχην ἐνικήθησαν οἰ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι στρατιῶται κατέφυγαν ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του.
23 καὶ τὸν ᾿Αμασίαν βασιλέα ᾿Ιούδα τὸν τοῦ ᾿Ιωὰς υἱοῦ ᾿Ιωάχαζ κατέλαβεν ᾿Ιωὰς βασιλεὺς ᾿Ισραὴλ ἐν Βαιθσαμὺς καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κατέσπασεν ἀπὸ τοῦ τείχους ῾Ιερουσαλήμ, ἀπὸ πύλης ᾿Εφραὶμ ἕως πύλης γωνίας τετρακοσίους πήχεις· 23 Τον δε Αμασίαν, τον βασιλέα των Ιουδαίων υιόν του Ιωάς υιού του Ιωάχαζ, συνέλαβεν ο Ιωάς ο βασιλεύς του Ισραήλ αιχμάλωτον εις την Βαιθσαμύς και τον ωδήγησεν εις την Ιερουσαλήμ. Εκεί διέταξεν ο Ιωάς και κατεδάφισαν το τείχος της Ιερουσαλήμ από την πύλην Εφραίμ μέχρι της πύλης της γωνίας εις μήκος τετρακοσίων πήχεων. 23 Καὶ τὸν Ἀμασίαν, τὸν βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωάς, υἱοῦ τοῦ Ἰωάχαζ, συνέλαβεν ὁ Ἰωάς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὴν Βαιθσαμὺς καὶ τὸν ὠδήγησεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἰωὰς ἔρριξε κάτω, κατεδάφισε ἕνα τμῆμα τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ Ἐφραίμ (εἰς τὰ βόρεια τῆς Ἱερουσαλήμ) μέχρι τὴν πύλην τῆς Γωνίας (εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ)· δηλαδὴ ἐκρήμνισε μίαν ἔκτασιν τοῦ τείχους μήκους 190-210 μέτρων.
24 καὶ πᾶν τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ εὑρεθέντα ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ παρὰ τῷ ᾿Αβδεδὸμ καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν συμμίξεων καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Σαμάρειαν. 24 Επήρε δε όλον το χρυσίον και το αργύριον και όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία ευρέθησαν στον ναόν του Κυρίου, όπως επίσης και όσα ήσαν υπό την φύλαξιν του Αβδεδόμ, και τους θησαυρούς του βασιλικού ανακτόρου και ομήρους. Φέρων όλα αυτά επέστρεψεν ο Ιωάς εις την Σαμάρειαν. 24 Ὁ Ἰωὰς ἔλαβεν ἐπίσης ὅλο τὸ χρυσάφι καὶ ὅλο τὸ ἀσῆμι καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ εὑρέθησαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἐφυλάσσοντο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβδεδόμ, καὶ τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου, καθὼς καὶ τοὺς (ἐπισήμους;) Ὁμήρους καὶ ἐπέστρεψε μὲ ὅλα αὐτὰ εἰς τὴν Σαμάρειαν.
25 καὶ ἔζησεν ᾿Αμασίας ὁ τοῦ ᾿Ιωὰς βασιλεὺς ᾿Ιούδα μετὰ τὸ ἀποθανεῖν ᾿Ιωὰς τὸν τοῦ ᾿Ιωάχαζ βασιλέα ᾿Ισραὴλ ἔτη δεκαπέντε. 25 Ο Αμασίας, ο υιός του Ιωάς ο βασιλεύς του Ιούδα, έζησεν έπειτα από τον θάνατον του Ιωάς, του υιού του Ιωάχαζ του βασιλέως του Ισραήλ, δεκαπέντε έτη. 25 Ὁ Ἀμασίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἔζησε μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωάς, υἱοῦ τοῦ Ἰωάχαζ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, δεκαπέντε χρόνια.
26 καὶ οἱ λοιποὶ λόγοι ᾿Αμασίου οἱ πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι οὐκ ἰδοὺ γεγραμμένοι ἐπὶ βιβλίου βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραήλ; 26 Τα υπόλοιπα έργα του Αμασίου, τα πρώτα και τα τελευταία, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των βασιλέων του Ιούδα και του Ισραήλ; 26 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἀμασία, τὰ πρῶτα μέχρι τὰ τελευταῖα (ἡ ἱστορία του ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους), δὲν εἶναι μήπως γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον «Ἱστορία τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἰσραήλ»;
27 καὶ ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἀπέστη ᾿Αμασίας ἀπὸ Κυρίου, καὶ ἐπέθεντο αὐτῷ ἐπίθεσιν, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Λαχίς· καὶ ἀπέστειλαν κατόπισθεν αὐτοῦ εἰς Λαχὶς καὶ ἐθανάτωσαν αὐτὸν ἐκεῖ. 27 Κατά τον καιρόν εκείνον, κατά τον οποίον ο Αμασίας είχεν αποστατήσει από τον Κυριον, μερικοί άνδρες έκαμαν συνωμοσίαν εναντίον του. Αυτός δια να σωθή, έφυγεν από την Ιερουσαλήμ και ήλθεν εις την Λαχίς. Οι συνωμόται έστειλαν όπισθεν από αυτόν άνδρας εις την Λαχίς, οι οποίοι και τον εθανάτωσαν εκεί. 27 Καὶ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀμασίας ἀπεστάτησεν ἀπὸ τὸν Κύριον, ὠργάνωσαν συνωμοσίαν ἐναντίον του, αὐτὸς δὲ διὰ νὰ γλυτώσῃ κατέφυγεν εἰς τὴν πόλιν Λαχίς. Οἱ συνωμόται ὅμως ἔστειλαν πίσω του τὰ ὄργανά των εἰς τὴν Λαχὶς καὶ τὸν ἐσκότωσαν ἐκεῖ.
28 καὶ ἀνέλαβον αὐτὸν ἐπὶ τῶν ἵππων καὶ ἔθαψαν αὐτὸν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ. 28 Το νεκρόν σώμα του το εφορτωσαν επάνω εις ίππον, το μετέφεραν εις την Ιερουσαλήμ και το έθαψαν μαζή με τους πατέρας του εις την πόλιν Δαυίδ. 28 Ἐφόρτωσαν δὲ τὸ νεκρὸν σῶμα του ἐπάνω εἰς τοὺς ἵππους καὶ τὸ μετέφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν ἔθαψαν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, εἰς τοὺς βασιλικοὺς τάφους, μαζὶ μὲ τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του.